του Κωνσταντίνου Μπίτσιου –
Μπορεί η κρίση της ΕΕ να απομακρύνθηκε, αλλά θα ήταν σφάλμα να θεωρηθεί πως αποτελεί παρελθόν. Πιθανότατα, μάλιστα, ο χειρισμός της να αποτελέσει προσεχώς και αιτία τριβών μεταξύ του προέδρου Μακρόν και της καγκελαρίου Μέρκελ.
Το ευρωπαϊκό πρόβλημα διατυπώνεται με άλλους όρους και το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το οικοδόμημα μπορεί να επιβιώσει. Αν και θα ήταν λάθος να υποτιμηθεί ο συνεκτικός ιστός που έχει διαμορφωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν και οι αποκλίνουσες τάσεις.
Η κρίση στην Ευρώπη δεν είναι περιστασιακή. Είναι κρίση υπαρξιακή. Ενώ παλαιότερα, η αντιπαράθεση ήταν ανάμεσα στις χώρες-μέλη που υποστήριζαν την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και στους απρόθυμους, το διακύβευμα έχει αλλάξει.Συνέχεια εδώ
Οι διαφορές είναι βαθιές και δυσκολεύουν την εξεύρεση των απαιτούμενων συμβιβασμών. Επικρατεί ένα κλίμα επιφυλακτικότητας πολλών εταίρων για τη συζήτηση των μεγάλων θεσμικών θεμάτων. Η άνοδος των αντισυστημικών δυνάμεων στην Ευρώπη μπορεί να μην ήταν της έκτασης που χρειαζόταν για να στείλει τον Ολλανδό Βίλντερς και τη Γαλλίδα Λεπέν στην εξουσία, αλλά αποτυπώνει ρεύματα που διατρέχουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Από την ευημερία στη λιτότητα
Η οικονομική κρίση του 2008 και η εφαρμογή πολιτικών λιτότητας έπληξαν καίρια τα μικρομεσαία στρώματα που είδαν τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται. Σ’ όλη τη Γηραιά Ήπειρο η πολυετής κρίση έχει ανατρέψει την αντίληψη ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι παράγοντας ευημερίας για όλους τους πολίτες.
Το ευρωπαϊκό όραμα έχει υποστεί σοβαρή βλάβη. Η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού είναι ηχηρή ακόμα και σε χώρες που ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του ενοποιητικού εγχειρήματος. Είναι ενδεικτικό ότι στην Ιταλία, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το κίνημα του Γκρίλο στην πρώτη θέση.
Η διαφοροποίηση των κοινωνικών δυνάμεων, ο τρόπος που βλέπουν πλέον το ενοποιητικό εγχείρημα και η ποιοτική αλλαγή που έχει συντελεστεί προσδιορίζει και τον τρόπο που το ίδιο το εγχείρημα μπορεί να προχωρήσει. Επηρεάζει άμεσα τις κυβερνήσεις και βάζει φραγμό στην ενοποιητική διαδικασία.Η ευρωπαϊκή κρίση επηρεάζει δυσμενώς τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας εντός της ΕΕ. Πολύ περισσότερο, όταν η χώρα μας βρίσκεται στη γνωστή κατάσταση. Η αρχή της ισοτιμίας των χωρών-μελών κατοχυρώνεται από τις Συνθήκες, αλλά εξανεμίζεται στην πράξη όταν δεν υφίστανται ερείσματα πραγματικής ισχύος.
Το έχουμε ξανακάνει
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η κρίση πρέπει να αποτελέσει βολικό άλλοθι για απουσία, για μη εκπόνηση και κατάθεση προτάσεων. Η Ελλάδα οφείλει να έχει όραμα και ένα γενικότερο σχέδιο για το μέλλον της Ευρώπης. Αυτό πρακτικά σημαίνει επεξεργασία αυτόφωτης ευρωπαϊκής πολιτικής και όχι βόλεμα στον ιδεολογικοπολιτικό μεταπρατισμό.Όσο και αν η θέση της χώρας μας είναι εξασθενημένη, η Ελλάδα δεν πρέπει να είναι ακόλουθος και να εισάγει κοινοτική πολιτική. Πρέπει να είναι ενεργητικός παίκτης, να είναι παράγοντας συνδιαμόρφωσης των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Η υπηρεσία Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του υπουργείου Εξωτερικών είχε στο παρελθόν σημαντική συνεισφορά τόσο στη διαμόρφωση ευρωπαϊκών πολιτικών, όσο και στην προώθηση των ελληνικών συμφερόντων. Χάραξε και υλοποίησε σημαντικές στρατηγικές. Τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, οι πολιτικές της Συνοχής και της Αλληλεγγύης που ενσωματώθηκαν στην Ενιαία Πράξη, το πρώτο και το δεύτερο πακέτο Ντελόρ και τέλος η πολιτική προετοιμασία για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ είναι τα εμβληματικά παραδείγματα.
Η ανάταξη και η ανάπτυξη της οικονομίας μας είναι προϋπόθεση για να έχει η Ελλάδα αξιόπιστη φωνή και για να διατηρηθεί στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ. Εδώ, όμως, είναι και το καίριο θέμα. Για τους εταίρους μας, το ελληνικό πρόβλημα έχει καταστεί σε γενικές γραμμές διαχειρίσιμο. Με την Ελλάδα σε μνημονιακό πιλότο, δεν είμαστε πλέον συστημικός κίνδυνος. Η κατάσταση αυτή βολεύει τους εταίρους, αλλά δεν συμφέρει τους Έλληνες.
Ελάφρυνση χρέους και εθνικό σχέδιο
Η κυβέρνηση, δίνει έμφαση αφενός στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, αφετέρου στη μείωση της υποχρέωσης για πρωτογενές πλεόνασμα 3.5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά. Και οι δύο αυτές επιδιώξεις είναι θετικές, αλλά έχουν λίγες πιθανότητες να γίνουν αποδεκτές στο άμεσο μέλλον, τουλάχιστον σε ικανοποιητικό βαθμό.Ακόμα, όμως, και αν από τις σχετικές διαπραγματεύσεις προκύψει σημαντικό αποτέλεσμα, θα είναι σχετικής σημασίας. Το κρίσιμο ζητούμενο είναι αλλού. Η παρούσα οικονομική πολιτική δεν οδηγεί σε έξοδο από την κρίση και η χώρα έχει φθάσει στα όρια της. Διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν ταυτίσει τα αναπτυξιακά κίνητρα με τις επιδοτήσεις και την ανάπτυξη με τα κοινοτικά κονδύλια. Τα κίνητρα αυτά, όμως, δεν αρκούν, αλλά και έχουν κατά πολύ εξαντλήσει τον ωφέλιμο βίο τους. Δεν λύνουν το πρόβλημα της ανάπτυξης.
Το οικονομικό μας πρόβλημα είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτικό. Οφείλεται δηλαδή, στη διαχρονική έλλειψη αξιόπιστου σχεδίου και αντίστοιχης πολιτικής βούλησης. Αφενός για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών, αφετέρου για την απελευθέρωση του δυναμικού που λιμνάζει στον ιδιωτικό τομέα. Μόνο έτσι η Ελλάδα θα εισέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά.
Η ενεργητικότητα των κυβερνήσεων δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο στην εφαρμογή των Μνημονίων. Ούτε να περιμένεις πάντα από τους άλλους να σου λύσουν τα προβλήματα σου. Η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευθεί τα σημαντικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να εκπονήσει ένα ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση.
Το σχέδιο αυτό πρέπει να έχει στον πυρήνα του τη διασφάλιση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και να εξειδικεύει πως τοποθετείται η Ελλάδα στους μεγάλους ευρωπαϊκούς στόχους (ψηφιακή ένωση, ενεργειακή ένωση, τραπεζική ένωση, διασύνδεση αγορών προϊόντων και υπηρεσιών). Μόνο τότε υπάρχει περίπτωση να σταθούμε γερά στα πόδια μας, να υποχρεώσουμε τους εταίρους να μας εμπιστευθούν και κατ’ επέκτασιν οι διαπραγματεύσεις μαζί τους να φέρουν θετικό αποτέλεσμα.
Σχόλια