Το δικαίωμα στην άκοπη ευημερία.

της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη –

Ο «αδικημένος και αποστερημένος δικαιωματούχος» είναι μια πρόσθετη διάσταση των καθημερινών νοοτροπιών και συμπεριφορών, που απαρτίζουν την «κουλτούρα των χαμένων κορμιών», για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει σε προηγούμενα άρθρα. Τα «χαμένα κορμιά» ζουν σε ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από απουσία νοήματος.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μάμφορντ «Ένας κόσμος μεστός νοήματος είναι ένας κόσμος που κρατά ένα μέλλον, το οποίο εκτείνεται πέρα από την ατελή προσωπική ζωή του ατόμου˙ έτσι ώστε μια ζωή που θυσιάζεται τη σωστή στιγμή είναι μια ζωή που έχει ξοδευτεί καλά, ενώ μια ζωή που την φυλάγουμε υπερβολικά προσεκτικά, τη διατηρούμε υπερβολικά ντροπιαστικά είναι μια ζωή τελείως υποταγμένη» (Λας Κ. 2006, Ο Ελάχιστος Εαυτός. εκδ. Νησίδες, σ. 67) Συνέχεια εδώ

Πιο συγκεκριμένα, η «υποταγμένη» ζωή του «ελάχιστου εαυτού», που περιγράφει ο Λας, είτε φαντασιώνεται ότι εξεγείρεται, είτε αποδέχεται σταδιακά την προσαρμογή και τους όποιους συμβιβασμούς, αποτελεί ψυχολογικό υπόβαθρο ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να περιγραφεί ως ο «ούτε καν δούλος». Εισηγείται αυτήν την έννοια ο Γιάννης Παπαμιχαήλ («Ανυπόφορο Βουητό του Κενού – Όψεις της Μετανεωτερικότητας στην Νεοελληνική Κοινωνία», από κοινού με τον Κώστα Μελά, εκδόσεις Αγγελάκη, 2016, σ.333):
  • «Οι ατομικές χειραφετήσεις των νέων δουλικών συνειδήσεων από κοινωνικές δεσμεύσεις και συλλογικούς καταναγκασμούς, συνόδευαν την πολύπλευρη φαντασιακή θέσμιση του καταναλωτικού και ανταγωνιστικού καπιταλισμού, όπως η κάλτσα μπορεί να “πηγαίνει γάντι” σε ένα χέρι που έχει “απελευθερωθεί” από τα δάχτυλά του. 
  • Ήταν, όμως, τόσο το πάθος για “εκσυγχρονισμό”, για ισότητα στις καταναλωτικές απολαύσεις, για κοινωνική αναγνώριση, για ατομική διάκριση μέσα από την τυφλή ιδεολογική συμπόρευση με όλες τις αντισυνεκτικές και αντικανονιστικές ιδεολογίες που επέβαλε παντού η νεοφιλελεύθερη πολιτική και πολιτισμική αντεπανάσταση, που με μπόλικη “οικονομία”, με άλλη τόση “ψυχολογία” – και άφθονη “θετική σκέψη”, που συχνά υποστηρίζεται από ουσίες και φάρμακα, οι περισσότεροι δικαιωματούχοι “πολίτες”, άλλοτε εξακολουθούσαν να παίρνουν τις επιθυμίες τους για πραγματικότητα, άλλοτε πάλι να ταυτίζουν την ορατή πραγματικότητα με αυτό που είχαν πραγματικά επιθυμήσει».
  • Οι επιθυμίες και η πραγματικότητα

Η τελευταία αυτή φράση από το προαναφερθέν απόσπασμα μοιάζει να επιβεβαιώνει απόλυτα την παροιμιώδη σκωπτική λαϊκή αφήγηση για την αλεπού και τα σύκα: [Παροιμιακός μύθος, σε διάλογο (Γιάννινα). Ό,τι λαχταράει κανείς, το φαντάζεται εύκολο. Βλ. Ν.Γ. Πολίτου. Παροιμίαι τόμ. Α΄(1899) σελ.178,24. Από «Νεοελληνικά Λαογραφικά Κείμενα, Βασική Βιβλιοθήκη, Επιμέλεια: Δημήτριου Λουκάτου, Αθήνα»]
«Ή αλεπού έλεγε μια φορά:
-Του χρόνου θα γένουν πολλά σύκα!
-Που το ξέρεις;
-Γιατί τ’ αγαπάει η κοιλιά μου, είπε»

Θα συμπληρώναμε ότι σήμερα ψυχολογικά πολλά άτομα βρίσκονται στην κατάσταση να παίρνουν την ισχύουσα πραγματικότητα, όποια και αν είναι, για επιθυμία τους, με την πεποίθηση ότι σκεπτόμενοι έτσι, έχουν βελτιωθεί ηθικά, μορφωτικά και πολιτισμικά. Είναι η αναστροφή και ταυτοχρόνως η επιβεβαίωση των ορίων του παλαιού συνθήματος του Μάη του ’68 «Πάρτε τις επιθυμίες σας για πραγματικότητα»!
Όπως επισημαίνεται στο ίδιο βιβλίο από τον Παπαμιχαήλ (σ. 300), ο τρόπος λειτουργίας των ατόμων που «παίρνουν την πραγματικότητα για επιθυμία τους», (που αισθάνονται ή επιθυμούν να είναι «χειραφετημένοι» από τα βάρη και τις όποιες δεσμεύσεις του κοινωνικού ατόμου και διακρίνονται από την πολιτική ιδιότητα των «ούτε καν δούλων» κλπ.), περιγράφεται ως εξής:
  • «Tα άτομα επιβιώνουν – όταν επιβιώνουν, κάπου ανάμεσα στις καταναλωτικές προσδοκίες της αυτοπραγμάτωσής τους, στα καθημερινά άγχη τους ως προς τη διατήρηση της “ποιότητας” ζωής τους, στις κρίσεις πανικού, στα πολυάριθμα νέα ψυχιατρικά συμπτώματα που σκηνοθετούνται στον καθρέφτη των υπαρξιακών αναζητήσεων του εαυτού, στις ουσίες και στα σκευάσματα που συντηρούν σε μια βιώσιμη και αποδεκτή κανονικότητα τους ρυθμούς και τα ψυχολογικά περιεχόμενα του βίου. 
  • Παραγράφεται έτσι η αίσθηση ότι η μαζικοδημοκρατική, διεθνοποιημένη καπιταλιστική κοινωνία διαθέτει για τους ιδιώτες – τους υπερφίαλους και στερημένους μετανεωτερικούς της καταναλωτές, τα τυπικά προτάγματα της απόλυτης ψυχοπολιτικής και πολιτισμικής τους υποδούλωσης σε μια κατάσταση μόνιμης διέγερσης και εκνευρισμού, διανθισμένης από “ατομικές ελευθερίες” κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των φαντασιώσεων των, χωρίς καμία εξασφάλιση ή προστασία “ούτε-καν-δούλων”, των οποίων η ζωή είναι, όπως το αναφέρει ο Α. Μεταξόπουλος (2005) στο βιβλίο του Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, εκδ. Λιβάνη, σ.335: «μια σειρά επεισοδίων, βιωμένων από ένα Εγώ αυτοσκηνοθετούμενο, σε μια πολλαπλότητα ρόλων, η υπόδυση των οποίων επάλληλα ή ταυτοχρόνως κατά τρόπον ανυπερθέτως σχιζοφρενή συνιστά την αυτοπραγμάτωση».

Ψευδεπίγραφη επιβιωτική συνείδηση

Μέσα σε μια τέτοια κοινωνιοπολιτική συνθήκη, η ψυχολογία ως, όχι μόνον επιστήμη της κοινωνίας και του ανθρώπου, αλλά ως πολιτική επιστήμη της χειραγώγησης των μαζών, παίζει τεράστιο ρόλο. Συνεισφέρει σε ένα κλίμα «αυτιστικής» ενασχόλησης με έναν «μη κοινωνικό» εαυτό, απορρόφησης από εκείνον και καλλιέργειας μιας ψευδεπίγραφης επιβιωτικής συνείδησης και ενός κούφιου ναρκισσισμού, που εγκλωβίζει τα άτομα στον εγωκεντρικό τους κόσμο.
Μέσα σε αυτόν τον κόσμο, ο Άλλος εισάγεται σε πολλές περιπτώσεις μόνον επιφανειακά και με κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων. Παρατηρούμε με άλλα λόγια την ανάδειξη ενός οικονομικού ανθρώπου σε όσμωση με τον εξατομικευμένο «ψυχολογικό» άνθρωπο σε mainstream ανθρωπολογική εκδοχή.
Παράλληλα, η ψυχολογία ως επιστήμη διαμέσου των ειδικών που την εφαρμόζουν (είτε για εμπορικούς λόγους, είτε για λόγους άγνοιας), όχι μόνον δεν καταγγέλλει αυτή την κατάσταση, αλλά αναλαμβάνει και την ιδεολογική επιστημονοφανή πιστοποίησή της. Εμμέσως, μια τέτοια πιστοποίηση δικαιολογεί οποιαδήποτε έκφραση της «κουλτούρας των χαμένων κορμιών» ως «φυσική» και αυτονόητη σε μια εποχή δυσκολιών και κρίσης.
Με άλλα λόγια, μια τέτοιου είδους «ψυχολογία» λειτουργεί ιδεολογικά ως εκλογικευτική επιχειρηματολογία, όχι τόσο ερμηνείας, αλλά κυρίως δικαιολόγησης της «κουλτούρας των χαμένων κορμιών». Οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες συμπεριφορές, ιδίως σε συνδυασμό μεταξύ τους και σε υψηλή ένταση και συχνότητα, μπορεί να θεωρηθούν από τα ίδια τα άτομα ή πιο συχνά από τους οικείους τους, ως ενδείξεις κάποιου ψυχολογικού ζητήματος που χρήζει εξειδικευμένης ψυχολογικής εκτίμησης και αντιμετώπισης.

Υποκουλτούρες και αντιστάσεις

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο ναρκισσιστικός – ελάχιστος εαυτός (που αναφέραμε στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μας, όπως περιγράφεται από τον Κρίστοφερ Λας), καλείται να αντιμετωπίσει στην προσπάθειά του για ταυτόχρονη επιβίωση, αλλά και διάκριση το συναίσθημα της μετάβασης. Το συναίσθημα που θα ένιωθε κάποιος που ευρισκόμενος πάνω σε μια γέφυρα, καλείται να επιλέξει όχθη για να ζήσει, να «εγκατασταθεί» και να «χτίσει το σπίτι του».
Η όχθη από την οποία προέρχεται του φαντάζει μικρή και λίγη για τον ίδιο, αναντίστοιχη με τις προσδοκίες του εαυτού του και τις δυνατότητες του, φανταστικές ή πραγματικές. Η άλλη όμως όχθη, στην οποία μην έχοντας ζήσει, την έχει εξιδανικεύσει, φαντάζει πολύ μεγάλη γι’ αυτόν και ο δικός του εαυτός, ανεπαρκής για να ζήσει εκεί.
  • Ως «ψυχολογικός νομάς» παραμένει λοιπόν εγκλωβισμένος στη γέφυρα, δηλαδή στη διαρκή μετάβαση από έναν «κόσμο-όχθη», τον οποίο αφενός απαξιώνει, αφετέρου κουβαλάει μέσα του ως ταυτότητα, προς έναν «νέο κόσμο», ο οποίος «γυαλίζει κι ας μην είναι χρυσός», γεμάτος «ίσες ευκαιρίες» υποσχέσεις αυτοπραγμάτωσης, κοινωνικής διάκρισης, αναγνώρισης, διασημότητας, πλούτου κλπ.
Σε μια αποικία χρέους, όπως η Ελλάδα, τα μεσαία στρώματα τείνουν ταχύτατα να εξαθλιωθούν και οι κοινωνικές πρόνοιες τείνουν να εκμηδενιστούν. Σε μια τέτοια χώρα, τελικά, ίσως, ένα από το κεντρικότερα ερωτήματα που αναφύονται είναι πλέον ποιες μορφές θα μπορούσαν να προσλάβουν στο μέλλον οι διάφορες υποκουλτούρες του νέου παρασιτισμού και ποιες θα ήταν οι πιθανές αντιστάσεις σε αυτό το ενδεχόμενο. ΠΗΓΗ
------------
 

Σχόλια