του Σπύρου Λαβδιώτη
Η κυβέρνηση με αισιοδοξία διατυμπανίζει ότι βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για να έχουμε μια «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια το καλοκαίρι.
Είναι, πράγματι, έτσι τα πράγματα ότι μετά τον Αύγουστο του 2018, η χώρα μας επιτέλους θα βρεθεί σε μια μετά-μνημονιακή εποχή, χωρίς πιστωτική προληπτική γραμμή, πιθανή ελάφρυνση του χρέους και, σε τροχιά ανάπτυξης; Ή μήπως αποτελεί έναν νέο ευσεβή πόθο, μια φευγαλέα ελπίδα, όπως αυτής, του success story, ή του «θα τρίβουμε τα μάτια μας» από τους ρυθμούς ανάπτυξης;
Τα μάτια μας τα τρίβουμε οκτώ ολόκληρα χρόνια από την 10η Μάιου 2010, με την υπογραφή του Α’ Μνημονίου της εθνικής υποτέλειας και της ένταξης της Ελλάδος σε καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Όμως, όχι από τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά από θλίψη, γιατί είναι γεμάτα δάκρυα από την οικονομική κατάρρευση και την κοινωνική καταστροφή, με τα συνεπακόλουθα, της μαζικής ανεργίας, της μετανάστευσης, χωρίς ορατό φως στο τέλος του τούνελ.
Καθαρή έξοδος από τα προγράμματα «δημοσιονομικής προσαρμογής» τον Αύγουστο δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευτεί στην εφαρμογή μέτρων λιτότητας που βαρύνουν την οικονομία μέχρι το 2022. Και η ελληνική κοινωνία θα χαράξει βαθειά στην μνήμη της την ημερομηνία της 15ης Ιουνίου 2017[1], όταν η παρούσα πολιτική ηγεσία, για ακόμη μια φορά, ενέδωσε στις εξωφρενικές νομισματικές απαιτήσεις των ευρωπαϊκών αρχών.
Τα σχεδιασμένα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα του 3.5% (σε σχέση με το ΑΕΠ) μέχρι το 2022, που η κυβέρνηση υποτακτικά δεσμεύτηκε να υλοποιήσει θα προκαλέσουν μια πρωτόγνωρη σπειροειδή καταστροφή του ιδιωτικού πλούτου και την υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας της Ελλάδος.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τότε θα διαπιστώσουμε χωρίς μεροληψία ότι το τέλος των Μνημονίων, ήτοι των δανειακών συμβάσεων, είναι μακροβιότερο από την προσδόκιμη ζωή για τους περισσοτέρους, προς το παρόν, μέχρι το 2060, και δυστυχώς, μεταβιβάζονται στις μέλλουσες γενεές.
Οι δανειακές συμβάσεις είναι γνωστές ως Μνημόνια, όρος που έχει ευρέως επικρατήσει, διότι συνοδεύονται από έναν αριθμό μέτρων και υποχρεώσεων, τα επώδυνα «προαπαιτούμενα» τα οποία πρέπει να εκπληρωθούν. Αυτά είναι μέτρα λιτότητας, δηλαδή, περικοπών των συντάξεων, των μισθών και αυξήσεις φόρων, που δεσμεύουν την εκάστοτε κυβέρνηση στην υλοποίηση τους. Ο λόγος, για να εκταμιευτεί η περιβόητη δόση των δανείων, της «χρηματοοικονομικής βοήθειας», όπως την αποκαλούν κατ’ ευφημισμόν οι κοινοτικοί μας εταίροι.
Τώρα, πως συμβιβάζεται η «χρηματοοικονομική βοήθεια» των δανειστών που χορηγείται με επιβάρυνση τόκου για να εξασφαλίσει η Ελλάδα την επιστροφή σε διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη, είναι μια άλλη ιστορία. Η αφήγηση δεν είναι ευχάριστη. Η «μικρή» Ελλάδα, με το 1.5 % του ΑΕΠ της Ευρωζώνης[2], πλήρωσε από την έναρξη των Μνημονίων άνω των € 70 δις σε τόκους στους εταίρους μας, υπό μορφή «αλληλεγγύης»[3]. Τους τόκους των δανείων των Μνημονίων, τα οποία συνολικώς ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των € 326 δις, αποσκοπούν να εξασφαλίσουν οι ευρωπαϊκές αρχές, με την επιβολή του πλεονάσματος του 3.5% μέχρι το 2022, σε σχέση με το καταρρακωμένο ΑΕΠ των € 175 δις περίπου -μια πρωτόγνωρη πτώση 28%, εν καιρώ ειρήνης-, από τα € 243 δις το 2008.
Οι ευρωπαϊκές αρχές γνωρίζουν ότι το έτος 2022 είναι κομβικό. Στο έτος αυτό τελειώνει η περίοδος αναβολής και όχι όπως τα ΜΜΕ αποκαλούν, «περίοδο χάριτος», των τόκων των δανείων του ΕΜΣ (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης). Οι τόκοι, δεν χαρίστηκαν, αλλά ανατοκίστηκαν, και ανατοκίζονται συνεχώς, ξεπερνώντας τα € 24 δις το 2023 που οφείλει η υπό πτώχευση χώρα μας. Συνεπώς, είναι αφελές να πιστεύουμε, πλην της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, ότι με την επίτευξη των συνεχών πλεονασμάτων η Ελλάδα θα εξέλθει από την κρίση που την μαστίζει εδώ και οκτώ χρόνια και θα εισέρθει σε τροχιά ανάπτυξης. Το σενάριο αυτό οι ευρωπαίοι εταίροι γνωρίζουν ότι δεν συνιστά μια φιλόδοξη πρόβλεψη, δεν είναι ούτε καν πρόβλεψη, αλλά ένα «όνειρο θερινής νυκτός».
[2] European Central Bank, National Accounts and Output Indicators.
[3] Υπουργείο Οικονομικών, Κρατικοί Προϋπολογισμοί, Εισηγητικές Εκθέσεις, 2017 -2018.
ΠΗΓΗ
-------------
του Σπύρου Στάλια*
Κάθε κρίση θέλει την ερμηνεία της, γιατί η ερμηνεία θα μας δείξει τι κυρίως διακυβεύει, και κατά συνέπεια θα κατανοήσουμε τι θα πρέπει να κάνουμε να ξεφύγουμε από αυτή.
Αλλά ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Από το 1945 έως το 1980 τα Κράτη επεδίωξαν σε παγκόσμια κλίμακα την πλήρη απασχόληση, μέσω της διαχείρισης της ζήτησης. Η πολιτική αυτή στηριζόταν στην αύξηση της παραγωγικότητας που οδηγούσε κέρδη και μισθούς σε αύξηση, που με την σειρά τους ενίσχυαν την ζήτηση, και όλο το σύστημα έτεινε προς την πλήρη απασχόληση. Αυτό δημιουργούσε ένα ευνοϊκό κλίμα για επενδύσεις, που με την σειρά τους αύξαναν την παραγωγικότητα που οδηγούσε σε περαιτέρω αύξηση τους μισθούς και τα κέρδη.
Την εξισορρόπηση των ισοζυγίων πληρωμών μέσω προσαρμοσμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών είχε αναλάβει το ΔΝΤ. O Οργανισμός Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) είχε αναλάβει την προώθηση του διεθνούς εμπορίου με την σταδιακή μείωση των δασμών και τέλος την προώθηση της οικονομική ανάπτυξη μέσω δανείων είχε αναλάβει η Παγκόσμια Τράπεζα.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, εμπνευσμένη από τον Κέϋνς, ήταν ότι μεταξύ των ετών 1950-1973 η Μέση Ετησία Αύξηση % του κατά Κεφαλή Πραγματικού ΑΕΠ των Χωρών του ΟΟΣΑ αυξήθηκε κατά 4,9% και των Αναπτυσσομένων Χωρών 3.3%. Την ίδια περίοδο η Μέση Ετησία Αύξηση % του Πραγματικού ΑΕΠ ήταν για την Παγκόσμια Οικονομία 4,9%, για τις Χώρες του ΟΟΣΑ 5,9 % ενώ για τις Αναπτυσσόμενες Χώρες ήταν της τάξεως του 5.5%. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα το ΑΕΠ αυξανότανε με ρυθμό 6,98% και το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξάνονταν κατά 6,21%. Στο ίδιο διάστημα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια διεθνώς δεν ξεπέρασαν το 4% ενώ ο πληθωρισμός δεν υπερέβη το 3,9%. Ποτέ δεν σημειώθηκε σοβαρή οικονομική κρίση.
Με λίγα λόγια έως το 1980 σχηματικά, η ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης ήσαν κυρίως οι μισθοί και τα κέρδη των επιχειρήσεων που οδηγούσαν στην αύξηση της ζήτησης. Αυτό ήταν το μοντέλο της Κεϋνσιανής παγκοσμιοποίησης. O ‘Χρυσούς Αιών’ της οικονομικής ανάπτυξης.
Από το 1980 και μετά το παράδειγμα άλλαξε όπως και η ατμομηχανή. Η όλη οικονομική ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο οδηγήθηκε από τον τραπεζικό δανεισμό, και την απόδοση των ποικίλων χρηματιστηριακών αξιών.
Το νέο μοντέλο παγκοσμιοποίησης ήταν αποτέλεσμα του Νεοφιλελεύθερου τρόπου σκέψης, που έλκει την καταγωγή της από το Κλασσικό υπόδειγμα, που στηρίζεται στον Α. Σμίθ, και αναγεννήθηκε από την Σχολή του Σικάγου. Συγκροτήθηκε σε σώμα από την Συναίνεση της Ουάσιγκτον. Το νέο υπόδειγμα τονίζει τον προφανή χαρακτήρα ενός απλού οικονομικού συστήματος φυσικής ελευθερίας-ζούγκλας, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση, που ισχυρίζεται ότι κάνει σίγουρη την αύξηση του πλούτου κάθε Έθνους.
Το όλο σύστημα στηρίζεται στην πλήρη ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών πράγμα που καθιστά τους εργαζόμενους διεθνείς ανταγωνιστές, γεγονός που καταλύει όλες τις πρόνοιες υπέρ της εργασίας. Τις Κυβερνήσεις τις μετατρέπει σε απλούς εκπροσώπους του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τραπέζης με σκοπό την κατάργηση του κοινωνικού Κράτους και την διαφύλαξη των όρων της διακίνησης των κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Επειδή η διαδικασία, της αύξησης του εισοδήματος μέσω της ζήτησης υπονομεύτηκε ή εγκαταλείφτηκε, υποτίθεται ότι το έλλειμμα αυτό θα το αναπλήρωνε η χρηματοδότηση μέσω δανεισμού και αύξησης των χρηματιστηριακών αξιών.
Παρά την αρχική ευφορία που δημιουργήθηκε, σήμερα βρισκόμαστε σε μια βαθειά παγκόσμια κρίση, με έθνη και νοικοκυριά καταχρεωμένους και με σημαντική υποχώρηση της παγκόσμιας παραγωγής. Ο κόσμος όλος δείχνει να είναι αμήχανος. Συνεπώς πως ερμηνεύεται η κρίση;
Η πρώτη ερμηνεία έχει σαν βάση την ορθοδοξία της νεοκλασικής σκέψης που εδρεύει στο Σικάγο και στο Βερολίνο. Σύμφωνα με αυτούς τους hardcore νεοφιλελεύθερους η αποτυχία οφείλεται στο ότι οι κυβερνήσεις δεν έχουν προχωρήσει με βήματα γοργά στην περαιτέρω απορύθμιση της αγοράς εργασίας και των χρηματοπιστωτικών αγορών, δεν έδωσαν περαιτέρω ελευθερία στις κεντρικές τράπεζες και δεν τις δέσμευσαν για μηδενικό πληθωρισμό. Δεν επέβαλαν αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική και διατηρούν εξουσίες που θα έπρεπε να έχουν αφεθεί στις επιχειρήσεις και στην αγορά. Προφανώς η ερμηνεία αυτή σκέφτεται τον πλούτο λίγων ανθρώπων ή κρατών με υψηλή παραγωγικότητα, και θέτει τα έθνη σε ανταγωνισμούς παραγωγικότητας δηλαδή φτώχειας
Η δεύτερη ερμηνεία ακολουθεί και αυτή τον ίδιο δρόμο αλλά σε πιο ήπια μορφή ως προς τις Τράπεζες. Αυτοί οι softcore νεοφιλελεύθεροι που κατοικοεδρεύουν στην Ουάσιγκτον ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να τεθούν ορισμένοι περιορισμοί στο Τραπεζικό σύστημα που παράγει πιστώσεις χωρίς κριτήρια αλλά κατά τα άλλα η νεοφιλελεύθερη πολιτική θα πρέπει να ακολουθηθεί υποδειγματικά, δηλαδή να συνεχιστεί η παγκοσμιοποίηση υπό την εταιρική της μορφή, οι αγορές να απορυθμιστούν πλήρως, η δημοσιονομική λιτότης να συνεχιστεί και ο πληθωρισμός να τεθεί υπό έλεγχο. Προφανώς και η ερμηνεία αυτή ως προς τους στόχους της δεν διαφέρει από την πρώτη.
Η τρίτη σχολή ερμηνείας της κρίσης είναι η λεγομένη Μετακεϋνσιανή. Οι μετακεϋνσιανοί κατοικοεδρεύον παντού στον κόσμο, σε Πανεπιστήμια, σε λίγες τράπεζες, σε λίγες φωτισμένες παραγωγικές επιχειρήσεις, σε ελάχιστα κόμματα, ανάμεσα σε πολιτισμένους ανθρώπους που θέλουν ένα κόσμο συνεργασίας, ειρήνης και προόδου. Σύμφωνα με την σκέψη αυτής της Σχολής αυτό καθ’ αυτό το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, με τις άσχετες παραδοχές του, είναι υπεύθυνο για την υπονόμευση του παραγωγικού κεφαλαίου, για την μείωση της κατανάλωσης και για την έλλειψη ρευστότητας που καθιστά αδύνατες τις επενδύσεις.
Κατά συνέπεια τα Έθνη, το καθένα ξεχωριστά, θα πρέπει να στραφούν στο στόχο της πλήρους απασχόλησης, Σε εθνικό επίπεδο, με βάση την ελεύθερη αγορά, με παρέμβαση του κράτους θα πρέπει να διατηρείται η αποδοτικότητα του κεφαλαίου σε ικανοποιητικά επίπεδα, και η όσο το δυνατόν δίκαιη κατανομή του ΑΕΠ. Στο διεθνές επίπεδο να επιβληθούν εκείνες οι διεθνείς πολιτικές, με συνεργασία, που αποτρέπουν ανισορροπίες στα ισοζύγια πληρωμών, που συνεπάγονται πτωχεύσεις κρατών, υπερδανεισμούς και πολέμους, εξασφάλιση της αυξανόμενης διεθνούς ζήτησης. Να εφαρμοστούν πολιτικές σταθερών πλην όμως αναπροσαρμοζόμενων ισοτιμιών νομισμάτων, που πάντα να αντανακλούν την παραγωγικότητα κάθε οικονομίας, και τέλος να διευκολυνθούν οι ροές πλεονασμάτων με μορφές επενδύσεων στις ασθενέστερες χώρες για να μπουν στην διαδικασία της οικονομικής προόδου. Είναι μια έκκληση για πολιτισμό η Κεϋνσιανή ερμηνεία.
Από τις παραπάνω ερμηνείες καταφαίνεται ότι η πολιτική με την έννοια της θέλησης των Λαών καλείται να παίξει ρόλο γιατί από το 1980 και μετά απουσιάζει, αφού η Τραπεζική Κίρκη όλους, λίγο πολύ, μας είχε μετατρέψει από πολίτες σε άτομα και τους πολιτικούς σε θεραπαινίδες της. Είναι καιρός να ξανασκεφτούμε και να δράσουμε γιατί η καταστροφική στασιμότητα είναι δυστυχώς κοντά.
*Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το 2013 -Ο Σπύρος Στάλιας είναι οικονομολόγος Ph.D πρ. Διευθύνων Σύμβουλος ΟΛΠ
=============
Η κυβέρνηση με αισιοδοξία διατυμπανίζει ότι βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για να έχουμε μια «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια το καλοκαίρι.
Είναι, πράγματι, έτσι τα πράγματα ότι μετά τον Αύγουστο του 2018, η χώρα μας επιτέλους θα βρεθεί σε μια μετά-μνημονιακή εποχή, χωρίς πιστωτική προληπτική γραμμή, πιθανή ελάφρυνση του χρέους και, σε τροχιά ανάπτυξης; Ή μήπως αποτελεί έναν νέο ευσεβή πόθο, μια φευγαλέα ελπίδα, όπως αυτής, του success story, ή του «θα τρίβουμε τα μάτια μας» από τους ρυθμούς ανάπτυξης;
Τα μάτια μας τα τρίβουμε οκτώ ολόκληρα χρόνια από την 10η Μάιου 2010, με την υπογραφή του Α’ Μνημονίου της εθνικής υποτέλειας και της ένταξης της Ελλάδος σε καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Όμως, όχι από τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά από θλίψη, γιατί είναι γεμάτα δάκρυα από την οικονομική κατάρρευση και την κοινωνική καταστροφή, με τα συνεπακόλουθα, της μαζικής ανεργίας, της μετανάστευσης, χωρίς ορατό φως στο τέλος του τούνελ.
Καθαρή έξοδος από τα προγράμματα «δημοσιονομικής προσαρμογής» τον Αύγουστο δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευτεί στην εφαρμογή μέτρων λιτότητας που βαρύνουν την οικονομία μέχρι το 2022. Και η ελληνική κοινωνία θα χαράξει βαθειά στην μνήμη της την ημερομηνία της 15ης Ιουνίου 2017[1], όταν η παρούσα πολιτική ηγεσία, για ακόμη μια φορά, ενέδωσε στις εξωφρενικές νομισματικές απαιτήσεις των ευρωπαϊκών αρχών.
Τα σχεδιασμένα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα του 3.5% (σε σχέση με το ΑΕΠ) μέχρι το 2022, που η κυβέρνηση υποτακτικά δεσμεύτηκε να υλοποιήσει θα προκαλέσουν μια πρωτόγνωρη σπειροειδή καταστροφή του ιδιωτικού πλούτου και την υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας της Ελλάδος.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τότε θα διαπιστώσουμε χωρίς μεροληψία ότι το τέλος των Μνημονίων, ήτοι των δανειακών συμβάσεων, είναι μακροβιότερο από την προσδόκιμη ζωή για τους περισσοτέρους, προς το παρόν, μέχρι το 2060, και δυστυχώς, μεταβιβάζονται στις μέλλουσες γενεές.
Οι δανειακές συμβάσεις είναι γνωστές ως Μνημόνια, όρος που έχει ευρέως επικρατήσει, διότι συνοδεύονται από έναν αριθμό μέτρων και υποχρεώσεων, τα επώδυνα «προαπαιτούμενα» τα οποία πρέπει να εκπληρωθούν. Αυτά είναι μέτρα λιτότητας, δηλαδή, περικοπών των συντάξεων, των μισθών και αυξήσεις φόρων, που δεσμεύουν την εκάστοτε κυβέρνηση στην υλοποίηση τους. Ο λόγος, για να εκταμιευτεί η περιβόητη δόση των δανείων, της «χρηματοοικονομικής βοήθειας», όπως την αποκαλούν κατ’ ευφημισμόν οι κοινοτικοί μας εταίροι.
Τώρα, πως συμβιβάζεται η «χρηματοοικονομική βοήθεια» των δανειστών που χορηγείται με επιβάρυνση τόκου για να εξασφαλίσει η Ελλάδα την επιστροφή σε διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη, είναι μια άλλη ιστορία. Η αφήγηση δεν είναι ευχάριστη. Η «μικρή» Ελλάδα, με το 1.5 % του ΑΕΠ της Ευρωζώνης[2], πλήρωσε από την έναρξη των Μνημονίων άνω των € 70 δις σε τόκους στους εταίρους μας, υπό μορφή «αλληλεγγύης»[3]. Τους τόκους των δανείων των Μνημονίων, τα οποία συνολικώς ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των € 326 δις, αποσκοπούν να εξασφαλίσουν οι ευρωπαϊκές αρχές, με την επιβολή του πλεονάσματος του 3.5% μέχρι το 2022, σε σχέση με το καταρρακωμένο ΑΕΠ των € 175 δις περίπου -μια πρωτόγνωρη πτώση 28%, εν καιρώ ειρήνης-, από τα € 243 δις το 2008.
Οι ευρωπαϊκές αρχές γνωρίζουν ότι το έτος 2022 είναι κομβικό. Στο έτος αυτό τελειώνει η περίοδος αναβολής και όχι όπως τα ΜΜΕ αποκαλούν, «περίοδο χάριτος», των τόκων των δανείων του ΕΜΣ (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης). Οι τόκοι, δεν χαρίστηκαν, αλλά ανατοκίστηκαν, και ανατοκίζονται συνεχώς, ξεπερνώντας τα € 24 δις το 2023 που οφείλει η υπό πτώχευση χώρα μας. Συνεπώς, είναι αφελές να πιστεύουμε, πλην της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, ότι με την επίτευξη των συνεχών πλεονασμάτων η Ελλάδα θα εξέλθει από την κρίση που την μαστίζει εδώ και οκτώ χρόνια και θα εισέρθει σε τροχιά ανάπτυξης. Το σενάριο αυτό οι ευρωπαίοι εταίροι γνωρίζουν ότι δεν συνιστά μια φιλόδοξη πρόβλεψη, δεν είναι ούτε καν πρόβλεψη, αλλά ένα «όνειρο θερινής νυκτός».
- Είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητό ότι τα πλεονάσματα του 3.5% προς το ΑΕΠ ετησίως, που επέβαλε το Eurogroup να τρέξει η Ελλάδα μέχρι το 2022 και εν συνεχεία με ρυθμό 2% μέχρι το 2060, θα προκαλέσουν μια κλιμακωτή μείωση των περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού ιδιωτικού τομέα. Σημειώνοντας, πόσο οδυνηρή για την κοινωνία υπήρξε η υλοποίηση του 1.75% πλεονάσματος το 2017, με τη φορολογική αφαίμαξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
- Εν κατακλείδι, η προσδοκία της κυβέρνησης ότι θα υπάρξει «καθαρή έξοδος» είναι ανέφικτος, όχι μόνο επειδή παραβαίνει τον κανονισμό 472/2013 της ΕΕ, που ρητώς αναφέρει τα κράτη – μέλη παραμένουν υπό εποπτεία εφόσον δεν έχει εξοφληθεί το 75% των δανείων, αλλά η υπομονή του λαού θα έχει εξαντληθεί.
[2] European Central Bank, National Accounts and Output Indicators.
[3] Υπουργείο Οικονομικών, Κρατικοί Προϋπολογισμοί, Εισηγητικές Εκθέσεις, 2017 -2018.
ΠΗΓΗ
-------------
Η Ερμηνεία της Κρίσης και Από την Κρίση στη Στασιμότητα
του Σπύρου Στάλια*
Κάθε κρίση θέλει την ερμηνεία της, γιατί η ερμηνεία θα μας δείξει τι κυρίως διακυβεύει, και κατά συνέπεια θα κατανοήσουμε τι θα πρέπει να κάνουμε να ξεφύγουμε από αυτή.
Αλλά ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Από το 1945 έως το 1980 τα Κράτη επεδίωξαν σε παγκόσμια κλίμακα την πλήρη απασχόληση, μέσω της διαχείρισης της ζήτησης. Η πολιτική αυτή στηριζόταν στην αύξηση της παραγωγικότητας που οδηγούσε κέρδη και μισθούς σε αύξηση, που με την σειρά τους ενίσχυαν την ζήτηση, και όλο το σύστημα έτεινε προς την πλήρη απασχόληση. Αυτό δημιουργούσε ένα ευνοϊκό κλίμα για επενδύσεις, που με την σειρά τους αύξαναν την παραγωγικότητα που οδηγούσε σε περαιτέρω αύξηση τους μισθούς και τα κέρδη.
Την εξισορρόπηση των ισοζυγίων πληρωμών μέσω προσαρμοσμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών είχε αναλάβει το ΔΝΤ. O Οργανισμός Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) είχε αναλάβει την προώθηση του διεθνούς εμπορίου με την σταδιακή μείωση των δασμών και τέλος την προώθηση της οικονομική ανάπτυξη μέσω δανείων είχε αναλάβει η Παγκόσμια Τράπεζα.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, εμπνευσμένη από τον Κέϋνς, ήταν ότι μεταξύ των ετών 1950-1973 η Μέση Ετησία Αύξηση % του κατά Κεφαλή Πραγματικού ΑΕΠ των Χωρών του ΟΟΣΑ αυξήθηκε κατά 4,9% και των Αναπτυσσομένων Χωρών 3.3%. Την ίδια περίοδο η Μέση Ετησία Αύξηση % του Πραγματικού ΑΕΠ ήταν για την Παγκόσμια Οικονομία 4,9%, για τις Χώρες του ΟΟΣΑ 5,9 % ενώ για τις Αναπτυσσόμενες Χώρες ήταν της τάξεως του 5.5%. Την ίδια περίοδο στην Ελλάδα το ΑΕΠ αυξανότανε με ρυθμό 6,98% και το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξάνονταν κατά 6,21%. Στο ίδιο διάστημα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια διεθνώς δεν ξεπέρασαν το 4% ενώ ο πληθωρισμός δεν υπερέβη το 3,9%. Ποτέ δεν σημειώθηκε σοβαρή οικονομική κρίση.
Με λίγα λόγια έως το 1980 σχηματικά, η ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης ήσαν κυρίως οι μισθοί και τα κέρδη των επιχειρήσεων που οδηγούσαν στην αύξηση της ζήτησης. Αυτό ήταν το μοντέλο της Κεϋνσιανής παγκοσμιοποίησης. O ‘Χρυσούς Αιών’ της οικονομικής ανάπτυξης.
Από το 1980 και μετά το παράδειγμα άλλαξε όπως και η ατμομηχανή. Η όλη οικονομική ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο οδηγήθηκε από τον τραπεζικό δανεισμό, και την απόδοση των ποικίλων χρηματιστηριακών αξιών.
Το νέο μοντέλο παγκοσμιοποίησης ήταν αποτέλεσμα του Νεοφιλελεύθερου τρόπου σκέψης, που έλκει την καταγωγή της από το Κλασσικό υπόδειγμα, που στηρίζεται στον Α. Σμίθ, και αναγεννήθηκε από την Σχολή του Σικάγου. Συγκροτήθηκε σε σώμα από την Συναίνεση της Ουάσιγκτον. Το νέο υπόδειγμα τονίζει τον προφανή χαρακτήρα ενός απλού οικονομικού συστήματος φυσικής ελευθερίας-ζούγκλας, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση, που ισχυρίζεται ότι κάνει σίγουρη την αύξηση του πλούτου κάθε Έθνους.
Το όλο σύστημα στηρίζεται στην πλήρη ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών πράγμα που καθιστά τους εργαζόμενους διεθνείς ανταγωνιστές, γεγονός που καταλύει όλες τις πρόνοιες υπέρ της εργασίας. Τις Κυβερνήσεις τις μετατρέπει σε απλούς εκπροσώπους του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τραπέζης με σκοπό την κατάργηση του κοινωνικού Κράτους και την διαφύλαξη των όρων της διακίνησης των κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Επειδή η διαδικασία, της αύξησης του εισοδήματος μέσω της ζήτησης υπονομεύτηκε ή εγκαταλείφτηκε, υποτίθεται ότι το έλλειμμα αυτό θα το αναπλήρωνε η χρηματοδότηση μέσω δανεισμού και αύξησης των χρηματιστηριακών αξιών.
Παρά την αρχική ευφορία που δημιουργήθηκε, σήμερα βρισκόμαστε σε μια βαθειά παγκόσμια κρίση, με έθνη και νοικοκυριά καταχρεωμένους και με σημαντική υποχώρηση της παγκόσμιας παραγωγής. Ο κόσμος όλος δείχνει να είναι αμήχανος. Συνεπώς πως ερμηνεύεται η κρίση;
Η πρώτη ερμηνεία έχει σαν βάση την ορθοδοξία της νεοκλασικής σκέψης που εδρεύει στο Σικάγο και στο Βερολίνο. Σύμφωνα με αυτούς τους hardcore νεοφιλελεύθερους η αποτυχία οφείλεται στο ότι οι κυβερνήσεις δεν έχουν προχωρήσει με βήματα γοργά στην περαιτέρω απορύθμιση της αγοράς εργασίας και των χρηματοπιστωτικών αγορών, δεν έδωσαν περαιτέρω ελευθερία στις κεντρικές τράπεζες και δεν τις δέσμευσαν για μηδενικό πληθωρισμό. Δεν επέβαλαν αυστηρότερη δημοσιονομική πολιτική και διατηρούν εξουσίες που θα έπρεπε να έχουν αφεθεί στις επιχειρήσεις και στην αγορά. Προφανώς η ερμηνεία αυτή σκέφτεται τον πλούτο λίγων ανθρώπων ή κρατών με υψηλή παραγωγικότητα, και θέτει τα έθνη σε ανταγωνισμούς παραγωγικότητας δηλαδή φτώχειας
Η δεύτερη ερμηνεία ακολουθεί και αυτή τον ίδιο δρόμο αλλά σε πιο ήπια μορφή ως προς τις Τράπεζες. Αυτοί οι softcore νεοφιλελεύθεροι που κατοικοεδρεύουν στην Ουάσιγκτον ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να τεθούν ορισμένοι περιορισμοί στο Τραπεζικό σύστημα που παράγει πιστώσεις χωρίς κριτήρια αλλά κατά τα άλλα η νεοφιλελεύθερη πολιτική θα πρέπει να ακολουθηθεί υποδειγματικά, δηλαδή να συνεχιστεί η παγκοσμιοποίηση υπό την εταιρική της μορφή, οι αγορές να απορυθμιστούν πλήρως, η δημοσιονομική λιτότης να συνεχιστεί και ο πληθωρισμός να τεθεί υπό έλεγχο. Προφανώς και η ερμηνεία αυτή ως προς τους στόχους της δεν διαφέρει από την πρώτη.
Η τρίτη σχολή ερμηνείας της κρίσης είναι η λεγομένη Μετακεϋνσιανή. Οι μετακεϋνσιανοί κατοικοεδρεύον παντού στον κόσμο, σε Πανεπιστήμια, σε λίγες τράπεζες, σε λίγες φωτισμένες παραγωγικές επιχειρήσεις, σε ελάχιστα κόμματα, ανάμεσα σε πολιτισμένους ανθρώπους που θέλουν ένα κόσμο συνεργασίας, ειρήνης και προόδου. Σύμφωνα με την σκέψη αυτής της Σχολής αυτό καθ’ αυτό το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, με τις άσχετες παραδοχές του, είναι υπεύθυνο για την υπονόμευση του παραγωγικού κεφαλαίου, για την μείωση της κατανάλωσης και για την έλλειψη ρευστότητας που καθιστά αδύνατες τις επενδύσεις.
Κατά συνέπεια τα Έθνη, το καθένα ξεχωριστά, θα πρέπει να στραφούν στο στόχο της πλήρους απασχόλησης, Σε εθνικό επίπεδο, με βάση την ελεύθερη αγορά, με παρέμβαση του κράτους θα πρέπει να διατηρείται η αποδοτικότητα του κεφαλαίου σε ικανοποιητικά επίπεδα, και η όσο το δυνατόν δίκαιη κατανομή του ΑΕΠ. Στο διεθνές επίπεδο να επιβληθούν εκείνες οι διεθνείς πολιτικές, με συνεργασία, που αποτρέπουν ανισορροπίες στα ισοζύγια πληρωμών, που συνεπάγονται πτωχεύσεις κρατών, υπερδανεισμούς και πολέμους, εξασφάλιση της αυξανόμενης διεθνούς ζήτησης. Να εφαρμοστούν πολιτικές σταθερών πλην όμως αναπροσαρμοζόμενων ισοτιμιών νομισμάτων, που πάντα να αντανακλούν την παραγωγικότητα κάθε οικονομίας, και τέλος να διευκολυνθούν οι ροές πλεονασμάτων με μορφές επενδύσεων στις ασθενέστερες χώρες για να μπουν στην διαδικασία της οικονομικής προόδου. Είναι μια έκκληση για πολιτισμό η Κεϋνσιανή ερμηνεία.
Από τις παραπάνω ερμηνείες καταφαίνεται ότι η πολιτική με την έννοια της θέλησης των Λαών καλείται να παίξει ρόλο γιατί από το 1980 και μετά απουσιάζει, αφού η Τραπεζική Κίρκη όλους, λίγο πολύ, μας είχε μετατρέψει από πολίτες σε άτομα και τους πολιτικούς σε θεραπαινίδες της. Είναι καιρός να ξανασκεφτούμε και να δράσουμε γιατί η καταστροφική στασιμότητα είναι δυστυχώς κοντά.
*Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το 2013 -Ο Σπύρος Στάλιας είναι οικονομολόγος Ph.D πρ. Διευθύνων Σύμβουλος ΟΛΠ
=============
Η χώρα εγκαθίσταται οριστικά σε αιώνια ύφεση και ανεργία!
Η Ελληνική οικονομία πέθανε, ας ενημερωθούν οι στενοί συγγενείς…
Κ. Βεργόπουλος : Φοβάμαι ότι επιστρέφουμε στο 19ο αιώνα
Σχόλια