Χωρίζουν οι δρόμοι ΗΠΑ-Τουρκίας

Μετά από δεκαετίες, η στρατηγική συνεργασία ΗΠΑ-Τουρκίας έχει φτάσει σε σημείο κρίσης. Τα αποκλίνοντα συμφέροντα στη Συρία, οι κινήσεις Ερντογάν μετά το πραξικόπημα και γιατί η διπλωματία δεν φαίνεται να αποτελεί πλέον βιώσιμη επιλογή.
του Sinan Ciddi



Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον είπε πρόσφατα αυτό που πολλοί αναλυτές σκέφτονταν από καιρό: οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ έχουν φτάσει σε «σημείο κρίσης».
Η στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών γίνεται όλο και πιο ακανθώδης, καθώς η Ουάσινγκτον και η Άγκυρα ακολουθούν αποκλίνουσες προσεγγίσεις ως προς τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Όμως, πέραν των παρατεταμένων διαφωνιών πολιτικής, η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας οφείλεται σε μια θεμελιώδη απώλεια εμπιστοσύνης. Οι επισκέψεις βασικών κυβερνητικών αξιωματούχων των ΗΠΑ -περιλαμβανομένου του κ. Τίλερσον και του συμβούλου εθνικής ασφάλειας Χέρμπερτ Ρέιμοντ ΜακΜάστερ αυτόν τον μήνα- απλώς έκρυψαν το διευρυνόμενο χάσμα. Αν και οι αξιωματούχοι από τις δύο πλευρές επανέλαβαν δημοσίως σε κάθε ευκαιρία την αξία της συμμαχίας, ωστόσο οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες ίσως είναι πλέον πολύ μεγάλες για να ξεπεραστούν.

Ευκαιριακή συμμαχία

Ο στρατηγικός δεσμός που αναπτύχθηκε μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας σχηματίστηκε σε μεγάλο βαθμό ως υποπροϊόν του Ψυχρού Πολέμου. Στο τελευταίο κεφάλαιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η κυβέρνηση στην Άγκυρα παρακολουθούσε με αγωνία, καθώς η Σοβιετική Ένωση πρόβαλε εδαφικές διεκδικήσεις στην Τουρκία και στράφηκε προς την αναδυόμενη φιλελεύθερη διεθνή τάξη και τη διατλαντική συμμαχία, κυρίως για να αποφύγει την «απελευθέρωση» από τα στρατεύματα του Ιωσήφ Στάλιν. Οι Αμερικανοί πρόεδροι Χάρι Τρούμαν και Ντουάιτ Άιζενχαουερ, με τη σειρά τους, έφεραν την Τουρκία στην «αγκαλιά» του ΝΑΤΟ προκειμένου να αποτρέψουν την επέκταση της σοβιετικής επιρροής στη Μεσόγειο και για να εξασφαλίσουν ότι θα έχουν στρατιωτικά μέσα και μυστικές υπηρεσίες ακριβώς στο κατώφλι της Σοβιετικής Ένωσης.
Προερχόμενη από τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, η συνεργασία «άνθισε» τις επόμενες επτά δεκαετίες και βασίστηκε στην προβλεψιμότητα και σε ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ του στρατιωτικού προσωπικού, των διπλωματών και των αρχηγών των κρατών.
Η συμμαχία, ωστόσο, και τότε πέρασε κάποια σκαμπανεβάσματα. Μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπάργκο όπλων στη χώρα (η κίνηση αυτή αύξησε το αίσθημα προδοσίας που αισθάνθηκε η Άγκυρα αφότου η Ουάσινγκτον κανόνισε να αποσύρει τους πυρηνικούς πυραύλους της από την Τουρκία, κατά τη διάρκεια της πυραυλικής κρίσης της Κούβας το 1962).
Πιο πρόσφατα, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 -κατά τη διάρκεια της οποίας η Τουρκία αρνήθηκε να επιτρέψει την ανάπτυξη αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού στο έδαφός της- ψύχρανε τις σχέσεις μεταξύ των δύο ηγετών στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η Άγκυρα έβαλε κατά της πολιτικής «ή είστε μαζί μας, ή εναντίον μας» του Τζορτζ Μπους, ενώ το Πεντάγωνο αμφισβήτησε την αξιοπιστία της Τουρκίας ως συμμάχου. Ωστόσο, οι δύο πλευρές κατάφεραν να ξεπεράσουν τις διαφορές τους πίσω από κλειστές πόρτες και να καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση.
Αυτή η διαδικασία δεν είναι πλέον αποτελεσματική, σήμερα. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία ήταν το τέλος της.

Σύγκρουση συμφερόντων

Η ανικανότητα των ΗΠΑ να αρθρώσουν μια ξεκάθαρη πολιτική για τον πόλεμο, και για τη Μέση Ανατολή γενικότερα, έχει ενθαρρύνει περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία, η Ρωσία και το Ιράν να επιδιώξουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Εν τω μεταξύ, η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους έχει κλιμακώσει τις εντάσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Άγκυρας.
Οι ΗΠΑ, επικεντρωνόμενες στην εξάλειψη της τζιχαντιστικής οργάνωσης, έχουν βασιστεί σε Κούρδους αντάρτες όπως οι Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) για βοήθεια στη μάχη. Όμως η στήριξη της Ουάσινγκτον στους Κούρδους αποτέλεσε πηγή εκνευρισμού και διαμάχης για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εν μέρει διότι η Τουρκία θεωρεί το YPG τρομοκρατική οργάνωση. Επιπλέον, η Άγκυρα αισθάνθηκε πως με το να βάζουν σε προτεραιότητα τη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους και με το να παρέχουν στήριξη στην πρωτοβουλία για τη δημιουργία Κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της Τουρκίας, οι ΗΠΑ ηθελημένα αγνοούν τις τουρκικές ανησυχίες για την ασφάλεια.
Ως απάντηση, η Τουρκία επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στους δικούς της στόχους, έναντι αυτών των ΗΠΑ. Η Άγκυρα έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στη Συρία στην ανατροπή της κυβέρνησης του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, ενώ στηρίζει ριζοσπαστικές εξτρεμιστικές ομάδες στη χώρα για να τα βάλουν με το YPG.
Από τότε που ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, τον Ιανουάριο του 2017, οι στάσεις της Τουρκίας και των ΗΠΑ στο θέμα της Συρίας έχουν αποκλίνει ακόμα περισσότερο. Η απόφαση της Ουάσινγκτον να παράσχει βαρύ οπλισμό και στήριξη σε επίπεδο logistics στις δυνάμεις του YPG ώθησε τον Ερντογάν να αναθερμάνει τις σχέσεις με τη Ρωσία -προς δυσαρέσκεια των ΗΠΑ.
Η Τουρκία προκάλεσε την οργή αξιωματούχων από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ όταν κήρυξε την πρόθεσή της να αγοράσει από τη Ρωσία πυραυλικό αμυντικό σύστημα S-400, που είναι ασύμβατο με την τεχνολογία του διατλαντικού μπλοκ. Επιπλέον, η Άγκυρα έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για να ξεκινήσει την Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας, την επίθεσή της δηλαδή στην περιοχή Αφρίν της Συρίας για να εξαλείψει το YPG.
Οι εξελίξεις αυτές δεν έχουν συμβάλει στην εξομάλυνση των σχέσεων Τουρκίας-ΗΠΑ. Ούτε όμως και η δυναμική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος βασίζει τη στάση του στη Συρία σε μεγάλο βαθμό στο πώς θα την εκλάβουν οι ψηφοφόροι του. Τώρα που ο Ερντογάν θέτει εκ νέου υποψηφιότητα για να καταστεί ο πρώτος «εκτελεστικός πρόεδρος» της χώρας, η διασφάλιση της έγκρισης του τουρκικού εκλογικού σώματος είναι ακόμα πιο σημαντική.
Η Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο, υπήρξε επιτυχής από αυτή την άποψη, εξασφαλίζοντας μεγάλη στήριξη από τον τουρκικό λαό διότι όρθωσε θαρραλέα ανάστημα έναντι των ΗΠΑ. Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, ο Ερντογάν θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί την εξωτερική πολιτική προκειμένου να προσπαθήσει να προσελκύσει το 51% των ψηφοφόρων που θα χρειαστεί για να κερδίσει.

Κλιμακούμενες εχθροπραξίες

Ο Ερντογάν βάλλει όλο και περισσότερο κατά της Δύσης -και ιδιαίτερα των ΗΠΑ- μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Η τουρκική κυβέρνηση κατηγορεί τακτικά τις ΗΠΑ για υπόθαλψη του φερόμενου ως «εγκέφαλου» του πραξικοπήματος, Φετουλά Γκιουλέν, τον οποίον ο Ερντογάν έχει χαρακτηρίσει ως τον Οσάμα μπιν Λάντεν της Τουρκίας.
Επιπλέον, όπως αποκάλυψε η πρόσφατη δίκη και καταδίκη Τούρκου τραπεζίτη στις ΗΠΑ, ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του έχουν εργαστεί για να υπονομεύσουν την Ουάσινγκτον, αψηφώντας τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στο Ιράν, μέσω της πώλησης ιρανικού πετρελαίου.
Τα τουρκικά ΜΜΕ, παίρνοντας «γραμμή» από τον Ερντογάν, έχουν κατηγορήσει τις ΗΠΑ για στημένες δίκες κατά Τούρκων πολιτών, προκειμένου να προσπαθήσουν να υπονομεύσουν την ανάπτυξη της χώρας τους. Και ως «αντάλλαγμα», η Τουρκία έχει αρχίσει να φυλακίζει Αμερικανούς πολίτες καθώς και Τούρκους υπαλλήλους αμερικανικών επιχειρήσεων και αποστολών στη χώρα, κάτι που αξιωματούχοι της Ουάσινγκτον καταδικάζουν ως συλλήψεις με πολιτικά κίνητρα. Υπάρχει κάθε λόγος να θεωρηθεί πως οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται καθώς περνά ο χρόνος.
Η διπλωματία δεν φαίνεται να αποτελεί πλέον μια βιώσιμη επιλογή για την Άγκυρα και την Ουάσινγκτον. Τα τελευταία χρόνια, ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να συγκεντρώσει εξουσία. Η κυβέρνησή του απέλυσε περισσότερους από 150.000 δημόσιους υπαλλήλους σε μια προσπάθεια να εξαλείψουν τους διαφωνούντες, όμως έτσι έχει μειώσει δραστικά τον αριθμό των μερών και των απόψεων που εμπλέκονται  στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Οι ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, δεν έχουν καν πρέσβη στην Άγκυρα αυτή τη στιγμή.
Η διατλαντική συμμαχία μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας χρειάστηκε δεκαετίες για να χτιστεί πάνω σε θεμέλια αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας. Σήμερα, μια σειρά συνειδητών επιλογών από τους ηγέτες και των δύο χωρών έχουν φέρει τη σχέση σε μια κατάσταση αποσύνθεσης, που μπορεί να χρειαστεί και μια γενιά για να αντιστραφεί, εάν μπορέσει ποτέ να αντιστραφεί.
ΠΗΓΗ
---------------------------

Η ώρα των στρατηγών: Στους ρυθμούς του Πούτιν και του Ιράν χορεύει η ευνουχισμένη  

Τουρκία

Του ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ
Ο στρατηγός Joseph Votel είναι ο επικεφαλής της Κεντρικής Διοίκησης των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι ένας πολύ σημαντικός στρατιωτικός παράγοντας στην Αμερική και δεν κρύβει ποτέ τα λόγια του.
Μετά το σικέ πραξικόπημα στην Τουρκία, είχε κατηγορήσει τον Ταγίπ Ερντογάν ότι συνέλαβε μέσα σε μερικές ώρες όλους τους Τούρκους αξιωματικούς, που στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, συνεργάζονταν με τους Αμερικανούς ομολόγους τους.
Για να του απαντήσει ο πρόεδρος της Τουρκίας ότι ο ίδιος συνεργάζεται με τους πραξικοπηματίες, κάτι που δεν είναι αλήθεια.
Από τότε μέχρι και σήμερα η σχέση με τον Ερντογάν είναι απόλυτα ανταγωνιστική. Ο ισλαμιστής ηγέτης πιστεύει ότι ο Votel εκπόνησε το σχέδιο για να εξοπλιστούν οι Κούρδοι της Συρίας (YPG) και για το λόγο αυτό τον έχει κατατάξει στους εχθρούς του. Λέγεται ότι τα ίδια (και ίσως χειρότερα) αισθήματα τρέφει και ο Αμερικανός στρατηγός για τον πρόεδρο της Τουρκίας, όχι αδίκως, διότι γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα «απ’ έξω και ανακατωτά», που λένε και οι παλαιοί, υπό την έννοια ότι έχει πράξει όλους τους παράγοντες του τουρκικού δράματος.
Τελευταία ο Votel έχει αναπτύξει μία θεωρία βάση ανάλυσης στοιχείων και γεγονότων, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία κατέληξε ένα παιγνιδάκι στα έμπειρα χέρια των Ρώσων και των Ιρανών. Θα μου πείτε… Υπάρχει κανείς που να πιστεύει το αντίθετο; Η αλήθεια είναι πως όχι. Αλλά άλλο να το λέει ο Αμερικανός στρατηγός, που είναι αποδέκτης απόρρητων πληροφοριών από τις αμερικανικές υπηρεσίες, και άλλο να το υποστηρίζουμε εμείς…
Τι άλλο λέει; Ότι:
  • Η Ρωσία και το Ιράν χρησιμοποιούν τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων στη συριακή κρίση για να προωθήσουν την ατζέντα τους και να καταστρέψουν τη συμμαχία μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Αμερικανός στρατηγός είπε τα παραπάνω και δημόσια, αλλά και στους βουλευτές και γερουσιαστές, που είναι μέλη της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων. Στην κλειστή συνεδρίαση είπε και χειρότερα για το τι σημαίνει ότι η Τουρκία δημιουργεί προβλήματα στο ΝΑΤΟ και γενικά στη Δύση, ενώ είναι βολική απέναντι στη Μόσχα και την Τεχεράνη.
Ο κ. Votel φέρεται να πιστεύει ότι οι εντάσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Άγκυρας, (εντάσεις) που δημιουργεί πάντα ο Ταγίπ Ερντογάν εκμεταλλευόμενος την πιο μικρή και ανώδυνη δικαιολογία, εξυπηρετούν στρατηγικά στη Ρωσία και το Ιράν. Και προκαλούν μεγάλα ρήγματα στη Δυτική Συμμαχία και ειδικά τους Αμερικανούς.
Είναι βαριές κουβέντες αυτές, χωρίς αμφιβολία. Όμως, όταν προέρχονται από τον συγκεκριμένο στρατηγό, που αποτελεί αστέρι για το αμερικανικό Πεντάγωνο, έχουν τεράστια σημασία.
  • Και διότι έχει την πληροφόρηση, και βάση αυτής ομιλεί, αναλύει και καταλήγει σε συμπεράσματα.
  • Και επειδή ξέρει τι λέει… Είναι φανερό πως στα πλάνα του ο ίδιος δεν έχει πια την Τουρκία, αλλά συνεχίζει να ακολουθεί πιστά τις οδηγίες των πολιτικών προϊσταμένων του, που ελπίζουν πως η χώρα θα επιστρέψει στο μαντρί. Πως θα γίνει αυτό όσο ζει (και βασιλεύει) ο Ταγίπ Ερντογάν; Είναι κάτι που δεν μας λένε οι γραφειοκράτες.
Αναλύοντας το τελευταίο διάστημα τις κινήσεις όλων των μεγάλων παικτών, κανείς εύκολα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία είναι ο πιο σοβαρός στρατηγικός παίκτης στον στρατιωτικό τομέα, και μαζί με τους Κινέζους και στον οικονομικό, ειδικά σε ότι αφορά τις επενδύσεις.
  • Οι Αμερικανοί βράζουν στο ζουμί των σκανδάλων (με ή χωρίς εισαγωγικά) και η Ευρώπη είναι ανύπαρκτη. Είναι ένα μάτσο γραφειοκράτες, με παχυλούς μισθούς, που δεν πληρώνουν και φόρους -αν δεν κάνω λάθος.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι πιο έξυπνος απ’ όλους και συχνά-πυκνά «γλεντά» τους Δυτικούς. Στόχευσε να σπάσει τη στρατηγική σχέση της Αμερικής και της Τουρκίας και τα κατάφερε. Ο φόβος που αιωρείται είναι ότι δεν την έσπασε μόνο, αλλά είμαστε στο στάδιο της καταστροφής αυτής της σχέσης. Μία Τουρκία μακριά από την Αμερική και γενικά τη Δύση, είναι πολλαπλά επικίνδυνη. Και αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας.
Όμως, υπάρχουν στρατιωτικοί στην Αμερική, που πιστεύουν ότι όπως και να τελειώσει η ιστορία με την Τουρκία, εντός ή εκτός του νατοϊκού μαντριού, θα αποτελεί ένα μεγάλο πονοκέφαλο.
Ο κ. Votel προειδοποίησε ότι η τουρκική εισβολή στην Αφρίν αποσπά από τον στόχο της μάχης για την αποτροπή της «αναγέννησης» του Ισλαμικού Κράτους και άλλων τρομοκρατικών ομάδων. Πιστεύει, σε αντίθεση με την Τουρκία, ότι οι αμερικανικές δυνάμεις πρέπει να παραμείνουν στη Βόρεια Συρία και να συνεχίσουν να συνεργάζονται με τους Κούρδους του YPG και με άλλες ομάδες που βοήθησαν στην ήττα των τζιχαντιστών.
Μιλώντας στο Κογκρέσο εξήγησε ότι πολλοί μαχητές του αντιτζιχαντιστικού αγώνα έχουν οικογενειακούς δεσμούς με τους Κούρδους στην Αφρίν και τώρα αναγκάζονται να επιλέξουν μεταξύ της ολοκλήρωσης των επιχειρήσεων εναντίον των τρομοκρατών του ΙΚ και της συνδρομής των συναδέλφων τους Κούρδων στη βόρεια Συρία.
Ο Αμερικανός στρατηγός πρόσθεσε ότι οι ενέργειες της Τουρκίας αύξησαν τον κίνδυνο για τη στρατιωτική εκστρατεία εναντίον των τζιχαντιστών. Με λίγα λόγια η Τουρκία εργαζόταν εναντίον των συμφερόντων της Αμερικής.
  • Στη Συρία, η Αμερική δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τη Ρωσία, τον πρόεδρο Άσαντ, και τους κάθε λογής τρομοκράτες. Από την ημέρα της εισβολής στη Συρία, έχει απέναντι της και την «ευνουχισμένη» Τουρκία. Οι Αμερικανοί δεν θέλουν να το παραδεχθούν επειδή βρίσκονται σε «κατάσταση άρνησης». Αλλά, επιμένοντας να εξευμενίσουν τον Ερντογάν χάνουν χρόνο. Ο πρόεδρος Τραμπ πρέπει να ακούσει τους στρατηγούς, που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τους άπιστους «συμμάχους» του…

Σχόλια