Τι εμποδίζει τις επενδύσεις – οι προτάσεις της Deloitte

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπίτσιος –

Τώρα που η οικονομία σταθεροποιείται και γυρνά σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, πρέπει και η Πολιτεία αλλά και ο επιχειρηματικός κόσμος να στηρίξει τις επενδύσεις. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής, τον προσεχή Αύγουστο, κύριο ζητούμενο είναι η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων. Αντιμετωπίζουμε τρεις προκλήσεις. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η πρώτη είναι ποσοτική και αφορά στην κάλυψη του επενδυτικού κενού σε σχέση με την ευρωπαϊκή οικονομία. Από την αρχή της κρίσης, το επενδυτικό κενό στην Ελλάδα, ανέρχεται στα 100 δισ. ευρώ, υπάρχει δηλαδή μια πολύ σημαντική αποεπένδυση. Ειδικότερα, οι ακαθάριστες επενδύσεις ανήλθαν το 2017, σε 22 δισ. από 60 δισ. το 2007. Από τα 22 αυτά δισ. τα 15,5 δισ. είναι οι επιχειρηματικές επενδύσεις (από 24 δισ. το 2007). Έχουμε συνεπώς, μια μείωση των επιχειρηματικών επενδύσεων κατά 8,5 δισ. στη δεκαετία.
Το 2017, είχαμε για πρώτη φορά, 370 εκ. καθαρών επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρηματικές επενδύσεις του 2017, αναπλήρωσαν τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό των επιχειρήσεων που φθείρεται και αύξησαν μόνον οριακά, το απόθεμα κεφαλαίου επί του οποίου στηρίζεται η αύξηση της παραγωγικότητας και του βιοτικού επιπέδου. Το 2007, ο καθαρές επενδύσεις ανέρχονταν σε 8,6 δις. Το πολύ μικρό ποσό καθαρών επενδύσεων, δείχνει το μέγεθος του προβλήματος σήμερα και το διακύβευμα που τίθεται.

Ποιότητα και επιδόσεις

Η δεύτερη πρόκληση είναι ποιοτική. Αφορά στο μείγμα των επενδύσεων από το οποίο θα προκύψει το νέο παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας. Δηλαδή, σε ποιους τομείς θα επικεντρώσουμε τις επενδύσεις. Ο ΣΕΒ υποστηρίζει ότι σε αυτό το νέο κύκλο που ανοίγεται μπροστά μας, σε αντίθεση με ο,τι κάναμε στο παρελθόν, το ζητούμενο δεν είναι μόνο να αυξήσουμε τις επενδύσεις αλλά να κατευθυνθούν και προς τους κατάλληλους κλάδους της οικονομίας και ειδικότερα προς τη βιομηχανία και τη μεταποίηση.
Η τρίτη πρόκληση αφορά στη βελτίωση των επιδόσεων μας στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Η επενδυτική και επιχειρηματική ανταγωνιστικότητα της χώρας αποκλίνει σημαντικά από εκείνη της ΕΕ. Παρά τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, απέχουμε σε όλους τους δείκτες που αφορούν σε πρακτικές που ενθαρρύνουν τις παραγωγικές επενδύσεις. Σε μια οικονομία στην οποία το θεσμικό πλαίσιο συχνά εμποδίζει αντί να διευκολύνει τη λειτουργία των επιχειρήσεων, η σημασία των διαρθρωτικών αλλαγών που θα αντιστρέψουν αυτή την πραγματικότητα και θα απελευθερώσουν εγκλωβισμένες παραγωγικές δυνάμεις είναι προφανής.

Αναφέρω ενδεικτικά, την αρνητική επίδραση της φορολογίας στις επενδύσεις, τους μεγάλους χρόνους αδειοδότησης, το αυξημένο κόστος ενέργειας, τις ανεπαρκείς υποδομές μεταφορών, την αδυναμία μετασχηματισμού της έρευνας σε εμπορεύσιμα προϊόντα, την αδυναμία ανάπτυξης παραγωγικών δικτύων, την έλλειψη ασφάλειας δικαίου, την ασάφεια και έλλειψη σταθερότητας στις αποφάσεις της δημόσιας διοίκησης.
Σε δείκτες όπως το Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας, τον δείκτη Ανταγωνιστικότητας του WEF και το δείκτη ψηφιακής ωριμότητας, συνεχίζουμε να καταλαμβάνουμε τις τελευταίες θέσεις στην Ε.Ε. Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι εάν βελτιώσουμε τους τομείς ως προς την υποδοχή και την υλοποίηση επενδύσεων θα μπορούσαμε να διπλασιάσουμε τις παραγωγικές επενδύσεις και να πετύχουμε έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης επενδύσεων άνω του 10%. Δηλαδή από 22,5 δισ. ευρώ το 2017 να πάμε στα 45 δις το 2024, ή στο 20% του ΑΕΠ που είναι και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. (Η Ελλάδα, είναι στο 13% του ΑΕΠ). Αυτό σημαίνει αύξηση 3 έως 3,5 δις ευρώ ετησίως.

Τα 35 εμπόδια

Για τον λόγο αυτό, η Deloitte, εκπόνησε για λογαριασμό του ΣΕΒ μια μελέτη για τις επενδύσεις που παρουσιάστηκε στις 23-24 Απριλίου 2018 στο συνέδριο με θέμα: «Σχεδιάζουμε το μέλλον με επενδύσεις. Κερδίζουμε στον διεθνή ανταγωνισμό με πρακτικές λύσεις». Η μελέτη εντοπίζει κατ’ αρχήν 35 βασικά εμπόδια. Τα 15 συνδέονται με ασαφή εθνική στρατηγική προσέλκυσης επενδύσεων ενώ τα υπόλοιπα 20 αναφέρονται στη δημόσια δομή και στους μηχανισμούς έγκρισης. Στη συνέχεια, η έκθεση καταγράφει 130 διεθνείς πρακτικές από 35 χώρες. Οι πρακτικές αυτές αφορούν σε ένα ευρύ φάσμα δομών, μηχανισμών και διαδικασιών που επιταχύνουν τις επενδύσεις.
Τέλος, η έκθεση, προτείνει 50 δράσεις στους τομείς φορολογικής ενθάρρυνσης επενδύσεων, αδειοδότησης εγκαταστάσεων, απονομής δικαιοσύνης, ψηφιακού μετασχηματισμού της βιομηχανίας, διοικητικού κόστους και γραφειοκρατίας και των επενδύσεων στην καινοτομία. Όλες αυτές οι δράσεις θα πρέπει να αναληφθούν συνδυαστικά και ταυτόχρονα από την κυβέρνηση ώστε η χώρα να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της και να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματά προς όφελος της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Δεν πρέπει να επιστρέψουμε στο παλαιό αναπτυξιακό υπόδειγμα εισαγωγών, αποβιομηχάνισης και κατανάλωσης.
=================

Πρόταση για Εθνικό Συμβούλιο Επενδύσεων

Γράφει ο Μάκης Ανδρονόπουλος –

Τη δημιουργία Εθνικού Συμβουλίου Επενδύσεων υπό τον Πρωθυπουργό για την εποπτεία εφαρμογής ενός δυναμικού επενδυτικού προγράμματος με συμμετοχή του ΣΕΒ και δέσμευση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων ανεξαρτήτως πολιτικών κύκλων και κυβερνητικών αλλαγών, πρότεινε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Θεόδωρος Φέσσας σε συνέδριο για την ανάπτυξη που διοργάνωσε. Δήλωσε ότι η αποεπένδυση έχει αναστραφεί και οι καθαρές επενδύσεις έχουν θετικό πρόσημο, καθώς και ότι τα μέλη του ΣΕΒ δρομολογούν επενδύσεις 16 δισ. ευρώ την επόμενη τετραετία.
Οι προτάσεις του ΣΕΒ είναι συγκεκριμένες και ολοκληρωμένες με εσωτερική λογική και προκαταλαμβάνουν το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης. Κατά συνέπεια θα πρέπει να δούμε πόσο είναι συμβατά τα δύο προγράμματα και κυρίως εάν κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις. Είναι σαφές ότι η νοοτροπία σε σχέση με την εργασία παραμένει η ίδια, δηλαδή φορτώνει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας στις πλάτες του κράτους και των εργαζομένων, αντί να τους κάνει μέτοχους στην προσπάθεια και στα οφέλη της ανάπτυξης.
Οι βασικοί άξονες του επιθετικού Εθνικού Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων που εισηγείται ο ΣΕΒ για τη δημιουργία δομών, μηχανισμών και διαδικασιών επιτάχυνσης επενδύσεων, το οποίο βελτιώνει τη συνολική επενδυτική απόδοση παράλληλα με τη βελτίωση των δημοσίων εσόδων, οφείλει να περιλαμβάνει τους ακόλουθους άξονες:

  1. Μείωση 25% του βάρους που επιφέρουν τα εμπόδια και η γραφειοκρατία ως το 2020, η επίτευξη του οποίου αναβάλλεται από το 2013.
  2. Μείωση 35% του χρόνου επίλυσης δικαστικών (διοικητικών) διαφορών ως το 2020.
  3. Μείωση 30% του χρόνου αδειοδότησης μέχρι το 2020.
  4. Μείωση 30% του εταιρικού φόρου (άμεσα ή έμμεσα) στις νέες επενδύσεις και απλοποίηση των φορολογικών διαδικασιών.
  5. Διπλασιασμός των ιδιωτικών επενδύσεων στην καινοτομία ως το 2023.
  6. Αύξηση του μεριδίου της ψηφιακής οικονομίας στο ΑΕΠ κατά 4% και δημιουργία κατ’ ελάχιστον 50.000 νέων θέσεων εργασίας έως το 2021.
  7. Αποφυγή οπισθοδρόμησης στις εργασιακές ρυθμίσεις.
  8. Περιορισμός του μη μισθολογικού κόστους.
  9. Ηλεκτρονικές συναλλαγές σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα
  10. Οριζόντια επενδυτικά κίνητρα και απλές φορολογικές διαδικασίες.
  11. Ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας.
  12. Πρόσβαση σε ανταγωνιστική χρηματοδότηση.

Χρειάζεται κάτι πολύ ισχυρότερο

Ο κ. Φέσσας έθεσε ως κεντρικό σημείο του προβληματισμού ότι «το πόσο σύντομα θα πιάσουμε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους». Η συντριπτική πλειοψηφία των επενδύσεων σήμερα γίνεται από ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, περίπου 87,5% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.. Αυτό απαιτεί αύξηση των επενδύσεων με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 15%, ώστε το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 4% ετησίως.

Με αυτό το σενάριο, το κενό μπορεί να κλείσει σε 4-5 χρόνια και οι επενδύσεις να αυξηθούν από 22 δισ. ευρώ σήμερα σε 45 δισ. ευρώ ποσό που αντιστοιχεί στο 20% του ΑΕΠ, δηλαδή στα επίπεδα που κινείται η υπόλοιπη Ευρώπη. «Όσο συντομότερα το πετύχουμε τόσο γρηγορότερη θα είναι η σταθερή και σίγουρη ανάκαμψη της οικονομίας, η δημιουργία τουλάχιστον 200.000 νέων θέσεων εργασίας και η ανακοπή της πληγής του brain drain».
Ο ΣΕΒ αναγνώρισε ότι στην Ελλάδα έχουν νομοθετηθεί πολλές μεταρρυθμίσεις που δεν έχουν όμως υλοποιηθεί, με αποτέλεσμα να μην έχουν αλλάξει το επενδυτικό περιβάλλον και αυτό είναι που αξιολογούν οι επενδυτές. Γι΄ αυτό χρειάζεται κάτι πολύ ισχυρότερο:
  1. Ένα συνολικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων που να καλύπτει τόσο οριζόντιες όσο και κάθετες/κλαδικές μεταρρυθμίσεις (Τι πρέπει να γίνει)
  2. Με αποτελεσματικούς μηχανισμούς διασφάλισης υλοποίησης και επίλυσης προβλημάτων (Πως θα γίνει) και με
  3. Έναν πολύ ισχυρό Υποστηρικτή με δύναμη να το επιβάλλει και δέσμευση να το επιτύχει. (Ποιος θα το κάνει).
Βάση της επενδυτικής μεταρρύθμισης αποτελεί η εργαλειοθήκη για τις παραγωγικές επενδύσεις που έχει ετοιμάσει η Deloitte και η εργαλειοθήκη για τη νεοφυή επιχειρηματικότητα που έχει ετοιμάσει η BCG. Οι επενδυτικές εργαλειοθήκες περιέχουν 230 καλές πρακτικές από 35 χώρες που μπορούν να επιταχύνουν 10 κατηγορίες επενδύσεων.

Σχόλια