[Τις τελευταίες μέρες γίνεται πολλή συζήτηση για κάτι που είπε ο
Κώστας Καζάκος, για το αν έπρεπε να το πει και για το τι εννοούσε. Το
ιστολόγιο δεν υποτιμάει την κρίση των αναγνωστών και γι' αυτό δεν θα
σχολιάσει το παραμικρό. Για να διευκολύνει, μάλιστα, την κριτική αλλά
και την εξαγωγή σωστών συμπερασμάτων, παραθέτει σήμερα ένα απόσπασμα από
την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για το έτος 2015. Το απόσπασμα προέρχεται από το Πλαίσιο V.I "Φυγή ανθρωπίνου κεφαλαίου: Η σύγχρονη τάση μετανάστευσης των ελλήνων στα χρόνια της κρίσης" και παρατίθεται όχι απλώς ασχολίαστο αλλά χωρίς καν τις συνηθισμένες υπογραμμίσεις μου.]
Ο ρόλος του ανθρώπινου κεφαλαίου στην αναπτυξιακή διαδικασία αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της θεωρίας της "ενδογενούς ανάπτυξης".
Από το 2008 μέχρι το 2013, σχεδόν 223 χιλιάδες νέοι ηλικίας 25-39 ετών εξήλθαν μόνιμα από τη χώρα με κατεύθυνση πιο ανεπτυγμένες χώρες, αναζητώντας εργασία με καλύτερη αμοιβή και καλύτερες προοπτικές κοινωνικής και οικονομικής προόδου. Είναι η γενιά που επηρεάστηκε περισσότερο από την κρίση, γνωστή ως "generation E" (expats) ή "generation G" (young, talented and Greek) ή "generation We". Η εκδήλωση του φαινομένου και η δυναμική του καθιστούν επιτακτική την ανάγκη, πρώτον, να αποτυπωθούν και να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά του, δεύτερον, να διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους εκδηλώνεται στην παρούσα συγκυρία και, τρίτον, να εντοπιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις για την εγχώρια οικονομία προκειμένου να διαπιστωθεί υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να καταγραφεί επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου. Αυτά τα τρία ζητούμενα αποτελούν τους άξονες στους οποίους θα κινηθεί η παρούσα ανάλυση, πριν καταλήξει με τη διατύπωση ενός ελάχιστου συνόλου έξι προτάσεων πολιτικής που συνδέονται με τη διατηρήσιμη ανάπτυξη και που μπορούν να βοηθήσουν όχι μόνο στον περιορισμό, αλλά και στην αντιστροφή του
φαινομένου.
Περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης
Το Διάγραμμα Α αποτυπώνει την εικόνα. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία επένδυσε στη φυγή ως αντίδραση στην εκτίναξη του ποσοστού ανεργίας και την ταχεία βύθισή της στην ύφεση. Μια σταθερή εξερχόμενη ροή 38 χιλιάδων ατόμων στα έτη 2008 και 2009 υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μόλις δύο έτη 2010-2011, ξεπερνώντας το 2013 τις 104 χιλιάδες και σχεδόν τις 427 χιλιάδες άτομα σωρευτικά για όλη την περίοδο. Αν θεωρηθεί ότι η αξία του ανθρώπινου κεφαλαίου προσεγγίζεται ποσοτικά από την παρούσα αξία των μελλοντικών προσδοκώμενων εισοδημάτων που θα αποκομίσει ο εργαζόμενος σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, τότε η καθοδική πορεία του κατά κεφαλήν διαθέσιμου εισοδήματος αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο εξόδου. Οι εξελίξεις περιγράφονται στο Διάγραμμα Β.
Η ετήσια ροή των μονίμως εξερχόμενων Ελλήνων υπηκόων ηλικίας 25-39 ετών αυξήθηκε από 20 χιλιάδες το 2008 σε 53 χιλιάδες το 2013, ενώ αθροιστικά σχεδόν 223 χιλιάδες άτομα της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας εξήλθαν μόνιμα από τη χώρα. Την ίδια περίοδο, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε από 93,8% του μέσου όρου της ευρωζώνης των 19 το 2008 σε μόλις 68,8% το 2013. Η εκπαίδευση φαίνεται ότι αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη μείωση της ανεργίας των μορφωμένων νέων στα χρόνια πριν από την κρίση. Μέχρι το 2008 ένα ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης εξασφάλιζε εν πολλοίς ένα χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας για τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εντούτοις το ποσοστό ανεργίας των μορφωμένων νέων ηλικίας 25-39 ετών ήταν κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το γενικό ποσοστό ανεργίας και υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ-28.
Περαιτέρω, σε ποσοτικούς όρους το απόθεμα του ανθρώπινου κεφαλαίου, μετρούμενο με τον αριθμό των πτυχιούχων, ακολούθησε πορεία σύγκλισης προς το μέσο όρο της ΕΕ-28. Η συντριπτική πλειοψηφία των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αφορά κατόχους πρώτου πτυχίου και μόνο ένας στους δέκα κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Η δαπάνη για έρευνα και καινοτομία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι η 5η μικρότερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28, ο αριθμός των αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι 19 φορές μικρότερος από το μέσο όρο της ΕΕ και ο αριθμός των ατόμων που είτε ολοκλήρωσαν ανώτατες σπουδές στην επιστήμη και τεχνολογία (HRSTE) είτε απασχολούνται στους τομείς αυτούς (HRSTO) δεν ξεπερνούν το 35% του ενεργού πληθυσμού σε σχέση με 44% στην ΕΕ-28. Εξάλλου, εμφανής είναι η αδυναμία της χώρας να προσελκύσει, να αναδείξει και να συντηρήσει νέα ταλέντα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ταλέντων για το 2015, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 33η θέση σε σύνολο 60 χωρών και 81η σε σύνολο 144 χωρών με βάση τις εκτιμήσεις των δεικτών ανταγωνιστικότητας (World Economic Forum) που λαμβάνουν υπόψη, εκτός από τη μακροοικονομική συγκυρία, την ποιότητα της εκπαίδευσης, την καινοτομία και την επιχειρηματική κουλτούρα.
Επιπτώσεις από την έξοδο του ανθρώπινου κεφαλαίου
Αν και είναι νωρίς να διαπιστωθεί η μετρήσιμη επίπτωση της εξόδου στα μακροοικονομικά μεγέθη, υπάρχουν ωστόσο σημαντικά επιχειρήματα που συνηγορούν ότι το καθαρό αποτέλεσμα είναι εν τέλει αρνητικό.
- Πρώτον, η έξοδος σημειώνεται από μια χώρα με αρνητικούς δημογραφικούς ρυθμούς και αφορά ως επί το πλείστον άγαμους νέους, άνδρες και γυναίκες. Αυτό έχει ως συνέπεια όχι μόνο την αρνητική επίπτωση στον ήδη υποτονικό ρυθμό γεννητικότητας, αλλά και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων, αφού η χώρα θα στερηθεί μόνιμα ένα σημαντικό τμήμα απασχολήσιμων ατόμων.
- Δεύτερον, στην Ελλάδα αποκλειστικός φορέας κατάρτισης και εξειδίκευσης ανθρώπινου δυναμικού σε ανώτατο επίπεδο είναι το Δημόσιο μέσω των δημόσιων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, των οποίων κύρια πηγή χρηματοδότησης είναι τα χρήματα των φορολογουμένων. Η έξοδος επομένως επιστημονικού δυναμικού που έλαβε εξειδίκευση στη χώρα όσο και η παραμονή του μετά το πέρας των σπουδών στο εξωτερικό συνιστούν σημαντική απώλεια.
- Τρίτον, η εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου αφορά κυρίως το πλέον ανταγωνιστικό, ικανό και φιλόδοξο τμήμα του εργατικού δυναμικού. Η παραγωγική του αξιοποίηση από ξένη χώρα συνιστά μόνιμη βλάβη για τη χώρα καταγωγής, αφού η μέση ποιότητα του εναπομένοντος αποθέματος ανθρώπινου κεφαλαίου χειροτερεύει.
- Τέταρτον, αρχικά αυξάνεται η προσδοκώμενη απόδοση της εκπαίδευσης, αφού τα μορφωμένα άτομα είναι αυτά που κατά κανόνα απολαμβάνουν καλύτερες προοπτικές προόδου στις χώρες εισδοχής. Μεταναστεύουν όμως και άτομα με μικρότερη εξειδίκευση και μόρφωση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το όφελος από την προσδοκώμενη μεγαλύτερη απόδοση της εκπαίδευσης, αφού η έλλειψη προσφοράς εξειδικευμένης εργασίας με δεδομένη τη ζήτηση διαμορφώνει προσδοκίες για υψηλότερη αμοιβή και μειώνει κάθε κίνητρο για εκπαίδευση και βελτίωση της ποιότητας. Εξάλλου, η υψηλή προσδοκώμενη απόδοση της εκπαίδευσης ενέχει σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, αφού εξαρτάται από αβέβαιους παράγοντες όπως η δυνατότητα μετανάστευσης, οι ευκαιρίες απασχόλησης στη χώρα υποδοχής, ενδεχόμενες αλλαγές στη μεταναστευτική πολιτική της χώρας προορισμού (αυστηρότερες αριθμητικές ποσοστώσεις) και δυσμενείς αλλαγές στο οικονομικό της περιβάλλον που επηρεάζουν το ύψος του προσδοκώμενου μισθού.
- Πέμπτον, οι μετανάστες συνήθως απασχολούνται σε θέσεις εργασίας κατώτερες των προσόντων τους και αμείβονται λιγότερο. Η σπατάλη επομένως πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου (brain waste) και η απώλεια εισοδήματος συνιστούν ένα επιπλέον κόστος για τη χώρα εξόδου.
- Έκτον, επειδή αυξάνεται η προσδοκώμενη απόδοση της εκπαίδευσης, αυξάνεται και η ζήτηση για υπηρεσίες εκπαίδευσης και η δαπάνη για την παροχή τους. Όμως, η αυξημένη δαπάνη για εκπαίδευση στερεί εθνικούς πόρους από άλλους τομείς όπως είναι οι δημόσιες υποδομές και η υγεία, που επίσης επιφέρουν θετικό πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη. Εάν η χρηματοδότηση της αυξημένης δαπάνης για εκπαίδευση γίνει μέσω της φορολογίας, η συνακόλουθη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα μειώσει τη ζήτηση για εκπαίδευση, με αποτέλεσμα το καθαρό τελικό αποτέλεσμα να είναι αρνητικό. Εξάλλου, η περικοπή άλλων επενδυτικών δαπανών, όπως για υποδομές ή για υγεία, προκαλούν επίσης πρωτογενείς δυσμενείς επιδράσεις τόσο στην αναπτυξιακή διαδικασία όσο και στην ποιότητα του εργατικού δυναμικού. Το τελευταίο επιφέρει πολλαπλασιαστικές αρνητικές δευτερογενείς επιδράσεις, αφού μειώνεται η απόδοση του φυσικού κεφαλαίου όταν αυτό συνεργάζεται με ένα χειρότερης ποιότητας εργατικό δυναμικό.
- Έβδομον, η απώλεια ανθρώπινου δυναμικού συνεπάγεται και σημαντική δημοσιονομική απώλεια στην πλευρά των φορολογικών εσόδων, αφού κατά κανόνα οι προσοντούχοι εργαζόμενοι διεκδικούν και επιτυγχάνουν υψηλότερες μισθολογικές αμοιβές και καταβάλλουν υψηλότερους φόρους, αφού η φοροδοτική τους ικανότητα είναι μεγαλύτερη.
- Όγδοον, το φαινόμενο της φυγής των πλέον ταλαντούχων και μορφωμένων ατόμων προκαλεί συναίσθημα παραίτησης και απαισιοδοξίας σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να υπάρχει και φυγή των λιγότερο ταλαντούχων, η οποία λαμβάνει τη μορφή ψήφου δυσπιστίας προς το μέλλον της χώρας.
Ο ρόλος του ανθρώπινου κεφαλαίου στην αναπτυξιακή διαδικασία αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της θεωρίας της "ενδογενούς ανάπτυξης".
- Δεν είναι τυχαίο ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 επικράτησε ο όρος "οικονομία της γνώσης" (knowledge-driven ή knowledge-based economy, OECD 1996), καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τη σχέση ανάμεσα στην οικονομία της αγοράς και στη γνώση.
- Βασικό επιχείρημα είναι ότι η οικονομία που συσσωρεύει υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο νέμεται τους καρπούς της τεχνολογικής προόδου, βελτιώνει την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά της και επιδεικνύει υψηλό και διατηρήσιμο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.
- Η γνώση συντελεί στη δημιουργία νέων προϊόντων και υπηρεσιών, στον αποτελεσματικότερο συνδυασμό εργασίας και φυσικού κεφαλαίου και στην καινοτομία. Φορέας γνώσης είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο, δηλαδή το σύνολο των γνώσεων και των δεξιοτήτων που αποκτά ο άνθρωπος με σπουδές και επαγγελματική εμπειρία.
Από το 2008 μέχρι το 2013, σχεδόν 223 χιλιάδες νέοι ηλικίας 25-39 ετών εξήλθαν μόνιμα από τη χώρα με κατεύθυνση πιο ανεπτυγμένες χώρες, αναζητώντας εργασία με καλύτερη αμοιβή και καλύτερες προοπτικές κοινωνικής και οικονομικής προόδου. Είναι η γενιά που επηρεάστηκε περισσότερο από την κρίση, γνωστή ως "generation E" (expats) ή "generation G" (young, talented and Greek) ή "generation We". Η εκδήλωση του φαινομένου και η δυναμική του καθιστούν επιτακτική την ανάγκη, πρώτον, να αποτυπωθούν και να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά του, δεύτερον, να διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους εκδηλώνεται στην παρούσα συγκυρία και, τρίτον, να εντοπιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις για την εγχώρια οικονομία προκειμένου να διαπιστωθεί υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να καταγραφεί επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου. Αυτά τα τρία ζητούμενα αποτελούν τους άξονες στους οποίους θα κινηθεί η παρούσα ανάλυση, πριν καταλήξει με τη διατύπωση ενός ελάχιστου συνόλου έξι προτάσεων πολιτικής που συνδέονται με τη διατηρήσιμη ανάπτυξη και που μπορούν να βοηθήσουν όχι μόνο στον περιορισμό, αλλά και στην αντιστροφή του
φαινομένου.
Περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης
Το Διάγραμμα Α αποτυπώνει την εικόνα. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία επένδυσε στη φυγή ως αντίδραση στην εκτίναξη του ποσοστού ανεργίας και την ταχεία βύθισή της στην ύφεση. Μια σταθερή εξερχόμενη ροή 38 χιλιάδων ατόμων στα έτη 2008 και 2009 υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε μόλις δύο έτη 2010-2011, ξεπερνώντας το 2013 τις 104 χιλιάδες και σχεδόν τις 427 χιλιάδες άτομα σωρευτικά για όλη την περίοδο. Αν θεωρηθεί ότι η αξία του ανθρώπινου κεφαλαίου προσεγγίζεται ποσοτικά από την παρούσα αξία των μελλοντικών προσδοκώμενων εισοδημάτων που θα αποκομίσει ο εργαζόμενος σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, τότε η καθοδική πορεία του κατά κεφαλήν διαθέσιμου εισοδήματος αποτέλεσε ισχυρό κίνητρο εξόδου. Οι εξελίξεις περιγράφονται στο Διάγραμμα Β.
Η ετήσια ροή των μονίμως εξερχόμενων Ελλήνων υπηκόων ηλικίας 25-39 ετών αυξήθηκε από 20 χιλιάδες το 2008 σε 53 χιλιάδες το 2013, ενώ αθροιστικά σχεδόν 223 χιλιάδες άτομα της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας εξήλθαν μόνιμα από τη χώρα. Την ίδια περίοδο, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκε από 93,8% του μέσου όρου της ευρωζώνης των 19 το 2008 σε μόλις 68,8% το 2013. Η εκπαίδευση φαίνεται ότι αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη μείωση της ανεργίας των μορφωμένων νέων στα χρόνια πριν από την κρίση. Μέχρι το 2008 ένα ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης εξασφάλιζε εν πολλοίς ένα χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας για τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εντούτοις το ποσοστό ανεργίας των μορφωμένων νέων ηλικίας 25-39 ετών ήταν κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το γενικό ποσοστό ανεργίας και υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ-28.
Περαιτέρω, σε ποσοτικούς όρους το απόθεμα του ανθρώπινου κεφαλαίου, μετρούμενο με τον αριθμό των πτυχιούχων, ακολούθησε πορεία σύγκλισης προς το μέσο όρο της ΕΕ-28. Η συντριπτική πλειοψηφία των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αφορά κατόχους πρώτου πτυχίου και μόνο ένας στους δέκα κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Η δαπάνη για έρευνα και καινοτομία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι η 5η μικρότερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28, ο αριθμός των αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι 19 φορές μικρότερος από το μέσο όρο της ΕΕ και ο αριθμός των ατόμων που είτε ολοκλήρωσαν ανώτατες σπουδές στην επιστήμη και τεχνολογία (HRSTE) είτε απασχολούνται στους τομείς αυτούς (HRSTO) δεν ξεπερνούν το 35% του ενεργού πληθυσμού σε σχέση με 44% στην ΕΕ-28. Εξάλλου, εμφανής είναι η αδυναμία της χώρας να προσελκύσει, να αναδείξει και να συντηρήσει νέα ταλέντα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ταλέντων για το 2015, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 33η θέση σε σύνολο 60 χωρών και 81η σε σύνολο 144 χωρών με βάση τις εκτιμήσεις των δεικτών ανταγωνιστικότητας (World Economic Forum) που λαμβάνουν υπόψη, εκτός από τη μακροοικονομική συγκυρία, την ποιότητα της εκπαίδευσης, την καινοτομία και την επιχειρηματική κουλτούρα.
Επιπτώσεις από την έξοδο του ανθρώπινου κεφαλαίου
Αν και είναι νωρίς να διαπιστωθεί η μετρήσιμη επίπτωση της εξόδου στα μακροοικονομικά μεγέθη, υπάρχουν ωστόσο σημαντικά επιχειρήματα που συνηγορούν ότι το καθαρό αποτέλεσμα είναι εν τέλει αρνητικό.
- Πρώτον, η έξοδος σημειώνεται από μια χώρα με αρνητικούς δημογραφικούς ρυθμούς και αφορά ως επί το πλείστον άγαμους νέους, άνδρες και γυναίκες. Αυτό έχει ως συνέπεια όχι μόνο την αρνητική επίπτωση στον ήδη υποτονικό ρυθμό γεννητικότητας, αλλά και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων, αφού η χώρα θα στερηθεί μόνιμα ένα σημαντικό τμήμα απασχολήσιμων ατόμων.
- Δεύτερον, στην Ελλάδα αποκλειστικός φορέας κατάρτισης και εξειδίκευσης ανθρώπινου δυναμικού σε ανώτατο επίπεδο είναι το Δημόσιο μέσω των δημόσιων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, των οποίων κύρια πηγή χρηματοδότησης είναι τα χρήματα των φορολογουμένων. Η έξοδος επομένως επιστημονικού δυναμικού που έλαβε εξειδίκευση στη χώρα όσο και η παραμονή του μετά το πέρας των σπουδών στο εξωτερικό συνιστούν σημαντική απώλεια.
- Τρίτον, η εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου αφορά κυρίως το πλέον ανταγωνιστικό, ικανό και φιλόδοξο τμήμα του εργατικού δυναμικού. Η παραγωγική του αξιοποίηση από ξένη χώρα συνιστά μόνιμη βλάβη για τη χώρα καταγωγής, αφού η μέση ποιότητα του εναπομένοντος αποθέματος ανθρώπινου κεφαλαίου χειροτερεύει.
- Τέταρτον, αρχικά αυξάνεται η προσδοκώμενη απόδοση της εκπαίδευσης, αφού τα μορφωμένα άτομα είναι αυτά που κατά κανόνα απολαμβάνουν καλύτερες προοπτικές προόδου στις χώρες εισδοχής. Μεταναστεύουν όμως και άτομα με μικρότερη εξειδίκευση και μόρφωση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το όφελος από την προσδοκώμενη μεγαλύτερη απόδοση της εκπαίδευσης, αφού η έλλειψη προσφοράς εξειδικευμένης εργασίας με δεδομένη τη ζήτηση διαμορφώνει προσδοκίες για υψηλότερη αμοιβή και μειώνει κάθε κίνητρο για εκπαίδευση και βελτίωση της ποιότητας. Εξάλλου, η υψηλή προσδοκώμενη απόδοση της εκπαίδευσης ενέχει σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, αφού εξαρτάται από αβέβαιους παράγοντες όπως η δυνατότητα μετανάστευσης, οι ευκαιρίες απασχόλησης στη χώρα υποδοχής, ενδεχόμενες αλλαγές στη μεταναστευτική πολιτική της χώρας προορισμού (αυστηρότερες αριθμητικές ποσοστώσεις) και δυσμενείς αλλαγές στο οικονομικό της περιβάλλον που επηρεάζουν το ύψος του προσδοκώμενου μισθού.
- Πέμπτον, οι μετανάστες συνήθως απασχολούνται σε θέσεις εργασίας κατώτερες των προσόντων τους και αμείβονται λιγότερο. Η σπατάλη επομένως πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου (brain waste) και η απώλεια εισοδήματος συνιστούν ένα επιπλέον κόστος για τη χώρα εξόδου.
- Έκτον, επειδή αυξάνεται η προσδοκώμενη απόδοση της εκπαίδευσης, αυξάνεται και η ζήτηση για υπηρεσίες εκπαίδευσης και η δαπάνη για την παροχή τους. Όμως, η αυξημένη δαπάνη για εκπαίδευση στερεί εθνικούς πόρους από άλλους τομείς όπως είναι οι δημόσιες υποδομές και η υγεία, που επίσης επιφέρουν θετικό πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη. Εάν η χρηματοδότηση της αυξημένης δαπάνης για εκπαίδευση γίνει μέσω της φορολογίας, η συνακόλουθη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα μειώσει τη ζήτηση για εκπαίδευση, με αποτέλεσμα το καθαρό τελικό αποτέλεσμα να είναι αρνητικό. Εξάλλου, η περικοπή άλλων επενδυτικών δαπανών, όπως για υποδομές ή για υγεία, προκαλούν επίσης πρωτογενείς δυσμενείς επιδράσεις τόσο στην αναπτυξιακή διαδικασία όσο και στην ποιότητα του εργατικού δυναμικού. Το τελευταίο επιφέρει πολλαπλασιαστικές αρνητικές δευτερογενείς επιδράσεις, αφού μειώνεται η απόδοση του φυσικού κεφαλαίου όταν αυτό συνεργάζεται με ένα χειρότερης ποιότητας εργατικό δυναμικό.
- Έβδομον, η απώλεια ανθρώπινου δυναμικού συνεπάγεται και σημαντική δημοσιονομική απώλεια στην πλευρά των φορολογικών εσόδων, αφού κατά κανόνα οι προσοντούχοι εργαζόμενοι διεκδικούν και επιτυγχάνουν υψηλότερες μισθολογικές αμοιβές και καταβάλλουν υψηλότερους φόρους, αφού η φοροδοτική τους ικανότητα είναι μεγαλύτερη.
- Όγδοον, το φαινόμενο της φυγής των πλέον ταλαντούχων και μορφωμένων ατόμων προκαλεί συναίσθημα παραίτησης και απαισιοδοξίας σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να υπάρχει και φυγή των λιγότερο ταλαντούχων, η οποία λαμβάνει τη μορφή ψήφου δυσπιστίας προς το μέλλον της χώρας.
Σχόλια