Ζαν Μποντριγιάρ: Το τέλειο έγκλημα της δολοφονίας της πραγματικότητας (βίντεο)

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε μέσα στην σπάνη. Έπειτα από πολλές περιπέτειες κι ένα μακρύ ταξίδι στις θάλασσες της οικονομικής επιστήμης, συνάντησε την κοινωνία της αφθονίας. Παντρεύτηκαν κι απέκτησαν πολλές ανάγκες». Αυτός είναι, σύμφωνα με τον Ζ. Μπωντριγιάρ, ο ιδρυτικός μύθος του καταναλωτικού ανθρώπου: κάποιος, δηλαδή, που έχει ανάγκες και οι οποίες για να ικανοποιηθούν τον οδηγούν σε διάφορα αντικείμενα. Αλλά επειδή ο άνθρωπος δεν ικανοποιείται ποτέ, η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται απεριόριστα, με την προδηλότητα των παραμυθιών. Οι ανάγκες, βέβαια, του Homo Oeconomicus ήταν συγκεκριμένες, ξέραμε τι ζητούσε· τώρα, όμως, η αγορά ενός αυτοκινήτου χρησιμεύει μεν σε κάτι αλλά λειτουργεί και ως στοιχείο άνεσης και κύρους, δηλαδή πέρα από τη συγκεκριμένη ανάγκη, και σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο εδράζεται η καινούργια μυθολογία της καταναλωτικής κοινωνίας.


Σαν σήμερα, το 2007, πριν δηλαδή δέκα χρόνια, πέθανε ο γάλλος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, πολιτικός σχολιαστής και φωτογράφος Ζαν Μποντριγιάρ. Ο Μποντριγιάρ γεννήθηκε το 1929 στο Ρενς, σπούδασε γερμανική φιλολογία κι έζησε κάποια χρόνια στη Γερμανία. Επέστρεψε στη Γαλλία ως διδάκτωρ κοινωνιολογίας και δίδαξε στο πανεπιστήμιο Paris - X Nanterre. Μετέφρασε στα γαλλικά Μπέρτολντ Μπρεχτ, Πέτερ Βάις και Ε. Μύλμαν.

Ο Μποντριγιάρ έγραψε περίπου πενήντα βιβλία και ήταν διάσημος για την κριτική που ασκούσε στους μηχανισμούς της καταναλωτικής κοινωνίας.

Το σύστημα της κατανάλωσης δεν στηρίζεται στην ανάγκη και στην ηδονή, αλλά σ’ έναν κώδικα σημείων-αντικειμένων και διαφορών, έγραφε ο Μποντριγιάρ. Η κυκλοφορία, η αγορά, η ιδιοποίηση αγαθών και αντικειμένων/σημείων, αποτελούν, συνεπώς, τον κώδικα με τον οποίο ολόκληρη η κοινωνία επικοινωνεί και μιλάει.

Ο άνθρωπος-καταναλωτής, έγραφε ο Μποντριγιάρ πριν τριάντα χρόνια στο βιβλίο του «Η καταναλωτική κοινωνία» (είχε προηγηθεί «το σύστημα αντικειμένων», 1968), είναι πλέον «μια επιχείρηση ηδονής και ικανοποίησης»· μιας θεσμοποιημένης, καταναγκαστικής ηδονής, η οποία δεν είναι ούτε δικαίωμα ούτε τέρψη, αλλά καθήκον του πολίτη που οφείλει να απολαμβάνει, οφείλει να είναι ευτυχισμένος, ερωτευμένος, ευφορικός, δυναμικός, συμμετοχικός, ενθουσιαστικός· ο πολλαπλασιασμός των σχέσεων και των επαφών του καθώς και η εντατική χρήση σημείων/αντικειμένων θα συστήσουν την αρχή της μεγιστοποίησης της ύπαρξής του, κατά το αντίστοιχο της μεγιστοποίησης του κέρδους και του παραδοσιακού καταναγκασμού για εργασία και παραγωγή. Στο παιχνίδι πια δεν υπάρχει χώρος για τον πόθο και την επιλογή, αλλά μόνο για την «περιέργεια» της Fun-Morality, της επιταγής δηλαδή αξιοποίησης στο έπακρο όλων των δυνατοτήτων ικανοποίησης -Σήμερα, ωστόσο, έχουμε διαβεί το στάδιο της «περιέργειας» και βρισκόμαστε σ’ αυτό της παροξιστικής αδιαφορίας, σημειώνει ο Μπωντριγιάρ στο Le paroxyste indifferent (1997).

Το περιβάλλον των ανθρώπων δεν είναι πλέον οι άλλοι άνθρωποι αλλά τα αντικείμενα και «όπως το λυκόπαιδο που γίνεται λύκος για να ζήσει μαζί με τους λύκους», έτσι κι εμείς γινόμαστε λειτουργικοί, όπως τα αντικείμενα. Η καταναλωτική κοινωνία συνιστά μία θεμελιώδη μετάλλαξη της οικολογίας του ανθρώπινου είδους, όπου όλα διέπονται πια από το νόμο της ανταλλακτικής αξίας.

Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του Ζαν Μποντριγιάρ είναι τα Αμερική, H διαφάνεια του κακού, Η έκταση της επικοινωνίας, Ο καθρέφτης της παραγωγής, Το σύστημα των πραγμάτων και L' Echange symbolique et la mort.

Σύμφωνα με τον Μποντριγιάρ η νέα κοινωνική κατάσταση είναι η «υπερπραγματικότητα» των προσομοιώσεων που επιβάλλουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, όπου εικόνες και θέαμα αντικαθιστούν πλέον τον κόσμο του νοήματος, τις έννοιες της ταξικής σύγκρουσης και της παραγωγής.

Έτσι, ο μετανεωτερικός άνθρωπος, φυλακισμένος στο σύμπαν των θεαμάτων και των ομοιωμάτων, χάνει σε τέτοιο βαθμό την αίσθηση της εξωτερικής πραγματικότητας, ώστε η έννοια «πραγματικό» μοιάζει να μη σημαίνει πλέον τίποτε. Η ναρκωμένη και υπνωτισμένη συνείδηση, «σαγηνευμένη» από την εικόνα, βυθίζεται σ’ αυτόν τον ωκεανό του εικονικού, μεταφέροντας τη ζωή στις οθόνες της τηλεόρασης και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο Μποντριγιάρ θα διαπιστώσει ότι το σοβαρότερο πρόβλημα της Δύσης δεν είναι, εντέλει, η εμπορευματοποίηση του κόσμου αλλά η αισθητικοποίησή του, η κοσμοπολίτικη εκκοσμίκευσή του, ο μετασχηματισμός του σε εικόνες και η σημειολογική του οργάνωση.

Η «δολοφονία της πραγματικότητας» αποτελεί για τον Γάλλο στοχαστή «το τέλειο έγκλημα», «το σπουδαιότερο γεγονός της σύγχρονης ιστορίας». Η χώρα που αποτέλεσε το μοντέλο της αισθητικοποίησης και της εικονοποίησης της πραγματικότητας είναι η Αμερική(ΗΠΑ). Η Αμερική είναι η χώρα όπου «η ομορφιά είναι αυτή που δημιουργείται από την αισθητική χειρουργική των σωμάτων, η μόνη αστική ομορφιά είναι αυτή που δημιουργείται από τη χειρουργική του πράσινου, η μόνη γνώμη είναι αυτή που δημιουργείται από την αισθητική χειρουργική των δημοσκοπήσεων (...) Και να που τώρα φτάνει, με τη γενετική μηχανική, η αισθητική χειρουργική του ανθρώπινου είδους». «…η Αμερική είναι παντού, σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και σ’ όλες τις χώρες, είναι παντού μέσω της μιντιατικής προβολής της...». Γι’ αυτό σ’ όλο τον κόσμο επισυμβαίνει ό,τι και στην Αμερική, όλοι έχουν την εντύπωση ότι όλα τα όνειρα για πλούτο δικαιοσύνη, ελευθερία, ατομικότητα ακόμα και οι ουτοπίες έχουν πραγματοποιηθεί. Μόνο που αυτό το οποίο πραγματικά υλοποιήθηκε δεν είναι παρά η αντι-ουτοπία «του παραλόγου, της ταπείνωσης του εδάφους, της απροσδιοριστίας του υποκειμένου και της γλώσσας, της εξουδετέρωσης όλων των αξιών, του θανάτου του πολιτισμού». Η Αμερική ήταν ο βατήρας, από τον οποίο μεταπήδησε σ’ όλο τον κόσμο, της προσομοίωσης και του διαπολιτικού. Στην Αμερική υπάρχει «η ίδια βία, οι ίδιες αντιθέσεις, αλλά εκείνο που δημιουργεί τη διαφορά είναι η υπερέκθεσή τους. (Πρόκειται) για τη διαφορά του πραγματικού και του πιο πραγματικού από το πραγματικό, του κοινότοπου και του πιο κοινότοπου από το κοινότοπο, του βίαιου και του πιο βίαιου από το βίαιο...». Ακόμα και οι μπίζνες έχουν γίνει ένα σόου, ο καπιταλισμός ο ίδιος πέρασε στην πλευρά του θεάματος…».

Βρισκόμαστε πλέον στο στάδιο fractal όπου ο καθένας δεν είναι παρά μία συνάθροιση δεδομένων, όπου το άτομο είναι κατακερματισμένο και διαιρετέο έπ’ άπειρον. Όπως συνέβη με την ύλη η οποία από ανάλυση σε ανάλυση κατέστη ατομική, ύστερα πυρηνική και τώρα ο πυρήνας διασπάται αδιαλείπτως, έτσι και με την ανθρώπινη ύπαρξη βαίνουμε στον ταυτόχρονο τεμαχισμό του σώματος και του κεφαλιού, στο κομμάτιασμα όλων των λειτουργιών, μέχρι του σημείου να μη μείνει τίποτα από την παλιά έννοια του ατόμου-υποκειμένου. Το άτομο ως ενιαία μορφή, όπως εξάλλου συμβαίνει και με την κοινωνία, υφίσταται μόνο εικονικά. Ζούμε ως άτομα χωρίς να είμαστε πραγματικά. Το Εγώ, δηλαδή το υποκείμενο το οποίο ως τέτοιο ήταν μια στιγμή ελευθερίας, τώρα έχει πλήρως κατατμηθεί και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έχει ξεπεραστεί.

Το γοητευτικό παιχνίδι του Μπωντριγιάρ με τις λέξεις, τη γλώσσα και τις ιδέες εντάσσεται στη λογική του «παιχνιδιού της γητιάς»(Συνθήματα).

  • Κατά τη γνώμη του ο άνθρωπος δεν άρχισε να κατασκευάζει τα πράγματα με προορισμό ένα κόσμο της ανταλλακτικής αξίας, αλλά για να τα «γοητεύσει», να τα εκτρέψει από την ταυτότητά τους. Υπ’ αυτή την έννοια η γοητεία αναφέρεται στα πάντα και όχι μόνο στην ανταλλαγή ανάμεσα στα φύλλα. Η γοητεία είναι μία πρόκληση, μία μορφή που πάντα τείνει να διαταράξει την ταυτότητα και το νόημα της ζωής κάποιου. «Θέλω τη σκέψη», γράφει ο Μποντριγιάρ, «να είναι παράδοξη, γοητευτική», όχι ως χειραγωγητική κολακεία, αλλά ως εκτροπή ταυτότητας, ως εκτροπή του είναι. Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι προφανώς «ένας προβοκάτορας που διαχειρίζεται την ψευδαίσθηση με την ψευδαίσθηση» που, όμως, δεν μπορεί να εφαρμόζεται παντού. Για τούτο πρέπει να αποδεχθούμε δύο επίπεδα σκέψης: μία σκέψη ορθολογική, αιτιακή και μία άλλη αυτή του μυστικού προορισμού. Πρόκειται ίσως για τη λογική της ερήμου, που υποδηλώνεται στο σύνθημα: «Η ΕΡΗΜΟΣ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ. Η άτρωτη (δηλαδή) χάρη του κλίματος, προνόμιο της φύσης που αποτελειώνει τον παράλογο πλούτο που είναι ο πλούτος των ανθρώπων». ΠΗΓΗ

Σχόλια