Κατά την περίοδο 2010-2017 η ελληνική οικονομία και κοινωνία υφίσταται τη βίαιη προσαρμογή τύπου Σχολής του Σικάγου (ιδιωτικοποιήσεις, αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας, περικοπές των κοινωνικών δαπανών και αποδιάρθρωση του Κράτους Πρόνοιας). Οι επιβαλλόμενες από τους δανειστές και ασκούμενες από τις ελληνικές κυβερνήσεις περιοριστικές πολιτικές έχουν διεισδύσει και διεισδύουν με ανησυχητική ένταση και επιτάχυνση -μεταξύ των άλλων- και στο σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης.
Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθούν οι διαδοχικές 23 μειώσεις του επιπέδου των συντάξεων (κύριων και επικουρικών) συνολικού ύψους πλέον των 50 δισ ευρώ στο διάστημα 2010-2016. Οι μειώσεις βασίζονταν στο εξής λανθασμένο επιχείρημα των δανειστών (και των ελληνικών κυβερνήσεων): πρέπει να αποκατασταθούν τα οικονομικά ελλείμματα του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι συντάξεις των επόμενων ετών, δεδομένης της σημαντικής απομείωσης του αποθεματικού κεφαλαίου της Κοινωνικής Ασφάλισης για τους γνωστούς και μη εξαιρετέους λόγους.
Όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, όμως, οι προαναφερόμενες σωρευτικές μειώσεις του επιπέδου των συντάξεων, εντάχθηκαν στην στρατηγική εξυπηρέτησης του χρέους. Ως εκ τούτου, οδήγησαν σε αδιέξοδο τόσο το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων, όσο και την χρηματοοικονομική λειτουργία του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ψήφιση των σχετικών διατάξεων του Νόμου 4472/2017, οι οποίες επιβάλλουν περαιτέρω μείωση κοινωνικών και οικογενειακών επιδομάτων το 2017 και το 2018, καθώς και περαιτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ (1,8 δις ευρώ). Αυτό συνεπάγεται ότι από την 1η Ιανουαρίου 2019 θα επιβληθεί περαιτέρω μείωση -κατά μέσο όρο- 18% τόσο των κύριων, όσο και των επικουρικών συντάξεων.
Έτσι, με αφετηρία αυτή την θεμελιώδη αντίφαση, οι δανειστές και οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 καθόρισαν (με τι κριτήρια άραγε;) ότι ο λόγος (δείκτης) δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 16% του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Το 2009, ο δείκτης αυτός στην Ελλάδα ήταν 13,5% του ΑΕΠ. Καθορίσθηκε, λοιπόν, ως ανώτερο περιθώριο η αύξησή του κατά 2,5 μονάδες, ώστε να μην γίνει υπέρβαση του 16% που είχε ορισθεί ως ανώτατο επίπεδο των δαπανών συντάξεων προς ΑΕΠ.
Το φάντασμα του «κόφτη»
Ως εκ τούτου, σε συστημικούς όρους, ο κλάδος της κύριας ασφάλισης, μετά τον κλάδο της επικουρικής ασφάλισης, μεταλλάσσεται από διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών σε διανεμητικό σύστημα καθορισμένων, αλλά μη εγγυημένων παροχών. Για την ακρίβεια, ο ασφαλισμένος δεν θα μπορεί πλέον να γνωρίζει εκ των προτέρων το επίπεδο της συνταξιοδοτικής του παροχής. Αυτή θα μεταβάλλεται ανάλογα με το επίπεδο του δείκτη δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, οι συντάξεις θα προσαρμόζονται προς τα κάτω εάν ο δείκτης αυτός πάει να υπερβεί το όριο του 16%.
Στον συγκεκριμένο αυτόν δείκτη σημαντική παράμετρο αποτελεί ο παρονομαστής, δηλαδή το επίπεδο του ΑΕΠ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η συρρίκνωση του ΑΕΠ λόγω ύφεσης, μεγαλώνει τον δείκτη, χωρίς να αυξάνονται αντιστοίχως οι δαπάνες για τις συντάξεις.
Με τις δεδομένα λανθασμένες
μακροοικονομικές προβλέψεις τους, οι δανειστές (και οι ελληνικές
κυβερνήσεις) δημιούργησαν κατά την περίοδο 2010-2017 συνθήκες οικονομικού και κοινωνικού αδιεξόδου στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Ως γνωστόν, το ΑΕΠ κατέρρευσε. Από 237,1 δισ ευρώ το 2009 έπεσε στα 175,5 δισ ευρώ το 2016 (-26.1%).Εκτός από τη συρρίκνωση του ΑΕΠ είχαμε ταυτόχρονα και δύο πρόσθετους παράγοντες που ώθησαν προς τα πάνω τον δείκτη δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ.
- Πρώτος είναι το παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας.
- Δεύτερος είναι η αύξηση του αριθμού των συνταξιοδοτήσεων που προκάλεσαν οι πολιτικές των περικοπών και της ύφεσης.
Πιο
συγκεκριμένα, μελετώντας και αναλύοντας ποσοτικά τα στατιστικά στοιχεία
του συστήματος ΗΛΙΟΣ (από το 2013 μέχρι τον Μάιο του 2017) και
χρησιμοποιώντας μοντέλα μακροοικονομικών και αναλογιστικών προβολών,
παρατηρούμε τα εξής: η πτώση της συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριας και
επικουρικής σύνταξης) από 17,1%
του ΑΕΠ το 2016 (30,2 δισ ευρώ συνταξιοδοτικές δαπάνες και 176 δισ ευρώ
ΑΕΠ), σε 16% του ΑΕΠ το 2019 (31,8 δισ ευρώ συνταξιοδοτικές δαπάνες και
198 δισ ευρώ ΑΕΠ) προϋποθέτει μία μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 4%.
Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση
που δεν θα επαληθευτεί η πρόβλεψη αυτή, τότε από το 2018 και μετά θα
λειτουργήσει ένας άλλος κόφτης, ο κόφτης των δαπανών για χρηματοδότηση των συντάξεων, προκειμένου να μη γίνει υπέρβαση του ορίου. Να μην υπερβούν, δηλαδή, οι δαπάνες για τις συντάξεις το 16% του ΑΕΠ.Τα παραπάνω δείχνουν ότι πιθανότατα το πρόβλημα δεν θα λυθεί, με αποτέλεσμα οι μειώσεις των συντάξεων να συνεχισθούν. Η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται στην εκτίμηση ότι ο στόχος για ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 4% είναι δυσπρόσιτος, εάν όχι μη ρεαλιστικός. Εάν η εκτίμηση αυτή επιβεβαιωθεί το πρόβλημα θα παραταθεί και κατά την δεκαετία του 2020.
Αν είχε εφαρμοσθεί άλλη πολιτική
Στην κατεύθυνση αυτή, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα αποτελέσματα σχετικής εργασίας μας αναφορικά με την εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριας και επικουρικής σύνταξης) τόσο στο άμεσο παρελθόν, όσο και στο απώτερο μέλλον.Εάν είχαν εφαρμοσθεί εναλλακτικά μέτρα αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής στην κατεύθυνση της σταθεροποίησης και της αποκατάστασης των ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 2010-2016, εκτιμούμε ότι το ΑΕΠ θα σημείωνε σωρευτική μείωση 12% αντί 26,1%. Θα ήταν, δηλαδή, το 2016 211,1 δισ ευρώ και όχι 175,5 δισ ευρώ. Η ανεργία δεν θα ξεπερνούσε τη συγκεκριμένη περίοδο το 15%, αντί του 28,5%.
Ο δείκτης δαπανών συντάξεων προς ΑΕΠ, με την υλοποίηση μέτρων εξορθολογισμού του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και με την μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριας και επικουρικής σύνταξης) κατά 10% αντί του 35% (2010-2016), θα διαμορφωνόταν σε 15,2% του ΑΕΠ το 2016, αντί του 17,1%. Υπενθυμίζουμε ότι το 2010 ήταν 13,5%.
Ας θεωρήσουμε δεδομένο το όριο του 16% (δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ) κατά την περίοδο 2016-2035. Τότε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, εάν εφαρμόζονταν εναλλακτικές πολιτικές ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί εφόσον η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά τη συγκεκριμένη περίοδο θα είναι τουλάχιστον 1,5%. Είναι προφανές πως μεγέθυνση της οικονομίας κατά 1,5% είναι πολύ πιο εύκολο να επιτευχθεί από μεγέθυνση 4%.
Από την άποψη αυτή, αναδεικνύεται με τον πιο σαφή τρόπο, όχι μόνο η κοινωνική αναγκαιότητα, αλλά και η οικονομική δυνατότητα ανακοπής του αδιεξόδου που προκαλείται από τις συνεχείς μειώσεις των συντάξεων. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ότι το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν θα είναι υψηλότερο του μακροχρόνιου ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ. Επίσης, προϋπόθεση είναι και η σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους.
Το συμπέρασμα της έρευνάς μας καταδεικνύει την αναγκαιότητα μη υλοποίησης των περαιτέρω μειώσεων, όπως αυτές προβλέπονται από τους Νόμους 4387/2016 και 4472/2017. Αντιθέτως, επιβάλλεται η λήψη σύγχρονων και τεκμηριωμένων, μακροοικονομικά και αναλογιστικά, διαφορετικών μέτρων κοινωνικοασφαλιστικής πολιτικής.
- Πρώτον, η χρηματοδότηση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής.
- Δεύτερον, οι κοινωνικές ανισότητες.
- Τρίτον, η γήρανση του πληθυσμού.
- Τέταρτον, το παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας και ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων.
- Πέμπτον, το χαμηλό επίπεδο των μισθών-εισοδημάτων, αποταμίευσης και κατανάλωσης των νοικοκυριών.
- Έκτον, η ευελιξία της απασχόλησης και γενικότερα η ευελιξία της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων,
- Έβδομον, οι νέες τεχνολογίες αυτοματισμού, τεχνητής νοημοσύνης, ρομποτικής και ηλεκτρονικής τεχνολογίας.
ΠΗΓΗ
Σχόλια