του Κωνσταντίνου Μπίτσιου –
Με την ύφεση να παραφυλάει στη γωνία, προτεραιότητα είναι να κλείσει το ταχύτερο δυνατόν η τρίτη αξιολόγηση. Προϋπόθεση για να κάνουμε ένα βήμα προς τα εμπρός είναι να διαλυθεί οριστικά το κλίμα της αβεβαιότητας, επειδή αυτό σκοτώνει την οικονομία. Η σταθεροποίηση της οικονομίας είναι προϋπόθεση για να τεθεί η Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης. Εξίσου προϋπόθεση, όμως, είναι μία συμφωνία για τα μέτρα αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία όχι για να επιλυθούν άμεσα προβλήματα αποπληρωμών, αλλά για να καθαρίσει ο ορίζοντας. Ο καθαρός ορίζοντας είναι μία από τις παραμέτρους που προσμετρά κάθε υποψήφιος επενδυτής. Μόνο εάν έχει κριθεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο θα καταστεί δυνατόν να αδράξουμε τις σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες που υπάρχουν.
Εξίσου σημαντικό είναι να ανοίξει επιτέλους ο δρόμος για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ένταξη θα ενισχύσει τη ρευστότητα, αλλά κυρίως θα αλλάξει την εικόνα της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές. Με άλλα λόγια, θα δρομολογηθεί ένα ντόμινο θετικών εξελίξεων.
Ο επιχειρηματικός κόσμος θα έχει βάση να πατήσει για να επενδύσει. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να ανθίσει ένα νέο αναπτυξιακό πνεύμα που δίνει χώρο στην προώθηση και προσέλκυση επενδύσεων, στην παραγωγικότητα και βεβαίως στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Τσουνάμι λιτότητας
Η επικράτηση κλίματος σταθερότητας θα αναζωογονήσει την αγορά και βεβαίως θα συμβάλει στη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Αυτά βέβαια δεν αρκούν. Πρέπει ταυτόχρονα να μεταρρυθμίσουμε και όσους θεσμούς και διαδικασίες συνεχίζουν ακόμα να κρατούν το κράτος και την οικονομία δέσμιους ενός αντιπαραγωγικού μοντέλου. Ενός μοντέλου που τρέφει αδικίες, συντηρεί πελατείες και κάστες, αδιαφορεί για όσους παράγουν και θέλουν να προκόψουν με την αξία τους.
Είναι εξωφρενικό να έχει περάσει από πάνω μας ένα τσουνάμι λιτότητας και ύφεσης και το 90% περίπου του ΑΕΠ μας να προέρχεται από κατανάλωση, οι εξαγωγές να ασθμαίνουν, οι συνεπείς να στραγγίζονται φορολογικά και λιγότερο από το ένα τρίτο των Ελλήνων να συντηρεί τα υπόλοιπα δύο τρίτα. Κάτι δεν πάει καλά.Η Ελλάδα πρέπει να γίνει ανταγωνιστική, να αξιοποιήσει, δηλαδή, τα πολλά συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Ειδικότερα δε σε ό,τι αφορά στη φοροδιαφυγή, η λύση δεν είναι να αυξάνουμε τους φόρους σε όσους ήδη πληρώνουν και να επιβραβεύουμε διαχρονικά τους ασυνεπείς με ειδικές ρυθμίσεις. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τα διαθέσιμα εργαλεία και να επινοήσουμε έξυπνους τρόπους για να καταπολεμήσουμε αποτελεσματικά τη φοροδιαφυγή.
Οι οργανωμένες ελληνικές επιχειρήσεις κατά κανόνα στηρίζουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο στο καλά αμειβόμενο ανθρώπινο δυναμικό, στη διαρκή εκπαίδευσή του και φυσικά στη σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα της εργασίας. Διεθνείς οίκοι που καταγράφουν αυτά τα μεγέθη στην ελληνική αγορά εργασίας, αναφέρουν ότι ο μέσος μικτός μισθός στις εταιρίες-μέλη του ΣΕΒ κινείται για τον ανειδίκευτο εργαζόμενο σε υψηλότερο επίπεδο από τον κατώτατο μισθό. Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό ελάχιστα αφορά τις καλά οργανωμένες επιχειρήσεις.
Ευελιξία στην αγορά εργασίας
Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι στο πεδίο των μισθών και της ανταγωνιστικότητας της εργασίας πρέπει να βάζουμε το κάρο μπροστά από το άλογο. Χρειάζεται ευελιξία στην αγορά εργασίας, επειδή διασφαλίζει ότι η παραγωγικότητα θα αυξάνει παράλληλα με την αύξηση των μισθών. Η κατοχύρωση αυτής της ευελιξίας είναι το πρώτο βήμα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, χωρίς την οποία δεν νοείται αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου. Αμοιβές που ξεπερνούν την αντοχή των επιχειρήσεων οδηγούν σε αποεπένδυση, σε ανεργία και σε ύφεση.Είναι προφανές ότι εάν ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας δεν αντέχουν αυξήσεις μισθών δεν πρόκειται να είναι βιώσιμες. Την περίοδο αυτή, περισσότερο από ποτέ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μείζονα πρόκληση. Έχει κρίσιμη σημασία για όλους να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της εργασίας. Να κάνουμε, δηλαδή, υπό τις ασφυκτικές συνθήκες της κρίσης, αυτό που αποφύγαμε τα χρόνια της ευημερίας: Να συμβάλλουμε ουσιαστικά στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου για τη χώρα που θα στηρίζεται αφενός στις πολλές και καλές θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, αφετέρου στην παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών.
Μπορούμε να το πετύχουμε, αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο. Οι προβλέψεις για τις επιδόσεις της οικονομίας το 2017 έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω. Η συζήτηση πρέπει να μετατοπιστεί στο πως θα επωφεληθούμε από τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Σε κάποιους τομείς, όπως στην εκπαίδευση και στην υγεία απαιτείται εθνική πολιτική.
Ώριμα επενδυτικά σχέδια
Με λίγα λόγια, το κλειδί της επιτυχίας αλλά και της αποτροπής μιας νέας κρίσης στο μέλλον, είναι να θωρακίσουμε το κράτος και την οικονομία με σύγχρονους θεσμούς που υπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες του πολίτη, προάγουν την επιχειρηματικότητα, αλλά και εγγυώνται ότι κανείς δεν θα είναι υπεράνω του νόμου.Υπάρχουν δεκάδες ώριμα επενδυτικά σχέδια, από Έλληνες και ξένους, ύψους δισεκατομμυρίων, που περιμένουν ένα σταθερό πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον εντός της Ευρωζώνης για να υλοποιηθούν. Υπάρχουν σχέδια κατασκευής εργοστασίου μεταλλουργίας για αμαξώματα αυτοκινήτων και αεροπλάνων, υδροπονικές μονάδες παραγωγής αγροτικών προϊόντων, υποθαλάσσια σύνδεση ηλεκτροδότησης των νησιών, προώθηση της ηλεκτρονικής διαχείρισης των συναλλαγών, κέντρα αποθήκευσης και διανομής εμπορευμάτων (Logistics), ανάπτυξη φαρμακευτικών προϊόντων, κατασκευή υποδομών για εξυπηρέτηση νέων μορφών τουρισμού.
Το συμπέρασμα είναι ότι υπό προϋποθέσεις υπάρχει διέξοδος και για την οικονομία και για την κοινωνία. Για να καταστεί, όμως, η δυνατότητα πραγματικότητα απαιτείται πολιτική σταθερότητα και ένα επεξεργασμένο σχέδιο ευρείας πολιτικής αποδοχής. Σχέδιο το οποίο αφενός θα δρομολογήσει την παραγωγική ανασυγκρότηση και του κράτους και της οικονομίας, αφετέρου θα εδραιώσει το Κράτος Δικαίου και θα δημιουργήσει ένα δίχτυ προστασίας των πραγματικά κοινωνικά αδύναμων.
Σχόλια