Ευγενία Σαρηγιαννίδη
«Άιντε ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος να τη βγάλουμε και φέτος!» Στίχος από γνωστό λαϊκό άσμα Οι εκφάνσεις και οι υποκουλτούρες του παρασιτισμού εκδηλώνονται με μεγαλύτερη ένταση στην σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης και της υποτέλειας: Σ’ αυτό συμβάλουν η απουσία σταθερής απασχόλησης, ο διάχυτος ηδονισμός και ο κοσμοπολιτισμός που συχνά προσλαμβάνει τη μορφή του εξωτισμού. Ο καταναλωτισμός και ο ευδαιμονισμός χρηματοδοτείται έστω και με δανεικά, έστω με «ψίχουλα» που μαζεύει κανείς κουτσοβολεύοντας, ή/και κάνοντας οικογενειακό έρανο με το γνωστό σύνθημα […]
«Άιντε ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος να τη βγάλουμε και φέτος!»
Στίχος από γνωστό λαϊκό άσμα
Οι εκφάνσεις και οι υποκουλτούρες του παρασιτισμού εκδηλώνονται με μεγαλύτερη ένταση στην σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης και της υποτέλειας: Σ’ αυτό συμβάλουν η απουσία σταθερής απασχόλησης, ο διάχυτος ηδονισμός και ο κοσμοπολιτισμός που συχνά προσλαμβάνει τη μορφή του εξωτισμού.
Ο καταναλωτισμός και ο ευδαιμονισμός χρηματοδοτείται έστω και με δανεικά, έστω με «ψίχουλα» που μαζεύει κανείς κουτσοβολεύοντας, ή/και κάνοντας οικογενειακό έρανο με το γνωστό σύνθημα «Δώσε και Σώσε!».
Παράλληλα φαινόμενα είναι η διαφθορά ως μέσο εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, το ξεπούλημα των οικογενειακών περιουσιών, τα τυχερά παιχνίδια και ο τζόγος, ώστε να μπορεί κάποιος «ν’ αφήσει το θείο, να πιάσει το τζόκερ», που λέει και η γνωστή διαφήμιση.
Είναι ακόμα οι μη παραγωγικές κρατικές επιδοτήσεις, η ελπίδα για διορισμό στο δημόσιο, όχι πια υπό το καθεστώς της μονιμότητας, αλλά σαν «τρύπωμα» με οχτάμηνες ή πεντάμηνες συμβάσεις, ο συνωστισμός στις ΜΚΟ για εύρεση εργασίας σε διάφορες ψευτοφιλανθρωπικές δράσεις.
«Ρεμαλοποίηση» με άλλοθι
«Δεν θέλουμε δουλίτσα, θέλουμε μισθό!», όπως γράφει μια αφίσα που έχει πλημμυρίσει τον τελευταίο μήνα τους τοίχους του κέντρου της Αθήνας. Η υιοθέτηση μιας τυφλής τακτικής «δεν πληρώνω» – όχι πια υπό τη μορφή της συλλογικής (επαναστατικής επί της ουσίας), απόφασης για στάση πληρωμών προς τις ληστρικές πρακτικές του νεοελληνικού μνημονικού κράτους. Όχι, δηλαδή, με συγκεκριμένους κοινωνιοπολιτικούς στόχους, αλλά ένα «δεν πληρώνω όπου με παίρνει και μπορώ» (ό,τι εξοικονομήσω, ό,τι γλυτώσω, ό,τι αρπάξω)…
Μια στάση ενός «δεν πληρώνω» χωρίς πολιτικό και συλλογικό κριτήριο, χωρίς πολιτικό και συλλογικό πρόσταγμα. Μια στάση, η οποία συνδυάζεται όχι τόσο με μια δύσκολη προσπάθεια για αύξηση των εισοδημάτων, όσο με μια απόπειρα για ελαχιστοποίηση των εξόδων.
«Γιατί να ζήσω μόνος μου και να αυτονομηθώ, επειδή έγινα 30 ετών; Για να βάλω νοίκι και λογαριασμούς στο κεφάλι μου; Να βρω σύντροφο; Γιατί; Η σχέση απαιτεί έξοδα! Να βρω δουλειά; Τόσα που θα με πληρώνουν δεν αξίζει, ενώ αν δεν δουλεύω εξοικονομώ και κόπο και έξοδα μετακίνησης. Να κάνω παιδιά; Μόνο αν μου δώσουν ως επιβράβευση επίδομα τέκνου, είτε το κράτος είτε η οικογένειά μου! Να εργαστώ; Να κοπιάσω; Να αγωνιστώ; Γιατί; Τι θα κερδίσω; Λίγο «μαύρο», παίζεις και κανά «στοίχημα», φαΐ και στέγη καλυμμένα, να περνάει η ζωή!»
Καλύτερα «αραχτοί και λάιτ!», όπως έλεγε με τον ομώνυμο τίτλο της μια σειρά της ελληνικής τηλεόρασης ήδη από το 1994.
Τα ανωτέρω στοιχεία συγκροτούν θα λέγαμε την «κουλτούρα των χαμένων κορμιών». Είναι αυτή που οδηγεί ένα ποσοστό κυρίως από τις πιο νέες και πιο παραγωγικές ηλικίες σε μια σταδιακή «ρεμαλοποίηση».
Πολλά από τα προαναφερθέντα στοιχεία (όπως τα διάφορα είδη τζόγου, ή η διάδοση της χρήσης κάνναβης), αξίζουν ειδική μνεία, επειδή συναντώνται σε όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Για την ακρίβεια έχουν αρχίσει να ξεπερνούν κοινωνικοοικονομικά, και μορφωτικά σύνορα.
Απαξίωση της ζωής
Η κουλτούρα, λοιπόν, των «χαμένων κορμιών» χαρακτηρίζεται από απαξίωση της εργασίας ως μέσου επιβίωσης (ενδεχομένως και πλουτισμού), κατάρρευση του οράματος του αυτοδημιούργητου, απουσία «νοήματος», παθητικότητα, αναποφασιστικότητα, αίσθημα κενού, απουσία κινήτρου, έλλειψη προσανατολισμού και στοχοθεσίας, θεωρητικολογία και αδράνεια.
Η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της ελληνικής κρίσης εν μέρει βέβαια εξηγεί (χωρίς απαραίτητα να δικαιολογεί), τη διάδοση σε όλο και μεγαλύτερες μερίδες πληθυσμού της «κουλτούρας των χαμένων κορμιών».
Ας θυμηθούμε το προηγούμενο άρθρο της παρούσας στήλης με αφορμή ένα τηλεπαιχνίδι με τίτλο «survivor», με σκοπό να συσχετίσουμε την διαστρεβλωμένη έννοια της επιβίωσης με την «κουλτούρα των χαμένων κορμιών».
Είναι αξιοσημείωτο άλλωστε ότι το εν λόγω τηλεπαιχνίδι έχει τόσο υψηλή τηλεθέαση, ώστε εκπρόσωποι του Ελληνικού Κοινοβουλίου , αστειευόμενοι, δήλωσαν ότι «δεν χρειάζεται να έχουμε εντάσεις αυτή την ώρα. Έτσι και αλλιώς μόνοι μας είμαστε, αφού οι 9 στους 10 Έλληνες τώρα βλέπουν Survivor»!
Η κατάπτωση ως κουλτούρα
Δανειζόμενοι λοιπόν τα λόγια του Κρίστοφερ Λας από το βιβλίο του «Ο Ελάχιστος Εαυτός, Ψυχική Επιβίωση σε Καιρούς Αναστάτωσης» (2006, εκδ. Νησίδες, σ. 11) θα επισημαίναμε ότι:
«Σε μια εποχή δυσκολιών, η καθημερινή ζωή γίνεται άσκηση στην επιβίωση. Οι άνθρωποι ζουν μόνο το σήμερα. Σπάνια κοιτάζουν πίσω, για να μην παραδοθούν σε μια παραλυτική «νοσταλγία». Και αν κοιτάζουν μπρος, είναι για να δουν πως μπορούν να προστατευθούν από τις συμφορές που σχεδόν όλοι περιμένουν σήμερα.
»Στις συνθήκες αυτές, η εαυτότητα γίνεται κάτι σαν πολυτέλεια, εκτός τόπου σε μια εποχή επικείμενης λιτότητας. Η εαυτότητα υποδηλώνει προσωπική ιστορία, φίλους, οικογένεια, μια αίσθηση τόπου. Σε κατάσταση πολιορκίας, ο εαυτός συστέλλεται σε έναν αμυντικό πυρήνα, εξοπλισμένο ενάντια στις αντιξοότητες. Η συναισθηματική ισορροπία απαιτεί έναν ελάχιστο εαυτό και όχι τον επιβλητικό εαυτό του πρόσφατου παρελθόντος».
Ο συλλογικός «ελάχιστος εαυτός»
Στην Ελλάδα, ο συλλογικός «επιβλητικός εαυτός του παρελθόντος» πίστευε μέχρι ακόμα πριν από 50-60 χρόνια σε εθνικά οράματα αθανασίας. Σήμερα, φαίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ το γνωστό και αγαπητό σε πολλούς λαϊκό τραγούδι: «Μια είναι η ουσία δεν υπάρχει αθανασία…!»
Και μοιάζει ο συλλογικός «ελάχιστος εαυτός» του παρόντος να συμβιβάζεται με μια ιδέα επιβίωσης από μέρα σε μέρα. Με μέγιστο χρονικό ορίζοντα «ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος να τη βγάλουμε και φέτος»…
Με άλλα λόγια, από το «όπου γη πατρίς» έως το «δώσε ημίν σήμερον» καλλιεργείται μια «κουλτούρα χαμένων κορμιών». Κουλτούρα, την οποία φαίνεται δυστυχώς να υιοθετεί όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού λαού στην καθημερινή του πρακτική, σε σημείο που να την αναγάγει σε «άποψη» και στάση ζωής.
ΠΗΓΗ
«Άιντε ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος να τη βγάλουμε και φέτος!» Στίχος από γνωστό λαϊκό άσμα Οι εκφάνσεις και οι υποκουλτούρες του παρασιτισμού εκδηλώνονται με μεγαλύτερη ένταση στην σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης και της υποτέλειας: Σ’ αυτό συμβάλουν η απουσία σταθερής απασχόλησης, ο διάχυτος ηδονισμός και ο κοσμοπολιτισμός που συχνά προσλαμβάνει τη μορφή του εξωτισμού. Ο καταναλωτισμός και ο ευδαιμονισμός χρηματοδοτείται έστω και με δανεικά, έστω με «ψίχουλα» που μαζεύει κανείς κουτσοβολεύοντας, ή/και κάνοντας οικογενειακό έρανο με το γνωστό σύνθημα […]
«Άιντε ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος να τη βγάλουμε και φέτος!»
Στίχος από γνωστό λαϊκό άσμα
Οι εκφάνσεις και οι υποκουλτούρες του παρασιτισμού εκδηλώνονται με μεγαλύτερη ένταση στην σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης και της υποτέλειας: Σ’ αυτό συμβάλουν η απουσία σταθερής απασχόλησης, ο διάχυτος ηδονισμός και ο κοσμοπολιτισμός που συχνά προσλαμβάνει τη μορφή του εξωτισμού.
Ο καταναλωτισμός και ο ευδαιμονισμός χρηματοδοτείται έστω και με δανεικά, έστω με «ψίχουλα» που μαζεύει κανείς κουτσοβολεύοντας, ή/και κάνοντας οικογενειακό έρανο με το γνωστό σύνθημα «Δώσε και Σώσε!».
Παράλληλα φαινόμενα είναι η διαφθορά ως μέσο εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, το ξεπούλημα των οικογενειακών περιουσιών, τα τυχερά παιχνίδια και ο τζόγος, ώστε να μπορεί κάποιος «ν’ αφήσει το θείο, να πιάσει το τζόκερ», που λέει και η γνωστή διαφήμιση.
Είναι ακόμα οι μη παραγωγικές κρατικές επιδοτήσεις, η ελπίδα για διορισμό στο δημόσιο, όχι πια υπό το καθεστώς της μονιμότητας, αλλά σαν «τρύπωμα» με οχτάμηνες ή πεντάμηνες συμβάσεις, ο συνωστισμός στις ΜΚΟ για εύρεση εργασίας σε διάφορες ψευτοφιλανθρωπικές δράσεις.
«Ρεμαλοποίηση» με άλλοθι
«Δεν θέλουμε δουλίτσα, θέλουμε μισθό!», όπως γράφει μια αφίσα που έχει πλημμυρίσει τον τελευταίο μήνα τους τοίχους του κέντρου της Αθήνας. Η υιοθέτηση μιας τυφλής τακτικής «δεν πληρώνω» – όχι πια υπό τη μορφή της συλλογικής (επαναστατικής επί της ουσίας), απόφασης για στάση πληρωμών προς τις ληστρικές πρακτικές του νεοελληνικού μνημονικού κράτους. Όχι, δηλαδή, με συγκεκριμένους κοινωνιοπολιτικούς στόχους, αλλά ένα «δεν πληρώνω όπου με παίρνει και μπορώ» (ό,τι εξοικονομήσω, ό,τι γλυτώσω, ό,τι αρπάξω)…
Μια στάση ενός «δεν πληρώνω» χωρίς πολιτικό και συλλογικό κριτήριο, χωρίς πολιτικό και συλλογικό πρόσταγμα. Μια στάση, η οποία συνδυάζεται όχι τόσο με μια δύσκολη προσπάθεια για αύξηση των εισοδημάτων, όσο με μια απόπειρα για ελαχιστοποίηση των εξόδων.
«Γιατί να ζήσω μόνος μου και να αυτονομηθώ, επειδή έγινα 30 ετών; Για να βάλω νοίκι και λογαριασμούς στο κεφάλι μου; Να βρω σύντροφο; Γιατί; Η σχέση απαιτεί έξοδα! Να βρω δουλειά; Τόσα που θα με πληρώνουν δεν αξίζει, ενώ αν δεν δουλεύω εξοικονομώ και κόπο και έξοδα μετακίνησης. Να κάνω παιδιά; Μόνο αν μου δώσουν ως επιβράβευση επίδομα τέκνου, είτε το κράτος είτε η οικογένειά μου! Να εργαστώ; Να κοπιάσω; Να αγωνιστώ; Γιατί; Τι θα κερδίσω; Λίγο «μαύρο», παίζεις και κανά «στοίχημα», φαΐ και στέγη καλυμμένα, να περνάει η ζωή!»
Καλύτερα «αραχτοί και λάιτ!», όπως έλεγε με τον ομώνυμο τίτλο της μια σειρά της ελληνικής τηλεόρασης ήδη από το 1994.
Τα ανωτέρω στοιχεία συγκροτούν θα λέγαμε την «κουλτούρα των χαμένων κορμιών». Είναι αυτή που οδηγεί ένα ποσοστό κυρίως από τις πιο νέες και πιο παραγωγικές ηλικίες σε μια σταδιακή «ρεμαλοποίηση».
Πολλά από τα προαναφερθέντα στοιχεία (όπως τα διάφορα είδη τζόγου, ή η διάδοση της χρήσης κάνναβης), αξίζουν ειδική μνεία, επειδή συναντώνται σε όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Για την ακρίβεια έχουν αρχίσει να ξεπερνούν κοινωνικοοικονομικά, και μορφωτικά σύνορα.
Απαξίωση της ζωής
Η κουλτούρα, λοιπόν, των «χαμένων κορμιών» χαρακτηρίζεται από απαξίωση της εργασίας ως μέσου επιβίωσης (ενδεχομένως και πλουτισμού), κατάρρευση του οράματος του αυτοδημιούργητου, απουσία «νοήματος», παθητικότητα, αναποφασιστικότητα, αίσθημα κενού, απουσία κινήτρου, έλλειψη προσανατολισμού και στοχοθεσίας, θεωρητικολογία και αδράνεια.
Η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της ελληνικής κρίσης εν μέρει βέβαια εξηγεί (χωρίς απαραίτητα να δικαιολογεί), τη διάδοση σε όλο και μεγαλύτερες μερίδες πληθυσμού της «κουλτούρας των χαμένων κορμιών».
Ας θυμηθούμε το προηγούμενο άρθρο της παρούσας στήλης με αφορμή ένα τηλεπαιχνίδι με τίτλο «survivor», με σκοπό να συσχετίσουμε την διαστρεβλωμένη έννοια της επιβίωσης με την «κουλτούρα των χαμένων κορμιών».
Είναι αξιοσημείωτο άλλωστε ότι το εν λόγω τηλεπαιχνίδι έχει τόσο υψηλή τηλεθέαση, ώστε εκπρόσωποι του Ελληνικού Κοινοβουλίου , αστειευόμενοι, δήλωσαν ότι «δεν χρειάζεται να έχουμε εντάσεις αυτή την ώρα. Έτσι και αλλιώς μόνοι μας είμαστε, αφού οι 9 στους 10 Έλληνες τώρα βλέπουν Survivor»!
Η κατάπτωση ως κουλτούρα
Δανειζόμενοι λοιπόν τα λόγια του Κρίστοφερ Λας από το βιβλίο του «Ο Ελάχιστος Εαυτός, Ψυχική Επιβίωση σε Καιρούς Αναστάτωσης» (2006, εκδ. Νησίδες, σ. 11) θα επισημαίναμε ότι:
«Σε μια εποχή δυσκολιών, η καθημερινή ζωή γίνεται άσκηση στην επιβίωση. Οι άνθρωποι ζουν μόνο το σήμερα. Σπάνια κοιτάζουν πίσω, για να μην παραδοθούν σε μια παραλυτική «νοσταλγία». Και αν κοιτάζουν μπρος, είναι για να δουν πως μπορούν να προστατευθούν από τις συμφορές που σχεδόν όλοι περιμένουν σήμερα.
»Στις συνθήκες αυτές, η εαυτότητα γίνεται κάτι σαν πολυτέλεια, εκτός τόπου σε μια εποχή επικείμενης λιτότητας. Η εαυτότητα υποδηλώνει προσωπική ιστορία, φίλους, οικογένεια, μια αίσθηση τόπου. Σε κατάσταση πολιορκίας, ο εαυτός συστέλλεται σε έναν αμυντικό πυρήνα, εξοπλισμένο ενάντια στις αντιξοότητες. Η συναισθηματική ισορροπία απαιτεί έναν ελάχιστο εαυτό και όχι τον επιβλητικό εαυτό του πρόσφατου παρελθόντος».
Ο συλλογικός «ελάχιστος εαυτός»
Στην Ελλάδα, ο συλλογικός «επιβλητικός εαυτός του παρελθόντος» πίστευε μέχρι ακόμα πριν από 50-60 χρόνια σε εθνικά οράματα αθανασίας. Σήμερα, φαίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ το γνωστό και αγαπητό σε πολλούς λαϊκό τραγούδι: «Μια είναι η ουσία δεν υπάρχει αθανασία…!»
Και μοιάζει ο συλλογικός «ελάχιστος εαυτός» του παρόντος να συμβιβάζεται με μια ιδέα επιβίωσης από μέρα σε μέρα. Με μέγιστο χρονικό ορίζοντα «ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος να τη βγάλουμε και φέτος»…
Με άλλα λόγια, από το «όπου γη πατρίς» έως το «δώσε ημίν σήμερον» καλλιεργείται μια «κουλτούρα χαμένων κορμιών». Κουλτούρα, την οποία φαίνεται δυστυχώς να υιοθετεί όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού λαού στην καθημερινή του πρακτική, σε σημείο που να την αναγάγει σε «άποψη» και στάση ζωής.
ΠΗΓΗ
Σχόλια