Το 1963, οι Γκιγιέρμο Γκαρσία Πονσέ, Τεοντόρο Πέτκοφ και Λούις Μικιλένα
βρίσκονται κλεισμένοι στην στρατιωτική φυλακή Σαν Κάρλος τού Καράκας,
κατηγορούμενοι για συνεργασία με την FALN (Fuerzas Armadas de Liberación
Nacional - Ένοπλες Δυνάμεις Εθνικής Απελευθέρωσης), δηλαδή την
στρατιωτική πτέρυγα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βενεζουέλας. Δεν το
ξέρουν ακόμη αλλά και οι τρεις θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην ζωή ενός
εννιάχρονου εκείνη την εποχή παιδιού, το όνομα του οποίου ούτε καν
γνωρίζουν ακόμη: Ούγκο Τσάβες.
Η FALN βρίσκεται σε σύγκρουση με τον κυβερνητικό συνασπισμό της χώρας, τον οποίο αποτελούν η Δημοκρατική Δράση και οι Χριστιανοδημοκράτες. Χρηματοδοτείται, εξοπλίζεται και εκπαιδεύεται κυρίως από την Κούβα αλλά και από την Κίνα και από ιταλούς κομμουνιστές. Μετά την απόφαση της FALN να σαμποτάρει τις εκλογές του 1963 και αφού έχουν προηγηθεί δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις, ο πρόεδρος της χώρας Μπετανκούρ, με την στήριξη των ΗΠΑ, διατάσσει μαζική καταστολή και οι τρεις είναι ανάμεσα στους συλληφθέντες. Ακολουθούν συλλήψεις, βασανιστήρια και δολοφονίες.
Οι τρεις οργανώνουν σχέδιο απόδρασης από τις φυλακές, στο οποίο
κεντρικός εγκέφαλος είναι ένας σύρος κομμουνιστής, ο Νεχεμέτ Σιμόν. Ο
Σιμόν αγοράζει ένα καφενείο απέναντι στις φυλακές και βάζει υπαλλήλους
να σκάψουν τούνελ. Η δουλειά παίρνει τέσσερα χρόνια. Στις 7 Φεβρουαρίου
του 1967 γίνεται η απόπειρα. Στο μεταξύ, έχει αποφυλακιστεί ο Μικιλένα,
οπότε οι δραπέτες είναι ο Πονσέ, ο Πέτκοφ και ένας τρίτος ονόματι
Πομπέγιο Μάρκες, ηγετικό στέλεχος της FALN. Η απόπειρα είναι επιτυχής.
Στο μεταξύ, όμως, η FALN έχει αποδυναμωθεί σημαντικά. Όταν προσφέρεται γενική αμνηστεία το 1968, οι περισσότεροι εκμεταλλεύονται την προσφορά. Ένας από αυτούς που την αρνούνται είναι ο Ντάγκλας Μπράβο. Αρνούμενος να αποκηρύξει την ένοπλη πάλη, ο Μπράβο διαγράφεται από το Κ.Κ.Βενεζουέλας και δημιουργεί νέο κόμμα, το Επαναστατικό Κόμμα Βενεζουέλας, το οποίο συνεχίζει τις ένοπλες επιθέσεις κατά της κυβέρνησης.
Το 1971, το Κ.Κ.Βενεζουέλας διασπάται σε φιλοσοβιετικά και αντισοβιετικά στρατόπεδα, λόγω της σύγκρουσης της ΕΣΣΔ με την αντεπανάσταση στην Τσεχοσλοβακία. Ο Πέτκοφ προσχωρεί στο αντισοβιετικό στρατόπεδο, εξ αιτίας και της αντίθεσής του στην συμμαχία με τον Φιντέλ Κάστρο. Ο Μικιλένα γίνεται μέλος της κεντροαριστεράς. Ο Πονσέ παραμένει στο Κ.Κ.Βενεζουέλας.
Την ίδια χρονιά, ο δεκαεφτάχρονος πια Ούγκο Τσάβες γίνεται δεκτός στην Στρατιωτική Ακαδημία της Βενεζουέλας. "Εγώ ονειρευόμουν να γίνω επαγγελματίας παίκτης τού μπέιζμπωλ", θα πει ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα. "Δεν μπήκα στην Στρατιωτική Ακαδημία επειδή ήθελα να γίνω στρατιωτικός αλλά επειδή αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να πάω στο Καράκας". Ως νεαρός ανθυπολοχαγός, οι πρώτες του αποστολές έχουν να κάνουν με την καταστολή των ανταρτών. Όμως ο Τσάβεζ συνειδητοποιεί ότι τους αντάρτες τούς συμπαθεί. Καταλαβαίνει ότι στρατιώτες και αντάρτες είναι το ίδιο πράγμα: αγρότες, campesinos. Κι ας αλληλοσφάζονται. Αρχίζει να σκέφτεται πως ο πραγματικός εχθρός είναι αυτοί που ελέγχουν τον πλούτο της χώρας.
Τελικά, ο Τσάβεζ παίρνει την απόφαση να παραιτηθεί από το στρατιωτικό σώμα όταν ανακαλύπτει ότι ο αδελφός του Αντάν συνεργάζεται κρυφά με τον ηγέτη της ένοπλης πάλης των ανταρτών, τον Ντάγκλας Μπράβο. Πριν προλάβει, ο Αντάν του κλείνει ένα ραντεβού με τον Μπράβο. Μετά την συνάντηση του με τον Μπράβο, ο Τσάβεζ αποφασίζει να παραμείνει στο στρατό. "Με ενέπνευσε", θα παραδεχτεί ο Τσάβες.
Από κει και πέρα αναπτύσσεται μια στενή συνεργασία των δυο ανδρών, η οποία επρόκειτο να κρατήσει πολλά χρόνια, με τον Τσάβες να μαθαίνει πολλά πράγματα από τον χαρισματικό Μπράβο. Με την παρότρυνση και τις συμβουλές εκείνου, ο Τσάβες διαδίδει την επαναστατική ιδεολογία μέσα στο στράτευμα, έχοντας ως στόχο ένα πραξικόπημα, το οποίο θα κατέληγε στην διακυβέρνηση της χώρας από μια ομάδα στρατιωτικών και πολιτικών. Ο Τσάβεζ εργάζεται ακούραστα μυστικά γι' αυτόν τον σκοπό περισσότερο από δέκα χρόνια.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1992, ο 38χρονος πλέον Τσάβεζ ηγείται πραξικοπήματος κατά του λαομίσητου προέδρου Κάρλος Αντρές Πέρεζ. Όμως, ο Τσάβες αποτυγχάνει στην βασική του αποστολή που είναι η σύλληψη του Πέρες και το πραξικόπημα εκφυλίζεται γρήγορα. Ο ίδιος συλλαμβάνεται και υποχρεώνεται να βγει εθνική τηλεόραση για να ζητήσει από τους συντρόφους του να εγκαταλείψουν την χαμένη προσπάθεια. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτή η τηλεοπτική εμφάνιση θα κάνει τον νεαρό ταγματάρχη κοσμαγάπητο. Ο λαός μισεί τόσο πολύ τον Πέρες ώστε ο Τσάβες γίνεται συμπαθής και το όνομά του γίνεται γνωστό σε ολόκληρη την χώρα.
Δυο χρόνια αργότερα, το 1994, υπό την πίεση και του λαού, ο τότε πρόεδρος Ραφαέλ Καλντέρα αμνηστεύει τον Τσάβεζ και αυτός αποφυλακίζεται. Τον περιμένει ο Μικιλένα, ο οποίος στο μεταξύ έχει ενώσει τις πολιτικές του δυνάμεις με τις δυνάμεις τού Μπράβο, με στόχο την σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης. Ο Τσάβεζ ορίζεται αρχηγός του κινήματος, όντας ήδη κάποιος που ο λαός έχει αγκαλιάσει με συμπάθεια.
Το 1999, ο Τσάβεζ κερδίζει τις εκλογές στην Βενεζουέλα και γίνεται πρόεδρος. Ο Μικιλένα γίνεται υπουργός εσωτερικών και ο Πονσέ σύμβουλος του προέδρου. Ο Πέτκοφ θα αναδειχτεί σε έναν από τους βασικούς αντιπάλους τού νέου προέδρου...
ΠΗΓΗ
Η FALN βρίσκεται σε σύγκρουση με τον κυβερνητικό συνασπισμό της χώρας, τον οποίο αποτελούν η Δημοκρατική Δράση και οι Χριστιανοδημοκράτες. Χρηματοδοτείται, εξοπλίζεται και εκπαιδεύεται κυρίως από την Κούβα αλλά και από την Κίνα και από ιταλούς κομμουνιστές. Μετά την απόφαση της FALN να σαμποτάρει τις εκλογές του 1963 και αφού έχουν προηγηθεί δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις, ο πρόεδρος της χώρας Μπετανκούρ, με την στήριξη των ΗΠΑ, διατάσσει μαζική καταστολή και οι τρεις είναι ανάμεσα στους συλληφθέντες. Ακολουθούν συλλήψεις, βασανιστήρια και δολοφονίες.
Ούγκο Τσάβες - Φιντέλ Κάστρο (Αβάνα, 1999) |
Στο μεταξύ, όμως, η FALN έχει αποδυναμωθεί σημαντικά. Όταν προσφέρεται γενική αμνηστεία το 1968, οι περισσότεροι εκμεταλλεύονται την προσφορά. Ένας από αυτούς που την αρνούνται είναι ο Ντάγκλας Μπράβο. Αρνούμενος να αποκηρύξει την ένοπλη πάλη, ο Μπράβο διαγράφεται από το Κ.Κ.Βενεζουέλας και δημιουργεί νέο κόμμα, το Επαναστατικό Κόμμα Βενεζουέλας, το οποίο συνεχίζει τις ένοπλες επιθέσεις κατά της κυβέρνησης.
Το 1971, το Κ.Κ.Βενεζουέλας διασπάται σε φιλοσοβιετικά και αντισοβιετικά στρατόπεδα, λόγω της σύγκρουσης της ΕΣΣΔ με την αντεπανάσταση στην Τσεχοσλοβακία. Ο Πέτκοφ προσχωρεί στο αντισοβιετικό στρατόπεδο, εξ αιτίας και της αντίθεσής του στην συμμαχία με τον Φιντέλ Κάστρο. Ο Μικιλένα γίνεται μέλος της κεντροαριστεράς. Ο Πονσέ παραμένει στο Κ.Κ.Βενεζουέλας.
Την ίδια χρονιά, ο δεκαεφτάχρονος πια Ούγκο Τσάβες γίνεται δεκτός στην Στρατιωτική Ακαδημία της Βενεζουέλας. "Εγώ ονειρευόμουν να γίνω επαγγελματίας παίκτης τού μπέιζμπωλ", θα πει ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα. "Δεν μπήκα στην Στρατιωτική Ακαδημία επειδή ήθελα να γίνω στρατιωτικός αλλά επειδή αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να πάω στο Καράκας". Ως νεαρός ανθυπολοχαγός, οι πρώτες του αποστολές έχουν να κάνουν με την καταστολή των ανταρτών. Όμως ο Τσάβεζ συνειδητοποιεί ότι τους αντάρτες τούς συμπαθεί. Καταλαβαίνει ότι στρατιώτες και αντάρτες είναι το ίδιο πράγμα: αγρότες, campesinos. Κι ας αλληλοσφάζονται. Αρχίζει να σκέφτεται πως ο πραγματικός εχθρός είναι αυτοί που ελέγχουν τον πλούτο της χώρας.
Τελικά, ο Τσάβεζ παίρνει την απόφαση να παραιτηθεί από το στρατιωτικό σώμα όταν ανακαλύπτει ότι ο αδελφός του Αντάν συνεργάζεται κρυφά με τον ηγέτη της ένοπλης πάλης των ανταρτών, τον Ντάγκλας Μπράβο. Πριν προλάβει, ο Αντάν του κλείνει ένα ραντεβού με τον Μπράβο. Μετά την συνάντηση του με τον Μπράβο, ο Τσάβεζ αποφασίζει να παραμείνει στο στρατό. "Με ενέπνευσε", θα παραδεχτεί ο Τσάβες.
Από κει και πέρα αναπτύσσεται μια στενή συνεργασία των δυο ανδρών, η οποία επρόκειτο να κρατήσει πολλά χρόνια, με τον Τσάβες να μαθαίνει πολλά πράγματα από τον χαρισματικό Μπράβο. Με την παρότρυνση και τις συμβουλές εκείνου, ο Τσάβες διαδίδει την επαναστατική ιδεολογία μέσα στο στράτευμα, έχοντας ως στόχο ένα πραξικόπημα, το οποίο θα κατέληγε στην διακυβέρνηση της χώρας από μια ομάδα στρατιωτικών και πολιτικών. Ο Τσάβεζ εργάζεται ακούραστα μυστικά γι' αυτόν τον σκοπό περισσότερο από δέκα χρόνια.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1992, ο 38χρονος πλέον Τσάβεζ ηγείται πραξικοπήματος κατά του λαομίσητου προέδρου Κάρλος Αντρές Πέρεζ. Όμως, ο Τσάβες αποτυγχάνει στην βασική του αποστολή που είναι η σύλληψη του Πέρες και το πραξικόπημα εκφυλίζεται γρήγορα. Ο ίδιος συλλαμβάνεται και υποχρεώνεται να βγει εθνική τηλεόραση για να ζητήσει από τους συντρόφους του να εγκαταλείψουν την χαμένη προσπάθεια. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτή η τηλεοπτική εμφάνιση θα κάνει τον νεαρό ταγματάρχη κοσμαγάπητο. Ο λαός μισεί τόσο πολύ τον Πέρες ώστε ο Τσάβες γίνεται συμπαθής και το όνομά του γίνεται γνωστό σε ολόκληρη την χώρα.
Δυο χρόνια αργότερα, το 1994, υπό την πίεση και του λαού, ο τότε πρόεδρος Ραφαέλ Καλντέρα αμνηστεύει τον Τσάβεζ και αυτός αποφυλακίζεται. Τον περιμένει ο Μικιλένα, ο οποίος στο μεταξύ έχει ενώσει τις πολιτικές του δυνάμεις με τις δυνάμεις τού Μπράβο, με στόχο την σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης. Ο Τσάβεζ ορίζεται αρχηγός του κινήματος, όντας ήδη κάποιος που ο λαός έχει αγκαλιάσει με συμπάθεια.
Το 1999, ο Τσάβεζ κερδίζει τις εκλογές στην Βενεζουέλα και γίνεται πρόεδρος. Ο Μικιλένα γίνεται υπουργός εσωτερικών και ο Πονσέ σύμβουλος του προέδρου. Ο Πέτκοφ θα αναδειχτεί σε έναν από τους βασικούς αντιπάλους τού νέου προέδρου...
ΠΗΓΗ
Σχόλια