Η ΕΕ βρίσκεται μπροστά σε μία δομική κρίση στην εξηντάχρονη πορεία της. Τούτη τη φορά φαίνεται ότι πρόκειται για μια κρίση βαθιά, έντονη, υπαρξιακή, η οποία αντανακλάται και στο εκλογικό επίπεδο. Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα.
Αντί να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι σκέφτονται οι πολιτικές αρχηγεσίες της Γερμανίας και των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, είναι θεμιτό να αναστοχαστούμε τα προβλήματα, τους τρόπους και τα μέσα που έχουν ακολουθήσει μέχρι σήμερα οι ενωσιακές διαδικασίες. Ίσως έτσι καταλάβουμε τι έχει πάει στραβά μέχρι σήμερα σε σχέση με τον σχεδιασμό. Τι είναι αυτό που θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την ύπαρξη του ευρωπαϊκού οράματος.
Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπιστούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις, όχι απλές αποκλίσεις θέσεων, ποικιλία απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με τη μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί.
Η μέθοδος Μονέ
Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχτηκε σε «μη λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ», η οποία στηρίζεται στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ «Η Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων που η ίδια θα φέρει στις κρίσεις αυτές».
Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη, γιατί μόνο έτσι η λύση, ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς, διευρύνοντας το φάσμα των τομέων τής από κοινού δράσης, βαθαίνοντας την ολοκλήρωση. Αποτέλεσμα αυτής της νεολειτουργικής λογικής ήταν και η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με προεξάρχουσα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι κατεστημένες αρχηγεσίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού -αυτές που ελέγχουν τις διεθνείς ροές του χρήματος και της πληροφορίας- είναι βαθιά ριζωμένες στην πλανητική οικονομία και στις εξεζητημένες τεχνολογίες της. Είναι πολιτιστικά φιλελεύθερες, δηλαδή «μοντέρνες» και «ανοιχτόμυαλες». Στον βαθμό που η εξουσία τους ενισχύεται και παγκοσμιοποιείται, εκδηλώνουν μια αυξανόμενη περιφρόνηση για τις αξίες και τις αρετές που κάποτε θεμελίωναν το δημοκρατικό ιδεώδες.
Έγκλειστες μέσα στα πολλαπλά τους «δίκτυα», στους κόλπους των οποίων ζουν μονίμως «νομαδικά», βιώνουν τον εγκλεισμό τους μέσα στον ανθρώπινα συρρικνωμένο κόσμο της οικονομίας σαν μια ευγενή, «κοσμοπολίτικη» περιπέτεια. Κι αυτό, ενώ καθημερινά γίνεται όλο και πιο έκδηλη η δραματική ανικανότητά τους να κατανοήσουν αυτούς που δεν τους μοιάζουν, και πρώτα απ’ όλους τους καθημερινούς ανθρώπους της ίδιας της χώρας τους.
Τα όρια της υπερεθνικής μεθόδου
Η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση, εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών, όπως στους χώρους της «υψηλής πολιτικής», θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης. Σε χώρους εξαιρετικής σημασίας για το εθνικό συμφέρον, τα έθνη προτιμούν τη βεβαιότητα ή την αυτοελεγχόμενη αβεβαιότητα της εθνικής αυτάρκειας έναντι μιας ανεξέλεγκτης αβεβαιότητας. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές αρχηγεσίες το αντιλήφθηκαν εγκαίρως.
Η λογική της διαφορετικότητας σημαίνει ότι σε ένα θέμα ζωτικής σημασίας οι απώλειες δεν αντισταθμίζονται με τα κέρδη σε κάποιο άλλο (λιγότερο ζωτικής σημασίας). Η λογική της ενοποίησης μετατρέπει τις αβεβαιότητες της υπερεθνικής λειτουργικής διαδικασίας σε δημιουργικές. Η λογική της διαφορετικότητας τις αντιμετωπίζει ως καταστροφικές έπειτα από ένα συγκεκριμένο όριο: Η ρωσική ρουλέτα αποτελεί ένα ευχάριστο παιχνίδι, φτάνει το όπλο να είναι γεμισμένο με άσφαιρα.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση βασίστηκε στην παθητική συναίνεση των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών. Αυτοί θεώρησαν κατ’ αρχάς αδιάφορα τα γενόμενα λόγω της σαφούς έλλειψης ενημέρωσης, δεδομένου ότι οι διαδικασίες προώθησης της ολοκλήρωσης γίνονταν (και γίνονται) «εξ υφαρπαγής». Δευτερευόντως, επειδή φαίνεται πως «πείστηκαν» μέσω μιας βασικής υπόσχεσης εκ μέρους των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έχει θετικές οικονομικές επιδράσεις στην καθημερινότητά τους και στη γενικότερη ευημερία τους . Υπό την προϋπόθεση να εγκαταλειφθεί κάθε είδος «λαϊκισμού» που δημιουργεί μόνο προβλήματα στην οικονομία.
Αυτή η «πειθώ» οφείλεται πρωταρχικά στα ΜΜΕ και στην ηγεμονία που αυτά ασκούν στη διαμόρφωση των επιθυμητών αντιλήψεων. Η αίσθηση αυτή ήταν καταλυτικά κυρίαρχη στις νεοεισερχόμενες χώρες οι οποίες εμφανίζονται «βασιλικότερες του βασιλέως». Όμως, παρ’ όλα αυτά, η ΕΕ κατάφερε να δημιουργήσει, με το πέρασμα του χρόνου και παρά το τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα, ένα δικό του πολιτικό σύστημα. Σύστημα ιδιόμορφο που έχει τους δικούς του κανόνες και τα δικά του θεσμικά όργανα, τα οποία νομοθετούν σ’ ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο. Αυτό το πεδίο ξεκινάει από την οικονομία και φτάνει μέχρι τον χώρο της Δικαιοσύνης, του περιβάλλοντος και της μετανάστευσης.
Στα μουλωχτά
Με τη διαδικασία αυτή και στα μουλωχτά δημιουργήθηκε ένα ευρύ θεσμικό πλαίσιο, ένα νομικό δίχτυ που απλώθηκε πάνω από τα εθνικά κράτη, υποτάσσοντας σημαντικά κομμάτια της κυριαρχίας τους. Επομένως, είναι λίγο παράδοξο σήμερα να μιλάμε για απουσία πολιτικής πρακτικής εκ μέρους των πολιτικών ελίτ των ευρωπαϊκών χωρών.
Το πολιτικό είναι πάντοτε παρόν στις ανθρώπινες και ως εκ τούτου στις κοινωνικές διεργασίες. Όμως, πρόκειται για το πολιτικό χαμηλής εντάσεως που κατευθύνεται στη σφαίρα της οικονομίας και σε συναφή θέματα που υποστηρίζουν την οικονομική προσέγγιση όλων των λοιπών προβλημάτων. Αλλά και σε αυτό το επίπεδο τα αποτελέσματα, σε σύγκριση με τους αρχικούς σκοπούς, ήταν με τον ερχομό της οικονομικής κρίσης καταστροφικά.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η «πολιτική» έκφραση στην ΕΕ αποτέλεσε τη συνισταμένη των «διακυβερνητικών» βουλήσεων των εθνικών κυβερνήσεων. Οι βουλήσεις αυτές, παρότι διαθλούμενες σε έναν βαθμό από την ιστορικότητα του κάθε εθνικού κράτους, ουσιαστικά συγκλίνουν στην εγκαθίδρυση και τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς ως βασικού εργαλείου της ολοκλήρωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η «κοινή υπόθεση» της Ευρώπης αποτέλεσε, μέχρι τώρα, στόχο «διακρατικών» συμφωνιών ελλείψει μιας ενιαίας(;) πολιτικής βούλησης. Χρειάζεται, όμως, πολλή προσοχή σ’ αυτό το σημείο. Η ενιαία βούληση μπορεί να προέλθει και από την κατίσχυση και επικράτηση μίας και μόνης βούλησης, η οποία να εκπορεύεται από μία μεγάλη δύναμη.
ΠΗΓΗ
Αντί να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι σκέφτονται οι πολιτικές αρχηγεσίες της Γερμανίας και των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, είναι θεμιτό να αναστοχαστούμε τα προβλήματα, τους τρόπους και τα μέσα που έχουν ακολουθήσει μέχρι σήμερα οι ενωσιακές διαδικασίες. Ίσως έτσι καταλάβουμε τι έχει πάει στραβά μέχρι σήμερα σε σχέση με τον σχεδιασμό. Τι είναι αυτό που θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την ύπαρξη του ευρωπαϊκού οράματος.
Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπιστούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις, όχι απλές αποκλίσεις θέσεων, ποικιλία απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ με τη μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί.
Η μέθοδος Μονέ
Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχτηκε σε «μη λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ», η οποία στηρίζεται στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ «Η Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων που η ίδια θα φέρει στις κρίσεις αυτές».
Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη, γιατί μόνο έτσι η λύση, ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς, διευρύνοντας το φάσμα των τομέων τής από κοινού δράσης, βαθαίνοντας την ολοκλήρωση. Αποτέλεσμα αυτής της νεολειτουργικής λογικής ήταν και η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με προεξάρχουσα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι κατεστημένες αρχηγεσίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού -αυτές που ελέγχουν τις διεθνείς ροές του χρήματος και της πληροφορίας- είναι βαθιά ριζωμένες στην πλανητική οικονομία και στις εξεζητημένες τεχνολογίες της. Είναι πολιτιστικά φιλελεύθερες, δηλαδή «μοντέρνες» και «ανοιχτόμυαλες». Στον βαθμό που η εξουσία τους ενισχύεται και παγκοσμιοποιείται, εκδηλώνουν μια αυξανόμενη περιφρόνηση για τις αξίες και τις αρετές που κάποτε θεμελίωναν το δημοκρατικό ιδεώδες.
Έγκλειστες μέσα στα πολλαπλά τους «δίκτυα», στους κόλπους των οποίων ζουν μονίμως «νομαδικά», βιώνουν τον εγκλεισμό τους μέσα στον ανθρώπινα συρρικνωμένο κόσμο της οικονομίας σαν μια ευγενή, «κοσμοπολίτικη» περιπέτεια. Κι αυτό, ενώ καθημερινά γίνεται όλο και πιο έκδηλη η δραματική ανικανότητά τους να κατανοήσουν αυτούς που δεν τους μοιάζουν, και πρώτα απ’ όλους τους καθημερινούς ανθρώπους της ίδιας της χώρας τους.
Τα όρια της υπερεθνικής μεθόδου
Η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση, εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών, όπως στους χώρους της «υψηλής πολιτικής», θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης. Σε χώρους εξαιρετικής σημασίας για το εθνικό συμφέρον, τα έθνη προτιμούν τη βεβαιότητα ή την αυτοελεγχόμενη αβεβαιότητα της εθνικής αυτάρκειας έναντι μιας ανεξέλεγκτης αβεβαιότητας. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές αρχηγεσίες το αντιλήφθηκαν εγκαίρως.
Η λογική της διαφορετικότητας σημαίνει ότι σε ένα θέμα ζωτικής σημασίας οι απώλειες δεν αντισταθμίζονται με τα κέρδη σε κάποιο άλλο (λιγότερο ζωτικής σημασίας). Η λογική της ενοποίησης μετατρέπει τις αβεβαιότητες της υπερεθνικής λειτουργικής διαδικασίας σε δημιουργικές. Η λογική της διαφορετικότητας τις αντιμετωπίζει ως καταστροφικές έπειτα από ένα συγκεκριμένο όριο: Η ρωσική ρουλέτα αποτελεί ένα ευχάριστο παιχνίδι, φτάνει το όπλο να είναι γεμισμένο με άσφαιρα.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση βασίστηκε στην παθητική συναίνεση των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών. Αυτοί θεώρησαν κατ’ αρχάς αδιάφορα τα γενόμενα λόγω της σαφούς έλλειψης ενημέρωσης, δεδομένου ότι οι διαδικασίες προώθησης της ολοκλήρωσης γίνονταν (και γίνονται) «εξ υφαρπαγής». Δευτερευόντως, επειδή φαίνεται πως «πείστηκαν» μέσω μιας βασικής υπόσχεσης εκ μέρους των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έχει θετικές οικονομικές επιδράσεις στην καθημερινότητά τους και στη γενικότερη ευημερία τους . Υπό την προϋπόθεση να εγκαταλειφθεί κάθε είδος «λαϊκισμού» που δημιουργεί μόνο προβλήματα στην οικονομία.
Αυτή η «πειθώ» οφείλεται πρωταρχικά στα ΜΜΕ και στην ηγεμονία που αυτά ασκούν στη διαμόρφωση των επιθυμητών αντιλήψεων. Η αίσθηση αυτή ήταν καταλυτικά κυρίαρχη στις νεοεισερχόμενες χώρες οι οποίες εμφανίζονται «βασιλικότερες του βασιλέως». Όμως, παρ’ όλα αυτά, η ΕΕ κατάφερε να δημιουργήσει, με το πέρασμα του χρόνου και παρά το τεράστιο δημοκρατικό έλλειμμα, ένα δικό του πολιτικό σύστημα. Σύστημα ιδιόμορφο που έχει τους δικούς του κανόνες και τα δικά του θεσμικά όργανα, τα οποία νομοθετούν σ’ ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο. Αυτό το πεδίο ξεκινάει από την οικονομία και φτάνει μέχρι τον χώρο της Δικαιοσύνης, του περιβάλλοντος και της μετανάστευσης.
Στα μουλωχτά
Με τη διαδικασία αυτή και στα μουλωχτά δημιουργήθηκε ένα ευρύ θεσμικό πλαίσιο, ένα νομικό δίχτυ που απλώθηκε πάνω από τα εθνικά κράτη, υποτάσσοντας σημαντικά κομμάτια της κυριαρχίας τους. Επομένως, είναι λίγο παράδοξο σήμερα να μιλάμε για απουσία πολιτικής πρακτικής εκ μέρους των πολιτικών ελίτ των ευρωπαϊκών χωρών.
Το πολιτικό είναι πάντοτε παρόν στις ανθρώπινες και ως εκ τούτου στις κοινωνικές διεργασίες. Όμως, πρόκειται για το πολιτικό χαμηλής εντάσεως που κατευθύνεται στη σφαίρα της οικονομίας και σε συναφή θέματα που υποστηρίζουν την οικονομική προσέγγιση όλων των λοιπών προβλημάτων. Αλλά και σε αυτό το επίπεδο τα αποτελέσματα, σε σύγκριση με τους αρχικούς σκοπούς, ήταν με τον ερχομό της οικονομικής κρίσης καταστροφικά.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η «πολιτική» έκφραση στην ΕΕ αποτέλεσε τη συνισταμένη των «διακυβερνητικών» βουλήσεων των εθνικών κυβερνήσεων. Οι βουλήσεις αυτές, παρότι διαθλούμενες σε έναν βαθμό από την ιστορικότητα του κάθε εθνικού κράτους, ουσιαστικά συγκλίνουν στην εγκαθίδρυση και τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς ως βασικού εργαλείου της ολοκλήρωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η «κοινή υπόθεση» της Ευρώπης αποτέλεσε, μέχρι τώρα, στόχο «διακρατικών» συμφωνιών ελλείψει μιας ενιαίας(;) πολιτικής βούλησης. Χρειάζεται, όμως, πολλή προσοχή σ’ αυτό το σημείο. Η ενιαία βούληση μπορεί να προέλθει και από την κατίσχυση και επικράτηση μίας και μόνης βούλησης, η οποία να εκπορεύεται από μία μεγάλη δύναμη.
ΠΗΓΗ
Σχόλια