Η ιταλική πρόκληση και οι αδυναμίες του ευρώ



Τα δημοσιονομικά μεγέθη της Ιταλίας επιδεινώθηκαν μετά την ένταξή της στην ευρωζώνη. Το μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και η αναγκαία προσαρμογή. Το παράδειγμα της Ισπανίας.
του Martin Wolf
To ευρώ έχει αποδειχθεί μια αποτυχία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα αντέξει ή ότι θα ήταν καλύτερα αν εξαφανιζόταν.

Το κόστος μιας μερικής ή πλήρους διάλυσης θα ήταν πολύ μεγάλο. Σημαίνει ότι το ενιαίο νόμισμα έχει αποτύχει να προσφέρει οικονομική σταθερότητα ή ένα πιο ισχυρό αίσθημα ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αποτέλεσε μια πηγή συγκρούσεων.
H περίπτωση της Ιταλίας είναι αποκαλυπτική και δεδομένου του μεγέθους της, εξαιρετικά κρίσιμη. Το ευρώ δεν ευθύνεται για τη στασιμότητα της ιταλικής παραγωγικότητας και του ΑΕΠ από τότε που εντάχθηκε στην ευρωζώνη. Τα αίτια είναι εγχώρια. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ιταλία είναι εντός της ευρωζώνης καθιστά τις αποτυχίες της κοινό πρόβλημα. Καταστρέφει επίσης την αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στην πολιτική και την εξουσία.
Ακόμα περισσότερο, μετατρέπει αυτό που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν σύντομες κρίσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες σε μακροχρόνιες μακροοικονομικές καταστροφές.
Όλα αυτά είχαν προβλεφθεί. Στο εξαιρετικό του βιβλίο EuroTragedy, o καθηγητής του Princeton, Ασόκα Μόντι, παραθέτει μια κριτική της έκθεσης της Επιτροπής Βερνέρ του 1970, του πρώτου προσχεδίου μιας νομισματικής ένωσης, από τον Νίκολας Κάλντορ, έναν Βρετανό οικονομολόγο ουγγρικής καταγωγής. Ο κ. Κάλντορ υποστήριζε πως θα έπρεπε να υπάρχουν δημοσιονομικές μεταφορές. Αυτό θα απαιτούσε μια πολιτική ένωση. Αλλά οι συγκρούσεις που θα δημιουργούσε η νομισματική ένωση θα επιδείνωναν το κλίμα, καθιστώντας πιο δύσκολες τις κινήσεις προς μια τέτοια ένωση. Τα γεγονότα τον δικαίωσαν: ο Αντρέας Κλουθ έγραψε στη Handelsblatt Global αυτόν τον μήνα: «Ένα κοινό νόμισμα υποτίθεται ότι θα ένωνε τους Ευρωπαίους. Αντίθετα, τους διχάζει όλο και περισσότερο». Έχει δίκιο.
Η απόφαση να γίνει δεκτή η Ιταλία ως ιδρυτικό μέλος της ευρωζώνης λήφθηκε από τον πρώην Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, εν μέσω ενστάσεων από τους αξιωματούχους του και άλλες κυβερνήσεις. Ο καθηγητής Μόντι επισημαίνει ότι η Ιταλία υποσχέθηκε να φέρει το λόγο του δημοσίου χρέους από το 120% του ΑΕΠ στο 60% ως το 2009. Αντίθετα σταθεροποιήθηκε, προτού σκαρφαλώσει στο 130% μετά την κρίση της ευρωζώνης.
Με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να προβλέπεται από το ΔΝΤ ότι θα διαμορφωθεί φέτος 8% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2007 και μόλις 4% πάνω από τα επίπεδα που βρισκόταν το 1997, δεν προκαλεί έκπληξη που η Ιταλία εξέλεξε λαϊκιστικά κόμματα στην εξουσία. Η αντίδραση των αγορών και του κατεστημένου μετρίασε γρήγορα το πρόγραμμά τους. Τα spreads με τα γερμανικά ομόλογα έχουν σταθεροποιηθεί. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλή λύση, αν ήταν πιθανή μια βιώσιμη επιστροφή στην ανάπτυξη. Δυστυχώς, εκτός από την αναιμική ανάπτυξη της παραγωγικότητας, η Ιταλία υποφέρει από ένα μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, όπως καταδεικνύει πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ. Η Ιταλία έχει υποστεί μια απώλεια ανταγωνιστικότητας έναντι της Γερμανίας πάνω από 40% από το 1995 ως το 2010.
Τα δύο αρχικά προβλήματα για την Ιταλία, τότε, ήταν το υψηλό επίπεδο χρέους, το οποίο την εξέθεσε στον πανικό των αγορών και μια τεράστια απώλεια εξωτερικής ανταγωνιστικότητας. Τα εξωτερικά ισοζύγια της Ιταλίας βρίσκονται τώρα σε πλεόνασμα, κυρίως λόγω της υψηλής ανεργίας. Μια ισχυρή επέκταση της εγχώριας ζήτησης είναι πιθανό να δημιουργήσει εξωτερικά ελλείμματα που δεν θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν. Οι Βορειοευρωπαίοι φορολογούμενοι φοβούνται ότι μπορεί να κληθούν να πληρώσουν για αυτά. Είναι βέβαιο πως δεν θα το κάνουν.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, «υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί μια πραγματική υποτίμηση της τάξης του 10% για να ευθυγραμμιστεί ξανά το ισοζύγιο της Ιταλίας με τα θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία». Η προτεινόμενη λύση είναι μια «εσωτερική υποτίμηση», μέσω της πτώσης των ονομαστικών μισθών και της υψηλότερης παραγωγικότητας. Αλλά η Ιταλία δεν έχει κάνει τίποτα από τα δύο. Αντίθετα, έχουν μειωθεί οι επενδύσεις και η απασχόληση, με φρικτές συνέπειες. Το γεγονός ότι ο πληθωρισμός είναι τόσο χαμηλός στην ευρωζώνη συνολικά έχει καταστήσει πιο δύσκολη την προσαρμογή. Η ασύμμετρη προσαρμογή είναι δύσκολη.
Εκτός ευρωζώνης, οι απαραίτητες προσαρμογές θα είχαν γίνει, όπως συνέβη συχνά στο παρελθόν, μέσω υποτιμήσεων του νομίσματος. Αναμφίβολα δεν θα ήταν μια μακροχρόνια λύση. Αλλά θα ήταν σίγουρα καλύτερη από την κοινωνική και πολιτική ζημιά που μετέτρεψε μια από τις πιο φιλοευρωπαϊκές χώρες σε μια από τις πιο ευρωσκεπτικιστικές. Τίποτα δεν έχει ακόμα τελειώσει. Η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία μπορεί να μην εξυγιανθεί σύντομα, ίσως και καθόλου.
Ένα μέρος του μηχανισμού προσαρμογής στη νομισματική ένωση είναι ο προκυκλικός αντίκτυπος της νομισματικής πολιτικής: τα πραγματικά επιτόκια είναι υψηλότερα σε χώρες που έχουν εφαρμόσει εσωτερική υποτίμηση. Ο μηχανισμός προσαρμογής στην ευρωζώνη είναι ουσιαστικά ο κανόνας του χρυσού του 19ου αιώνα. Οι παρατεταμένες υφέσεις είναι μέρος της προσαρμογής, όχι κάποιο πρόβλημα. Με τον τρόπο αυτό προσαρμόζεται η ανταγωνιστικότητα στην αλλαγή των συνθηκών.
Ούτε μια τραπεζική ένωση, ούτε μια ένωση κεφαλαίων, ούτε η δημοσιονομική ευελιξία των κρατών μελών μπορούν να αποτρέψουν τις υφέσεις αυτές, χωρίς σταθερή εξωτερική στήριξη. Τέτοιοι μηχανισμοί μπορούν να προστατέψουν τις οικονομίες μόνο έναντι σχετικά παροδικών αλλαγών ή να μεταφέρουν τις απώλειες στο εξωτερικό. Οι αλλαγές στην ανταγωνιστικότητα απαιτούν μόνιμες αλλαγές στις τιμές. Αυτές με τις σειρά τους έρχονται μετά από υφέσεις. Όσο πιο άκαμπτες είναι οι οικονομίες και πιο μεγάλες οι προσαρμογές, τόσο πιο παρατεταμένες ή βαθιές είναι οι υφέσεις. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήταν γνωστά στους επικριτές του εγχειρήματος πριν ξεκινήσει.
Οπότε τι πρέπει να γίνει; Ένα αδύναμο ευρώ είναι μέρος της απάντησης. Το ίδιο είναι και ο σημαντικά υψηλότερος πληθωρισμός στις πλεονασματικές χώρες. Αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν είναι σε θέση, για κατανοητούς λόγους, ακόμα και υπό τον Μάριο Ντράγκι, να ακολουθήσει τις εξαιρετικά επιθετικές νομισματικές πολιτικές που απαιτούνται για την πρόκληση πραγματικής υπερθέρμανσης στη Γερμανία ή την Ολλανδία. Εν τω μεταξύ, οι χώρες αυτές δεν βλέπουν κάποιο λόγο να βοηθήσουν.
Το βάρος της προσαρμογής θα πέφτει πάντα στις ελλειμματικές χώρες. Χωρίς σταθερές δημοσιονομικές μεταφορές, δεν έχουν άλλη επιλογή από μεταρρυθμίσεις που θα έχουν ως στόχο την επιτάχυνση της παραγωγικότητας και την ευελιξία της αγοράς εργασίας. Η Ισπανία το έκανε αυτό. Μπορεί να το κάνει και η Ιταλία; Αν όχι, το στοίχημά της να ενταχθεί στην ευρωζώνη μπορεί να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο κόστος.
Οι καλοί φράχτες κάνουν τους καλούς γείτονες. Το εθνικό νόμισμα είναι ένας καλός φράχτης. Είναι πολύ κρίμα που ξεχάστηκε αυτό.

Σχόλια