Το συνταξιοδοτικό σύστημα σε τούνελ

Γράφουν οι Σάββας Ρομπόλης και Δημήτρης Μπέτσης –

Η κατάσταση των ανισοτήτων, των εσωτερικών αντιφάσεων και των αδιεξόδων στα συνταξιοδοτικά συστήματα στην ΕΕ έχει συμβάλλει στην αύξηση της αβεβαιότητας και ταυτόχρονα του ενδιαφέροντος των Ευρωπαίων για τη συνταξιοδότησή τους. Μετά το 1990 οι συνταξιούχοι στην Ευρώπη υπέστησαν περιοριστικές πολιτικές. Εντούτοις, διαπιστώνεται από την έρευνα ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές υπονομεύουν την μακροχρόνια βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ


Αυτό συμβαίνει εξαιτίας, κατά βάση, της ανεργίας, της αύξησης ευελιξίας της απασχόλησης, της γήρανσης του πληθυσμού, του προσδόκιμου ζωής, κλπ. Με άλλα λόγια, αντί οι ασκούμενες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές στα κράτη-μέλη της ΕΕ να επικεντρώνονται στην αναθέρμανση και ανασύσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας και της αγοράς εργασίας των κρατών-μελών, εστιάζονται, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στην διαχείριση της λιτότητας και στην περιοριστική επιλογή των παραμετρικών αλλαγών στα συνταξιοδοτικά συστήματα. Αυτή, όμως, μεταξύ των άλλων, οδηγεί στην ανασφάλεια των εργαζομένων-ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.
Το αποτέλεσμα αυτής της θεμελιώδους αντίφασης συνίσταται στον υπερδιπλασιασμό π.χ. του ενδιαφέροντος των Ιταλών, αλλά και των άλλων Ευρωπαίων. Το 2010 μόνο το 8% του πληθυσμού της Ιταλίας θεωρούσε το συνταξιοδοτικό ως το πιο σημαντικό πρόβλημα της χώρας του. Το 2018 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 18%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόλα αυτά, ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), σε πρόσφατη (2017) έκθεσή του εκτιμά ότι τα κράτη-μέλη του, προκειμένου να εξασφαλίσουν την οικονομική βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών τους συστημάτων, θα πρέπει να επικεντρωθούν σε τρεις άξονες πολιτικής:
  • Πρώτον, την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης.
  • Δεύτερον, την αύξηση των εισφορών των μισθωτών
  • Τρίτον, την μείωση του επιπέδου των καταβαλλόμενων συντάξεων.
Όμως, η αύξηση των εισφορών των μισθωτών ή η μείωση του επιπέδου των συντάξεων, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τόσο το πρόβλημα της οικονομικής βιωσιμότητας, όσο και αυτό της κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνεται ως ένα βαθμό.

Αύξηση ανισοτήτων

Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (εξαιρουμένων των χωρών που κατά την τρέχουσα δεκαετία εφήρμοσαν μνημονιακές πολιτικές) η δεσπόζουσα θέση των ασκούμενων περιοριστικών πολιτικών αναφέρεται στην άμεση ή έμμεση (παράταση της περιόδου καταβολής των εισφορών) αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για την καταβολή πλήρους σύνταξης. Παραδείγματος χάριν, στην Γαλλία η περίοδος καταβολής των εισφορών αυξήθηκε πρόσφατα από 41,5 σε 43 έτη ασφάλισης.
Στην κατεύθυνση αυτή ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι μέχρι το 2060 στις μισές από τις χώρες-μέλη του, η κανονική ηλικία έναρξης της συνταξιοδότησης θα αυξηθεί κατά 1,5 έτος για τους άνδρες και κατά 2 έτη για τις γυναίκες. Όμως, η έρευνα αναδεικνύει ότι η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, συμβάλλει, μεταξύ των άλλων, στην αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ του ασφαλιστικού και του συνταξιοδοτικού πληθυσμού.
Αυτό συμβαίνει, γιατί το προσδόκιμο όριο ζωής δεν αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό για όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Για παράδειγμα στην Γαλλία για το 5% του πληθυσμού (φτωχοί άνδρες με μέσο εισόδημα 470 ευρώ τον μήνα), το προσδόκιμο όριο ζωής μετά το έτος συνταξιοδότησης δεν είναι 18,1 έτη (μέσος όρος ανδρών στην Γαλλία) αλλά είναι 13 έτη.
Κατά συνέπεια, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης αντιπροσωπεύει μεγαλύτερο έλλειμμα και ανισότητα για τους ασφαλισμένους με χαμηλό εισόδημα, παρά για τους ασφαλισμένους με υψηλό εισόδημα. Το συμπέρασμα αυτό σημαίνει ότι ακόμη και μία αριθμητική μείωση τριών ετών της μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης στην ΕΕ μέχρι το 2060, θα συνέβαλε στην μείωση του επιπέδου της σύνταξης των φτωχών εργαζομένων κατά 2,2% (Α. Μαrtin, 2018).

Θύμα οι νέες γενιές

Ταυτόχρονα, μεγαλώνουν οι μισθολογικές ανισότητες σε βάρος των νέων γενεών εργαζομένων. Σε σύγκριση με τις παλαιότερες γενεές εργαζομένων, εξαιτίας κυρίως των διαφορετικών μορφών απασχόλησης (ευέλικτες μορφές απασχόλησης) και των διαφορετικών μοντέλων οικονομικής δραστηριότητας (gig economy, platform economy, κ.λ.π.). Αλλά και σε σύγκριση με τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης της γενιάς τους.
Το γεγονός αυτό θα επιφέρει αυξημένους κινδύνους ανισότητας στο επίπεδο των συντάξεών τους. Από την άποψη αυτή, στην Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, κ.λ.π. όπου οι φτωχοί-εργαζόμενοι, ως ευέλικτοι εργαζόμενοι, έχουν εισόδημα λιγότερο από το 50% του μέσου εισοδήματος, θα έχουν χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης και χαμηλότερα επίπεδα συντάξεων σε σύγκριση με τους άλλους εργαζόμενους της γενιάς τους.
Στις συνθήκες αυτές των ανισοτήτων, των αντιφάσεων και των αδιεξόδων των συνταξιοδοτικών συστημάτων στην ΕΕ, η απαιτούμενη εναλλακτική στρατηγική της αποκατάστασης της ισότητας στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, προϋποθέτει σχεδιασμένες και αποτελεσματικές πολιτικές. Κατά προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της ευελιξίας της απασχόλησης, των μισθολογικών ανισοτήτων, της μείωσης των γεννήσεων, της γήρανσης του πληθυσμού, της ανεργίας, κ.λπ.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις γενιές που γεννήθηκαν μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Διαφορετικά, για τις γενιές αυτές η επιδείνωση των συνθηκών της εργασιακής τους ζωής, θα επηρεάσει καθοριστικά και αρνητικά το βιοτικό τους επίπεδο κατά την περίοδο της συνταξιοδότησής τους.

Σχόλια