Bail in, κούρεμα καταθέσεων και η Οδηγία BRRD

Συνέντευξη με τον καθηγητή τραπεζικού δικαίου Rodrigo Olivares-Caminal

Ενόψει της εσωμάτωσης της Οδηγίας για την εξυγίανση των τραπεζών, ο καθηγητής του Queen Mary University of London, Rodrigo Olivares-Caminal, εξηγεί με κατανοητό τρόπο τους όρους που κατακλύζουν την καθημερινότητά μας

Το νομοσχέδιο για τα «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015» που θα τεθεί σήμερα προς ψήφιση στη Βουλή περιέχει, μεταξύ άλλων, διατάξεις για την ενσωμάτωση της Οδηγίας για την εξυγίανση των τραπεζών.

Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως σημαντικό ζήτημα για την εθνική οικονομία, για την κατανόηση του οποίου όμως απαιτούνται αρκετά εξειδικευμένες γνώσεις, θεωρήσαμε αναγκαίο να παρουσιάσουμε μία όσο το δυνατόν πληρέστερη αλλά και κατανοητή εκδοχή του τι ισχύει αναφορικά με τη διαδικασία «bail in» και του «κουρέματος» των καταθέσεων.
Για να επιτευχθεί αυτό, ζητήσαμε τη βοήθεια του κυρίου Rodrigo Olivares - Caminal, καθηγητή Τραπεζικού και Χρηματοοικονομικού Δικαίου του Queen Mary University of London.
Σημείωση: Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη και στα αγγλικά εδώ.
Κύριε καθηγητά, καταρχάς σας ευχαριστούμε ιδιαιτέρως για την άμεση ανταπόκρισή σας.
Στα πλαίσια της πρόσφατης συμφωνίας του Euro Summit, η οποία επικυρώθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο (Νόμος 4334/2015), ψηφίζεται σήμερα το νομοσχέδιο για την ενσωμάτωση της οδηγίας για την «Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων», ευρύτερα γνωστής ως BRRD.
Μπορείτε να μας περιγράψετε συνοπτικά τι προβλέπει η οδηγία;
Η οδηγία BRRD (Banking Recovery and Resolution Directive) αποτελεί ένα νομοθέτημα που έχει ως σκοπό την καθιέρωση ενός ενιαίου πλαισίου για όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, αναφορικά με τη διαχείριση των προβληματικών τραπεζών.
Το πρώτο σκέλος της Οδηγίας αφορά στην ανάκαμψη μίας τράπεζας, στοχεύει δηλαδή στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της βιωσιμότητα της τράπεζας, η οποία βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση.
Από την άλλη, “εξυγίανση” είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την εκκαθάριση μίας τράπεζας.
Όταν μία τράπεζα έχει φτάσει σε σημείο που δεν είναι πλέον βιώσιμη, πρέπει να εξυγιανθεί με έναν τακτικό, μεθοδικό τρόπο, προκειμένου να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι οικονομικές απώλειες αλλά και ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης και μετάδοσης.
Αυτές είναι οι δύο βασικές πτυχές της Οδηγίας BRRD, με άλλα λόγια πώς μπορεί να αποτραπεί μία κρίση και πώς να γίνει η διαχείρισή της με μεθοδικό τρόπο, σε περίπτωση που συμβεί.
Η ενσωμάτωση της οδηγίας είναι μία ιδιαίτερα επίκαιρη κίνηση, η οποία πιθανότατα θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει.
Γιατί υπάρχει τέτοια βιασύνη στην ενσωμάτωση της Οδηγίας;
Αυτή τη στιγμή ολόκληρο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση κινδύνου (distress).
Η οδηγία επιχειρεί ακριβώς να αντιστρέψει αυτήν την κατάσταση και, αν κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, να ορίσει τη διαδικασία μεθοδικής εκκαθάρισης των ελληνικών τραπεζών, περιορίζοντας τις αρνητικές συνέπειες.
Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μία ιδιαίτερα επίκαιρη κίνηση, η οποία πιθανότατα θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει.
Σε ορισμένες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα, πολλά από τα εργαλεία που περιέχονται στην BRRD, ίσχυαν ήδη πριν την ενσωμάτωσή της.
Η Οδηγία αποτελεί μία πολύ σημαντική προσθήκη, ιδιαίτερα για μία χώρα με "εύθραυστο" τραπεζικό τομέα, όπως η Ελλάδα. Είναι οπωσδήποτε υψίστης σημασίας.
Ακούμε διαρκώς δηλώσεις αναφορικά με τo ενδεχόμενo «bail in» και «κουρέματος» καταθέσεων.
Μπορείτε να μας εξηγήσετε με απλά λόγια τι σημαίνουν αυτοί οι όροι;
Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα, τα οποία, αν και δεν είναι εύκολο να παρουσιαστούν χωρίς τη χρήση τεχνικών όρων, θα προσπαθήσω να εξηγήσω με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο.
Κατά την οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, με την κατάρρευση της Lehman Borthers (2008), έγινε εκτεταμένη χρήση χρημάτων φορολογουμένων για να διασωθούν οι τράπεζες (bail out) που βρίσκονταν σε κίνδυνο.
Στον απόηχο, λοιπόν, αυτών των εξελίξεων, δημιουργήθηκε ένα έντονο αίσθημα αμφισβήτησης στο κοινό ως προς τη χρήση χρημάτων των φορολογουμένων για να υποστηριχθούν τράπεζες, οι οποίες περιήλθαν εξ αρχής σε επικίνδυνη οικονομική κατάσταση, εξαιτίας των ρίσκων που αναλάμβαναν.
Από τη στιγμή που κάποιος καταθέτει τα χρήματά του σε μία τράπεζα, παύουν να είναι δικά του και ανήκουν πλέον στην τράπεζα.
Με άλλα λόγια, το αίσθημα που δημιουργήθηκε ήταν πως οι ίδιες οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να αντέξουν ένα εξωγενές σοκ, χωρίς να πρέπει να καταφεύγουν στα χρήματα των φορολογουμένων.
Παρόλο που οι τράπεζες που βρίσκονται σε δυσχερή οικονομική θέση δε διαθέτουν επαρκή οικονομικά μέσα, εξακολουθούν να διαθέτουν δύο κατηγορίες “πιστωτών”: αυτούς που έχουν αξιώσεις εξαιτίας του γεγονότος ότι οι τράπεζες έχουν εκδώσει χρέος σε κεφαλαιαγορές, όπως οι ομολογιούχοι, και τους καταθέτες.
Ίσως αυτό να αποτελεί μεγάλη έκπληξη για αρκετό κόσμο, αλλά από τη στιγμή που κάποιος καταθέτει τα χρήματά του σε μία τράπεζα, παύουν να είναι δικά του και ανήκουν πλέον στην τράπεζα.
Η σύμβαση που συνάπτει ο καταθέτης με την τράπεζα είναι μία σύμβαση δανείου με την τράπεζα, η οποία διαθέτει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει τα χρήματα όταν της ζητηθούν, εντός του καταστήματος και κατά τις ώρες λειτουργίας της.
Τόσο οι καταθέτες όσο και οι ομολογιούχοι έχουν απαιτήσεις έναντι της τράπεζας.
Με λίγα λόγια, η λογική του bail in είναι πως στοχεύει στη χρήση των χρημάτων των ομολογιούχων για να διασωθεί η τράπεζα, μειώνοντας το συνολικό ποσό του χρέους και προχωρώντας σε αύξηση κεφαλαίου.
Το «κούρεμα» από την άλλη είναι ορολογία (jargon) που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μείωση της ονομαστικής αξίας, εν προκειμένω των καταθέσεων στην τράπεζα.
Το «κούρεμα» δεν είναι εργαλείο, αλλά συνέπεια. Το bail in είναι ένα εργαλείο που προβλέπεται από την Οδηγία BRRD και στην ουσία λέει πως όταν μία τράπεζα αντιμετωπίζει δυσκολίες, πριν ζητήσει λεφτά φορολογουμένων, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα των μετόχων της για να διασωθεί. Τελικώς, ως συνέπεια, οι καταθέτες ίσως χάσουν ορισμένα χρήματα.
Οι πρώτοι που χάνουν, σύμφωνα με την BRRD, είναι οι μέτοχοι, έπειτα οι ομολογιούχοι και τελικά οι καταθέτες. Η εγγύηση των καταθέσεων κάτω των 100.000 ευρώ προβλέπεται από την Οδηγία 94/19/ΕΚ (Σημείωση συντάκτη: βλέπε άρθρο 9, παρ. 2α νόμου 3746/2009).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται προς μία τραπεζική ένωση
Μπορείτε να μας αναλύσετε λίγο περισσότερο την έννοια του «κουρέματος»; Τι ισχύει με την εγγύηση καταθέσεων;
Για να γίνει ευκολότερα κατανοητό, το κούρεμα μπορεί να παρομοιαστεί με την αναδιάρθρωση (restructuring) μία εταιρείας. Η τράπεζα λέει στους καταθέτες πως δεν μπορεί, για παράδειγμα, να καταβάλει 150 και θα καταβάλει, αντ' αυτού, μόνο 70.
Στην ουσία δηλαδή η τράπεζα επιβάλει έμμεσα, μέσω μίας διοικητικής διαδικασίας (εξυγίανση τράπεζας), μία μείωση της ονομαστικής αξίας των καταθέσεων.
Υπάρχουν δύο μεγάλες αλήθειες τις οποίες οι καταθέτες συνήθως δε γνωρίζουν:
1) ότι από τη στιγμή της κατάθεσης στην τράπεζα, τα χρήματα δεν είναι πλέον δικά τους, αλλά της τράπεζας και
2) ότι ενώ πιστεύουν πως τα χρήματά τους είναι απολύτως προστατευμένα, στην ουσία είναι προστατευμένα μόνο εν μέρει, ανάλογα με το εκάστοτε σύστημα εγγύησης καταθέσεων και υπό την προϋπόθεση ότι το αρμόδιο ταμείο εγγύησής τους διαθέτει επαρκείς πόρους.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών ανά τον κόσμο υπάρχει κάποιου είδους σύστημα εγγύησης καταθέσεων, είτε είναι δημόσια είτε ιδιωτική, είτε είναι ρητή είτε σιωπηρή. Συνεπώς ναι, από τεχνικής άποψης, οι καταθέσεις έως 100.000 ευρώ είναι εγγυημένες με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Σημείωση συντάκτη: Βλέπε και το άρθρο 44 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου για το πεδίο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού.
Αυτή τη στιγμή, όμως, το κάθε κράτος έχει τους δικούς του κανόνες ως προς το ποιος εγγυάται τις καταθέσεις. Σημείωση συντάκτη: Στην Ελλάδα το ρόλο αυτό επιτελεί το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ). Δείτε περισσότερα εδώ.
Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι έπειτα από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται προς μία τραπεζική ένωση. Η ένωση αυτή έχει τρεις πυλώνες:
Κοινή επιτήρηση (common supervision) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κοινή πολιτική εξυγίανσης (common resolution) και κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων (common deposit guarantee scheme) για όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ.
Το τελευταίο κομμάτι (σ.σ. κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων) δεν έχει υλοποιηθεί ακόμα. Συνεπώς, το πρόβλημα είναι πως το εκάστοτε εθνικό ταμείο εγγύησης καταθέσεων θα πρέπει να είναι σε θέση να εγγυηθεί τις καταθέσεις.
Εν τέλει, πρόκειται για μία απλή εξίσωση. Τι θα συμβεί σε περίπτωση που το ελληνικό ταμείο δε διαθέτει επαρκή αποθέματα; Θα μπορούσε να στραφεί στην Κεντρική Τράπεζα προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα, όμως τι θα συμβεί αν δεν έχει ούτε η κεντρική τράπεζα χρήματα;
Η επιβολή των capital controls ήταν μία εντελώς δικαιολογημένη απόφαση της κυβέρνησης.
Μάλιστα. Ποια είναι η γνώμη σας για τα capital controls;
Πιθανότατα ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα, καθώς σταμάτησε την «αιμορραγία» των ελληνικών τραπεζών.
Βέβαια εξαρτάται από την οπτική του καθενός. Αν κοιτάξει κανείς τη «μεγάλη εικόνα», είναι ένα μέτρο που θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί εδώ και πολύ καιρό, όμως κανένας πολιτικός δε θα ήθελε να λάβει ένα τέτοιο μέτρο, καθώς θα προκαλούσε μεγάλη ζημιά στη δημοτικότητά του.
Κατά τα τελευταία 2-3 χρόνια οι ελληνικές τράπεζες «αιμορραγούσαν», με τις καταθέσεις των Ελλήνων να μεταφέρονται σε τράπεζες άλλων ευρωπαϊκών κρατών, όπως το Λουξεμβούργο, η Ιταλία, κλπ.
Ειδικά, όμως, το τελευταίο διάστημα η φυγή καταθέσεων ήταν τεραστίων διαστάσεων, συνεπώς η εφαρμογή των capital controls ήταν απαραίτητη.
Οπωσδήποτε σε κανέναν δεν αρέσουν τα capital controls, καθώς σου στερούν τη δυνατότητα να κάνεις ό,τι επιθυμείς με τα χρήματα σου, ήταν όμως ένα μέτρο που εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον υπό αυτές τις συνθήκες και αποτελεί μία εντελώς δικαιολογημένη απόφαση της κυβέρνησης για την εξασφάλιση της σταθερότητας του συνόλου του τραπεζικού συστήματος.
Τα capital controls θα διαρκέσουν σίγουρα για κάποιο διάστημα ακόμα (βλ. για παράδειγμα Κύπρο και Ισλανδία).
Πώς πιστεύετε ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτήν την κατάσταση;
Τα capital controls θα διαρκέσουν σίγουρα για κάποιο διάστημα ακόμα.
Πρέπει να υπάρξει εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα προτού μπορέσει να υπάρξει άρση των capital controls.
Ο Dr. Rodrigo Olivares-Caminal είναι καθηγητής Τραπεζικού και Χρηματοοικονομικού Δικαίου του Queen Mary University of London. Ειδικεύεται στο διεθνές χρηματοοικονομικό και πτωχευτικό δίκαιο, ενώ έχει διατελέσει Εμπειρογνώμονας σε ζητήματα χρεών κρατών για τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), Ανώτερος Εμπειρογνώμονας για ζητήματα αφερεγγυότητας στην Παγκόσμια Τράπεζα και σύμβουλος σε ένα μεγάλο αριθμό διεθνών ιδρυμάτων στην Ουάσινγκτον, την Ευρώπη, σε κεντρικές τράπεζες και κράτη.
Το πλήρες βιογραφικό του μπορείτε να βρείτε εδώ.

Σχόλια