Υποθέτω πως εκείνο που εκνευρίζει περισσότερο τους νοήμονες περί την
οικονομία, είναι η επιμονή των οπαδών τού νεοφιλελευθερισμού στην
απόλυτη ελευθερία της αγοράς. Αυτή η θεοποιημένη ελευθερία είναι η ρίζα
όλων των νεοφιλελεύθερων θεωριών, από τον Σούμπετερ μέχρι τον Χάγιεκ και
τον Φρήντμαν, όπως την περιγράψαμε στην "Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού".
Στην πραγματικότητα, από την πρώτη υιοθέτηση των νεοφιλελεύθερων θέσφατων κατά την δεκαετία τού 1980 στις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρέηγκαν και στην Μεγάλη Βρεττανία τής Μάργκαρετ Θάτσερ μέχρι σήμερα, το μόνο που προκύπτει ως αποτέλεσμα είναι η παράνοια των αγορών και, κατ' επέκταση, η αλλοίωση της λειτουργίας τους, η οποία δημιουργεί τερατογενέσεις και οδηγεί με βεβαιότητα στην καταστροφή του μηχανισμού που δόμησε ο καπιταλισμός μέσα στο διάβα των τριών τελευταίων αιώνων. Είναι δε απορίας άξιο πώς οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού δεν αντιλαμβάνονται αυτή την παράνοια και επιμένουν να εκλαμβάνουν ως όραμα τον εφιάλτη που γέννησαν σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρεττανία ο ρεηγκανισμός και ο θατσερισμός.
Η βασική αιτία της παράνοιας των αγορών είναι η θεοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η απόλυτη επικράτησή του επί της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή επί της παραγωγής που υλοποιείται στον πρωτογενή και -κυρίως- τον δευτερογενή τομέα. Πραγματική οικονομία υπάρχει στα εργοστάσια όπου παράγονται προϊόντα που ικανοποιούν πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, όχι στα γραφεία όπου διακινούνται χρηματοοικονομικά παράγωγα. Εφ' όσον, λοιπόν, ο καπιταλισμός έφτασε στο σημείο να νοιάζεται περισσότερο για την ανάπτυξη των παραγώγων παρά για την πραγματική οικονομία, όχι μόνο δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η αδυναμία ανάκαμψής του από τις κρίσεις του αλλά ίσως πρέπει να προετοιμαζόμαστε και για την κατάρρευσή του.
Ίσως τα παραπάνω ακούγονται κάπως ως αφορισμοί και γενικότητες, οπότε ας τα κάνουμε πιο χειροπιαστά ρίχοντας μια επισταμένη ματιά σε μια από τις χώρες που προσδέθηκαν νωρίς στο νεοφιλελεύθερο άρμα, στην Μεγάλη Βρεττανία. Επιλέγω την Μεγάλη Βρεττανία ως παράδειγμα και όχι τις ΗΠΑ διότι οι πολιτειακοί διαθέτουν ένα πλεονέκτημα έναντι των βρεττανών: το δολλάριό τους. Παρά τις αδυναμίες του, το δολλάριο απολαμβάνει την ισχύ τού παγκόσμιου αποθετικού νομίσματος, κάτι που δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει η βρεττανική στερλίνα. Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ μπορούν να υπερχρεώνονται με άνεση ενώ η Βρεττανία όχι.
Στις 18 Μαΐου 2016, η λονδρέζικη εφημερίδα The Guardian δημοσίευσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο τού καθηγητή τού πανεπιστημίου τού Καίμπριτζ Χα-Τζουν Τσαν με τον εύγλωττο τίτλο "Να κάνουμε τα πράγματα να έχουν σημασία, αυτό ξέχασε η Βρεττανία" και τον ακόμη πιο εύγλωττο υπότιτλο "Η παραμέληση της μεταποίησης και η υπερβολική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι η αιτία της παρακμής της οικονομίας, όχι ο φόβος να εγκαταλείψει την ΕΕ" (*). Πράγματι, οι μελέτες τού πανεπιστημίου δείχνουν ότι η Βρεττανία δεν κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση τού 2008 λόγω της υπερδιόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα αλλά και της ταυτόχρονης συρρίκνωσης της βιομηχανικής της παραγωγής, η οποία συμμετέχει πλέον στο ΑΕΠ κατά ποσοστό χαμηλότερο του 10% (9,691% το 2016, όταν στην πτωχή και αναζητούσα εναγωνίως επενδυτές Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 9,8% - βλ. παραπάνω διάγραμμα), χάνοντας σχεδόν οκτώ ποσοστιαίες μονάδες σε μια δεκαετία.
Παρένθεση. Κατά την διετία 2013-2014 η βρεττανική οικονομία παρουσίασε σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάνοντας πολλούς υποστηρικτές τής εξόδου από το ευρώ να οργιάσουν. Όμως, η αλήθεια είναι πως αυτή η ανάπτυξη ήταν πρόσκαιρη και οφειλόταν στην δημιουργία μιας φούσκας ακινήτων, η οποία συγκρατήθηκε χάρη στην παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας. Κλείνει η παρένθεση.
Η κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής "κατάπιε" όλα τα ευεργετικά αποτελέσματα που υποτίθεται πως έπρεπε να προκύψουν από την συνολική υποτίμηση της στερλίνας κατά 30% την τελευταία δεκαετία. Θεωρητικά, μια τόσο μεγάλη υποτίμηση θα έπρεπε να βελτιώσει αποφασιστικά την ανταγωνιστικότητα των βρεττανικών προϊόντων, άρα να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής και να εξαφανίσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Στην πράξη, όμως, τίποτε από αυτά δεν έγινε. Οι κάτοχοι του χρήματος εξακολούθησαν να συγκινούνται μόνο από τα χρηματοπιστωτικά παιχνίδια και να αδιαφορούν για όποιες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Τσαν, "η αδυναμία της μεταποίησης είναι ο κύριος λόγος για το συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ανερχόταν στο 5,2% του ΑΕΠ το 2015".
Μιας και αναφερθήκαμε σε "κατόχους του χρήματος", ας σημειώσουμε εδώ ότι κατά την οκταετία 2008-2015 (δηλαδή, ενώ η διεθνής καπιταλιστική κρίση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη) η περιουσία των χιλίων πλουσιώτερων βρεττανών διπλασιάστηκε. Φυσικά, σε τούτο βόηθησαν όσο μπορούσαν και οι κυβερνήσεις τόσο του εργατικού Γκόρντον Μπράουν όσο και του συντηρητικού Ντέιβιν Κάμερον, οι οποίες φρόντισαν να μειώσουν την φορολογία των εταιρειών αλλά και των υψηλών εισοδημάτων. Ιδού, λοιπόν, μια ακόμη απόδειξη ότι ο ισχυρισμός πως η μείωση της φορολογίας αυξάνει τις επενδύσεις δεν είναι παρά ένα καλοσερβιρισμένο παραμύθι. Την ίδια περίοδο, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων παρέμεινε σταθερό, ο μέσος μισθός παρέμεινε ακινητοποιημένος στις 493 στερλίνες την εβδομάδα (ποσό πολύ χαμηλό σε σχέση με το υψηλό κόστος διαβίωσης) και η επίσημη ανεργία μειώθηκε ελάχιστα παρά την κατακόρυφη αύξηση των συμβάσεων ελαστικής εργασίας (μερικής, περιορισμένης έως και "μηδενικών ωρών").
Ας επιστρέψουμε όμως σε όσα λέγαμε πρωτύτερα για την σημασία τής βιομηχανικής παραγωγής. Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι υπάρχουν χώρες που μεγαλουργούν χάρη σε μια "μεταβιομηχανική οικονομία", η οποία βασίζεται κυρίως στις υπηρεσίες και στον τουρισμό, προβάλλοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελβετία. Πρόκειται για παρατήρηση-σπέκουλα, η οποία παρουσιάζει ένα ψευδές δεδομένο ως αληθές. Όσο κι αν συνηθίσαμε να αντιλαμβανόμαστε την Ελβετία ως χώρα των τραπεζών και του χειμερινού -κυρίως- τουρισμού, δεν παύει να μιλάμε για την χώρα των ρολογιών, των τυριών, των σοκολατών, των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας κλπ κλπ. Η αλήθεια είναι ότι, με βάση την κατά κεφαλή παραγωγή προϊόντων, η Ελβετία είναι η πλέον βιομηχανική χώρα στον κόσμο! (**)
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πούμε περισσότερα για να αποδείξουμε ότι η θεοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία μοιραία οδηγεί σε συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας, συνιστά παράνοια. Το μόνο που εγγυάται αυτή η παράνοια είναι ότι σύντομα θα επαληθευθούν όσοι εδώ και πολλά χρόνια έχουν παρατηρήσει πως ο καπιταλισμός διανύει το τελευταίο του στάδιο και σύντομα θα καταρρεύσει.
Επίλογος.
Στην πραγματικότητα, από την πρώτη υιοθέτηση των νεοφιλελεύθερων θέσφατων κατά την δεκαετία τού 1980 στις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρέηγκαν και στην Μεγάλη Βρεττανία τής Μάργκαρετ Θάτσερ μέχρι σήμερα, το μόνο που προκύπτει ως αποτέλεσμα είναι η παράνοια των αγορών και, κατ' επέκταση, η αλλοίωση της λειτουργίας τους, η οποία δημιουργεί τερατογενέσεις και οδηγεί με βεβαιότητα στην καταστροφή του μηχανισμού που δόμησε ο καπιταλισμός μέσα στο διάβα των τριών τελευταίων αιώνων. Είναι δε απορίας άξιο πώς οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού δεν αντιλαμβάνονται αυτή την παράνοια και επιμένουν να εκλαμβάνουν ως όραμα τον εφιάλτη που γέννησαν σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρεττανία ο ρεηγκανισμός και ο θατσερισμός.
Η βασική αιτία της παράνοιας των αγορών είναι η θεοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η απόλυτη επικράτησή του επί της πραγματικής οικονομίας, δηλαδή επί της παραγωγής που υλοποιείται στον πρωτογενή και -κυρίως- τον δευτερογενή τομέα. Πραγματική οικονομία υπάρχει στα εργοστάσια όπου παράγονται προϊόντα που ικανοποιούν πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, όχι στα γραφεία όπου διακινούνται χρηματοοικονομικά παράγωγα. Εφ' όσον, λοιπόν, ο καπιταλισμός έφτασε στο σημείο να νοιάζεται περισσότερο για την ανάπτυξη των παραγώγων παρά για την πραγματική οικονομία, όχι μόνο δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η αδυναμία ανάκαμψής του από τις κρίσεις του αλλά ίσως πρέπει να προετοιμαζόμαστε και για την κατάρρευσή του.
Ίσως τα παραπάνω ακούγονται κάπως ως αφορισμοί και γενικότητες, οπότε ας τα κάνουμε πιο χειροπιαστά ρίχοντας μια επισταμένη ματιά σε μια από τις χώρες που προσδέθηκαν νωρίς στο νεοφιλελεύθερο άρμα, στην Μεγάλη Βρεττανία. Επιλέγω την Μεγάλη Βρεττανία ως παράδειγμα και όχι τις ΗΠΑ διότι οι πολιτειακοί διαθέτουν ένα πλεονέκτημα έναντι των βρεττανών: το δολλάριό τους. Παρά τις αδυναμίες του, το δολλάριο απολαμβάνει την ισχύ τού παγκόσμιου αποθετικού νομίσματος, κάτι που δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει η βρεττανική στερλίνα. Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ μπορούν να υπερχρεώνονται με άνεση ενώ η Βρεττανία όχι.
Στις 18 Μαΐου 2016, η λονδρέζικη εφημερίδα The Guardian δημοσίευσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο τού καθηγητή τού πανεπιστημίου τού Καίμπριτζ Χα-Τζουν Τσαν με τον εύγλωττο τίτλο "Να κάνουμε τα πράγματα να έχουν σημασία, αυτό ξέχασε η Βρεττανία" και τον ακόμη πιο εύγλωττο υπότιτλο "Η παραμέληση της μεταποίησης και η υπερβολική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι η αιτία της παρακμής της οικονομίας, όχι ο φόβος να εγκαταλείψει την ΕΕ" (*). Πράγματι, οι μελέτες τού πανεπιστημίου δείχνουν ότι η Βρεττανία δεν κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση τού 2008 λόγω της υπερδιόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα αλλά και της ταυτόχρονης συρρίκνωσης της βιομηχανικής της παραγωγής, η οποία συμμετέχει πλέον στο ΑΕΠ κατά ποσοστό χαμηλότερο του 10% (9,691% το 2016, όταν στην πτωχή και αναζητούσα εναγωνίως επενδυτές Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 9,8% - βλ. παραπάνω διάγραμμα), χάνοντας σχεδόν οκτώ ποσοστιαίες μονάδες σε μια δεκαετία.
Παρένθεση. Κατά την διετία 2013-2014 η βρεττανική οικονομία παρουσίασε σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάνοντας πολλούς υποστηρικτές τής εξόδου από το ευρώ να οργιάσουν. Όμως, η αλήθεια είναι πως αυτή η ανάπτυξη ήταν πρόσκαιρη και οφειλόταν στην δημιουργία μιας φούσκας ακινήτων, η οποία συγκρατήθηκε χάρη στην παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας. Κλείνει η παρένθεση.
Η κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής "κατάπιε" όλα τα ευεργετικά αποτελέσματα που υποτίθεται πως έπρεπε να προκύψουν από την συνολική υποτίμηση της στερλίνας κατά 30% την τελευταία δεκαετία. Θεωρητικά, μια τόσο μεγάλη υποτίμηση θα έπρεπε να βελτιώσει αποφασιστικά την ανταγωνιστικότητα των βρεττανικών προϊόντων, άρα να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής και να εξαφανίσει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Στην πράξη, όμως, τίποτε από αυτά δεν έγινε. Οι κάτοχοι του χρήματος εξακολούθησαν να συγκινούνται μόνο από τα χρηματοπιστωτικά παιχνίδια και να αδιαφορούν για όποιες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Τσαν, "η αδυναμία της μεταποίησης είναι ο κύριος λόγος για το συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ανερχόταν στο 5,2% του ΑΕΠ το 2015".
Μιας και αναφερθήκαμε σε "κατόχους του χρήματος", ας σημειώσουμε εδώ ότι κατά την οκταετία 2008-2015 (δηλαδή, ενώ η διεθνής καπιταλιστική κρίση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη) η περιουσία των χιλίων πλουσιώτερων βρεττανών διπλασιάστηκε. Φυσικά, σε τούτο βόηθησαν όσο μπορούσαν και οι κυβερνήσεις τόσο του εργατικού Γκόρντον Μπράουν όσο και του συντηρητικού Ντέιβιν Κάμερον, οι οποίες φρόντισαν να μειώσουν την φορολογία των εταιρειών αλλά και των υψηλών εισοδημάτων. Ιδού, λοιπόν, μια ακόμη απόδειξη ότι ο ισχυρισμός πως η μείωση της φορολογίας αυξάνει τις επενδύσεις δεν είναι παρά ένα καλοσερβιρισμένο παραμύθι. Την ίδια περίοδο, το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων παρέμεινε σταθερό, ο μέσος μισθός παρέμεινε ακινητοποιημένος στις 493 στερλίνες την εβδομάδα (ποσό πολύ χαμηλό σε σχέση με το υψηλό κόστος διαβίωσης) και η επίσημη ανεργία μειώθηκε ελάχιστα παρά την κατακόρυφη αύξηση των συμβάσεων ελαστικής εργασίας (μερικής, περιορισμένης έως και "μηδενικών ωρών").
Ας επιστρέψουμε όμως σε όσα λέγαμε πρωτύτερα για την σημασία τής βιομηχανικής παραγωγής. Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι υπάρχουν χώρες που μεγαλουργούν χάρη σε μια "μεταβιομηχανική οικονομία", η οποία βασίζεται κυρίως στις υπηρεσίες και στον τουρισμό, προβάλλοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ελβετία. Πρόκειται για παρατήρηση-σπέκουλα, η οποία παρουσιάζει ένα ψευδές δεδομένο ως αληθές. Όσο κι αν συνηθίσαμε να αντιλαμβανόμαστε την Ελβετία ως χώρα των τραπεζών και του χειμερινού -κυρίως- τουρισμού, δεν παύει να μιλάμε για την χώρα των ρολογιών, των τυριών, των σοκολατών, των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας κλπ κλπ. Η αλήθεια είναι ότι, με βάση την κατά κεφαλή παραγωγή προϊόντων, η Ελβετία είναι η πλέον βιομηχανική χώρα στον κόσμο! (**)
[Πηγή: http://researchbriefings.parliament.uk/ResearchBriefing/Summary/SN05809] |
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πούμε περισσότερα για να αποδείξουμε ότι η θεοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία μοιραία οδηγεί σε συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας, συνιστά παράνοια. Το μόνο που εγγυάται αυτή η παράνοια είναι ότι σύντομα θα επαληθευθούν όσοι εδώ και πολλά χρόνια έχουν παρατηρήσει πως ο καπιταλισμός διανύει το τελευταίο του στάδιο και σύντομα θα καταρρεύσει.
Επίλογος.
Στο άρθρο του, ο -κάθε άλλο παρά κομμουνιστής- καθηγητής Τσαν ισχυρίζεται πως
- "εάν η χώρα δεν προσφέρει στον βιομηχανικό της τομέα περισσότερα κεφάλαια, ισχυρότερη δημόσια στήριξη για Έρευνα και Ανάπτυξη και καλύτερα εκπαιδευμένους εργαζόμενους, δεν θα μπορέσει να οικοδομήσει την ισορροπημένη και βιώσιμη οικονομία που χρειάζεται απεγνωσμένα".
Και
κάπου εδώ χτυπάει κόκκινο η παράνοια: για να βγουν από το αδιέξοδο οι
καλές αγορές, χρειάζονται ισχυρότερη στήριξη από το κακό κράτος...
-------------------------------------------------
(*) Ha-Joon Chan, "Making things matters. This is what Britain forgot", The Guradian, 18/5/2016
(**) Jean Batou, "The soaring Swiss franc and class politics", 22/2/2015: "On the contrary, industrial output per capita in Switzerland is still the highest in the world". Επίσης: "Switzerland ranked No. 1 in manufacturing", 8/2/2015
-------------------------------------------------
(*) Ha-Joon Chan, "Making things matters. This is what Britain forgot", The Guradian, 18/5/2016
(**) Jean Batou, "The soaring Swiss franc and class politics", 22/2/2015: "On the contrary, industrial output per capita in Switzerland is still the highest in the world". Επίσης: "Switzerland ranked No. 1 in manufacturing", 8/2/2015
Σχόλια