Δημοκρατία χωρίς δήμο

του Κώστα Μελά

Εδώ και δύο αιώνες σχεδόν –ουσιαστικά από τον Κάντ και μετά– η ηθική γινόταν όλο και περισσότερο ακαδημαϊκός κλάδος, φτωχός συγγενής της φιλοσοφίας, ή υλικό θρησκευτικής κατήχησης. Όμως, εδώ και περίπου 40 χρόνια παρατηρούμε μια φαινομενικά επιθετική επιστροφή ενός λόγου που επικαλείται την ηθική. Ο όρος «λόγος» είναι εξάλλου υπερβολικός. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, η λέξη ηθική χρησιμοποιείται σαν σλόγκαν, ενώ στην καλύτερη αποτελεί σημάδι αμηχανίας και απορίας.


Οι ιστορικοί λόγοι αυτής της επαναφοράς εύκολα μπορούν να εντοπισθούν στο τέλος των μεγάλων πολιτικών αφηγήσεων (αλλά και πράξεων), όπως αυτές έλαβαν χώρα στα τελευταία 200 χρόνια στη Γηραιά Ήπειρο. Το τέλος αυτών των αφηγήσεων σηματοδότησε αφενός η πτώση του Σοβιετικού Συνασπισμού (κύριος φορέας των σοσιαλιστικών ιδεών), αφετέρου η φθίνουσα πορεία των δυτικών δημοκρατιών. Οι δύο αυτές εξελίξεις σηματοδοτούν, υπό μια έννοια, το τέλος της νεωτερικότητας και την εμφάνιση της εποχής που έχουμε ονομάσει μετανεωτερικότητα.

Οι νικήτριες, κυρίαρχες τάξεις

Η σημερινή ιστορική εποχή, στην οποία ο δυτικός άνθρωπος διάγει τον βίο του, σε πολιτικό επίπεδο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως α-πολιτική, αντιπολιτική και απα­θής. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου, όμως, ότι το «πολιτικό» εξαφανίζεται. Τουναντίον, κατά την άποψή μας, το «πολιτικό» ισχυροποιείται και καθίσταται κυρίαρχο, υπακούοντας στα κελεύσματα και τις επιταγές των νικητών αυτής της περιόδου.

Τα τελευταία 100-150 χρόνια διεξάγεται μία πολιτική πά­λη ανάμεσα στις κυρίαρχες και στις κυριαρχούμενες τάξεις. Μπορούμε να την διαβάσουμε υπό το πρίσμα του (αλά Καρλ Σμιτ) διπόλου εχθρός-φίλος. Ή υπό το πρίσμα της μαρξιστικής ταξικής πάλης, ή τέλος της σοσιαλδημοκρατικής οπτικής που επιδιώκει τη διεύρυνση της δημοκρατίας και το δημόσιο νοικοκύρεμα. Όπως και να την διαβάσουμε, θα συμπεράνουμε ανεπιφύλακτα ότι νικητές τουλάχιστον στην παρούσα φά­ση είναι οι κυρίαρχες τάξεις. Ασκούν την πολιτική τους κυριαρχία, επιβάλλοντας τους όρους τους.

Το κεντρικό ιδεολόγημα των νικητών είναι ότι έχει τελειώσει η πολιτική. Την απαξιώνουν στο διηνεκές, ή την μετατρέπουν σε διαδικασία συζή­τησης, επικοινωνίας και συναίνεσης. Δηλαδή, σε μια ουδέτερη διαχειριστική διαδικασία ζητημάτων άνευ ουσίας και ειδικού βάρους. Στόχος τους είναι να εμφανίζουν αυτό ως το πολιτικό πρόβλημα.

Υποτίμηση της Πολιτικής

Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που η απεμπόληση του πολιτικού καθίσταται πρακτικά αδύνατη, η όλη προσπάθεια επικεντρώνεται στην απε­μπόληση της πολιτικής, και την αντικατάστασή της από φορείς της πολιτικής που δεν είναι αναγκασμένοι να δια­βούν τη στενωπό της λαϊκής βούλησης και επιλογής. Φαινόμενο που εμφανώς εμφανίζεται πλέον και  στις «φιλελεύθερες» κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Δύσης.

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση ριζικής υποτίμησης του παραδοσιακού ρόλου της πολιτικής. Ποιος ήταν αυτός;

Πρώτον, ήταν ο χειρισμός της κρατικής εξουσίας στο εσωτερικό των χωρών.
Δεύτερον, ήταν ο τρόπος αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης της πολιτικής δύναμης.
Η κατάργηση των ορίων της πολιτικής συνδέεται με την καθιέρωση νέων κέντρων και πεδίων «υποπολιτικής», τα οποία βρίσκονται, πέρα από τους θεσμούς και τις συμβολικές μορφές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τέτοια κέντρα εξουσίας είναι το οικονομικό και το τεχνοεπιστημονικό σύστη­μα. Επίσης, τα πεδία της αντίστασης και της διαμαρτυρί­ας. Οι νέες εξουσίες, πάντως, επιχειρούν να δημιουρ­γήσουν μια «δημοκρατία χωρίς δήμο», ένα καθεστώς αυτονομημένο από τον λαό του.

H Πολιτική απαιτεί πολίτες

«Οι νεοεμφανιζόμενες δομές εξουσίας προδιαγράφουν μια οργάνωση του κό­σμου, κυριαρχούμενη από νέες ολιγαρχίες. Αυτές στηρίζονται σε κοινωνικές ομάδες και ελίτ, οι οποίες έχουν αποκτήσει μια ισχύ ελέγχου και λήψεων αποφάσεων έξω από το πλαίσιο πολιτικής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης –άρα και νομιμοποίησης– στα εθνικά κράτη. Η δυναμική αυτών των ολιγαρχιών υπακούει σε μια καθα­ρά κατακτητική λογική. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που μπορούμε να περιγράφουμε την πρόσφατη ιστορία του κόσμου ως την περίοδο της επιστροφής των κατακτητών, της επιστρο­φής μορφών ισχύος και κυριαρχίας που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν νέες βαρβαρότητες. Η με ιστορικούς όρους σύγχρονη εποχή στηρίζεται σε δομές αυταρχικής επέμβασης, οι οποίες δρουν σε παγκόσμια κλίμακα» (Κώστας Μελάς “Παγκοσμιοποίηση”, Εξάντας 1998).

Συνεπώς, το «πολιτικό», στην ανταγωνιστική του διάσταση, ζει και βασιλεύει. Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί είναι ακόμα μαζί μας. Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κι αλλιώς, αφού το πολιτικό περιλαμβάνει όλα όσα αφορούν τη ρητή εξουσία, η οποία περιλαμβάνει τα ιδιαίτερα όργα­νά της, τις συγκεκριμένες λειτουργίες της και το νομικό πλαίσιό της.

Ό,τι παρουσιάζεται ως τέλος της πολιτικής, ή ως εξαφάνιση του ανταγωνισμού, είναι αποφθέγματα μίας δημαγωγίας εκσυγχρονιστι­κού τύπου. Ή πρόκειται για ασταθή παρέμβαση ενός παλαιοπώλη της ηθικής! Επομένως, το ζητούμενο είναι να αντιληφθούμε ότι η Πολιτική είναι πάντοτε παρούσα και απαιτεί τη συνεχή προσπάθεια των πολιτών.

Σχόλια