Γράφει ο Γιάννης Παπαμιχαήλ –
Η επιδίωξη της ανόδου του μορφωτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων (και, θεσμικά, ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης) δεν αντιστοιχεί μόνο στις ιστορικές εξελίξεις που χαρακτήρισαν τις παραγωγικές ανάγκες και τους τεχνικούς εκσυγχρονισμούς της νεότερης βιομηχανικής δυτικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, είχαν επίσης ένα σημαντικό ιδεολογικό ρόλο ως προς τον ορισμό των κριτηρίων της κοινωνικής ιεραρχίας και του κύρους ή της «αξίας» των διαφόρων επαγγελμάτων. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩΗ υψηλού επιπέδου μόρφωση, η καλλιέργεια, η «Παιδεία», αργότερα η τεχνοεπιστημονική εξειδίκευση, έχαιραν συνεπώς πάντα ενός διόλου ευκαταφρόνητου κοινωνικού γοήτρου. Ήδη από τον 15ο αιώνα και την Αναγέννηση, το γόητρο αυτό σαγηνεύει ιδιαίτερα τα ανερχόμενα αστικά στρώματα της εποχής, τα οποία παράλληλα τείνουν να «παραδίδονται στην πολυτέλεια και να επιδιώκουν μια άνετη ζωή εισοδηματία» (VonMartin, Η Κοινωνιολογία της Αναγέννησης, εκδ. Νέα Σύνορα -Λιβάνης, 1979, σ. 94-95).
Πρόκειται προφανώς για τους νεόπλουτους αστούς της εποχής, που συχνά μιμούνται αδέξια τους ευγενείς και αριστοκράτες, επιδιώκοντας να αποκτήσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται ένα αντίστοιχο κοινωνικό κύρος, έστω στο πεδίο του lifestyle. Είναι βέβαια τα συνηθισμένα αντικείμενα χλευασμού του Μολιέρου στη Γαλλία και πολύ αργότερα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, του Βέμπλεν στην Αμερική.
Η κοινωνική λειτουργία των σπουδών
Εντούτοις, στην Αναγέννηση, αρκετοί ήταν οι αστοί που, επιδιώκοντας τη διαρκή ενίσχυση της κεκτημένης οικονομικής τους κατάστασης, ή φοβούμενοι τη μείωση των περιουσιών τους και την απώλεια της κοινωνικής τους θέσης, δεν έπαψαν να οργανώνουν εθιμικά και νομικά τις αντιστάσεις τους. Έτσι, «ένας Φλωρεντινός, όσο εύπορος και αν ήταν απαιτούσε από καθέναν από τους γιους του να έχει τακτικό επάγγελμα. Οι πατεράδες το έκαναν αυτό προϋπόθεση κληρονομιάς. Συνέβαινε μάλιστα να ζητούν με τη διαθήκη τους από το κράτος να τιμωρείται κάθε γιος που δεν πρόκοβε, με ένα μεγάλο χρηματικό πρόστιμο». (VonMartin, στο ίδιο).Ωστόσο, τότε ακόμα το γόητρο των σπουδών δεν συνίστατο σε απλή προσομοίωση από ιδεολογίες και πρακτικές προς υιοθέτηση και κατανάλωση από τα κατακερματισμένα, εξατομικευμένα και πολιτικώς ανίσχυρα στρώματα των εργατών και των μικροαστών που «υποφέρουν» από κάποιο «σύμπλεγμα κοινωνικής κατωτερότητας». Με άλλα λόγια, είχε μια κοινωνική λειτουργία, όχι μόνο «σνομπίστικης» κοινωνικής διάκρισης, αλλά και διακυβεύματος των λαϊκών αγώνων για την εξασφάλιση μιας ουσιαστικής μόρφωσης. Παράλληλα ήταν ένα εθιμικό και θεσμικό πλαίσιο για την κατοχύρωση της κυριαρχίας των πραγματικών ελίτ.
Ο «φετιχισμός του χαρτιού»
Ο εικονικός εκδημοκρατισμός της ανώτατης παιδείας υποκύπτει στον «φετιχισμό του χαρτιού», της «πτυχιοποίησης» όλων όσοι διεκδικούν άκοπα (ή, έστω, «πληρώνοντας κάτι») ίσες ευκαιρίες κοινωνικής καταξίωσης και προκοπής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη διαρκή υποβάθμιση της ουσίας και των γνωστικών περιεχομένων αυτού του «χαρτιού» σε απλά τυπικά προσχήματα, δεν συντελεί στην ένταξη των διαφόρων πτυχιοποιημένων αποφοίτων σε κάποια πραγματική κοινωνική ελίτ.Αντιθέτως, καταλήγει σύντομα στην απώλεια ακόμα και του ελάχιστου γοήτρου που θα μπορούσαν να διατηρούν οι πανεπιστημιακές σπουδές στα περιφερειακά και λίγο ή πολύ υποβαθμισμένα ΑΕΙ. Ιδίως μάλιστα, όταν οι σπουδές αυτές πραγματοποιούνται σε γνωστικούς τομείς και τμήματα ήδη ιδεολογικά απαξιωμένα, όπως οι κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες.
Συνεπώς, τέτοιοι τίτλοι σπουδών μοιάζουν περισσότερο με «χάντρες και μπιχλιμπίδια σε ιθαγενείς» παρά σε στοιχεία ενός διακεκριμένου lifestyle και εφοδίου πιθανώς αξιοποιήσιμου στην αγορά εργασίας. Από εκείνους, βεβαίως, που δεν επιθυμούν ούτε να παραμείνουν μονίμως άεργοι, ούτε να ενταχτούν στο δυναμικό των ευκαιριακά απασχολήσιμων και κακοπληρωμένων υπαλλήλων του Δημοσίου ή των διάφορων ΜΚΟ.
Τα «απόκρημνα μονοπάτια» της επιστήμης
Τα συνηθισμένα δημόσια πανεπιστήμια αποτελούν πλέον χώρους μεταλυκειακών σπουδών, και όχι πραγματικής επιστημονικής κατάρτισης. Ακόμα και αν το δεχτούμε αισθάνεται κάποτε κανείς ότι ματαιοπονεί όταν υπενθυμίζει, στην Ελλάδα της κρίσης, κάποιες πολιτικές και εθιμικές προϋποθέσεις της πραγματικής δημοκρατικής εκλαΐκευσης του διαθέσιμου ιστορικά και κοινωνικά «μορφωτικού κεφαλαίου», σε μεταλυκειακό, έστω, επίπεδο.Ακόμα χειρότερα, σε μια κοινωνία τόσο αποσαρθρωμένη όσο η ελληνική, όταν υποστηρίζει κανείς τις πιο στοιχειώδεις βάσεις τής «πρώην» κοινής λογικής, ίσως θα πρέπει να αισθάνεται πολύ συντηρητικός, ίσως και «αντιδραστικός». Εντούτοις, ένας άλλος πολύ γνωστός «οπισθοδρομικός και αντιδραστικός» φιλόσοφος, ο Μαρξ, είχε υποστηρίξει ότι «ο δρόμος που οδηγεί στην επιστήμη δεν είναι πλατιά λεωφόρος και πιθανότητες να φτάσουν στις φωτεινές κορυφές της έχουν μόνον εκείνοι που δεν φοβούνται να σκαρφαλώσουν στα απόκρημνα μονοπάτια της» (Πρόλογος στη γαλλική έκδοση του Κεφαλαίου).
Ίσως τώρα πια, μετά από τόσους «εκδημοκρατισμούς» της ανώτατης παιδείας, τόση «σύνδεσή της με την αγορά» και, εθιμικά, τόση επιείκεια, τόση επιτρεπτικότητα, τόση «κατανόηση» και τόση «ανεκτικότητα στις μικροπαραβάσεις», δεν θα πρέπει να μιλάμε καν για «πλατιές λεωφόρους». Όπως και να έχει, για να κυκλοφορήσει κανείς σε αυτές, θα πρέπει να σέβεται τους κανόνες κυκλοφορίας. Είναι καλύτερα ίσως να μιλάμε για χρωματιστές νεροτσουλήθρες!
-------------
Σχόλια