Το Σκοπιανό, από τη συνάντηση των Τσίπρα-Κοτζιά με τον αντιπρόεδρο Πενς, μέχρι τις Πρέσπες

Του Μιχάλη Ιγνατίου
Όταν τον περασμένο Οκτώβριο, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, αναχωρούσαν από το γραφείο του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Μάικ Πένς, που ανέλαβε την πολιτική και στρατηγική διαπραγμάτευση μεταξύ της Αθήνας και της Ουάσιγκτον, ουδείς πίστευε ότι θα φτάναμε στη συμφωνία για το Σκοπιανό τόσο γρήγορα. 
Οι κ. Τσίπρας και Κοτζιάς συζήτησαν τότε όλα τα εθνικά θέματα και ανέλυσαν το όραμά τους για να αφαιρεθούν σιγά-σιγά τα προβλήματα από το «πιάτο» της ελληνικής κυβέρνησης. Ουσιαστικά εξήγησαν στον κ. Πενς ότι θα ξεκινούσαν τις προσπάθειες τους από την Τουρκία και θα συνέχιζαν με το Σκοπιανό, τα λεγόμενα «αλβανικά θέματα» και στο τέλος το Κυπριακό. Ο Αμερικανός αντιπρόεδρος ενθάρρυνε τους Έλληνες συνομιλητές του και στην ουσία άναψε το «πράσινο φως» για τον στρατηγικό διάλογο μεταξύ της Ελλάδας και της Αμερικής, όπως εισηγήθηκε η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα.
Η αποτυχία της προσέγγισης με τον πρόεδρο της Τουρκίας με την έλευση του στην Αθήνα, ήταν μία μεγάλη απογοήτευση για τους Έλληνες και τους Αμερικανούς αξιωματούχους, αλλά ήταν και «ξύπνημα» ότι ο Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε άλλους συμμάχους.
Αυτό, πάντως, που εντυπωσίασε τους Αμερικανούς ήταν η αφοσίωση των κ. Τσίπρα και Κοτζιά στους στόχους που έθεσαν τότε. Αναφορικά με το Σκοπιανό, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός των Εξωτερικών, «ότι είπαν το έπραξαν» κατά την έκφραση διπλωματικής πηγής. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε καμία πτυχή της διαπραγμάτευσης, δεν υπήρξε παρέμβαση των Αμερικανών προς την πλευρά της Ελλάδας, διότι δεν χρειάστηκε ποτέ. Οι όποιες πιέσεις κατευθύνθηκαν προς τα Σκόπια, όπου ο πρωθυπουργός Ζάεφ ήταν μονίμως αντιμέτωπος με τους εθνικιστές.
Η διπλωματική πηγή παρατήρησε ότι ακόμα και μετά τα μεγάλα συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, ο κ. Τσίπρας και ο κ. Κοτζιάς δεν άλλαξαν γραμμή. Η απόφαση τους ήταν να λυθεί το Σκοπιανό με τρόπο που θα ικανοποιούσε τα μέγιστα τα συμφέροντα της Ελλάδας.
Ο κ. Κοτζιάς είχε επιλέξει να ενημερώνει την Ουάσιγκτον για τη διαπραγμάτευση, είτε μέσω του πρέσβη Τζέφρι Πάιατ, είτε απευθείας τον υφυπουργό Γουές Μίτσελ. Και οι δύο έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να εξυπηρετήσουν την ελληνική κυβέρνηση.
Η αμερικανική πλευρά είναι απόλυτα ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, και όταν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες το φθινόπωρο, και κυρίως το δημοψήφισμα στα Σκόπια, θα εξετάσει την εισήγηση που έχει ενώπιον της για ταυτόχρονη έλευση στην Ουάσιγκτον των πρωθυπουργών της Ελλάδας και των Σκοπίων.
ΠΗΓΗ
---------------------

Τσίπρας και Κοτζιάς τα είχαν πει από το φθινόπωρο στους Αμερικανούς

Η συμφωνία που υπέγραψαν οι δύο υπουργοί Εξωτερικών (παρόντες ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο αποκαλούμενος (με συνυπογραφή της Αθήνας) Μακεδόνας ομόλογός του Ζόραν Ζάεφ παράγει ήδη διπλωματικά και νομικά αποτελέσματα, οδηγώντας ταυτόχρονα σε αποσταθεροποίηση την πολιτική ζωή της χώρας μας στο μακρύ διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση των αμοιβαίων διαδικασιών επικύρωσης.
Η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι δυνατόν να αξιολογείται με σημείο αναφοράς το 2008. Γιατί η κυβέρνηση Καραμανλή δεν χρειάστηκε καν να υποβάλει επίσημο βέτο στη Σύνοδο του Βουκουρεστίου, αφού οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ είχαν λάβει εγκαίρως το μήνυμα ότι δεν ίσχυαν τα όσα απαράδεκτα προηγουμένως συζητούσε η τότε υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη και αποκάλυψε το περασμένο Σάββατο, με αναμφισβήτητα έγγραφα, ο σημερινός υπουργός Νίκος Κοτζιάς.
Ούτε μπορεί να είναι σημείο αναφοράς το 1993 και το Σχέδιο Βανς-Όουεν που ήταν έτοιμος να υπογράψει ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Γιατί πριν τον αποτρέψουν και ανατρέψουν αντίστοιχα, τον Μάιο εκείνου του έτους οι Σταύρος Δήμας, Μιλτιάδης Έβερτ και Αθανάσιος Κανελλόπουλος και το Σεπτέμβριο ο Αντώνης Σαμαράς, το υπουργείο Εξωτερικών είχε φροντίσει να μην υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε δήθεν Μακεδόνες πολίτες και μακεδονική γλώσσα. Ακόμα και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος βαρύνεται με την πρόταση περί διπλής ονομασίας που αργότερα κατέστησε αναγκαία τη μάχη για το αυτονόητο erga omnes, δεν είχε διανοηθεί να συνυπογράψει ευθέως αναγνώριση Μακεδόνων.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι αβάσιμο να κατηγορεί ο κ. Τσίπρας τη σημερινή ΝΔ για υιοθέτηση ακροδεξιών αντιλήψεων και να προσάπτει (μάλλον αντιδημοκρατικά) υποχρέωση «οικογενειακής ευθύνης» στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης, με τη στάση του στη Βουλή, διόρθωσε, επιτέλους, λάθη και παραλείψεις της Κεντροδεξιάς από το 1993 και το 2008. Δεν είχε κανένα λόγο να φορτωθεί όλα αυτά ή να αυτοκτονήσει πολιτικά, συνυπογράφοντας την κακή συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ που δεν διαπραγματεύθηκε ο ίδιος (ουσιαστικά δεν ερωτήθηκε καν) και η οποία λύνει πρόσκαιρα κάποια προβλήματα, αλλά μεσοπρόθεσμα γεννά περισσότερα για τη χώρα και ολόκληρα τα Βαλκάνια.

Συντριπτική σύγκριση

Δυστυχώς για τον σημερινό πρωθυπουργό, που είχε δώσει άλλα δείγματα γραφής (π.χ. πέρυσι με την απαίτηση κατάργησης του αναχρονιστικού πλαισίου εγγυήσεων και ασφάλειας στο Κυπριακό), η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορεί να συγκρίνεται με διαπραγματεύσεις ή σχέδια συμφωνίας των κυβερνήσεων της ΝΔ που ποτέ δεν ίσχυσαν. Ο κ. Τσίπρας δεν θα κριθεί ιστορικά μαζί με τους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Κώστα Καραμανλή που συζητούσαν εναλλακτικές λύσεις, αλλά θα συγκρίνεται με όσους, προ πολλών δεκαετιών, κέρδισαν το μεγαλύτερο μέρος της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας και με όλους όσοι έκτοτε το προστάτευσαν. Και η σύγκριση θα είναι συντριπτική.
Με βάση όλα αυτά, το λογικό ερώτημα είναι πώς και γιατί ο κ. Τσίπρας έφτασε σε αυτό το σημείο. Αντίθετα με τα συνήθη σενάρια που εκπορεύονται από διαφόρους γραφικούς για τα «σκοτεινά κέντρα» που δήθεν επιβουλεύονται τον Ελληνισμό, η αλήθεια είναι ότι τα μηνύματα από τις ΗΠΑ υπογράμμιζαν μόνον την ανάγκη σταθερότητας στα Βαλκάνια και υποστήριξης της ευρωατλαντικής προοπτικής των Σκοπίων. Δεν υπήρξε άξια λόγου αμερικανική πίεση προς την Αθήνα με την εξαίρεση ίσως κάποιων τηλεφωνικών παροτρύνσεων του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Μάικ Πενς ακριβώς προ μηνός και ενόψει της πιθανότατης συμμετοχής του στα εγκαίνια της ΔΕΘ, στις 8 Σεπτεμβρίου, στην καρδιά του πανηγυρικού κλίματος της εξόδου από τα Μνημόνια.
Ο κ. Τσίπρας έχει δίκιο, δηλώνοντας στην ΕΡΤ ότι «δεν μας πίεσαν», αφού ο ίδιος είχε σπεύσει να αποκαλύψει στην αμερικανική πλευρά ότι υπήρχαν κανάλια επικοινωνίας και πρόοδος στις επαφές με τον κύριο Ζάεφ ήδη από το περασμένο φθινόπωρο, πριν δηλαδή αρχίσει επίσημα η διαπραγμάτευση φέτος τον Ιανουάριο!
Σύμφωνα με εγκυρότατη πηγή στην Ουάσιγκτον, το θέμα της ΠΓΔΜ δεν συζητήθηκε καθόλου κατά τις συνομιλίες Τραμπ-Τσίπρα στο Λευκό Οίκο στις 17 Οκτωβρίου 2017 και εξετάστηκε μόνον παρεμπιπτόντως στη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον αντιπρόεδρο Πενς στις 18 Οκτωβρίου. Αντίθετα, «λύθηκε η γλώσσα» του κ. Τσίπρα κατά τη διάρκεια άλλων συναντήσεών του, τις ίδιες μέρες, με τους γερουσιαστές Λ. Γκράχαμ, Ρ. Τζόνσον, Κ. Μέρφι και την κυρία Τζ. Σαχίν.

Η αλήθεια θα αποκαλυφθεί

Κατά την ίδια πηγή, ο πρωθυπουργός τους αποκάλυψε: Πρώτον, ότι η Αθήνα είχε καταθέσει συγκεκριμένες εναλλακτικές λύσεις στην ηγεσία των Σκοπίων για την ονομασία. Δεύτερον, ότι είχε αποφασιστεί η συγκρότηση επιτροπής για τα σχολικά βιβλία των δύο χωρών, ώστε -ανάλογα με την πρόοδο και σε άλλα θέματα- να δρομολογηθούν οι ενταξιακές συνομιλίες στην ΕΕ εντός του πρώτου εξαμήνου του 2018.
Με υπογεγραμμένη πλέον τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, ίσως τα λεχθέντα προς τους Αμερικανούς γερουσιαστές να μην προκαλούν σήμερα μεγάλη έκπληξη, αλλά είναι σίγουρα περίεργο πώς ο Πρωθυπουργός παρουσίασε την εικόνα τόσο μεγάλης προόδου των συνομιλιών μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 2017, ενώ -επισήμως τουλάχιστον- άρχισαν στο Νταβός στις 24 Ιανουαρίου 2018! Επίσης, είναι απορίας άξιο, γιατί υπήρχαν τόσο προωθημένες επαφές μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων, όταν όλοι γνώριζαν ότι ο κ. Ζάεφ δεν μπορούσε να προσέλθει σε ουσιαστικές συνομιλίες, πριν από τους δύο γύρους των δημοτικών εκλογών της χώρας του, στις 15 και 29 Οκτωβρίου 2017.
Πρόκειται για ερωτήματα που, αργά ή γρήγορα, θα απαντηθούν από το εξωτερικό, καθώς στις συνομιλίες της Ουάσιγκτον ήταν παρών και αρμόδιος πρακτικογράφος της Γερουσίας των ΗΠΑ, ενώ ο κ. Ζάεφ, που θα πιεστεί πολύ εσωτερικά τους ερχόμενους μήνες, είναι γνωστός για τη φλυαρία του.

Η κυβέρνηση «ξεπούλησε» την Μακεδονία για να πάρει στις 21/6 έωλα οικονομικά ανταλλάγματα και χωρίς λύση στο χρέος 

================

Η ιστορία επαναλαμβάνεται (και) με τη συμφωνία των Πρεσπών

Του Λέανδρου Τ. Ρακιντζή

Η σκηνή  της  υπογραφής  της  προκαταρκτικής συνθήκης  μεταξύ  της Ελλάδας  και  της  ΠΓΔΜ  από  τους  πρωθυπουργούς  των δύο χωρών  στην ελληνική  πλευρά  της όχθης  της λίμνης  της  Πρέσπας  κοντά στο Ποσίδερι μου  θύμισε  -όχι  μόνο  κατ’ εικόνα- τη συνθήκη  του Τιλσίτ. 
Η συνθήκη  του Τιλσίτ  καταρτίστηκε  μεταξύ  του αυτοκράτορα  της Γαλλίας Μεγάλου Ναπολέοντα  και του αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλεξάνδρου  Α’ τον Ιούλιο του 1807 και τερμάτισε τον μεταξύ τους πόλεμο. Η συνάντηση των δύο αυτοκρατόρων  και η υπογραφή της συνθήκης έγινε σε σκηνή, που στήθηκε σε νησίδα του ποταμού Νέμαν, που χώριζε την Πρωσία από την Πολωνία κοντά στην προσωπική πόλη Τιλσίτ.
Για τη συνάντηση αυτή υπάρχει πλούσια εικονογράφηση με πίνακες διάσημων ζωγράφων της εποχής και χαρακτικά, που  αν εξαιρέσει κάποιος τις μεγαλοπρεπείς στολές νομίζει ότι βρίσκεται στη λίμνη Πρέσπα κατά την πρόσφατη υπογραφή της συνθήκης. Δεν γνωρίζω γιατί επιλέχθηκε  η λίμνη της Πρέσπας για την υπογραφή της συνθήκης, το πιθανότερο λόγω της αστικής παιδείας του κ. Κοτζιά η εικόνα της υπογραφής της συνθήκης του Τιλσίτ  να είχε εντυπωθεί στο υποσυνείδητό του • οι  άλλοι παράγοντες της συνάντησης μάλλον είχαν εικόνες από ταινίες του Αγγελόπουλου.
Οι δύο παραπάνω συνθήκες, εκτός από το σκηνικό που στήθηκε στην Πρέσπα για να παρουσιασθεί  ως  θρίαμβος εκατέρωθεν, δημιούργησαν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα επέλυσαν.
Η συνθήκη του Τιλσίτ κράτησε μόνο πέντε χρόνια και μετά ο Μ. Ναπολέων  εισέβαλε στη Ρωσία και καταστράφηκε. Η συνθήκη των Πρεσπών, εάν επικυρωθεί  από τα κοινοβούλια  και των δύο χωρών και  αναθεωρηθεί το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ με δημοψήφισμα, δεν θα κρατήσει τόσο, γιατί  αντικειμενικά εξεταζόμενη είναι ετεροβαρής σε βάρος της Ελλάδας, όχι μόνο στην ονομασία, που είναι το έλασσον, αλλά  στους λοιπούς 14  όρους, που κάποιοι απ’ αυτούς είναι λίαν επαχθείς για τη χώρα μας όταν εφαρμοσθούν. 
Ο κ. Κοτζιάς δήλωσε, ότι δεν πήραμε τίποτε, αλλά και δεν δώσαμε τίποτα. Αυτή είναι μια σύνθετη ομολογία, που είναι αληθής κατά το πρώτο μέρος, διότι δεν πήραμε τίποτα. Αλλά όχι κατά το δεύτερο επειδή κάναμε τόσες παραχωρήσεις, που τις συνέπειές τους δεν μπορεί να υπολογίσει από τώρα κανένας  και όταν κάποτε ζητηθεί ο λογαριασμός η απάντηση θα είναι "είχαμε άλλη μια αυταπάτη”. 
Δεν γνωρίζω εάν η συνθήκη έχει μυστικούς όρους ή εάν οι μεγάλοι μας σύμμαχοι, που παρενέβησαν πιεστικά υπέρ της λύσεως υποσχέθηκαν κάποια οικονομικά ανταλλάγματα, όπως έξοδος στις αγορές, ελάφρυνση και επιμήκυνση του χρέους κλπ  
Προανέφερα ότι η ονομασία της ΠΓΔΜ σαν Βόρεια Μακεδονία είναι το έλασσον, καθώς το παιχνίδι είχε χαθεί, ήδη, λόγω της επί μακρόν μη επιλύσεως του ζητήματος και της αναγνωρίσεως  από 140 κράτη  των Σκοπίων ως Μακεδονία. Όχι, όμως, λόγω του δικαιώματος  αυτοπροσδιορισμού,  που  επικαλούνται μερικοί, επειδή το 32ο\ο του εδάφους δεν μπορεί να επικρατήσει του 68ο\ο, που είναι η ελληνική  Μακεδονία. 
Είναι, όμως, πολύ επικίνδυνο να αναγνωρίζονται σε μειονότητες ίσα δικαιώματα, όπως έγινε με τη συνθήκη της Ζυρίχης για την Κύπρο με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Τρεις  είναι οι πλέον  επικίνδυνοι συμφωνηθέντες  όροι: 
Πρώτον, η αναμόρφωση της ιστορίας των τελευταίων χρόνων κυρίως στα σχολικά  βιβλία. Η αρχαία ιστορία παρά τις γελοιότητες των αγαλμάτων και ονοματοδοσιών, δεν αμφισβητείται με παράλειψη τον Μακεδονικό Αγώνα. Ο Παύλος Μελάς θεωρείται και κατανομάζεται  από τους Σκοπιανούς  στα σχολικά τους βιβλία ως αρχιεγκληματίας, ενώ  εμείς τον θεωρούμε  -και είναι- εθνικός ήρωας και τον έχομε τιμήσει παντοιοτρόπως.  Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσω, ότι η οικία του Παύλου Μελά στην Κηφισιά  καταρρέει  ακατοίκητη  χωρίς ούτε η κυβέρνηση ούτε άλλος αρμόδιος φορέας να έχει επιτύχει μέχρι τώρα να την συντηρήσει.
Δεύτερον, η μακεδονική γλώσσα, που κατά τη γνώμη εγκύρων  γλωσσολόγων και με απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου δεν υπάρχει, αλλά είναι παρακλάδι της βουλγαρικής
Τρίτον, το μακεδονικό  έθνος είναι τεχνικό κατασκεύασμα χωρίς ιστορικές καταβολές και κατά την παραπάνω απόφαση του Α.Π. δεν υπάρχει. Υπάρχουν και κάποιες άλλες εκκρεμότητες, όπως οι εμπορικές επωνυμίες που μπορεί να επιλυθούν με καλή θέληση. Γεγονός όμως είναι ότι έχομε μακρύ δρόμο μπροστά μας, που επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις ακόμα και πολιτικές.
* Ο κ. Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ., πρώην Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης

 

 

Σχόλια