Πέτρος Πιζάνιας
Με συχνότητα πολύ πυκνότερη του εικοσιτετραώρου οι δηλώσεις και οι αναλύσεις για την κρίση χτίζουν επί χρόνια ένα νοηματικό σύμπαν. Κάθε ψηφίδα αυτού του σύμπαντος κυκλοφορεί με ταχύτητα ηλεκτρονίου σε όλο τον πλανήτη και έτσι οι ταπεινοί της γης συνδέονται με κάθε υπερεξειδικευμένο αναλυτή, κατά κανόνα υπάλληλο των ισχυρών θεσμών του χρήματος.
Από την άλλη πλευρά φωτισμένοι οικονομολόγοι, από τους λίγους που απέμειναν διεθνώς, περιγράφουν με εξαιρετική διαύγεια την μηχανική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα εργαλεία του καθώς και τις ουσιώδεις ευθύνες των ιθυνουσών ελίτ. Στο επίκεντρο, αντί της θεμελιώδους αντίφασης, τοποθετούν τον μεταφορικό ορισμό «φούσκα», δηλαδή την αναντιστοιχία μεταξύ του συνόλου των πραγματικών αξιών στις αγορές και των χρηματοπιστωτικών προϊόντων διεθνώς.
Πράγματι, η αναντιστοιχία αυτή, ή φούσκα, σήμερα φτάνει το ένα προς δέκα υπολογισμένη μετριοπαθώς, ενώ σε χρηματοπιστωτικούς γίγαντες, όπως Deutsche Bank, για κάθε ένα δικό της ευρώ διαθέτει εξήντα εικονικά και σε πραγματικό μέγεθος 50 τρισ. εκατομμύρια εικονικά ευρώ. Αρκετοί αποδίδουν τις αρχικές αιτίες της κρίσης στην εκτεταμένη και άκρως επισφαλή στεγαστική πίστη. Είναι όμως ανεπαρκής ερμηνεία, επειδή ως αιτία δείχνουν την θρυαλλίδα και όχι την βόμβα.
Όπως έχουν υποστηρίξει πολλοί οικονομολόγοι, ιστορικοί και κοινωνιολόγοι, πιστεύω πως τα θεμέλια της παρούσας κρίσης ξεκίνησαν την δεκαετία του 1970, αρχικά ως πρόβλημα αναπαραγωγής των κερδών του κεφαλαίου διεθνώς, δηλαδή ως κρίση των περιθωρίων κέρδους του κεφαλαίου. Με δυο λόγια φαίνεται πως λειτούργησε ο κανόνας της «πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους» όχι τόσο ως αποτέλεσμα της κρίσης πετρελαίου και της αύξησης των τιμών των πρώτων των υλών.
Άλλωστε, η αύξηση της τιμής της ενέργειας δεν εμπόδισε οικονομίες όπως της Ινδίας και της Κίνας, που την εισάγουν ακριβά, να αναπτυχθούν την ίδια περίοδο βιομηχανικά και εν μέρει τεχνολογικά, έλκοντας επιπλέον τις σημαντικότερες επιχειρήσεις του δυτικού κόσμου που έσπευσαν να επωφεληθούν από τις άθλιες εργατικές συνθήκες και την παιδική εργασία. Τι συμβαίνει λοιπόν σήμερα;
Αυτό που οδήγησε στην επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου είναι η απόλυτη, σχεδόν, θεσμική και πολιτική ελευθερία στις αποφάσεις του, γεγονός το οποίο οδήγησε στην μετάλλαξη του παλαιού φιλελευθερισμού σε νεοφιλελευθερισμό στην οικονομία και την πολιτική. Αυτή η μεταλλαγή δεν είναι απλώς τεχνική, ούτε μπορεί να γίνει κατανοητή με ιδεολογικούς συμψηφισμούς «όλοι εκμεταλλευτές είναι».
Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, σε αντίθεση με τον βιομηχανικό, εισάγει για πρώτη φορά σε οικονομικά και πολιτικά ανεπτυγμένες κοινωνίες δύο ιστορικά νέα χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι πως απενσωματώνει πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Τα μετατρέπει αρχικά σε άνεργους ή και εργαζόμενους φτωχούς, ενδεείς συνταξιούχους, αχρηστεύει μεγάλο τμήμα των μορφωμένων νέων –πόσο μάλλον των υπόλοιπων, και γενικότερα εκδηλώνει την τάση όλοι οι παραπάνω να θεωρηθούν άχρηστο πληθυσμιακό περίσσευμα. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι πως προωθεί την ήπια (ροζ) διάβρωση των δημοκρατικών πολιτευμάτων και ιδίως του θεμελίου τους: της Λαϊκής Κυριαρχίας, αλλά αυτό θα το αφήσουμε για ένα άλλο σημείωμα.
Συμβατικά μιλώντας, το χρηματοπιστωτικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι μεταξύ τους σχετικά ανεξάρτητα και συνυπάρχουν συνάπτοντας σχέσεις μέσω του δανεισμού, αγοραπωλησιών μετοχών κτλ. Το ίδιο θα παρατηρήσουμε και στο απλό εμπειρικό επίπεδο. Μια επιχείρηση αποτελεί μια ενιαία δομή σχέσεων, αλλά με σχετικά ανεξάρτητες μορφές μεταξύ τους: το υποκείμενο της επιχείρησης (ας πούμε ο επιχειρηματίας ή το συμβούλιο διοίκησης) συνάπτει άλλου είδους σχέσεις με το εργατικό του δυναμικό, άλλες με τις τράπεζες, άλλες με τους προμηθευτές, άλλες με τους αγοραστές κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τον τύπο των σχέσεων, η παραγωγική αυτή δομή αποτελεί ταυτόχρονα μια θεμελιώδη διαδικασία κοινωνικής ενσωμάτωσης με βάση την εν γένει εργασία και την ενσωματωμένη επιστημονική γνώση.
Αυτό που συμβαίνει κατά την νεοφιλελεύθερη περίοδο του καπιταλισμού, τα τελευταία σαράντα χρόνια περίπου, είναι η σταθερά αυξανόμενη κοινωνική απενσωμάτωση. Η διαδικασία θεμελιώνεται στην βαθμιαία απόσυρση της σύναψης σχέσεων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο άρχισε να λειτουργεί αυτοναφορικά εξαιτίας της κρίσης κέρδους. Σημαντικά τμήματα του βιομηχανικού κεφαλαίου μεταλλάσσονται βαθμιαία σε χρηματιστικά, χωρίς την μεσολάβηση μαζικής εργασίας και με την χρήση αποκλειστικά εφαρμοσμένης και ενίοτε πρακτικής γνώσης.
Απλούστερα διατυπωμένο, από το χρήμα, άρχισε βαθμιαία όλο και εντονότερα, να παράγεται απευθείας χρήμα –αυτό σημαίνει η μόχλευση μέσω ποικίλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Ας θυμηθούμε την φούσκα των νέων τεχνολογιών της δεκαετίας του 1990, το εμπόρευμα ήταν κατ΄ ουσίαν διαδικτυακός αέρας. Ας θυμηθούμε ότι πραγματικές αξίες, έστω τα ακίνητα, μετατρέπονταν σε πακέτα τραπεζικών παραγώγων που πωλούνταν για να διαμορφώσουν άλλα παράγωγα κ.ο.κ, πολλαπλασιάζοντας την εικονική αξία σε καλπάζουσα απόσταση από την πραγματική αξία των ακινήτων. Έτσι φτάσαμε σε αυτή την αναντιστοιχία ένα προς δέκα μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και της εικονικής, και στην διάλυση ορισμένων ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως ιδίως η δική μας, για να σωθεί ο εικονικός πλούτος της Deutsche Bank, της BNP Paribas και άλλων τραπεζικών μεγαθηρίων.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην διάρκεια της κρίσης δάνειζε, και εξακολουθεί να δανείζει, τις ιδιωτικές τράπεζες με 0% έως 1% επιτόκιο, αλλά όχι τα κράτη-μέλη. Σε αυτά επιβάλει να μειώσουν τα ελλείμματα τους κόβοντας μισθούς, συντάξεις, δημόσιες επενδύσεις αλλά και δικαιώματα και να δανείζονται με πολύ υψηλότερο επιτόκιο από τις ιδιωτικές τράπεζες, τις οποίες η ΕΚΤ δανείζει σχεδόν δωρεάν, αλλά με τα κεφάλαια που παράγουν οι Ευρωπαίοι με την εργασία τους.
Σε αυτού του είδους τον καπιταλισμό η εργασία και η θεμελιώδης επιστημονική γνώση μεσολαβούν όλο και λιγότερο στην αναπαραγωγή του, και οι κοινωνικές ανισότητες που έχουν προκληθεί δύσκολα βρίσκουν ιστορικό προηγούμενο. Σε αυτά τα τόσο κρίσιμα πεδία της κάθε κοινωνικής συγκρότησης οι καταστροφές ίσως να οδεύουν στα όρια αλλαγής ιστορικού προτύπου και προς κατευθύνσεις ριζικά αντικοινωνικές, όπως ήδη συμβαίνει στην Ελλάδα.
Αυτή είναι η ιστορική τάση σήμερα, την οποία η Ευρωζώνη ενισχύει απολύτως χωρίς ουσιώδεις αντιστάσεις. Σε αυτήν προσχώρησε από νωρίς όλη η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά και τελευταίος ο ΣΥΡΙΖΑ στα καθ’ ημάς. Αυτό το σύστημα, όλο και εντονότερα, θυμίζει ληστή της ιστορίας των ανθρώπων. Εισβάλει στα σπίτια και αρπάζει ό,τι το πολύτιμο διαμόρφωσαν οι νεοτερικές ευρωπαϊκές κοινωνίες. Θα χρησιμοποιήσουμε κάποια αυτοάμυνα;
Κανένα μείζον ιστορικό φαινόμενο δεν είναι αποσυνδεδεμένο από τον ορισμό του. Και αυτός συχνά αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης με αντικείμενο τον έλεγχο και την κατίσχυση μιας ερμηνείας σε βάρος άλλων. Έτσι και με την κρίση. Από το 2008, οπότε τυπικά ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση, διατυπώνεται σε πλανητικό επίπεδο ένας λόγος ο οποίος επιδιώκει να την ορίσει. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Με συχνότητα πολύ πυκνότερη του εικοσιτετραώρου οι δηλώσεις και οι αναλύσεις για την κρίση χτίζουν επί χρόνια ένα νοηματικό σύμπαν. Κάθε ψηφίδα αυτού του σύμπαντος κυκλοφορεί με ταχύτητα ηλεκτρονίου σε όλο τον πλανήτη και έτσι οι ταπεινοί της γης συνδέονται με κάθε υπερεξειδικευμένο αναλυτή, κατά κανόνα υπάλληλο των ισχυρών θεσμών του χρήματος.
Από την άλλη πλευρά φωτισμένοι οικονομολόγοι, από τους λίγους που απέμειναν διεθνώς, περιγράφουν με εξαιρετική διαύγεια την μηχανική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα εργαλεία του καθώς και τις ουσιώδεις ευθύνες των ιθυνουσών ελίτ. Στο επίκεντρο, αντί της θεμελιώδους αντίφασης, τοποθετούν τον μεταφορικό ορισμό «φούσκα», δηλαδή την αναντιστοιχία μεταξύ του συνόλου των πραγματικών αξιών στις αγορές και των χρηματοπιστωτικών προϊόντων διεθνώς.
Πράγματι, η αναντιστοιχία αυτή, ή φούσκα, σήμερα φτάνει το ένα προς δέκα υπολογισμένη μετριοπαθώς, ενώ σε χρηματοπιστωτικούς γίγαντες, όπως Deutsche Bank, για κάθε ένα δικό της ευρώ διαθέτει εξήντα εικονικά και σε πραγματικό μέγεθος 50 τρισ. εκατομμύρια εικονικά ευρώ. Αρκετοί αποδίδουν τις αρχικές αιτίες της κρίσης στην εκτεταμένη και άκρως επισφαλή στεγαστική πίστη. Είναι όμως ανεπαρκής ερμηνεία, επειδή ως αιτία δείχνουν την θρυαλλίδα και όχι την βόμβα.
Όπως έχουν υποστηρίξει πολλοί οικονομολόγοι, ιστορικοί και κοινωνιολόγοι, πιστεύω πως τα θεμέλια της παρούσας κρίσης ξεκίνησαν την δεκαετία του 1970, αρχικά ως πρόβλημα αναπαραγωγής των κερδών του κεφαλαίου διεθνώς, δηλαδή ως κρίση των περιθωρίων κέρδους του κεφαλαίου. Με δυο λόγια φαίνεται πως λειτούργησε ο κανόνας της «πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους» όχι τόσο ως αποτέλεσμα της κρίσης πετρελαίου και της αύξησης των τιμών των πρώτων των υλών.
Άλλωστε, η αύξηση της τιμής της ενέργειας δεν εμπόδισε οικονομίες όπως της Ινδίας και της Κίνας, που την εισάγουν ακριβά, να αναπτυχθούν την ίδια περίοδο βιομηχανικά και εν μέρει τεχνολογικά, έλκοντας επιπλέον τις σημαντικότερες επιχειρήσεις του δυτικού κόσμου που έσπευσαν να επωφεληθούν από τις άθλιες εργατικές συνθήκες και την παιδική εργασία. Τι συμβαίνει λοιπόν σήμερα;
Η καινοτομία του φιλελεύθερου καπιταλισμού
Η παγκοσμιοποίηση προβαλλόταν εδώ και χρόνια ως ελπιδοφόρο μέλλον και ερμηνευτική πανάκεια και μαζί όλα τα ιδεολογικά συμπαρομαρτούντα εναντίον του εθνικού κράτους –παρότι θεμελιωνόταν σε αυτό. Η παγκοσμιοποίηση στην συγκεκριμένη της μορφή σταδιακά από την δεκαετία του 1970, δηλαδή η επέκταση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στον πλανήτη χωρίς τον θεσμικό έλεγχο των εθνικών κρατών, δεν είναι μόνο και δεν είναι πρωτίστως μια μεταλλαγή στην γεωγραφία του κεφαλαίου.Αυτό που οδήγησε στην επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου είναι η απόλυτη, σχεδόν, θεσμική και πολιτική ελευθερία στις αποφάσεις του, γεγονός το οποίο οδήγησε στην μετάλλαξη του παλαιού φιλελευθερισμού σε νεοφιλελευθερισμό στην οικονομία και την πολιτική. Αυτή η μεταλλαγή δεν είναι απλώς τεχνική, ούτε μπορεί να γίνει κατανοητή με ιδεολογικούς συμψηφισμούς «όλοι εκμεταλλευτές είναι».
Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, σε αντίθεση με τον βιομηχανικό, εισάγει για πρώτη φορά σε οικονομικά και πολιτικά ανεπτυγμένες κοινωνίες δύο ιστορικά νέα χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι πως απενσωματώνει πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Τα μετατρέπει αρχικά σε άνεργους ή και εργαζόμενους φτωχούς, ενδεείς συνταξιούχους, αχρηστεύει μεγάλο τμήμα των μορφωμένων νέων –πόσο μάλλον των υπόλοιπων, και γενικότερα εκδηλώνει την τάση όλοι οι παραπάνω να θεωρηθούν άχρηστο πληθυσμιακό περίσσευμα. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι πως προωθεί την ήπια (ροζ) διάβρωση των δημοκρατικών πολιτευμάτων και ιδίως του θεμελίου τους: της Λαϊκής Κυριαρχίας, αλλά αυτό θα το αφήσουμε για ένα άλλο σημείωμα.
Απευθείας χρήμα
Ας κάνουμε μια σύγκριση χάρη της κατανόησης του πρώτου χαρακτηριστικού. Μία από τις θεμελιώδη ιδιότητες του καπιταλισμού εν γένει, είναι η σχετική αυτονομία που διατηρούν τα δομικά του στοιχεία το ένα από το άλλο. Για παράδειγμα, το κεφάλαιο και η εργασία δεν υπάρχουν ταυτόχρονα, αλλά συγκροτούν δομή διά της σύναψης σχέσεων. Πυρήνας των σχέσεων αυτών είναι ο ανταγωνισμός, αλλά ταυτοχρόνως πρόκειται για σχέσεις αμοιβαία επωφελείς -παρά το γεγονός της εκμετάλλευσης. Κάτι ανάλογο ισχύει και για το εσωτερικό του κεφαλαίου.Συμβατικά μιλώντας, το χρηματοπιστωτικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι μεταξύ τους σχετικά ανεξάρτητα και συνυπάρχουν συνάπτοντας σχέσεις μέσω του δανεισμού, αγοραπωλησιών μετοχών κτλ. Το ίδιο θα παρατηρήσουμε και στο απλό εμπειρικό επίπεδο. Μια επιχείρηση αποτελεί μια ενιαία δομή σχέσεων, αλλά με σχετικά ανεξάρτητες μορφές μεταξύ τους: το υποκείμενο της επιχείρησης (ας πούμε ο επιχειρηματίας ή το συμβούλιο διοίκησης) συνάπτει άλλου είδους σχέσεις με το εργατικό του δυναμικό, άλλες με τις τράπεζες, άλλες με τους προμηθευτές, άλλες με τους αγοραστές κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τον τύπο των σχέσεων, η παραγωγική αυτή δομή αποτελεί ταυτόχρονα μια θεμελιώδη διαδικασία κοινωνικής ενσωμάτωσης με βάση την εν γένει εργασία και την ενσωματωμένη επιστημονική γνώση.
Αυτό που συμβαίνει κατά την νεοφιλελεύθερη περίοδο του καπιταλισμού, τα τελευταία σαράντα χρόνια περίπου, είναι η σταθερά αυξανόμενη κοινωνική απενσωμάτωση. Η διαδικασία θεμελιώνεται στην βαθμιαία απόσυρση της σύναψης σχέσεων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με τους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο άρχισε να λειτουργεί αυτοναφορικά εξαιτίας της κρίσης κέρδους. Σημαντικά τμήματα του βιομηχανικού κεφαλαίου μεταλλάσσονται βαθμιαία σε χρηματιστικά, χωρίς την μεσολάβηση μαζικής εργασίας και με την χρήση αποκλειστικά εφαρμοσμένης και ενίοτε πρακτικής γνώσης.
Απλούστερα διατυπωμένο, από το χρήμα, άρχισε βαθμιαία όλο και εντονότερα, να παράγεται απευθείας χρήμα –αυτό σημαίνει η μόχλευση μέσω ποικίλων χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Ας θυμηθούμε την φούσκα των νέων τεχνολογιών της δεκαετίας του 1990, το εμπόρευμα ήταν κατ΄ ουσίαν διαδικτυακός αέρας. Ας θυμηθούμε ότι πραγματικές αξίες, έστω τα ακίνητα, μετατρέπονταν σε πακέτα τραπεζικών παραγώγων που πωλούνταν για να διαμορφώσουν άλλα παράγωγα κ.ο.κ, πολλαπλασιάζοντας την εικονική αξία σε καλπάζουσα απόσταση από την πραγματική αξία των ακινήτων. Έτσι φτάσαμε σε αυτή την αναντιστοιχία ένα προς δέκα μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και της εικονικής, και στην διάλυση ορισμένων ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως ιδίως η δική μας, για να σωθεί ο εικονικός πλούτος της Deutsche Bank, της BNP Paribas και άλλων τραπεζικών μεγαθηρίων.
Ευρωζώνη: το πλέον αρνητικό παράδειγμα
Στο επίπεδο των σχέσεων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με τα κράτη, η Ευρωζώνη αποτελεί το πλέον ολοκληρωμένο αρνητικό υπόδειγμα. Πολλά ευρωπαϊκά κράτη, πρώτο και καλύτερο το δικό μας, στήριξαν τις τράπεζες, φορτώνοντας τα ποσά ως χρέη στους πολίτες. Και ακόμη ποιο παράλογο τα κεφάλαια αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τις τράπεζες σε σημαντικό βαθμό (στην Ελλάδα κατά το ένα τρίτο) για να αγοράζουν κρατικά ομόλογα με τα οποία δανείζονται τα κράτη, αφού τα χρήματα με τα οποία αγοράζουν οι τράπεζες τα έχουν χρεώσει στους πολίτες. Και φυσικά το κόστος αυτού του δανεισμού το πληρώνουν δεύτερη φορά οι πολίτες (όσοι φορολογούνται) και αυτό συγκροτεί σημαντικό τμήμα των κερδών των τραπεζών. Παράλληλα, κυνηγάνε τους πολίτες που χρωστάνε δάνεια (κόκκινα). Στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ η δομή είναι αναλόγως όμοια.Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην διάρκεια της κρίσης δάνειζε, και εξακολουθεί να δανείζει, τις ιδιωτικές τράπεζες με 0% έως 1% επιτόκιο, αλλά όχι τα κράτη-μέλη. Σε αυτά επιβάλει να μειώσουν τα ελλείμματα τους κόβοντας μισθούς, συντάξεις, δημόσιες επενδύσεις αλλά και δικαιώματα και να δανείζονται με πολύ υψηλότερο επιτόκιο από τις ιδιωτικές τράπεζες, τις οποίες η ΕΚΤ δανείζει σχεδόν δωρεάν, αλλά με τα κεφάλαια που παράγουν οι Ευρωπαίοι με την εργασία τους.
Σε αυτού του είδους τον καπιταλισμό η εργασία και η θεμελιώδης επιστημονική γνώση μεσολαβούν όλο και λιγότερο στην αναπαραγωγή του, και οι κοινωνικές ανισότητες που έχουν προκληθεί δύσκολα βρίσκουν ιστορικό προηγούμενο. Σε αυτά τα τόσο κρίσιμα πεδία της κάθε κοινωνικής συγκρότησης οι καταστροφές ίσως να οδεύουν στα όρια αλλαγής ιστορικού προτύπου και προς κατευθύνσεις ριζικά αντικοινωνικές, όπως ήδη συμβαίνει στην Ελλάδα.
Αυτή είναι η ιστορική τάση σήμερα, την οποία η Ευρωζώνη ενισχύει απολύτως χωρίς ουσιώδεις αντιστάσεις. Σε αυτήν προσχώρησε από νωρίς όλη η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά και τελευταίος ο ΣΥΡΙΖΑ στα καθ’ ημάς. Αυτό το σύστημα, όλο και εντονότερα, θυμίζει ληστή της ιστορίας των ανθρώπων. Εισβάλει στα σπίτια και αρπάζει ό,τι το πολύτιμο διαμόρφωσαν οι νεοτερικές ευρωπαϊκές κοινωνίες. Θα χρησιμοποιήσουμε κάποια αυτοάμυνα;
Σχόλια