Το αναγκαίο και το εφικτό
Η κατάσταση της Ελλάδας εννιά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης και εφτά χρόνια μετά την έναρξη των μνημονίων είναι δυσοίωνη. Οι οικονομικές συνθήκες δεν ευνοούν την ταχύρρυθμη ανάπτυξη που απαιτείται για να επουλώσει η χώρα τις πληγές της. Η κοινωνική πραγματικότητα ωθεί προς επιδείνωση της ανισότητας και της κοινωνικής αγριότητας. Οι πολιτικές εξελίξεις έχουν φέρει πλήρη απαξίωση του πολιτικού συστήματος, σκλήρυνση της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας, και υποχώρηση της δημοκρατίας.
Τα μνημόνια σταθεροποίησαν την οικονομία απαλείφοντας το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα και το εξίσου τεράστιο έλλειμμα στις εξωτερικές συναλλαγές, τα οποία ήταν και οι κύριοι παράγοντες της κρίσης το 2010. Αλλά η σταθεροποίηση πραγματοποιήθηκε μέσω της φτώχειας και της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού, με αποτέλεσμα τη στρατηγική αποδυνάμωση της χώρας. Όσο η Ελλάδα θα παραμένει στο πλαίσιο που δημιούργησαν τα μνημόνια, είτε αυτά τυπικά υπάρχουν, είτε όχι, θα οδεύει προς την ιστορική συρρίκνωση και παρακμή.
Εξίσου βαθύ είναι το πρόβλημα της αδράνειας και της απογοήτευσης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Δεν υπάρχει πλέον η αντίδραση και κινητοποίηση απέναντι στα μνημονιακά μέτρα που σφράγισε τα προηγούμενα χρόνια, ούτε καν από τις οργανωμένες συνδικαλιστικές δυνάμεις. Την κύρια ευθύνη γι’ αυτό φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο αρχηγός του, Αλέξης Τσίπρας, γιατί διέψευσε τις λαϊκές ελπίδες με τον χειρότερο τρόπο. Ευθύνεται όμως και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα γιατί δεν έχει τίποτε καινούργιο και πειστικό να προτείνει. Παρ’ όλα αυτά, τα στρώματα που χτυπήθηκαν από την κρίση δεν πείθονται ότι η πορεία που ακολουθεί η χώρα θα έχει θετικό αποτέλεσμα, θέλουν να ακούσουν καινούργιες προτάσεις και αποστρέφονται το αποτυχημένο πολιτικό σύστημα. Όταν υπάρχει συγκεκριμένη και πειστική στόχευση, έχουν τη δύναμη να δράσουν, όπως φαίνεται από το κίνημα κατά των πλειστηριασμών.
Η στάση του πολιτικού συστήματος είναι χαρακτηριστική της δειλίας και απόλυτης αδυναμίας του να οδηγήσει τη χώρα σε άλλη κατεύθυνση, μακριά από τις επιταγές των δανειστών. Ο δρόμος που μπορεί να προσφέρει αισιοδοξία και κοινωνική πρόοδο είναι γνωστός και τεκμηριωμένος. Τα άμεσα και καίρια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, πάνω απ’ όλα, η τεράστια ανεργία και η αναπτυξιακή δυστοκία, μπορούν όντως να λυθούν, αρκεί να απελευθερωθεί η χώρα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των δανειστών της. Δεν υπάρχει κανένα τεχνικό μυστήριο όσον αφορά την οικονομική πολιτική που απαιτείται στην Ελλάδα σήμερα, η οποία είναι από καιρό επεξεργασμένη. Αυτό που λείπει είναι το πολιτικό θάρρος ώστε να γίνουν οι αναγκαίες βαθιές κοινωνικές τομές, να ανατραπεί η σημερινή νοσηρή κοινωνική πραγματικότητα και να προχωρήσει η εθνική ανασυγκρότηση.
Δυστυχώς ό, τι είναι επιτακτικά αναγκαίο, δεν είναι και αυτόματα εφικτό στην πολιτική ζωή. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να υπάρξει η ανασύνταξη των πολιτικών δυνάμεων οι οποίες πραγματικά επιδιώκουν την αναγέννηση μιας χώρας που έχει παραδοθεί έρμαιο στα χέρια των δανειστών και των εγχώριων υποστηρικτών τους. Το έδαφος είναι ασταθές, οι συνθήκες δύσκολες και οι ευθύνες πολύ μεγάλες. Οι όροι της πολιτικής ανασύνταξης πρέπει να συζητηθούν με ειλικρίνεια. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αρχίσουν να γίνονται έστω κάποια μικρά βήματα.
Το κείμενο που ακολουθεί έχει στόχο να συμβάλει στην προσπάθεια για πολιτική ανασύνταξη και χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο αναλύει την οικονομική πολιτική που απαιτείται και η οποία είναι η βάση για οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη. Το δεύτερο εξετάζει το πολιτικό πεδίο μετά από εφτά χρόνια μνημονίων. Το τρίτο παραθέτει ορισμένους βασικούς όρους για ειλικρινή πολιτική συνεννόηση των δυνάμεων που μπορούν να βγάλουν τη χώρα από το τέλμα.
Μερος Ι Οικονομική πολιτική
Συνολική ζήτηση, βιομηχανική πολιτική, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας
Η ελληνική οικονομία δεν χρειάζεται τις περιβόητες «μεταρρυθμίσεις» των δανειστών, για τις οποίες κόπτονται η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση. Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει πλήθος τέτοιων «μεταρρυθμίσεων» από το 2010 και μετά, μειώνοντας εισοδήματα, πουλώντας δημόσια περιουσία, απορρυθμίζοντας τις εργασιακές σχέσεις και χτυπώντας τις μικρές επιχειρήσεις προς όφελος των μεγαλύτερων. Παρά τις συνεχείς «μεταρρυθμίσεις», δεν έχει αλλάξει καθόλου η προβληματική δομή της ελληνικής οικονομίας, δεν έχει υποχωρήσει η διαφθορά, δεν έχει ανακοπεί η πτώση της παραγωγικότητας και δεν βελτιώνεται δυναμικά η διεθνής ανταγωνιστικότητα.
Αυτό που όντως χρειάζεται σήμερα η ελληνική οικονομία είναι δύο αποφασιστικά βήματα. Το πρώτο είναι η άμεση τόνωση της συνολικής ζήτησης που θα επιτρέψει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να κινηθούν δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας – μόνιμες και με επαρκή μισθό. Η ατμομηχανή πρέπει να είναι ο δημόσιος τομέας διότι ο ιδιωτικός είναι βαριά τραυματισμένος από τα μνημόνια και δεν μπορεί να δώσει την ώθηση που χρειάζεται.
Όσοι νομίζουν ότι το ρόλο της ατμομηχανής μπορούν να τον παίξουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, απλώς δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 2009 οι συνολικές επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν περίπου 60 δις, ενώ το 2016 ήταν περίπου 20 δις. Δεν υπάρχει περίπτωση το κενό να καλυφθεί από τον ιδιωτικό τομέα, δεδομένης ιδίως της αδυναμίας του τραπεζικού συστήματος. Όσο για τις ξένες επενδύσεις, το 2016, μια χρονιά που παρατηρήθηκε «υψηλή» επίδοση για την οποία πανηγυρίζουν οι κυβερνητικοί, ήταν μόλις 3,1 δις. Μάλιστα πάνω από το 90% ήταν εξαγορές ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, συχνά από «επενδυτές» αμφίβολου χαρακτήρα. Είναι τελείως ανεδαφικό να περιμένει κανείς λύση για το πρόβλημα της χώρας από αυτή την πηγή.
Η ατμομηχανή μπορεί να είναι μόνο ο δημόσιος τομέας, μειώνοντας τη φορολογία και αυξάνοντας τις δημόσιες επενδύσεις. Η επίδραση θα είναι ευεργετική και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς θα τονωθεί η ιδιωτική κατανάλωση και οι ιδιωτικές επενδύσεις. Θα δημιουργηθεί έτσι ένας ενάρετος κύκλος, καθώς θα μειώνεται η ανεργία, ιδίως μάλιστα αν έχει επέλθει και εξυγίανση του τραπεζικού τομέα με τη δημιουργία δημόσιων τραπεζών. Εκεί βρίσκεται η απάντηση για το πρόβλημα της ζήτησης και τη μείωση της ανεργίας. Έτσι θα υπάρξει και περιθώριο αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου, αλλά σε βάση ανάπτυξης και όχι μοιράσματος της φτώχειας.
Το δεύτερο βήμα είναι η στοχευμένη βιομηχανική και αγροτική πολιτική ενισχύοντας αποφασιστικά τον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα και μειώνοντας παράλληλα την εξάρτηση από τις εισαγωγές. Αυτός είναι ο δρόμος για να αλλάξει η δομή της ελληνικής οικονομίας τονώνοντας τον παραγωγικό ιστό και μειώνοντας την εξάρτηση από τις υπηρεσίες. Από εκεί θα έλθει και η συστηματική άνοδος της παραγωγικότητας που θα αλλάξει τη θέση της χώρας στην παγκόσμια οικονομία. Από εκεί θα έλθει επίσης η τόνωση και η μεταμόρφωση του ιδιωτικού τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Η αναπτυξιακή αυτή προοπτική είναι απολύτως εφικτή, αλλά παράλληλα επίπονη και χρονοβόρα, απαιτώντας συντονισμό του πιστωτικού συστήματος, των δημόσιων μηχανισμών ελέγχου, καθώς και της παιδείας και της δικαιοσύνης σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Πάνω απ’ όλα, απαιτεί βαθιά τομή στη δημόσια διοίκηση, με εξορθολογισμό, ανανέωση και νέο πνεύμα κοινωνικής προσφοράς. Στη βάση αυτή θα μπορέσει να υπάρξει μια νέα σχέση στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα στη χώρα μας.
Χρέος, ΟΝΕ και ΕΕ
Η απλή παράθεση των απαραίτητων βημάτων θέτει το επιτακτικό ερώτημα: είναι εφικτή μια τέτοια οικονομική πολιτική, χωρίς βαθιά διαγραφή του δημοσίου χρέους, όσο η χώρα παραμένει στο πλαίσιο της ΟΝΕ και χωρίς ευθεία σύγκρουση με την ΕΕ. Η προφανής απάντηση είναι όχι, άρα τα βήματα αυτά είναι επίσης αναγκαία. Στα εφτά χρόνια των μνημονίων τα ζητήματα του χρέους, της ΟΝΕ και της ΕΕ έχουν συζητηθεί κατά κόρον και πλέον υπάρχει σημαντική γνώση για το πως μπορούν να αντιμετωπιστούν. Πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό ότι η διαγραφή του χρέους και η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας δεν αποτελούν τη λύση για το πρόβλημα της χώρας, αλλά το μέσο για να περάσουμε στη λύση, όπως αυτή αναλύθηκε προηγουμένως.
Επιβάλλεται επίσης να τονιστεί ότι η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας δεν έχει τίποτε κοινό με το 2010-12. Τότε η στάση πληρωμών στο χρέος και η έξοδος από το ευρώ, με ό,τι αυτό σήμαινε για την ΕΕ, θα έπρεπε να ήταν τα κύρια αιτήματα των αντιμνημονιακών δυνάμεων γιατί θα μπορούσαν να αποτρέψουν τη μνημονιακή καταστροφή και γρήγορα να βάλουν τη χώρα σε πορεία ανάπτυξης. Σήμερα το μνημονιακό πλαίσιο έχει γίνει καθεστώς, η καταστροφή έχει επιτελεστεί και η χώρα αντιμετωπίζει βαθύτατο πρόβλημα ανάπτυξης και στρεβλής δομής της οικονομίας. Από εκεί λοιπόν πρέπει να ξεκινήσει η απάντηση.
Επιπλέον, η σημερινή κατάσταση της Ευρωζώνης λίγα κοινά έχει με το 2010-12. Η κρίση έχει καταλαγιάσει και έχει εμφανιστεί μια Ευρώπη που κυριαρχείται από τη Γερμανία. Οι μηχανισμοί της ΟΝΕ έχουν γίνει ακόμη σκληρότεροι και η δημοσιονομική λιτότητα έχει γίνει καθεστώς στην ΕΕ. Στη σημερινή Ευρώπη υπάρχουν δύο τουλάχιστον περιφέρειες: αυτή του Νότου, όπου ανήκει και η χώρα μας, με αδύναμες οικονομίες υπηρεσιών, και αυτή της Κεντρικής Ευρώπης, με οικονομίες ενταγμένες στη γερμανική εξαγωγική μηχανή. Το πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών, είναι να αντιμετωπίσουν το διαχωρισμό σε κέντρο και περιφέρεια, ο οποίος δημιουργεί πολύ κακές προοπτικές ανάπτυξης για τις χώρες του Νότου. Από εκεί επίσης πρέπει να ξεκινήσει η απάντηση.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα ζητήματα του χρέους, της ΟΝΕ και της ΕΕ είναι καίρια και η αντιμετώπισή τους είναι απαραίτητη για την υιοθέτηση της οικονομικής πολιτικής που απαιτείται ώστε να βγει η χώρα από το τέλμα. Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει αυτό ότι η Ελλάδα θα απομονωθεί. Απεναντίας, η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει μια ανοιχτή ευρωπαϊκή χώρα και κοινωνία. Αλλά τα σημερινά προβλήματά της απαιτούν διαμόρφωση πειστικής αναπτυξιακής πρότασης με βαθιά κοινωνική αλλαγή, η οποία θα προσδιορίσει ξανά τη θέση της στον κόσμο. Αυτό πρέπει να γίνει προμετωπίδα της πολιτικής ανασύνταξης.
Μέρος ΙΙ Το πολιτικό πεδίο
Η συνοπτική παρουσίαση της αναγκαίας οικονομικής πολιτικής είναι αρκετή για να αναδειχθούν τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που αμέσως θα προκύψουν από την εφαρμογή της. Στην ουσία πρόκειται για βαθιά κοινωνική και πολιτική τομή η οποία δημιουργεί περιθώριο για κοινωνική ανατροπή υπέρ των λαϊκών, εργατικών και μικρομεσαίων στρωμάτων. Ο προγραμματικός πολιτικός λόγος που σήμερα απαιτείται για την πολιτική ανασύνταξη θα πρέπει να θέσει αυτά τα κοινωνικά ζητήματα στο προσκήνιο.
Λαϊκή και εθνική κυριαρχία
Συγκεκριμένα, το αστικό και ανώτερο μεσαίο στρώμα της ελληνικής κοινωνίας στήριξαν αναφανδόν την πολιτική των μνημονίων, σήκωσαν ένα πολύ μικρό βάρος αναλογικά με τα εισοδήματά τους και σε πλήρη συνεργασία με τους ξένους δανειστές επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τις συνθήκες που έφερε η σταθεροποίηση. Για να επιβάλλουν την πολιτική των μνημονίων δεν δίστασαν να καταστρατηγήσουν τις δημοκρατικές διαδικασίες δημιουργώντας ουσιαστικά καθεστώς «εξαίρεσης» με επιβολή πολιτικών αλλαγών παρά τη θέληση του ελληνικού λαού. Χαρακτηριστικά δείγματα ήταν η μη εκλεγμένη κυβέρνηση Παπαδήμου το 2011 και φυσικά η μετατροπή του Όχι σε Ναι μετά το δημοψήφισμα του 2015.
Το εναλλακτικό οικονομικό πρόγραμμα χτυπάει τα συμφέροντα των κυρίαρχων στρωμάτων και αλλάζει την ισορροπία υπέρ των λαϊκών, εργατικών και μικρομεσαίων στρωμάτων. Η κοινωνική ανατροπή που αναπόφευκτα θα έλθει θα απαιτήσει ενίσχυση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας για την υπεράσπισή της. Το λιγότερο που θα απαιτηθεί στο πολιτικό πεδίο είναι ο σχηματισμός Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης με στόχο την εδραίωση της λαϊκής κυριαρχίας. Θα ανοίξει έτσι ο δρόμος για δομική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων και θα πληγεί ο πυρήνας του ελληνικού καπιταλισμού, δημιουργώντας προοπτική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με δημοκρατία και ελευθερία.
Το οικονομικό πρόγραμμα παράλληλα πλήττει και τα συμφέροντα των δανειστών, ενώ θέτει ζήτημα συμμετοχής της χώρας σε μια σειρά υπερεθνικών οργανισμών, όπως η ΟΝΕ και η ΕΕ. Θέτει λοιπόν ευθέως ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και αναδιάρθρωσης των διεθνών σχέσεων της Ελλάδας. Στις σημερινές συνθήκες της Ευρώπης, με τον παγιωμένο διαχωρισμό σε κέντρο και περιφέρεια, τη σκλήρυνση της ΕΕ, την κυριαρχία της Γερμανίας και την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας είναι ζήτημα επιβίωσης για μια μικρή χώρα της περιφέρειας του Νότου, όπως η Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου την απομόνωση της Ελλάδας, αλλά αντίθετα τη δυναμική συμμετοχή της, με τις δικές της δυνάμεις, στη διαδικασία αναμόρφωσης της Ευρώπης σε βάση αλληλεγγύης και οικονομικού ελέγχου ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς.
Οι δυνατότητες πολιτικής ανασύνταξης
Το καίριο ερώτημα λοιπόν είναι: Ποιες πολιτικές δυνάμεις μπορούν να βάλουν τη χώρα στην οικονομική, κοινωνική και εθνική πορεία που απαιτείται; Ο ελληνικός λαός γνωρίζει καλά ότι τίποτε νέο, ή διαφορετικό δεν έχει να περιμένει από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία, η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι έχουν πλήρως αποδεχθεί τη σημερινή πορεία και διαγκωνίζονται για τη διαχείρισή της. Το ΚΚΕ έχει μεταβληθεί σε κυτίο ψήφων διαμαρτυρίας και όμιλο διαλογικών συζητήσεων μαρξιστικού χαρακτήρα. Η Χρυσή Αυγή αποσπά κι αυτή ψήφους διαμαρτυρίας υποκλέπτοντας ριζοσπαστικά επιχειρήματα και ντύνοντάς τα με εθνικιστική και κοινωνική χυδαιότητα, όπως συνήθως κάνουν οι φασίστες. Το κόμμα του κ. Λεβέντη ολοκληρώνει την εικόνα της πολιτικής παρακμής.
Υπάρχει ένα τεράστιο πολιτικό κενό που δίνει περιθώριο σε νέες δυνάμεις να παίξουν ρόλο στην αφύπνιση του λαϊκού παράγοντα και την αντιστροφή της καταστροφικής σημερινής πορείας. Δυστυχώς το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί από τις μεμονωμένες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, παρά το ότι οι επιμέρους προτάσεις τους είναι συχνά διορατικές. Η ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η Πλεύση Ελευθερίας δοκιμάστηκαν στην περίοδο μετά τα δημοψήφισμα του 2015 και τα όρια τους έχουν φανεί. Με μεμονωμένη δράση το μόνο που θα πετύχουν θα είναι η συνεχής φθορά. Το ίδιο ισχύει και για το ΕΠΑΜ που δεν ανήκει στην Αριστερά. Η καθεμία χωριστά από αυτές τις οργανώσεις δεν έχει ούτε την αξιοπιστία, ούτε την ταξική και εθνική ακτινοβολία που απαιτείται για την κάλυψη του πολιτικού κενού.
Η χώρα χρειάζεται ένα νέο συλλογικό φορέα, ο οποίος θα στηριχτεί στα λαϊκά, εργατικά και μικρομεσαία στρώματα και θα συμβάλλει στην αφύπνιση του συνδικαλιστικού κινήματος, με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών. Ο φορέας που απαιτείται δε μπορεί να προκύψει από την απλή εκλογική συγκόλληση των οργανώσεων που ήδη υπάρχουν, ώστε να μπουν στη Βουλή. Δεν πρόκειται επίσης να σχηματιστεί μέσα από τις γνωστές διαπραγματεύσεις και την πεπατημένη των συναντήσεων «κορυφής».
Ο συλλογικός φορέας στην πράξη μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από ειλικρινείς διαβουλεύσεις κομμάτων, οργανώσεων και μονάδων που κράτησαν συνεπή αντιμνημονιακή στάση και σήμερα αντιλαμβάνονται τη σημασία της συλλογικής δράσης. Η δόμησή του θα πάρει χρόνο λαμβάνοντας υπόψη τη βαθιά αδυναμία των λαϊκών στρωμάτων και των εργατικών οργανώσεων. Για να προχωρήσει θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ορισμένα καίρια ζητήματα που θα αναφέρω στο επόμενο μέρος με την προσδοκία περαιτέρω συζήτησης.
Μέρος ΙΙΙ Οι όροι για ειλικρινή πολιτική συνεννόηση
Ο νέος συλλογικός φορέας θα πρέπει να έχει ευρύτητα και να μην αποκλείει δυνάμεις για λόγους πολιτικής καθαρότητας. Καίριο ρόλο θα παίξουν τα κόμματα και οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που σήκωσαν μεγάλο βάρος της αντιμνημονιακής προσπάθειας. Αλλά δεν έχει απολύτως κανένα νόημα η επιδίωξη «προγραμματικής ταύτισης» σε ευρύτερα ζητήματα του παγκόσμιου, ή του ελληνικού καπιταλισμού και δεν θα πρέπει να γίνουν εκ προοιμίου αποκλεισμοί οργανώσεων και ατόμων.
Το ζητούμενο είναι η συμφωνία για μια λύση στο ελληνικό πρόβλημα που θα προσβλέπει στην κοινωνική ανατροπή, στην ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και στην αναγέννηση της χώρας. Τα βασικά βήματα είναι γνωστά και αναφέρονται σε θέματα κοινωνικής δομής, λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας, ΟΝΕ και ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν συλλογικότητες και άτομα πολύ πέρα από τα στενά όρια των οργανωμένων πολιτικών κομμάτων.
Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο νέος φορέας θα πρέπει καταρχήν να έχει διαφορετική δομή από τα σημερινά πολιτικά σχήματα που απωθούν τα λαϊκά στρώματα. Δεν υπάρχουν ούτε ρετσέτες, ούτε σοφίες στο θέμα αυτό και χρειάζεται ρεαλιστική αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων βήμα-βήμα. Δεν είναι όμως δύσκολο να σχηματιστεί αρχικά ένα απλό συλλογικό όργανο μέσα από μια διαδικασία ανοιχτής συνεδριακής διαβούλευσης, το οποίο θα έχει τη δική του γραμματειακή υποστήριξη και θα δημιουργήσει πλαίσιο συνύπαρξης και κοινής δράσης. Αυτό που απαιτείται είναι πολιτική βούληση, αρχικά κυρίως από τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, και τίποτε παραπάνω.
Δύο σημεία στο θέμα της οργανωτικής δομής έχουν μεγάλη σημασία, μετά την εμπειρία των τελευταίων χρόνων, και θέλουν συζήτηση και ανάλυση.
Το πρώτο είναι το μάθημα από την αποτυχία και τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεκριμένα, η δημιουργία μιας γραφειοκρατικής οργάνωσης που θα απαρτίζεται από ουσιαστικά ανεξάρτητα τμήματα και θα συνοδεύεται από αέναη συζήτηση στο όνομα της ισοτιμίας αυτών που συμμετέχουν είναι απλώς μια μέθοδος αποτυχίας. Μπορεί να επέτρεψε την εκλογική εκτόξευση, αλλά τελικά οδήγησε σε άρνηση της εσωτερικής δημοκρατίας, αρχηγισμό και έλλειψη αρχών.
Η παραδοσιακή γραφειοκρατική πρακτική των ελληνικών κομμάτων και μάλιστα της Αριστεράς έχει εξαντλήσει τον ιστορικό της ρόλο. Εξαντλήθηκε όμως και ο ιστορικός ρόλος της συμπαράταξης ανεξάρτητων οργανώσεων μέσα σε ένα γραφειοκρατικό μετωπικό κέλυφος. Η εσωτερική λειτουργία του νέου φορέα θα πρέπει να βασίζεται σε συνεκτικές δημοκρατικές οργανωτικές δομές που θα επιτρέπουν την ελεύθερη συμμετοχή και θα προωθούν την έκφραση άποψης και συλλογικής δράσης με κοινή στόχευση.
Το δεύτερο είναι ότι ο δρόμος του Μελανσόν δεν υπάρχει για την Ελλάδα. Η Γαλλία βρίσκεται στην απαρχή μιας οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής που της έχει επιβάλλει η συμμετοχή της στην ΟΝΕ, ενώ το ειδικό της βάρος είναι πολύ μεγαλύτερο από της Ελλάδας. Ο Μελανσόν και η «Ανυπότακτη Γαλλία» έχουν ακόμη τη δυνατότητα να προβάλλουν μια γενικόλογη απόρριψη της λιτότητας, αλλά και του ίδιου του καπιταλισμού, χωρίς να δεσμεύονται σε συγκεκριμένες πολιτικές και χωρίς να δημιουργούν συνεκτικές οργανωτικές δομές.
Οι προσωποκεντρικές επιλογές του Μελανσόν, παρά τη μεγάλη επιτυχία του στις εκλογές, είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και τα προβλήματα δεν θα αργήσουν να φανούν. Στην Ελλάδα όμως, μετά την αρχηγική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει ούτε ίχνος δυνατότητας για ένα τέτοιο δρόμο. Δεν υπάρχει επίσης καμία αντίστοιχη προσωπικότητα, η οποία να μπορεί να συνομιλήσει απευθείας με το λαό. Ο νέος φορέας θα πρέπει να λειτουργήσει συλλογικά και να βασιστεί στην οργανωτική πολιτική γνώση δεκαετιών.
Στη βάση αυτή ο κύριος πολιτικός στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η μεθοδική προσέγγιση των λαϊκών και πληβειακών στρωμάτων. Θα πρέπει ο φορέας να συνδεθεί οργανικά με τα εργατικά, λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας αξιοποιώντας την προγραμματική του πρόταση για τη χώρα και δίνοντας απαντήσεις στα προβλήματά τους. Με την ίδια λογική θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η εκλογική προσπάθεια. Η είσοδος τη Βουλή, η οποία είναι απολύτως εφικτή στις σημερινές συνθήκες, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εργαλείο για την προσέγγιση των λαϊκών στρωμάτων και αποτελεσματική πολιτική παρέμβαση σε εθνικό επίπεδο.
Καίρια σημασία στην προσπάθεια αυτή έχει η ανάδειξη των ζητημάτων που απασχολούν την νεολαία. Ο νέος φορέας θα πρέπει να δώσει πρακτικά το μήνυμα της κίνησης προς τα μπρος αποδεικνύοντας ότι χειρίζεται με δημιουργικότητα και φαντασία τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας στο πολιτικό πεδίο. Το βασικό στοιχείο, όπως έδειξε η πορεία του Κόρμπιν και του Σάντερς, δεν είναι η ηλικιακή νεότητα, αλλά η εντιμότητα, η ευθύτητα και η απλότητα. Η ελληνική νεολαία κοιτάει με εξαιρετική δυσπιστία τους πάντες, χωρίς να έχει χάσει τη διάθεσή της για αλλαγή. Είναι πολύ πιο ενημερωμένη και σίγουρη για τον ευρωπαϊκό της χαρακτήρα από ό,τι ήταν οι γονείς της.
Για τους ίδιους λόγους θα πρέπει να υπάρξει και ανανέωση προσώπων, και δεν αναφέρομαι στην ηλικία. Το νεαρό της ηλικίας του Αλέξη Τσίπρα αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά εγγύηση ριζοσπαστικότητας, μαχητικότητας και ειλικρίνειας. Το ζητούμενο είναι να βγουν στο προσκήνιο άνθρωποι που έχουν την απαραίτητη γνώση για να υλοποιήσουν το πρόγραμμα και έχουν δοκιμαστεί στα χρόνια των μνημονίων. Επίσης άνθρωποι από τον χώρο της κοινωνικής αλληλεγγύης και των κινημάτων που βοήθησαν την κοινωνία να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα των μέτρων. Μόνο σ’ αυτή τη βάση μπορεί να ξεπεραστεί ο φόβος που καλλιεργείται συνεχώς από τις μνημονιακές δυνάμεις και να υπάρξει εμπιστοσύνη.
Η πολιτική ανασύνταξη είναι απολύτως εφικτή. Το βάρος για την ανάληψη της πρωτοβουλίας που απαιτείται πέφτει στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, πλαισιωμένη από ευρύτερους φορείς και άτομα. Είναι απαραίτητο οι στόχοι να μην είναι απλώς εκλογικοί. Ο ελληνικός λαός διψάει για καλές ειδήσεις και μια αισιόδοξη πολιτική προοπτική. Ας μετρήσουμε όλοι τις ευθύνες μας.
ΠΗΓΗ
Η κατάσταση της Ελλάδας εννιά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης και εφτά χρόνια μετά την έναρξη των μνημονίων είναι δυσοίωνη. Οι οικονομικές συνθήκες δεν ευνοούν την ταχύρρυθμη ανάπτυξη που απαιτείται για να επουλώσει η χώρα τις πληγές της. Η κοινωνική πραγματικότητα ωθεί προς επιδείνωση της ανισότητας και της κοινωνικής αγριότητας. Οι πολιτικές εξελίξεις έχουν φέρει πλήρη απαξίωση του πολιτικού συστήματος, σκλήρυνση της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας, και υποχώρηση της δημοκρατίας.
Τα μνημόνια σταθεροποίησαν την οικονομία απαλείφοντας το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα και το εξίσου τεράστιο έλλειμμα στις εξωτερικές συναλλαγές, τα οποία ήταν και οι κύριοι παράγοντες της κρίσης το 2010. Αλλά η σταθεροποίηση πραγματοποιήθηκε μέσω της φτώχειας και της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού, με αποτέλεσμα τη στρατηγική αποδυνάμωση της χώρας. Όσο η Ελλάδα θα παραμένει στο πλαίσιο που δημιούργησαν τα μνημόνια, είτε αυτά τυπικά υπάρχουν, είτε όχι, θα οδεύει προς την ιστορική συρρίκνωση και παρακμή.
Εξίσου βαθύ είναι το πρόβλημα της αδράνειας και της απογοήτευσης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Δεν υπάρχει πλέον η αντίδραση και κινητοποίηση απέναντι στα μνημονιακά μέτρα που σφράγισε τα προηγούμενα χρόνια, ούτε καν από τις οργανωμένες συνδικαλιστικές δυνάμεις. Την κύρια ευθύνη γι’ αυτό φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο αρχηγός του, Αλέξης Τσίπρας, γιατί διέψευσε τις λαϊκές ελπίδες με τον χειρότερο τρόπο. Ευθύνεται όμως και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα γιατί δεν έχει τίποτε καινούργιο και πειστικό να προτείνει. Παρ’ όλα αυτά, τα στρώματα που χτυπήθηκαν από την κρίση δεν πείθονται ότι η πορεία που ακολουθεί η χώρα θα έχει θετικό αποτέλεσμα, θέλουν να ακούσουν καινούργιες προτάσεις και αποστρέφονται το αποτυχημένο πολιτικό σύστημα. Όταν υπάρχει συγκεκριμένη και πειστική στόχευση, έχουν τη δύναμη να δράσουν, όπως φαίνεται από το κίνημα κατά των πλειστηριασμών.
Η στάση του πολιτικού συστήματος είναι χαρακτηριστική της δειλίας και απόλυτης αδυναμίας του να οδηγήσει τη χώρα σε άλλη κατεύθυνση, μακριά από τις επιταγές των δανειστών. Ο δρόμος που μπορεί να προσφέρει αισιοδοξία και κοινωνική πρόοδο είναι γνωστός και τεκμηριωμένος. Τα άμεσα και καίρια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, πάνω απ’ όλα, η τεράστια ανεργία και η αναπτυξιακή δυστοκία, μπορούν όντως να λυθούν, αρκεί να απελευθερωθεί η χώρα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των δανειστών της. Δεν υπάρχει κανένα τεχνικό μυστήριο όσον αφορά την οικονομική πολιτική που απαιτείται στην Ελλάδα σήμερα, η οποία είναι από καιρό επεξεργασμένη. Αυτό που λείπει είναι το πολιτικό θάρρος ώστε να γίνουν οι αναγκαίες βαθιές κοινωνικές τομές, να ανατραπεί η σημερινή νοσηρή κοινωνική πραγματικότητα και να προχωρήσει η εθνική ανασυγκρότηση.
Δυστυχώς ό, τι είναι επιτακτικά αναγκαίο, δεν είναι και αυτόματα εφικτό στην πολιτική ζωή. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να υπάρξει η ανασύνταξη των πολιτικών δυνάμεων οι οποίες πραγματικά επιδιώκουν την αναγέννηση μιας χώρας που έχει παραδοθεί έρμαιο στα χέρια των δανειστών και των εγχώριων υποστηρικτών τους. Το έδαφος είναι ασταθές, οι συνθήκες δύσκολες και οι ευθύνες πολύ μεγάλες. Οι όροι της πολιτικής ανασύνταξης πρέπει να συζητηθούν με ειλικρίνεια. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αρχίσουν να γίνονται έστω κάποια μικρά βήματα.
Το κείμενο που ακολουθεί έχει στόχο να συμβάλει στην προσπάθεια για πολιτική ανασύνταξη και χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο αναλύει την οικονομική πολιτική που απαιτείται και η οποία είναι η βάση για οποιαδήποτε πολιτική εξέλιξη. Το δεύτερο εξετάζει το πολιτικό πεδίο μετά από εφτά χρόνια μνημονίων. Το τρίτο παραθέτει ορισμένους βασικούς όρους για ειλικρινή πολιτική συνεννόηση των δυνάμεων που μπορούν να βγάλουν τη χώρα από το τέλμα.
Μερος Ι Οικονομική πολιτική
Συνολική ζήτηση, βιομηχανική πολιτική, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας
Η ελληνική οικονομία δεν χρειάζεται τις περιβόητες «μεταρρυθμίσεις» των δανειστών, για τις οποίες κόπτονται η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση. Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει πλήθος τέτοιων «μεταρρυθμίσεων» από το 2010 και μετά, μειώνοντας εισοδήματα, πουλώντας δημόσια περιουσία, απορρυθμίζοντας τις εργασιακές σχέσεις και χτυπώντας τις μικρές επιχειρήσεις προς όφελος των μεγαλύτερων. Παρά τις συνεχείς «μεταρρυθμίσεις», δεν έχει αλλάξει καθόλου η προβληματική δομή της ελληνικής οικονομίας, δεν έχει υποχωρήσει η διαφθορά, δεν έχει ανακοπεί η πτώση της παραγωγικότητας και δεν βελτιώνεται δυναμικά η διεθνής ανταγωνιστικότητα.
Αυτό που όντως χρειάζεται σήμερα η ελληνική οικονομία είναι δύο αποφασιστικά βήματα. Το πρώτο είναι η άμεση τόνωση της συνολικής ζήτησης που θα επιτρέψει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να κινηθούν δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας – μόνιμες και με επαρκή μισθό. Η ατμομηχανή πρέπει να είναι ο δημόσιος τομέας διότι ο ιδιωτικός είναι βαριά τραυματισμένος από τα μνημόνια και δεν μπορεί να δώσει την ώθηση που χρειάζεται.
Όσοι νομίζουν ότι το ρόλο της ατμομηχανής μπορούν να τον παίξουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, απλώς δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το 2009 οι συνολικές επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν περίπου 60 δις, ενώ το 2016 ήταν περίπου 20 δις. Δεν υπάρχει περίπτωση το κενό να καλυφθεί από τον ιδιωτικό τομέα, δεδομένης ιδίως της αδυναμίας του τραπεζικού συστήματος. Όσο για τις ξένες επενδύσεις, το 2016, μια χρονιά που παρατηρήθηκε «υψηλή» επίδοση για την οποία πανηγυρίζουν οι κυβερνητικοί, ήταν μόλις 3,1 δις. Μάλιστα πάνω από το 90% ήταν εξαγορές ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, συχνά από «επενδυτές» αμφίβολου χαρακτήρα. Είναι τελείως ανεδαφικό να περιμένει κανείς λύση για το πρόβλημα της χώρας από αυτή την πηγή.
Η ατμομηχανή μπορεί να είναι μόνο ο δημόσιος τομέας, μειώνοντας τη φορολογία και αυξάνοντας τις δημόσιες επενδύσεις. Η επίδραση θα είναι ευεργετική και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς θα τονωθεί η ιδιωτική κατανάλωση και οι ιδιωτικές επενδύσεις. Θα δημιουργηθεί έτσι ένας ενάρετος κύκλος, καθώς θα μειώνεται η ανεργία, ιδίως μάλιστα αν έχει επέλθει και εξυγίανση του τραπεζικού τομέα με τη δημιουργία δημόσιων τραπεζών. Εκεί βρίσκεται η απάντηση για το πρόβλημα της ζήτησης και τη μείωση της ανεργίας. Έτσι θα υπάρξει και περιθώριο αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου, αλλά σε βάση ανάπτυξης και όχι μοιράσματος της φτώχειας.
Το δεύτερο βήμα είναι η στοχευμένη βιομηχανική και αγροτική πολιτική ενισχύοντας αποφασιστικά τον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα και μειώνοντας παράλληλα την εξάρτηση από τις εισαγωγές. Αυτός είναι ο δρόμος για να αλλάξει η δομή της ελληνικής οικονομίας τονώνοντας τον παραγωγικό ιστό και μειώνοντας την εξάρτηση από τις υπηρεσίες. Από εκεί θα έλθει και η συστηματική άνοδος της παραγωγικότητας που θα αλλάξει τη θέση της χώρας στην παγκόσμια οικονομία. Από εκεί θα έλθει επίσης η τόνωση και η μεταμόρφωση του ιδιωτικού τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Η αναπτυξιακή αυτή προοπτική είναι απολύτως εφικτή, αλλά παράλληλα επίπονη και χρονοβόρα, απαιτώντας συντονισμό του πιστωτικού συστήματος, των δημόσιων μηχανισμών ελέγχου, καθώς και της παιδείας και της δικαιοσύνης σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Πάνω απ’ όλα, απαιτεί βαθιά τομή στη δημόσια διοίκηση, με εξορθολογισμό, ανανέωση και νέο πνεύμα κοινωνικής προσφοράς. Στη βάση αυτή θα μπορέσει να υπάρξει μια νέα σχέση στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα στη χώρα μας.
Χρέος, ΟΝΕ και ΕΕ
Η απλή παράθεση των απαραίτητων βημάτων θέτει το επιτακτικό ερώτημα: είναι εφικτή μια τέτοια οικονομική πολιτική, χωρίς βαθιά διαγραφή του δημοσίου χρέους, όσο η χώρα παραμένει στο πλαίσιο της ΟΝΕ και χωρίς ευθεία σύγκρουση με την ΕΕ. Η προφανής απάντηση είναι όχι, άρα τα βήματα αυτά είναι επίσης αναγκαία. Στα εφτά χρόνια των μνημονίων τα ζητήματα του χρέους, της ΟΝΕ και της ΕΕ έχουν συζητηθεί κατά κόρον και πλέον υπάρχει σημαντική γνώση για το πως μπορούν να αντιμετωπιστούν. Πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό ότι η διαγραφή του χρέους και η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας δεν αποτελούν τη λύση για το πρόβλημα της χώρας, αλλά το μέσο για να περάσουμε στη λύση, όπως αυτή αναλύθηκε προηγουμένως.
Επιβάλλεται επίσης να τονιστεί ότι η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας δεν έχει τίποτε κοινό με το 2010-12. Τότε η στάση πληρωμών στο χρέος και η έξοδος από το ευρώ, με ό,τι αυτό σήμαινε για την ΕΕ, θα έπρεπε να ήταν τα κύρια αιτήματα των αντιμνημονιακών δυνάμεων γιατί θα μπορούσαν να αποτρέψουν τη μνημονιακή καταστροφή και γρήγορα να βάλουν τη χώρα σε πορεία ανάπτυξης. Σήμερα το μνημονιακό πλαίσιο έχει γίνει καθεστώς, η καταστροφή έχει επιτελεστεί και η χώρα αντιμετωπίζει βαθύτατο πρόβλημα ανάπτυξης και στρεβλής δομής της οικονομίας. Από εκεί λοιπόν πρέπει να ξεκινήσει η απάντηση.
Επιπλέον, η σημερινή κατάσταση της Ευρωζώνης λίγα κοινά έχει με το 2010-12. Η κρίση έχει καταλαγιάσει και έχει εμφανιστεί μια Ευρώπη που κυριαρχείται από τη Γερμανία. Οι μηχανισμοί της ΟΝΕ έχουν γίνει ακόμη σκληρότεροι και η δημοσιονομική λιτότητα έχει γίνει καθεστώς στην ΕΕ. Στη σημερινή Ευρώπη υπάρχουν δύο τουλάχιστον περιφέρειες: αυτή του Νότου, όπου ανήκει και η χώρα μας, με αδύναμες οικονομίες υπηρεσιών, και αυτή της Κεντρικής Ευρώπης, με οικονομίες ενταγμένες στη γερμανική εξαγωγική μηχανή. Το πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών, είναι να αντιμετωπίσουν το διαχωρισμό σε κέντρο και περιφέρεια, ο οποίος δημιουργεί πολύ κακές προοπτικές ανάπτυξης για τις χώρες του Νότου. Από εκεί επίσης πρέπει να ξεκινήσει η απάντηση.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα ζητήματα του χρέους, της ΟΝΕ και της ΕΕ είναι καίρια και η αντιμετώπισή τους είναι απαραίτητη για την υιοθέτηση της οικονομικής πολιτικής που απαιτείται ώστε να βγει η χώρα από το τέλμα. Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει αυτό ότι η Ελλάδα θα απομονωθεί. Απεναντίας, η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει μια ανοιχτή ευρωπαϊκή χώρα και κοινωνία. Αλλά τα σημερινά προβλήματά της απαιτούν διαμόρφωση πειστικής αναπτυξιακής πρότασης με βαθιά κοινωνική αλλαγή, η οποία θα προσδιορίσει ξανά τη θέση της στον κόσμο. Αυτό πρέπει να γίνει προμετωπίδα της πολιτικής ανασύνταξης.
Μέρος ΙΙ Το πολιτικό πεδίο
Η συνοπτική παρουσίαση της αναγκαίας οικονομικής πολιτικής είναι αρκετή για να αναδειχθούν τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που αμέσως θα προκύψουν από την εφαρμογή της. Στην ουσία πρόκειται για βαθιά κοινωνική και πολιτική τομή η οποία δημιουργεί περιθώριο για κοινωνική ανατροπή υπέρ των λαϊκών, εργατικών και μικρομεσαίων στρωμάτων. Ο προγραμματικός πολιτικός λόγος που σήμερα απαιτείται για την πολιτική ανασύνταξη θα πρέπει να θέσει αυτά τα κοινωνικά ζητήματα στο προσκήνιο.
Λαϊκή και εθνική κυριαρχία
Συγκεκριμένα, το αστικό και ανώτερο μεσαίο στρώμα της ελληνικής κοινωνίας στήριξαν αναφανδόν την πολιτική των μνημονίων, σήκωσαν ένα πολύ μικρό βάρος αναλογικά με τα εισοδήματά τους και σε πλήρη συνεργασία με τους ξένους δανειστές επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τις συνθήκες που έφερε η σταθεροποίηση. Για να επιβάλλουν την πολιτική των μνημονίων δεν δίστασαν να καταστρατηγήσουν τις δημοκρατικές διαδικασίες δημιουργώντας ουσιαστικά καθεστώς «εξαίρεσης» με επιβολή πολιτικών αλλαγών παρά τη θέληση του ελληνικού λαού. Χαρακτηριστικά δείγματα ήταν η μη εκλεγμένη κυβέρνηση Παπαδήμου το 2011 και φυσικά η μετατροπή του Όχι σε Ναι μετά το δημοψήφισμα του 2015.
Το εναλλακτικό οικονομικό πρόγραμμα χτυπάει τα συμφέροντα των κυρίαρχων στρωμάτων και αλλάζει την ισορροπία υπέρ των λαϊκών, εργατικών και μικρομεσαίων στρωμάτων. Η κοινωνική ανατροπή που αναπόφευκτα θα έλθει θα απαιτήσει ενίσχυση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας για την υπεράσπισή της. Το λιγότερο που θα απαιτηθεί στο πολιτικό πεδίο είναι ο σχηματισμός Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης με στόχο την εδραίωση της λαϊκής κυριαρχίας. Θα ανοίξει έτσι ο δρόμος για δομική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων και θα πληγεί ο πυρήνας του ελληνικού καπιταλισμού, δημιουργώντας προοπτική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με δημοκρατία και ελευθερία.
Το οικονομικό πρόγραμμα παράλληλα πλήττει και τα συμφέροντα των δανειστών, ενώ θέτει ζήτημα συμμετοχής της χώρας σε μια σειρά υπερεθνικών οργανισμών, όπως η ΟΝΕ και η ΕΕ. Θέτει λοιπόν ευθέως ζήτημα εθνικής κυριαρχίας και αναδιάρθρωσης των διεθνών σχέσεων της Ελλάδας. Στις σημερινές συνθήκες της Ευρώπης, με τον παγιωμένο διαχωρισμό σε κέντρο και περιφέρεια, τη σκλήρυνση της ΕΕ, την κυριαρχία της Γερμανίας και την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας είναι ζήτημα επιβίωσης για μια μικρή χώρα της περιφέρειας του Νότου, όπως η Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου την απομόνωση της Ελλάδας, αλλά αντίθετα τη δυναμική συμμετοχή της, με τις δικές της δυνάμεις, στη διαδικασία αναμόρφωσης της Ευρώπης σε βάση αλληλεγγύης και οικονομικού ελέγχου ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς.
Οι δυνατότητες πολιτικής ανασύνταξης
Το καίριο ερώτημα λοιπόν είναι: Ποιες πολιτικές δυνάμεις μπορούν να βάλουν τη χώρα στην οικονομική, κοινωνική και εθνική πορεία που απαιτείται; Ο ελληνικός λαός γνωρίζει καλά ότι τίποτε νέο, ή διαφορετικό δεν έχει να περιμένει από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία, η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι έχουν πλήρως αποδεχθεί τη σημερινή πορεία και διαγκωνίζονται για τη διαχείρισή της. Το ΚΚΕ έχει μεταβληθεί σε κυτίο ψήφων διαμαρτυρίας και όμιλο διαλογικών συζητήσεων μαρξιστικού χαρακτήρα. Η Χρυσή Αυγή αποσπά κι αυτή ψήφους διαμαρτυρίας υποκλέπτοντας ριζοσπαστικά επιχειρήματα και ντύνοντάς τα με εθνικιστική και κοινωνική χυδαιότητα, όπως συνήθως κάνουν οι φασίστες. Το κόμμα του κ. Λεβέντη ολοκληρώνει την εικόνα της πολιτικής παρακμής.
Υπάρχει ένα τεράστιο πολιτικό κενό που δίνει περιθώριο σε νέες δυνάμεις να παίξουν ρόλο στην αφύπνιση του λαϊκού παράγοντα και την αντιστροφή της καταστροφικής σημερινής πορείας. Δυστυχώς το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί από τις μεμονωμένες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, παρά το ότι οι επιμέρους προτάσεις τους είναι συχνά διορατικές. Η ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η Πλεύση Ελευθερίας δοκιμάστηκαν στην περίοδο μετά τα δημοψήφισμα του 2015 και τα όρια τους έχουν φανεί. Με μεμονωμένη δράση το μόνο που θα πετύχουν θα είναι η συνεχής φθορά. Το ίδιο ισχύει και για το ΕΠΑΜ που δεν ανήκει στην Αριστερά. Η καθεμία χωριστά από αυτές τις οργανώσεις δεν έχει ούτε την αξιοπιστία, ούτε την ταξική και εθνική ακτινοβολία που απαιτείται για την κάλυψη του πολιτικού κενού.
Η χώρα χρειάζεται ένα νέο συλλογικό φορέα, ο οποίος θα στηριχτεί στα λαϊκά, εργατικά και μικρομεσαία στρώματα και θα συμβάλλει στην αφύπνιση του συνδικαλιστικού κινήματος, με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών. Ο φορέας που απαιτείται δε μπορεί να προκύψει από την απλή εκλογική συγκόλληση των οργανώσεων που ήδη υπάρχουν, ώστε να μπουν στη Βουλή. Δεν πρόκειται επίσης να σχηματιστεί μέσα από τις γνωστές διαπραγματεύσεις και την πεπατημένη των συναντήσεων «κορυφής».
Ο συλλογικός φορέας στην πράξη μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από ειλικρινείς διαβουλεύσεις κομμάτων, οργανώσεων και μονάδων που κράτησαν συνεπή αντιμνημονιακή στάση και σήμερα αντιλαμβάνονται τη σημασία της συλλογικής δράσης. Η δόμησή του θα πάρει χρόνο λαμβάνοντας υπόψη τη βαθιά αδυναμία των λαϊκών στρωμάτων και των εργατικών οργανώσεων. Για να προχωρήσει θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ορισμένα καίρια ζητήματα που θα αναφέρω στο επόμενο μέρος με την προσδοκία περαιτέρω συζήτησης.
Μέρος ΙΙΙ Οι όροι για ειλικρινή πολιτική συνεννόηση
Ο νέος συλλογικός φορέας θα πρέπει να έχει ευρύτητα και να μην αποκλείει δυνάμεις για λόγους πολιτικής καθαρότητας. Καίριο ρόλο θα παίξουν τα κόμματα και οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που σήκωσαν μεγάλο βάρος της αντιμνημονιακής προσπάθειας. Αλλά δεν έχει απολύτως κανένα νόημα η επιδίωξη «προγραμματικής ταύτισης» σε ευρύτερα ζητήματα του παγκόσμιου, ή του ελληνικού καπιταλισμού και δεν θα πρέπει να γίνουν εκ προοιμίου αποκλεισμοί οργανώσεων και ατόμων.
Το ζητούμενο είναι η συμφωνία για μια λύση στο ελληνικό πρόβλημα που θα προσβλέπει στην κοινωνική ανατροπή, στην ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας και στην αναγέννηση της χώρας. Τα βασικά βήματα είναι γνωστά και αναφέρονται σε θέματα κοινωνικής δομής, λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας, ΟΝΕ και ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν συλλογικότητες και άτομα πολύ πέρα από τα στενά όρια των οργανωμένων πολιτικών κομμάτων.
Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο νέος φορέας θα πρέπει καταρχήν να έχει διαφορετική δομή από τα σημερινά πολιτικά σχήματα που απωθούν τα λαϊκά στρώματα. Δεν υπάρχουν ούτε ρετσέτες, ούτε σοφίες στο θέμα αυτό και χρειάζεται ρεαλιστική αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων βήμα-βήμα. Δεν είναι όμως δύσκολο να σχηματιστεί αρχικά ένα απλό συλλογικό όργανο μέσα από μια διαδικασία ανοιχτής συνεδριακής διαβούλευσης, το οποίο θα έχει τη δική του γραμματειακή υποστήριξη και θα δημιουργήσει πλαίσιο συνύπαρξης και κοινής δράσης. Αυτό που απαιτείται είναι πολιτική βούληση, αρχικά κυρίως από τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, και τίποτε παραπάνω.
Δύο σημεία στο θέμα της οργανωτικής δομής έχουν μεγάλη σημασία, μετά την εμπειρία των τελευταίων χρόνων, και θέλουν συζήτηση και ανάλυση.
Το πρώτο είναι το μάθημα από την αποτυχία και τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεκριμένα, η δημιουργία μιας γραφειοκρατικής οργάνωσης που θα απαρτίζεται από ουσιαστικά ανεξάρτητα τμήματα και θα συνοδεύεται από αέναη συζήτηση στο όνομα της ισοτιμίας αυτών που συμμετέχουν είναι απλώς μια μέθοδος αποτυχίας. Μπορεί να επέτρεψε την εκλογική εκτόξευση, αλλά τελικά οδήγησε σε άρνηση της εσωτερικής δημοκρατίας, αρχηγισμό και έλλειψη αρχών.
Η παραδοσιακή γραφειοκρατική πρακτική των ελληνικών κομμάτων και μάλιστα της Αριστεράς έχει εξαντλήσει τον ιστορικό της ρόλο. Εξαντλήθηκε όμως και ο ιστορικός ρόλος της συμπαράταξης ανεξάρτητων οργανώσεων μέσα σε ένα γραφειοκρατικό μετωπικό κέλυφος. Η εσωτερική λειτουργία του νέου φορέα θα πρέπει να βασίζεται σε συνεκτικές δημοκρατικές οργανωτικές δομές που θα επιτρέπουν την ελεύθερη συμμετοχή και θα προωθούν την έκφραση άποψης και συλλογικής δράσης με κοινή στόχευση.
Το δεύτερο είναι ότι ο δρόμος του Μελανσόν δεν υπάρχει για την Ελλάδα. Η Γαλλία βρίσκεται στην απαρχή μιας οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής που της έχει επιβάλλει η συμμετοχή της στην ΟΝΕ, ενώ το ειδικό της βάρος είναι πολύ μεγαλύτερο από της Ελλάδας. Ο Μελανσόν και η «Ανυπότακτη Γαλλία» έχουν ακόμη τη δυνατότητα να προβάλλουν μια γενικόλογη απόρριψη της λιτότητας, αλλά και του ίδιου του καπιταλισμού, χωρίς να δεσμεύονται σε συγκεκριμένες πολιτικές και χωρίς να δημιουργούν συνεκτικές οργανωτικές δομές.
Οι προσωποκεντρικές επιλογές του Μελανσόν, παρά τη μεγάλη επιτυχία του στις εκλογές, είναι εξαιρετικά επικίνδυνες και τα προβλήματα δεν θα αργήσουν να φανούν. Στην Ελλάδα όμως, μετά την αρχηγική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει ούτε ίχνος δυνατότητας για ένα τέτοιο δρόμο. Δεν υπάρχει επίσης καμία αντίστοιχη προσωπικότητα, η οποία να μπορεί να συνομιλήσει απευθείας με το λαό. Ο νέος φορέας θα πρέπει να λειτουργήσει συλλογικά και να βασιστεί στην οργανωτική πολιτική γνώση δεκαετιών.
Στη βάση αυτή ο κύριος πολιτικός στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η μεθοδική προσέγγιση των λαϊκών και πληβειακών στρωμάτων. Θα πρέπει ο φορέας να συνδεθεί οργανικά με τα εργατικά, λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας αξιοποιώντας την προγραμματική του πρόταση για τη χώρα και δίνοντας απαντήσεις στα προβλήματά τους. Με την ίδια λογική θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η εκλογική προσπάθεια. Η είσοδος τη Βουλή, η οποία είναι απολύτως εφικτή στις σημερινές συνθήκες, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εργαλείο για την προσέγγιση των λαϊκών στρωμάτων και αποτελεσματική πολιτική παρέμβαση σε εθνικό επίπεδο.
Καίρια σημασία στην προσπάθεια αυτή έχει η ανάδειξη των ζητημάτων που απασχολούν την νεολαία. Ο νέος φορέας θα πρέπει να δώσει πρακτικά το μήνυμα της κίνησης προς τα μπρος αποδεικνύοντας ότι χειρίζεται με δημιουργικότητα και φαντασία τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας στο πολιτικό πεδίο. Το βασικό στοιχείο, όπως έδειξε η πορεία του Κόρμπιν και του Σάντερς, δεν είναι η ηλικιακή νεότητα, αλλά η εντιμότητα, η ευθύτητα και η απλότητα. Η ελληνική νεολαία κοιτάει με εξαιρετική δυσπιστία τους πάντες, χωρίς να έχει χάσει τη διάθεσή της για αλλαγή. Είναι πολύ πιο ενημερωμένη και σίγουρη για τον ευρωπαϊκό της χαρακτήρα από ό,τι ήταν οι γονείς της.
Για τους ίδιους λόγους θα πρέπει να υπάρξει και ανανέωση προσώπων, και δεν αναφέρομαι στην ηλικία. Το νεαρό της ηλικίας του Αλέξη Τσίπρα αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά εγγύηση ριζοσπαστικότητας, μαχητικότητας και ειλικρίνειας. Το ζητούμενο είναι να βγουν στο προσκήνιο άνθρωποι που έχουν την απαραίτητη γνώση για να υλοποιήσουν το πρόγραμμα και έχουν δοκιμαστεί στα χρόνια των μνημονίων. Επίσης άνθρωποι από τον χώρο της κοινωνικής αλληλεγγύης και των κινημάτων που βοήθησαν την κοινωνία να αντιμετωπίσει τη λαίλαπα των μέτρων. Μόνο σ’ αυτή τη βάση μπορεί να ξεπεραστεί ο φόβος που καλλιεργείται συνεχώς από τις μνημονιακές δυνάμεις και να υπάρξει εμπιστοσύνη.
Η πολιτική ανασύνταξη είναι απολύτως εφικτή. Το βάρος για την ανάληψη της πρωτοβουλίας που απαιτείται πέφτει στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, πλαισιωμένη από ευρύτερους φορείς και άτομα. Είναι απαραίτητο οι στόχοι να μην είναι απλώς εκλογικοί. Ο ελληνικός λαός διψάει για καλές ειδήσεις και μια αισιόδοξη πολιτική προοπτική. Ας μετρήσουμε όλοι τις ευθύνες μας.
ΠΗΓΗ
Σχόλια