Του Michael Rubin
Ο πυρήνας των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας είναι ιστορικά η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, τη θεμελιώδη δομή ασφαλείας στην οποία η ΗΠΑ και η Ευρώπη βασίστηκαν για σχεδόν 70 χρόνια. Όπως υπογράμμισε κατά την προεκλογική του εκστρατεία και κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ο πρόεδρος Trump, πολλά μέλη του ΝΑΤΟ συνεισφέρουν μόνο κατ’ όνομα στον οργανισμό και μόνο λίγα τηρούν τις δεσμεύσεις τους. Ιστορικά, η Τουρκία διαφέρει. Έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, και περισσότερους στρατευμένους ή εφέδρους απ’ ό,τι η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία μαζί.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg χαιρετά τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Mevlut Cavusoglu κατά τη συνάντηση με τον Υπουργό Εξωτερικών της Ρουμανίας Teodor Melescanu και τον Πολωνό Εξωτερικών Witold Waszczykowski. Πολωνία, 25 Αυγούστου 2017, Reuters]
Μετά όμως από 15 χρόνια του Recep Tayyip Erdogan στο τιμόνι της Τουρκίας, ο στρατιωτικός στρατός έχει αλλάξει ριζικά. Σχεδόν κάθε αξιωματικός μέχρι το βαθμό του συνταγματάρχη ανήλθε κατά τη διακυβέρνηση του ισλαμιστή αυτού ηγέτη. Ακόμη, η χειραγώγηση από τον Ερντογάν των προαγωγών μέσω ψευδών σεναρίων -το Εργκενεκόν, το Μπαλιόζ και ίσως ακόμη και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016- του επέτρεψε να αντικαταστήσει τους ανώτατους αξιωματικούς. Οι κορυφαίοι στρατηγοί της Τουρκίας σήμερα είναι πιστοί πρώτα στον Εrdogan και πολύ μετέπειτα στην Τουρκία.
Ο Εrdogan έχει διακηρύξει ότι στόχος του είναι να αναθρέψει μια γενιά θρησκευόμενων, και ο στρατός, οι παραδοσιακοί φρουροί του κοσμικού χαρακτήρα της Τουρκίας, δεν έμεινε ανεπηρέαστος.
Σήμερα, η Τουρκία είναι βυθισμένη στο τέλμα του Αφρίν, μιας περιοχής της Συρίας που κατοικείται και ελέγχεται από Κούρδους. Ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι οι Κούρδοι στο Αφρίν είναι τρομοκράτες που διεξάγουν πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, ούτε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, ούτε ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας μπόρεσαν να εντοπίσουν έστω και μία περίσταση τρομοκρατικής επίθεσης που διεξήχθη από Κούρδους του Αφρίν. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία επιδιώξει τόσο την εθνοκάθαρση της στρατηγικής αυτής ζώνης, όσο και να δώσει ένα πλεονέκτημα στους ισλαμιστές που αντιτάσσονται στον ως επί το πλείστον κοσμικό κουρδικό πληθυσμό. Αναλογιστείτε για παράδειγμα αυτή τη διαθήκη ενός από τους Τούρκους στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους στο Αφρίν: “Αδερφέ μου, αυτός ο πόλεμος είναι μεταξύ της ημισελήνου και του σταυρού, μεταξύ της πίστης και της άρνησής της, της πραγματικής πίστης και της προκατάληψης, της ομολογίας και της βλασφημίας”. Και εδώ, ένας άλλος Τούρκος στρατιώτης κάνει τη χειρονομία “Ραμπία” της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Και οι μαθητές που συμμετέχουν σε προγράμματα ανταλλαγής στις σχολές Ιμάμ Χατίπ (ουσιαστικά σε τουρκικούς μαντρεσέδες), ενώ είναι υπότροφοι της τουρκικής κυβέρνησης εξυμνούν τη θρησκευτική τζιχάντ του τουρκικού στρατού στη Συρία.
Και υπάρχει και ο Adnan Tanrıverdi, τον οποίο ο Εrdogan τοποθέτησε στη θέση του στρατιωτικού του συμβούλου μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Ο Tanrıverdi ήταν ο πλέον υψηλόβαθμός στρατιωτικός που εκδιώχθηκε κατά τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν το “ήπιο πραξικόπημα” του 1997 λόγω των ισλαμιστικών του τάσεων. Στη συνέχεια δημιούργησε τη SADAT, μια ισλαμιστική ιδιωτική εταιρία ασφάλειας, που προμήθευε τη Χαμάς και άλλες τρομοκρατικές ομάδες. Μάρτυρες υποστηρίζουν ότι οι ελεύθεροι σκοπευτές της SADAT είναι επίσης υπεύθυνοι για τους πυροβολισμούς εναντίον πολιτών το βράδυ του αποτυχημένο πραξικοπήματος, μια εκτροπή την οποία ο Εrdogan στη συνέχεια απέδωσε σε ένα δίκτυο πιστών στον σύμμαχό του που μετατράπηκε σε αντίπαλο Fethullah Gülen, έναν θεολόγο που διαμένει στην Πενσυλβάνια. Η Sadat γρήγορα μετατρέπεται σε κάτι αντίστοιχο του Σώματος Ισλαμιστών Φρουρών της Επανάστασης, δρώντας σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας, αν όχι ως η ελίτ πτέρυγά τους.
Υπάρχουν πολλά άλλα προβλήματα. Οι τουρκικές απειλές εναντίον άλλων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων και των ΗΠΑ, γίνονται πολύ συχνές για να μη τους δίνεται σημασία. Ο Egemen Bagis, εδώ και καιρό ένας από τους συμβούλους του Εrdogan με τη μεγαλύτερη επιρροή, απείλησε να χρησιμοποιήσει το τουρκικό ναυτικό εναντίον αμερικανικών πλοίων που συμμετείχαν στην αναζήτηση και εξόρυξη φυσικού αερίου σε νερά της Κύπρου. Για παράδειγμα τον Σεπτέμβριο του 2011, δήλωσε: «Γι’ αυτό το λόγο έχουμε το ναυτικό. Γι’ αυτό το λόγο εκπαιδεύουμε τους πεζοναύτες μας. Γι’ αυτό το λόγο εξοπλίζουμε το ναυτικό. Όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι. Όλα είναι ανοιχτά». Η Τουρκία υπονόμευσε την αμερικανική ασφάλεια εντός της Συρίας προχωρώντας σε διαρροή στην Αλ Κάιντα και άλλους εξτρεμιστές της τοποθεσίας αμερικανικών δυνάμεων και του εξοπλισμού τους.
Οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία και την Κίνα, που απειλούν αμερικανικά και νατοϊκά μυστικά είναι μόνο η επιφάνεια. Το ίδιο και οι διαρροές της Τουρκίας στο Ιράν.
Γιατί λοιπόν να μην αποβληθεί η Τουρκία από το ΝΑΤΟ; Όσοι υποστηρίζουν ότι η Τουρκία είναι υπερβολικά σημαντική ώστε να της γυρίσουμε την πλάτη αυταπατώνται. Ίσως η Τουρκία έχει σημασία, αλλά το γεγονός ότι προσπαθεί να εμπλέξει την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα σε έναν πλειστηριασμό με έπαθλο τη συνεργασία και τη φιλία της, είναι επαρκής ένδειξη ότι δεν είναι αξιόπιστη. Και το να νοσταλγούμε περασμένες δεκαετίες ή να υποθέτουμε πως εκείνες οι μέρες μπορεί να επιστρέψουν είναι ανεδαφικό. Οι πιο ανέντιμοι υποστηρικτές του κατευνασμού του Ερντογάν είναι εκείνοι που απλά θέλουν να διατηρήσουν την πρόσβασή τους στην Τουρκία και σε εξέχοντες Τούρκους.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το ΝΑΤΟ είναι ένας οργανισμός που βασίζεται στη συναίνεση, και έτσι η Τουρκία μπορεί να εξελιχθεί σε Δούρειο Ίππο, υπονομεύοντας τις νατοϊκές επιχειρήσεις εκ των έσω. Ακόμη, δεν υπάρχει επίσημος μηχανισμός για την αποβολή ενός μέλους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ και τα μέλη τους δεν μπορούν να βάλουν προβλήματα σε καραντίνα και να ασκήσουν πίεση. Δεν θα πρέπει να παραμείνουν νατοϊκές δυνάμεις ή εγκαταστάσεις εντός της Τουρκίας. Η σημερινή εμπροσθοφυλακή είναι οι αυριανοί όμηροι. Ούτε θα πρέπει η Τουρκία να αποτελεί σταθμό πυρηνικών πυραύλων. Το να διατηρούμε πυρηνικούς πυραύλους σε περιοχές όπου υποκινημένοι όχλοι Τούρκων μπορεί να επιδιώξουν πρόσβαρη σ’ αυτούς είναι περίπου το ίδιο σοφό με το να διατηρούμε πυρηνικούς πυραύλους στο Πακιστάν, χώρα της οποίας η κυβέρνηση και ο πληθυσμός ομοίως είναι επιρρεπείς στη ριζοσπαστικοποίηση. Είναι απολύτως σίγουρο πως η Τουρκία δεν θα πρέπει να έχει κανέναν ρόλο στο πρόγραμμα της νέας γενιάς μαχητικών αεροσκαφών F-35, ούτε βεβαίως θα πρέπει να έχει μονοπώλια σε οποιοδήποτε εξάρτημα ή την οποιαδήποτε εργασία. Το να συνεργαζόμαστε ως προς την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας με την Τουρκία ισοδυναμεί με το να παραχωρούμε ευαίσθητη αμερικανική τεχνολογία όχι μόνο στην τουρκική βιομηχανία. Αλλά ενδεχομένως και στη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν.
Η διπλωματία αφορά την κατασκευή μιας εικόνας. Όμως η προσκόλληση στην εικόνα αυτή δεν πρέπει να αντικαθιστά την ουσία ή την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα δυστυχώς είναι πως η Τουρκία συνιστά έναν κίνδυνο ασφάλειας, και ο στρατός της δεν είναι πλέον ένας θεσμός στον οποίο μπορούν, ή θα έπρεπε οι ΗΠΑ να βασιστούν. Δυστυχώς, δεν πρόκειται για ένα πρόσκαιρο φαινόμενο -με τη μεταμόρφωση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων από τον Ερντογάν, είναι πλέον πρόβλημα γενιάς.
--
Ο Michael Rubin είναι πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου, με κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, το Ιράν και τη διπλωματία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Μαρτίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (ΑΕΙ) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.
ΠΗΓΗ
Ο πυρήνας των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας είναι ιστορικά η συμμετοχή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, τη θεμελιώδη δομή ασφαλείας στην οποία η ΗΠΑ και η Ευρώπη βασίστηκαν για σχεδόν 70 χρόνια. Όπως υπογράμμισε κατά την προεκλογική του εκστρατεία και κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ο πρόεδρος Trump, πολλά μέλη του ΝΑΤΟ συνεισφέρουν μόνο κατ’ όνομα στον οργανισμό και μόνο λίγα τηρούν τις δεσμεύσεις τους. Ιστορικά, η Τουρκία διαφέρει. Έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, και περισσότερους στρατευμένους ή εφέδρους απ’ ό,τι η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία μαζί.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Jens Stoltenberg χαιρετά τον Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Mevlut Cavusoglu κατά τη συνάντηση με τον Υπουργό Εξωτερικών της Ρουμανίας Teodor Melescanu και τον Πολωνό Εξωτερικών Witold Waszczykowski. Πολωνία, 25 Αυγούστου 2017, Reuters]
Μετά όμως από 15 χρόνια του Recep Tayyip Erdogan στο τιμόνι της Τουρκίας, ο στρατιωτικός στρατός έχει αλλάξει ριζικά. Σχεδόν κάθε αξιωματικός μέχρι το βαθμό του συνταγματάρχη ανήλθε κατά τη διακυβέρνηση του ισλαμιστή αυτού ηγέτη. Ακόμη, η χειραγώγηση από τον Ερντογάν των προαγωγών μέσω ψευδών σεναρίων -το Εργκενεκόν, το Μπαλιόζ και ίσως ακόμη και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016- του επέτρεψε να αντικαταστήσει τους ανώτατους αξιωματικούς. Οι κορυφαίοι στρατηγοί της Τουρκίας σήμερα είναι πιστοί πρώτα στον Εrdogan και πολύ μετέπειτα στην Τουρκία.
Ο Εrdogan έχει διακηρύξει ότι στόχος του είναι να αναθρέψει μια γενιά θρησκευόμενων, και ο στρατός, οι παραδοσιακοί φρουροί του κοσμικού χαρακτήρα της Τουρκίας, δεν έμεινε ανεπηρέαστος.
Σήμερα, η Τουρκία είναι βυθισμένη στο τέλμα του Αφρίν, μιας περιοχής της Συρίας που κατοικείται και ελέγχεται από Κούρδους. Ενώ η Τουρκία υποστηρίζει ότι οι Κούρδοι στο Αφρίν είναι τρομοκράτες που διεξάγουν πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, ούτε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, ούτε ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας μπόρεσαν να εντοπίσουν έστω και μία περίσταση τρομοκρατικής επίθεσης που διεξήχθη από Κούρδους του Αφρίν. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία επιδιώξει τόσο την εθνοκάθαρση της στρατηγικής αυτής ζώνης, όσο και να δώσει ένα πλεονέκτημα στους ισλαμιστές που αντιτάσσονται στον ως επί το πλείστον κοσμικό κουρδικό πληθυσμό. Αναλογιστείτε για παράδειγμα αυτή τη διαθήκη ενός από τους Τούρκους στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους στο Αφρίν: “Αδερφέ μου, αυτός ο πόλεμος είναι μεταξύ της ημισελήνου και του σταυρού, μεταξύ της πίστης και της άρνησής της, της πραγματικής πίστης και της προκατάληψης, της ομολογίας και της βλασφημίας”. Και εδώ, ένας άλλος Τούρκος στρατιώτης κάνει τη χειρονομία “Ραμπία” της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Και οι μαθητές που συμμετέχουν σε προγράμματα ανταλλαγής στις σχολές Ιμάμ Χατίπ (ουσιαστικά σε τουρκικούς μαντρεσέδες), ενώ είναι υπότροφοι της τουρκικής κυβέρνησης εξυμνούν τη θρησκευτική τζιχάντ του τουρκικού στρατού στη Συρία.
Και υπάρχει και ο Adnan Tanrıverdi, τον οποίο ο Εrdogan τοποθέτησε στη θέση του στρατιωτικού του συμβούλου μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Ο Tanrıverdi ήταν ο πλέον υψηλόβαθμός στρατιωτικός που εκδιώχθηκε κατά τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν το “ήπιο πραξικόπημα” του 1997 λόγω των ισλαμιστικών του τάσεων. Στη συνέχεια δημιούργησε τη SADAT, μια ισλαμιστική ιδιωτική εταιρία ασφάλειας, που προμήθευε τη Χαμάς και άλλες τρομοκρατικές ομάδες. Μάρτυρες υποστηρίζουν ότι οι ελεύθεροι σκοπευτές της SADAT είναι επίσης υπεύθυνοι για τους πυροβολισμούς εναντίον πολιτών το βράδυ του αποτυχημένο πραξικοπήματος, μια εκτροπή την οποία ο Εrdogan στη συνέχεια απέδωσε σε ένα δίκτυο πιστών στον σύμμαχό του που μετατράπηκε σε αντίπαλο Fethullah Gülen, έναν θεολόγο που διαμένει στην Πενσυλβάνια. Η Sadat γρήγορα μετατρέπεται σε κάτι αντίστοιχο του Σώματος Ισλαμιστών Φρουρών της Επανάστασης, δρώντας σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας, αν όχι ως η ελίτ πτέρυγά τους.
Υπάρχουν πολλά άλλα προβλήματα. Οι τουρκικές απειλές εναντίον άλλων κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων και των ΗΠΑ, γίνονται πολύ συχνές για να μη τους δίνεται σημασία. Ο Egemen Bagis, εδώ και καιρό ένας από τους συμβούλους του Εrdogan με τη μεγαλύτερη επιρροή, απείλησε να χρησιμοποιήσει το τουρκικό ναυτικό εναντίον αμερικανικών πλοίων που συμμετείχαν στην αναζήτηση και εξόρυξη φυσικού αερίου σε νερά της Κύπρου. Για παράδειγμα τον Σεπτέμβριο του 2011, δήλωσε: «Γι’ αυτό το λόγο έχουμε το ναυτικό. Γι’ αυτό το λόγο εκπαιδεύουμε τους πεζοναύτες μας. Γι’ αυτό το λόγο εξοπλίζουμε το ναυτικό. Όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι. Όλα είναι ανοιχτά». Η Τουρκία υπονόμευσε την αμερικανική ασφάλεια εντός της Συρίας προχωρώντας σε διαρροή στην Αλ Κάιντα και άλλους εξτρεμιστές της τοποθεσίας αμερικανικών δυνάμεων και του εξοπλισμού τους.
Οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία και την Κίνα, που απειλούν αμερικανικά και νατοϊκά μυστικά είναι μόνο η επιφάνεια. Το ίδιο και οι διαρροές της Τουρκίας στο Ιράν.
Γιατί λοιπόν να μην αποβληθεί η Τουρκία από το ΝΑΤΟ; Όσοι υποστηρίζουν ότι η Τουρκία είναι υπερβολικά σημαντική ώστε να της γυρίσουμε την πλάτη αυταπατώνται. Ίσως η Τουρκία έχει σημασία, αλλά το γεγονός ότι προσπαθεί να εμπλέξει την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα σε έναν πλειστηριασμό με έπαθλο τη συνεργασία και τη φιλία της, είναι επαρκής ένδειξη ότι δεν είναι αξιόπιστη. Και το να νοσταλγούμε περασμένες δεκαετίες ή να υποθέτουμε πως εκείνες οι μέρες μπορεί να επιστρέψουν είναι ανεδαφικό. Οι πιο ανέντιμοι υποστηρικτές του κατευνασμού του Ερντογάν είναι εκείνοι που απλά θέλουν να διατηρήσουν την πρόσβασή τους στην Τουρκία και σε εξέχοντες Τούρκους.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το ΝΑΤΟ είναι ένας οργανισμός που βασίζεται στη συναίνεση, και έτσι η Τουρκία μπορεί να εξελιχθεί σε Δούρειο Ίππο, υπονομεύοντας τις νατοϊκές επιχειρήσεις εκ των έσω. Ακόμη, δεν υπάρχει επίσημος μηχανισμός για την αποβολή ενός μέλους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ και τα μέλη τους δεν μπορούν να βάλουν προβλήματα σε καραντίνα και να ασκήσουν πίεση. Δεν θα πρέπει να παραμείνουν νατοϊκές δυνάμεις ή εγκαταστάσεις εντός της Τουρκίας. Η σημερινή εμπροσθοφυλακή είναι οι αυριανοί όμηροι. Ούτε θα πρέπει η Τουρκία να αποτελεί σταθμό πυρηνικών πυραύλων. Το να διατηρούμε πυρηνικούς πυραύλους σε περιοχές όπου υποκινημένοι όχλοι Τούρκων μπορεί να επιδιώξουν πρόσβαρη σ’ αυτούς είναι περίπου το ίδιο σοφό με το να διατηρούμε πυρηνικούς πυραύλους στο Πακιστάν, χώρα της οποίας η κυβέρνηση και ο πληθυσμός ομοίως είναι επιρρεπείς στη ριζοσπαστικοποίηση. Είναι απολύτως σίγουρο πως η Τουρκία δεν θα πρέπει να έχει κανέναν ρόλο στο πρόγραμμα της νέας γενιάς μαχητικών αεροσκαφών F-35, ούτε βεβαίως θα πρέπει να έχει μονοπώλια σε οποιοδήποτε εξάρτημα ή την οποιαδήποτε εργασία. Το να συνεργαζόμαστε ως προς την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας με την Τουρκία ισοδυναμεί με το να παραχωρούμε ευαίσθητη αμερικανική τεχνολογία όχι μόνο στην τουρκική βιομηχανία. Αλλά ενδεχομένως και στη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν.
Η διπλωματία αφορά την κατασκευή μιας εικόνας. Όμως η προσκόλληση στην εικόνα αυτή δεν πρέπει να αντικαθιστά την ουσία ή την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα δυστυχώς είναι πως η Τουρκία συνιστά έναν κίνδυνο ασφάλειας, και ο στρατός της δεν είναι πλέον ένας θεσμός στον οποίο μπορούν, ή θα έπρεπε οι ΗΠΑ να βασιστούν. Δυστυχώς, δεν πρόκειται για ένα πρόσκαιρο φαινόμενο -με τη μεταμόρφωση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων από τον Ερντογάν, είναι πλέον πρόβλημα γενιάς.
--
Ο Michael Rubin είναι πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου, με κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, το Ιράν και τη διπλωματία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 15 Μαρτίου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute (ΑΕΙ) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.
ΠΗΓΗ
Σχόλια