Διατροφική επάρκεια και εθνική κυριαρχία

του Κώστα Βεργόπουλου –

Είναι κοινός τόπος ότι το ζήτημα της διατροφής είναι στρατηγικής σημασίας για την παραγωγή και αναπαραγωγή της καπιταλιστικής οικονομίας. Από την ποσότητα της προσφοράς τροφίμων, από την προσβασιμότητα σε αυτά και την σταθερότητα των γεωργικών τιμών εξαρτάται κατ’ ανάγκην το ύψος του κόστους εργασίας. Και συνεπώς των πραγματικών μισθών των εργαζομένων στο σύνολο της κάθε οικονομίας. Με άλλα λόγια, η ανταγωνιστικότητα και η επίδοση κάθε χώρας, όπως αυτή αξιολογείται στις διεθνείς αγορές των εμπορευμάτων. Συνέχεια εδώ


Ενόσω οι επιχειρηματίες παραμένουν διστακτικοί ή παρακάμπτουν τις τεχνολογικές καινοτομίες, όπως συμβαίνει σήμερα μετά την εξάντληση των ωφελημάτων από την «πληροφορική επανάσταση» (αρχές του 21ου αιώνα), το ζήτημα του ελέγχου, της συμπίεσης των γεωργικών τιμών και της σταθερότητες στην προσφορά τροφίμων εμφανίζεται πλέον ως μοναδική οδός για την κατάκτηση υψηλών θέσεων στην κατάταξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητος.
Εάν τίθεται ως αρχή ότι στην διεθνή οικονομία τα ποσοστά κέρδους τείνουν να ευθυγραμμίζονται, τουλάχιστον εν δυνάμει, το συμπέρασμα που θα προκύπτει είναι μοιραία ότι, σε περιόδους οικονομικής στασιμότητας και κάμψης των ρυθμών της παραγωγικότητας, ο διεθνής ανταγωνισμός κατέρχεται μοιραία στο επίπεδο του κόστους εργασίας.
Ενδιαφέρον είναι να επισημανθεί η αναβαθμισμένη σημασία του ζητήματος του κόστους διατροφής, η οποία πάντως ουδέποτε έπαυσε να αποτελεί τον κύριο και καθοριστικό παράγοντα προσδιορισμού του ύψους των εργατικών μισθών. Αυτό ισχύει για το σύνολο των χωρών του κόσμου, είτε ανεπτυγμένων είτε αναδυόμενων, είτε στα μητροπολιτικά κέντρα είτε στις απόμακρες «περιφέρειες.

Χρηματιστικοποίηση των γεωργικών προϊόντων

Εύκολα γίνεται δεκτό ότι οι γεωργικές τιμές προσδιορίζουν κατά βάση το κόστος εργασίας και συνεπώς, στο σημερινό πλαίσιο, την διεθνή ανταγωνιστικότητα κάθε εθνικής οικονομίας. Δεν είναι διόλου προφανές, όμως, ότι στον καπιταλισμό, ιδίως στην εποχή μας, η συστημική λογική του συνόλου κατισχύει πάντα της ατομικής λογικής των οικονομικών συντελεστών. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που πυροδοτήθηκε από τις ΗΠΑ ενθαρρύνει στη συνέχεια την αναζήτηση ασφαλών τοποθετήσεων, ως καταφύγιο έναντι των κινδύνων από τοποθετήσεις σε μορφές εικονικού χρήματος με εξίσου εικονικές αποδόσεις.
Η διαδικασία της χρηματιστικοποίησης στην προσφορά γεωργικών προϊόντων, με την εισαγωγή και εγκατάσταση της χρηματιστικής κερδοσκοπίας στα διατροφικά πεδία, αποδεικνύεται σε τελική ανάλυση ανταγωνιστική με την ικανοποίηση των αναγκών της συνολικής πραγματικής οικονομίας. Η χρηματιστικοποίηση των τιμών των τροφίμων συνεπάγεται μοιραία πρόσθετη αστάθεια και πτητικότητα των γεωργικών τιμών, αλλά και εξίσου την συρρίκνωση των παραγωγικών αγροτικών γαιών. Πράγμα που με τη σειρά του οδηγεί στη αδιάκοπη επιδείνωση των όρων στην προσφορά τροφίμων και συνεπώς την αύξουσα αβεβαιότητα στις προοπτικές του κόστους εργασίας για το άμεσο μέλλον.
Η πρόσφατη εισβολή του χρηματιστικού κεφαλαίου στο πεδίο της προσφοράς των τροφίμων ίσως αποτελεί μια πιθανή διέξοδο για τα επί μέρους κεφάλαια σε αναζήτηση ασφαλών τοποθετήσεων. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η εξασφάλιση ορισμένων κεφαλαίων αποβαίνει ιδιαίτερα απειλητική για την σταθερότητα και την ομαλή λειτουργία του συνολικού οικονομικού συστήματος.
Από το 2008, τα κράτη και οι πολιτικές εξουσίες, είτε εθνικές είτε διεθνείς, έχοντας εγκατασταθεί σε έναν «διατροφικό πυρετό», δεν παύουν να προσφεύγουν σε έκτακτα μέτρα περιορισμού της χρηματιστικοποίησης σε αυτό το πεδίο. Καταγράφεται η σύγκρουση ανάμεσα σε δυο λογικές: αφενός αυτή των ατομικών «παικτών» έναντι αυτής του συνολικού συστήματος. Η πρώτη βασίζεται στην βραχεία περίοδο, ενώ η δεύτερη στην μακρά και λαμβάνει υπόψη της την εξασφάλιση της ικανότητος αναπαραγωγής του συνολικού συστήματος σε βάθος χρόνου.

Διατροφική εθνική κυριαρχία

Οι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο FAO και η Παγκόσμια Τράπεζα, άλλα και οι σχετικοί εθνικοί οργανισμοί, δεν παύουν να προειδοποιούν για τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Ενθαρρύνουν παντού στον κόσμο, είτε ανεπτυγμένο είτε αναπτυσσόμενο, την ενίσχυση και εμπέδωση των παραγωγικών γεωργικών συστημάτων. Συστημάτων που βασίζονται στην στήριξη των παραγωγών και των αγροτικών οικογενειών με στόχο την «διατροφική επάρκεια και ασφάλεια» κάθε χώρας, ή αλλιώς την «διατροφική εθνική κυριαρχία» της.
Παρά την σχετικά πρόσφατη εισβολή του χρηματιστικού κεφαλαίου στο πεδίο της διατροφής, εν τούτοις αξιοσημείωτη είναι η ανταγωνιστική τάση των οργανισμών και των κυβερνήσεων να προφυλάξουν αυτό το πεδίο από κερδοσκοπικές και χρηματιστικές αναμίξεις. Νέα θέματα δημόσιου προβληματισμού και διαλόγου ανέρχονται σήμερα στην επικαιρότητα, όπως σχετικά με την «διατροφική εθνική κυριαρχία» και το «δικαίωμα των εθνών στην διατροφική ασφάλεια». Τροφοδοτείται έτσι η θεματική διεθνών συνδιασκέψεων με εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα, όπως η «Παγκόσμια Συνάντηση Κορυφής για το ζήτημα της διατροφής» (World Summit For Food Security, Ρώμη 2016).
Η τρέχουσα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και η αναζήτηση ασφαλών τοποθετήσεων στην οικονομία των τροφίμων δεν παύουν να επιδεινώνουν την διατροφική κατάσταση του πλανήτη, είτε για τις αναπτυσσόμενες χώρες είτε για τις ήδη ανεπτυγμένες. Οι σπασμωδικές αντιδράσεις των χρηματαγορών στα πεδία των τροφίμων επιβάλλουν την κατεπείγουσα και σε μεγάλο βαθμό καταναγκαστική ρύθμιση στα αντίστοιχα πεδία.

Κλιματική αλλαγή και βιοκαύσιμα

Οι νέες απειλές προερχόμενες από την έκρηξη της παραγωγής βιοκαυσίμων με βάση αγροτικά προϊόντα ήδη αφαιρούν απεριόριστες ποσότητες γεωργικών εκτάσεων από την παραγωγή τροφίμων. Ομοίως, οι κίνδυνοι από τις κλιματικές αλλαγές καθιστούν όλο και πιο δυσμενείς τις συνθήκες παραγωγής τροφίμων. Αυτό επιβάλλει με ακόμη πιο επείγοντα τρόπο τις ρυθμίσεις σε αυτά τα πεδία, αφού αναγνωρίζονται ως σημαντικά και κρίσιμα για την αναπαραγωγή και το μέλλον του οικονομικού συστήματος.
Ακόμη και η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, που σήμερα κατισχύει, αισθάνεται την ανάγκη επιβολής ενός ρυθμιστικού πλαισίου για την γεωργική παραγωγή, ώστε να καλύπτεται η ασυδοσία στα υπόλοιπα πεδία της οικονομίας. Στη διάρκεια της τελευταίας διετίας 2015-16, οι έκτακτες συσκέψεις για την διατροφική ασφάλεια του κόσμου πολλαπλασιάσθηκαν
Από την Ithaca των ΗΠΑ, στο Μιλάνο της Ιταλίας και από το McGill του Καναδά στο Crawford Fund For A Food Secure World της Αυστραλίας, οι προβληματισμοί και οι συστάσεις πολλαπλασιάζονται. Επικεντρώνονται στα ζητήματα της αποφυγής της «σπατάλης» γεωργικών πόρων, στην πρόκληση της χρηματιστικοποίησης των τιμών των τροφίμων, στην εξασφάλιση της σταθερότητας (sustainability) στην προσφορά των τροφίμων, τόσο σε εθνική βάση όσο και σε παγκόσμια.
H φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, υπό την εγγύηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, σήμερα αμφισβητείται με τον πιο βίαιο τρόπο στο πεδίο της οικονομίας των τροφίμων. Το απεριόριστο άνοιγμα των χωρών στο διεθνές εμπόριο στα πεδία της διατροφής ενθαρρύνει μοιραία την απεριόριστη κερδοσκοπία και αστάθεια προσφοράς.
Αυτές οπωσδήποτε δεν βελτιώνουν την διατροφική κατάσταση του κόσμου. Αντιθέτως, την επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο, αφού αποσπούν γεωργικές εκτάσεις από την αγροτική παραγωγή προς όφελος της παραγωγής βιοκαυσίμων. Οξύνουν έτσι τις διατροφικές ελλείψεις και τις συνθήκες διατροφικής ανεπάρκειας. Εάν η χρηματιστικοποίηση των τροφίμων προσφέρει νέες ασφαλείς τοποθετήσεις του κερδοσκοπικού χρήματος, αυτό συνεπάγεται μοιραία επιδείνωση της λειτουργίας του συνολικού οικονομικού συστήματος και ικανότητος του να τρέφει το σύνολο του πληθυσμού.

Επιδείνωση της ποιότητας

Η επιδείνωση στις διατροφικές συνθήκες στον κόσμο εκδηλώνεται όχι μόνον στο πεδίο των καταναλωτών, άλλα εξίσου σε αυτό των παραγωγών: αύξουσα αστάθεια στην προσφορά τροφίμων, όπως και στις τιμές τους και ταυτόχρονα ταχεία συρρίκνωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, με αυτονόητη συνέπεια την διαρκή επιδείνωση της ποιότητος των διατροφικών προϊόντων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του FAO για το 2015, παραμένουν στον κόσμο 800 εκατομμύρια ανθρώπων με διατροφική ανεπάρκεια, περίπου το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού. Στον αριθμό αυτό, το μερίδιο των ανεπτυγμένων χωρών δεν βρίσκεται διόλου σε υποχώρηση. Αντιθέτως, παραμένει αμετάβλητο και ακαταμάχητο στο μόνιμο ύψος του 5% των αντίστοιχων πληθυσμών.

Σχόλια