Γράφει ο Κώστας Μελάς –
Η μείωση των δασμών και το ελεύθερο εμπόριο ως διεθνές καθεστώς (Γραφική παράσταση 1) ήταν τουλάχιστον μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κεντρική επιλογή των Ηνωμένων Πολιτειών. Όλες οι κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως παραταξιακής προέλευσης, άλλη περισσότερο , άλλη λιγότερο, υποστήριξαν τους κανόνες του ελευθέρου εμπορίου, παρότι κατά καιρούς υπογράφτηκαν διατάγματα που επέβαλλαν αύξηση δασμών στις εισαγωγές συγκεκριμένων προϊόντων. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Σημείωση : To dutiable value αντιπροσωπεύει γενικά την τελωνειακή αξία των εισαγόμενων ξένων εμπορευμάτων στις ΗΠΑ, οι οποίες υπόκεινται σε δασμολόγηση.
Πηγή: FED
Στο καθεστώς ελεύθερου εμπορίου, οι ΗΠΑ, παρουσιάζουν σε απόλυτους αριθμούς το μεγαλύτερο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στον πλανήτη τα τελευταία 20 έτη. Το υψηλότερο έλλειμμα παρατηρήθηκε το 2005, σε απόλυτους αριθμούς 745,3 δισ δολάρια ή 6,21% του ΑΕΠ. Ακολούθησε μια σχετική βελτίωση όλα τα επόμενα έτη. Το 2017 το έλλειμμα ανερχόταν σε 462 δισ. δολάρια (Γραφική παράσταση 2).
Η Γερμανία παρουσίασε το 2017 πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ύψους 287 δισ δολαρίων, ή 8,3% του ΑΕΠ, αυξημένο έναντι του 2016 (7,8% του ΑΕΠ). Το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας έχει στηριχτεί στις εταιρείες που εξάγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες στο εξωτερικό από αυτά που εισάγει η χώρα. Ακολουθεί η Ιαπωνία με πλεόνασμα ύψους 175 δισ δολαρίων και έπεται η Κίνα με πλεόνασμα 163 δισ δολαρίων πάντα το έτος 2017. Όλα τα στοιχεία προέρχονται από το ΔΝΤ.
Οι ΗΠΑ, το 2017 παρουσίασαν έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με την Κίνα 375,3 δισ δολάρια, με την Ιαπωνία 136,6 δισ δολάρια, με τη Γερμανία 64,3 δισ δολάρια (Γραφική παράσταση 3).
Πηγή: FED
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν τρεις πλεονασματικές οικονομίες στο σύνολο των χωρών του πλανήτη και μια μεγάλη ελλειμματική οικονομία, η οποία απορροφά αυτά τα πλεονάσματα, λειτουργώντας ως ατμομηχανή της μεγέθυνσης πρωταρχικά των συγκεκριμένων χωρών, αλλά και των υπολοίπων χωρών του πλανήτη γενικότερα.
Διαπιστώνεται μια ανισορροπία σε πλανητικό επίπεδο, η οποία φαίνεται ότι δημιουργεί προβλήματα και προφανώς θα ήταν σωστό να αμβλυνθεί. Αυτό που είναι ορθολογικά σωστό, με κριτήριο την άμβλυνση των ανισορροπιών της παγκόσμιας οικονομίας, γνωρίζουμε ότι δεν συνάδει με την οπτική των επιμέρους χωρών και του τρόπου που αντιμετωπίζουν η κάθε μια την δική της εθνική οικονομία.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οικονομία των ΗΠΑ λειτουργούσε ως ο βασικός παράγοντας αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης, απορροφώντας (εισάγοντας) σημαντικές ποσότητες εξαγωγών, αγαθών και υπηρεσιών από τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της.
Από την άλλη πλευρά, ήταν εύκολο να χρηματοδοτήσει το συγκεκριμένο έλλειμμα μέσω κεφαλαιακών εισροών (με έκδοση χρέους ή με αυτόνομες εισροές), αλλά και με έκδοση χρήματος, δεδομένου ότι ήταν και είναι η χώρα που κατέχει το βασικό αποθεματικό νόμισμα στον πλανήτη. Ταυτόχρονα με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επέβαλαν στον υπόλοιπο κόσμο, εν τοις πράγμασι, να πληρώνει για την εξάπλωση της οικονομίας τους, παράλληλα αυτή η εξάπλωση είχε θετικές επιδράσεις στη μεγέθυνση των οικονομιών του υπόλοιπου κόσμου.
Οι ΗΠΑ λειτούργησαν ως η πρωταρχική πηγή ζήτησης των μεγαλύτερων εξαγωγικών χωρών, επιτρέποντας σε αυτές να έχουν αυτά τα επιτεύγματα που τις οδήγησαν σε σταθερή και διαρκή μεγέθυνση των οικονομιών τους. Ειδικά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ήταν η περίοδος συνεχών υψηλών ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ (Γραφική Παράσταση 2), και ελλειμμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο (Γραφική Παράσταση 4), δημιουργώντας σημαντική ζήτηση στις υπόλοιπες οικονομίες του πλανήτη.
Την ίδια περίοδο η Κίνα, η Γερμανία και δευτερευόντως η Ιαπωνία εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία, με αποτέλεσμα να επωφεληθούν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Όμως, υπήρξε και διάχυση στις υπόλοιπες οικονομίες του πλανήτη.
Γραφική παράσταση 4
Οι τρεις χώρες με τα μεγάλα πλεονασματα προσπάθησαν να εξάγουν τον τρόπο μεγέθυνσής τους, που εδραζόταν στο κίνητρο της εξωτερικής ζήτησης. Αυτό μπορεί να συμβεί εις βάρος των υπόλοιπων οικονομιών. Ένας προτιμότερος δρόμος για την παγκόσμια μεγέθυνση θα ήταν αυτός που θα συμπεριλάμβανε, σε πρώτο επίπεδο, την εγχώρια εξάπλωση της οικονομίας κάθε χώρας. Αυτό, βεβαίως, θα απαιτούσε, όπως συνήθως λέγεται, έναν μεγαλύτερο διεθνή συντονισμό.
Παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις, κανένας συντονισμός δεν βελτίωσε τις έντονες ανισορροπίες που διαπιστώνονται κυρίως μεταξύ των αναφερομένων μεγάλων οικονομιών. Το θεσμικό πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, με την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, φαίνεται ότι δεν βοηθά στην αναζήτηση λύσεων σε προβλήματα αυτού του είδους.
Οι εξελίξεις κινούνται στον αντίποδα αυτών που έλεγε ο Κέινς το μακρινό 1936. (J.M. Keynes, “Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος”, Εκδόσεις Παπαζήσης, 2001, σ. 397-398): «Ο πόλεμος έχει πολλές αιτίες. Οι δικτάτορες και οι όμοιοί τους, στους οποίους ο πόλεμος, τουλάχιστον ως προσδοκία, προσφέρει μια ευχάριστη συγκίνηση, βρίσκουν εύκολο να οικοδομούν στη φυσική φιλοπόλεμη διάθεση των λαών τους. Όμως, πέρα και πάνω από αυτό, που απλώς τους διευκολύνει να υποκινούν τη λαϊκή φλόγα, βρίσκονται οι οικονομικές αιτίες του πολέμου, δηλαδή η πληθυσμιακή πίεση και ο ανταγωνισμός για αγορές. Είναι ο δεύτερος παράγοντας, ο οποίος, πιθανώς, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στον 19ο αιώνα και ίσως να ξαναπαίξει παρόμοιο ρόλο στο μέλλον.
Στο σύστημα του εγχώριου laissez faire και με διεθνή κανόνα χρυσού, όπως ήταν η ορθοδοξία στην οικονομική σκέψη στο δεύτερο μισό του 19oυ αιώνα, το κράτος δεν διέθετε άλλα μέσα για να αμβλύνει την οικονομική δυσπραγία στο εσωτερικό, παρά μόνο τον ανταγωνισμό για τις αγορές. Όλα τα επιβοηθητικά μέτρα που είχε στη διάθεσή του το κράτος για τη χρόνια ή διαλείπουσα υποαπασχόληση διαγράφηκαν, εκτός από εκείνα που στόχευαν στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου…
Αν, όμως, τα κράτη μπορούν να μαθαίνουν να εξασφαλίζουν πλήρη απασχόληση για τον εαυτό τους, με την εσωτερική τους πολιτική, δεν χρειάζονται σημαντικές οικονομικές δυνάμεις για να στρέφουν το συμφέρον μιας χώρας ενάντια στο συμφέρον των γειτόνων της. Θα υπήρχε ακόμη χώρος για τον διεθνή δανεισμό σε κατάλληλες συνθήκες. Δεν θα υπήρχε πλέον πιεστικό κίνητρο ώστε μια χώρα να χρειάζεται να επιβάλει τα εμπορεύματά της σε μια άλλη, ή να αποκρούσει τις προσφορές των γειτόνων της, όχι επειδή κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο για να την καταστήσει ικανή να πληρώσει ό,τι επιθυμεί να αγοράσει, αλλά με ρητό σκοπό να ανατρέψει την ισορροπία των πληρωμών, έτσι ώστε να αναπτύξει ένα ευνοϊκό γι’ αυτήν εμπορικό ισοζύγιο.
Το διεθνές εμπόριο θα έπαυε να είναι αυτό που είναι, δηλαδή μέσο απελπισίας για τη διατήρηση της εγχώριας απασχόλησης, με την επιβολή πωλήσεων σε αλλοδαπές αγορές και τον περιορισμό των αγορών. Πράγμα που αν στεφόταν από επιτυχία. απλώς θα μετατόπιζε το πρόβλημα της ανεργίας στον γείτονα, που θα είχε ηττηθεί.
- Το διεθνές εμπόριο θα μετατρεπόταν σε εκούσια και ανεμπόδιστη ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών σε συνθήκες αμοιβαίου οφέλους»,
Το ερώτημα επομένως είναι το πώς αμβλύνονται αυτές οι ανισορροπίες που ταλανίζουν την παγκόσμια οικονομία. Οι κινήσεις Τραμπ ,όπως αυτές διατυπώθηκαν, είναι βέβαιο ότι δεν οδηγούν σε λύση του ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ. Ανεξαρτήτως της θεωρητικής ορθότητας ή όχι, ποσοτικά αφορούν μόνο στο 2% (περίπου 46 δισ δολάρια) των συνολικών εισαγωγών των ΗΠΑ.
Η μη επίλυση του προβλήματος θα φανεί σύντομα. Το ζήτημα είναι η συνέχεια: πως θα αντιδράσει ο Τραμπ αντιμέτωπος με αυτή την αποτυχία; Θα επεκτείνει τους δασμούς και σε άλλα προϊόντα; Και πως θα αντιδράσουν οι πλεονασματικές χώρες όταν θα έρθουν αντιμέτωπες με αυτές τις απειλές; Μη ξεχνάμε ότι τα μέτρα που εξάγγειλε ο Τραμπ κατευθύνονται σε «φιλικές» γεωπολιτικά και ιδεολογικά χώρες: στις χώρες της Δύσης (ΕΕ, Ιαπωνία, Νότια Κορέα). Η μόνη «εχθρική» χώρα είναι η Κίνα, αλλά η αξία των εξαγωγών της σε χάλυβα και αλουμίνιο στις ΗΠΑ ανέρχεται μόλις σε 2,8 δισ δολάρια, που αντιπροσωπεύει μόλις το 6% των αντίστοιχων συνολικών εισαγωγών.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΗΠΑ είναι ο ηγέτης της Δύσης τα πράγματα μπορούν να περιπλακούν. Σαφέστατα οι Γερμανοί θα πρέπει να μειώσουν το τρομακτικό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όμως, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση της εγχώριας ζήτησης και την σταδιακή βελτίωση των μισθών των εργαζομένων. Κάτι που δεν φαίνεται στο άμεσο μέλλον.
--------------
Σχόλια