Η κατανόηση της δυναμικής που αναπτύσσεται
στα συνταξιοδοτικά συστήματα, απαιτεί μεθοδολογικά την διάκριση μεταξύ
του αριθμού των συνταξιούχων και της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Κι’ αυτό
γιατί τα δύο αυτά μεγέθη δεν μεταβάλλονται στη διάρκεια του χρόνου με
τον ίδιο ρυθμό. Η αιτία αυτής της αναντιστοιχίας μεταξύ του ρυθμού
μεταβολής των δύο μεγεθών οφείλεται, κατά βάση, στην μεταβίβαση της
σύνταξης ενός θανόντος ατόμου στην σύζυγο ή/και τα παιδιά του.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός της μεταβίβασης της
σύνταξης στα δικαιούχα μέλη του θανόντος συνταξιούχου. Λαμβάνοντας υπόψη
τον αριθμό των νέων συνταξιοδοτήσεων και τον αριθμό των θανάτων
συνταξιούχων από το 2000 μέχρι σήμερα και
χρησιμοποιώντας αναλογιστικά μοντέλα προβολών εκτιμάται ότι η
συνταξιοδοτική δαπάνη θα διαμορφωθεί στο επίπεδο των 32,8 δις ευρώ το
2021, με την παραδοχή ότι το μέσο επίπεδο των συντάξεων θα παραμείνει
στα επίπεδα που έχουν διαμορφωθεί τον Ιούνιο του 2017 (722 ευρώ (μικτά)
μέση κύρια σύνταξη και 170ευρώ (μικτά) μέση επικουρική σύνταξη). Άρα στην πραγματικότητα, η συνταξιοδοτική δαπάνη δεν μειώνεται από 30,2 δις (2017) σε 27,1 δις ευρώ (μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα) το 2021, αλλά από 32,8 δις ευρώ σε 27,1 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι επακόλουθες μειώσεις εκτιμώνται σε 5,7 δις ευρώ και όχι σε 3,1 δις ευρώ
(30,2 δις ευρώ – 27,1 δις ευρώ). ‘Όμως, το παράδοξο που παρατηρείται
είναι ότι στα 27,1 δις ευρώ που ορίζει ως συνταξιοδοτική δαπάνη το
μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας το 2021, ο
συντελεστής συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ μπορεί να επιτευχθεί στο ανώτερο όριο του 16% (όπως ορίζεται στον Ν.4387/2016) με ΑΕΠ περίπου 171,3 δις ευρώ, όταν το ΑΕΠ του 2016 ήταν 175,4 δις ευρώ.
Με άλλα λόγια, η αντίφαση που εντοπίζεται, συνίσταται στο γεγονός ότι
ενώ οι δανειστές από την μία πλευρά προβλέπουν ότι ο ρυθμός μεταβολής
του ΑΕΠ θα είναι άνω του 2% ετησίως, από την άλλη
πλευρά επιδιώκουν ένα ύψος συνταξιοδοτικής δαπάνης (16% του ΑΕΠ), το
οποίο επιτυγχάνεται ακόμη και με συνθήκες στασιμότητας μέχρι και το 2021.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι: γιατί αφού οι
δανειστές πιστεύουν σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, επιβάλλουν εκ των
προτέρων την μείωση του επιπέδου των συντάξεων, προκειμένου ο δείκτης
συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο ανώτερο όριο (16%
του ΑΕΠ), το οποίο επιτυγχάνεται ακόμη και με συνθήκες στασιμότητας?
Μήπως, όπως από το 2010 μέχρι σήμερα, οι προβλέψεις και οι εκτιμήσεις
των δανειστών βασίζονται, για τους δικούς τους λόγους, σε ευμετάβλητα
στατιστικά στοιχεία τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την οικονομική
και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας μας, γεγονός που τους οδηγεί,
όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στην επιβολή συνεχών περικοπών των
συντάξεων χωρίς την ύπαρξη αντικειμενικών και επιστημονικά τεκμηριωμένων
στοιχείων?
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας 2017-2021, ο
προβλεπόμενος στόχος της συνταξιοδοτικής δαπάνης ύψους 27,1 δις ευρώ θα
οδηγήσει το επίπεδο της μέσης κύριας σύνταξης στα 620 ευρώ (μικτά) από
722 ευρώ (μικτά) που είναι σήμερα και την επικουρική σύνταξη θα την
οδηγήσει κάτω από τα 150 ευρώ (μικτά), (144 ευρώ περίπου), με ό,τι αυτό
αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων και την
κοινωνική συνοχή στην χώρα μας. Έτσι, οι δανειστές ή κάνουν κάποιο
σοβαρό λάθος στις εκτιμήσεις και τις μελέτες τους ή υποκρίνονται με τις
προβλέψεις τους για την ανάπτυξη, πιστεύοντας στην ουσία ότι αυτή δεν
μπορεί να επιτευχθεί με τα επιβαλλόμενα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας
και λιτότητας ή αποκρύπτουν την πραγματικότητα, η οποία συνίσταται στην
λανθασμένη επιστημονικά και αδιέξοδη επιλογή της μείωσης της
συνταξιοδοτικής δαπάνης (αριθμητής) με περικοπές των συντάξεων και όχι
με την αύξηση του ΑΕΠ (παρανομαστής), σε συνδυασμό με την σύνδεση του
συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με τα πρωτογενή πλεονάσματα και την
εξυπηρέτηση του χρέους. Κατά συνέπεια, με αφετηρία αυτά τα δεδομένα,
επιβάλλεται, η εφαρμογή των προαπαιτούμενων μέτρων μείωσης (2019) των
συντάξεων (κύριων και επικουρικών) να τεθεί υπό αίρεση και αποτροπή
καθώς και υπό σοβαρή επανεξέταση.
Σχόλια