Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Χθες στο ελεύθερο βήμα αυτής εδώ της ιστοσελίδας δημοσίευσα ένα άρθρο αναφορικά με τον τέλος του ΝΑΤΟ όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Την ανάλυση αυτή την είχα κάνει αμέσως μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και την απόφαση του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τράμπ, να πει κατάμουτρα (για δεύτερη φορά μπας και το χωνέψουν) και χωρίς περιστροφές στους Ευρωπαίους, αλλά κυρίως στην Γερμανίδα Καγκελάριο, Άγκελα Μέρκελ, ότι το σκηνικό όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες πληρώνουν για την ασφάλεια και την άμυνα της Γηραιάς Ηπείρου, και οι Ευρωπαίοι κάνουν κριτική και δήθεν υψηλή πολιτική, έλαβε τέλος.
Η Καγκελάριος με τις δηλώσεις της την Κυριακή έδειξε ότι το μήνυμα το έλαβε και το εμπέδωσε και αποφάσισε να το παίξει σκληρά λέγοντας ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στις ΗΠΑ και πρέπει να πάρει τις τύχες της στα χέρια της. Επέλεξε δε στην κενή περιεχομένου σκληράδα να εντάξει και τη Μεγάλη Βρετανία, διότι ακόμη δεν μπορεί να καταπιεί το Brexit, που αποτελεί φτύσιμο στη μούρη του γερμανικού σαθρού οικοδομήματος των Βρυξελλών. Ακούσαμε με προσοχή τις δηλώσεις της κας Μέρκελ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να τις εκλάβουμε και σοβαρά υπόψη. Η απάντηση στις δηλώσεις αυτές είναι μια απλή ερώτηση. Μπορείτε κ. Μέρκελ; Και εξηγούμε: Η εδώ και χρόνια σε εξέλιξη απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ που μέχρι σήμερα γνωρίζουμε και αυτά που είπε η Καγκελάριος προϋποθέτει ότι το Βερολίνο – Ευρώπη έχει αποφασίσει να σηκώσει το βαρύ οικονομικό φορτίο της Ευρωπαϊκής Άμυνας και Ασφάλειας. Έχει πάρει αυτή την απόφαση; Και εάν υποθέσουμε ότι την έχει πάρει έχει την υποδομή σε οπλικά συστήματα και δυνάμεις να υλοποιήσει αυτή την κολοσσιαία αποστολή; Η απάντηση είναι πολύ απλή για αυτούς που γνωρίζουν και είναι ένα τρανταχτό Όχι. Επίσης, πέρα από το υλικά και σε επίπεδο δυνάμεων απαιτούμενα για κάτι τέτοιο, είναι βέβαιη ότι θα έχει την υποστήριξη μιας σειράς ευρωπαϊκών χωρών, ακόμη και μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αυτό χωρίς μέλλον εγχείρημα; Εδώ η Πολωνία αντέδρασε στην ανανέωση της θητείας Τούσκ (ενός εκ των υπαλλήλων) που είναι και Πολωνός. Είναι δυνατόν να εμπιστευτεί το Βερολίνο για την άμυνα και ασφάλεια της; Για να μην αναφέρουμε το βάρος της Ιστορίας στην όλη υπόθεση. Οι Βαλτικές Δημοκρατίες θα εμπιστευτούν την άμυνα και ασφάλεια τους στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, όταν η ίδια η Γερμανία κρέμεται στην ανάγκη του Πούτιν στο χώρο της ενέργειας, παρά τους δήθεν λεονταρισμούς έναντι της Μόσχας. Η Ελλάδα, στην περίπτωση που αποφασίσει ο ασταθής πολιτικά και ως προσωπικότητα Σουλτάνος της Τουρκίας Ερντογάν, να κάνει κανένα γιουρούσι στο Αιγαίο, θα στηριχτεί στο Βερολίνο και τη Μέρκελ, η οποία έχει τρέξει τέσσερεις φορές στην Τουρκία για να το κατευνάσει. Και ο δήθεν τσαμπουκάς για αποχώρηση των Γερμανών από το Ιντσιρλίκ, μόνο γέλιο προκαλεί στην Άγκυρα και τον Ερντογάν. Όσο για το χαρτί της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, οι Τούρκοι και ο Ερντογάν το έχουν γράψει στα παλιά τους τα παπούτσια εδώ και καιρό. Μήπως η Γερμανοί θα σώσουν την Κύπρο; Θα βάλλουν πλάτη; Μόνο διανοητικά ανάπηρος μπορεί να πιστεύει κάτι τέτοιο. Βέβαια, το Βερολίνο της κας Μέρκελ βρήκε το νέο έρωτα μετά τον Ομπάμα. Το νέο Γάλλο Πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν.
Πηγή:
....Δυστυχώς μέσα σε αυτή τη θύελλα που βρίσκεται προ των πυλών, η Ελλάδα βρίσκεται σε απόλυτο χάλι, χωρίς στρατηγική, στη δίνη της γερμανικής Ευρώπης και των μνημονίων της Μέρκελ και του Σόϊμπλε.
Κανείς δεν ασχολείται με τέτοιου είδους στρατηγικούς προβληματισμούς και δεν σκέφτεται το που θα πρέπει να ακουμπήσει η χώρα. Το μένουμε Ευρώπη, και ειδικά στη σημερινή Ευρώπη, είναι όχι απλά ρομαντικό αλλά ανόητο και σίγουρα δεν φτάνει από μόνο του, για να εξασφαλιστεί το μέλλον της χώρας.
Κάποιοι βιάστηκαν να προβλέψουν το τέλος της ιστορίας.
Κάποιοι πάτησαν και συνεχίζουν να πατούν στην ασυνάρτητη παγκοσμιοποίηση. Δυστυχώς για αυτούς και για τον πλανήτη η ιστορία επιστρέφει δριμύτερη σε έναν πλανήτη που την έχει ξεχάσει και πάνω από όλα δεν έχει βιώσει πόσο αιματηρή μπορεί να γίνει.
Πηγή:
---
Το ΝΑΤΟ που ξέραμε τελείωσε! Ο Τραμπ τίναξε στον αέρα την Βορειοατλαντική Συμμαχία
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Μια προσεκτική ανάλυση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες την περασμένη εβδομάδα, αποδεικνύει ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα έπαψε να υπάρχει. Η σύντομη αλλά με ξεκάθαρο μήνυμα ομιλία Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τράμπ ήταν αποκαλυπτική. Τα έψαλε στους συμμάχους παρουσία των ηγετών, για την αποτυχία τους να εκπληρώσουν εδώ και αρκετά χρόνια τις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στη Συμμαχία, φτάνοντας στο σημείο να έμμεσα να αμφισβητήσει και τον ακρογωνιαίο λίθο του Άρθρου 5 της Συμφωνίας, βάση του οποίου η επίθεση εναντίο ενός μέλους αποτελεί επίθεση εναντίον όλων. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να παραμελούν τις αμυντικές δαπάνες και να στρέφουν τα κονδύλια σε κοινωνικά και συνταξιοδοτικά προγράμματα. Όσο και να προσπαθούν κάποιοι να επιρρίψουν την ευθύνη για την κρίση στις σχέσεις των ΗΠΑ με τις υπόλοιπες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, στον Πρόεδρο Τράμπ και την κυβέρνησή του, δεν πρόκειται για μια πολιτική της Ουάσιγκτον η οποία θα αλλάξει με έναν άλλο Πρόεδρο στο μέλλον. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Μπούς έκανε ξεκάθαρο στους συμμάχους ότι οι σχέσεις θα περνούν μέσα από το πρίσμα της συνεργασίας στα προγράμματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Σε απάντηση η Γερμανία και η Γαλλία συμπαρατάχθηκαν με τη Ρωσία και εναντιώθηκαν στην επέμβαση στο Ιράκ. Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, η Ουάσιγκτον ζήτησε την αύξηση του αριθμού των συμμαχικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν έτσι ώστε να μην υπάρξει ανασύνταξη των Ταλιμπάν. Όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις με τον Ομπάμα, το αίτημά του απορρίφθηκε με τυμπανοκρουσίες. Είναι θεμιτό να διαφωνεί κανείς με τις επεμβάσεις των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ και τη σύνδεση μεταξύ των προγραμμάτων καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Παρόλα αυτά, η θέση των ΗΠΑ ότι οι σύμμαχοί δεν εκπληρώνουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις και ότι υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ της παροχής στήριξης από την Ουάσιγκτον στον τομέα της ασφάλειας και την υποστήριξη στο θέμα της τρομοκρατίας, δεν έχει να κάνει με τον Πρόεδρο Τράμπ. Αυτό αποτελεί πολιτική και μάλιστα διακομματική στις ΗΠΑ. Αυτό είναι γραμμένο σε πέτρα και δεν σβήνει. Και σαν αποτέλεσμα αυτού πολλά από τα μέχρι σήμερα δεδομένα τινάζονται στον αέρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απελευθερωμένες από την ανάγκη να διατηρούν μόνιμα στρατεύματα σε ευρωπαϊκό έδαφος και από την ανάγκη προετοιμασίας για την πιθανότητα μαζικής αποστολής στρατευμάτων στην Γηραιά Ήπειρο, και κυρίως απελευθερωμένες από την ανάγκη να είναι υπεύθυνες για την παγκόσμια ασφάλεια, έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στον προ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στρατηγική, αυτής της διαρκούς επίθεσης. Λίγα στρατεύματα που προστατεύουν την πρώτη γραμμή και μικρή ανάγκη να προστρέξουν σε βοήθεια κάθε χώρας στον πλανήτη. Την ίδια στιγμή προχωρούν στη διαμόρφωση ενόπλων δυνάμεων οι οποίες μπορούν να επέμβουν οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή. Για έναν πλανήτη που η φυσική και οικονομική του ασφάλεια βασίζονταν στη δραστήρια και εποικοδομητική εμπλοκή των ΗΠΑ, μια Αμερική που είναι διαρκώς απρόβλεπτη αποτελεί μια δυσμενή εξέλιξη. Και η Ουάσιγκτον δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα ιδιαίτερο για να συμβεί αυτό. Η Μεγάλη Βρετανία και η Τερέζα Μέι, έχει ήδη προχωρήσει σε συμφωνία με την κυβέρνηση Τράμπ, για περαιτέρω συντονισμό σε επίπεδο στρατηγικής. Αυτό δεν έγινε λόγω του ουσιαστικού τερματισμού του ΝΑΤΟ, όπως το γνωρίζαμε, αλλά λόγω του Brexit. Η αποχώρηση του Λονδίνου από την παραπέουσα Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρεώνει του Βρετανούς να προχωρήσουν σε σημαντική αύξηση των επιχειρήσεων τους, σε διπλωματικό επίπεδο και σε επίπεδο υπηρεσιών πληροφοριών. Η Πρωθυπουργός Μέι, πούλησε αυτή τη συνεργασία με αντάλλαγμα μια στενότερη συμμαχία με την Ουάσιγκτον. Οπότε η σύζευξη μεταξύ Ουάσιγκτον και Λονδίνου έχει ήδη γίνει. Η Ρωσία, για δεκαετίες εύχονταν να υπάρξει μια διάσπαση μεταξύ των Ευρωπαίων και των Αμερικανών, και η ημέρα αυτή έφτασε. Η δημογραφική εικόνα της Ρωσίας, είναι εικόνα κατάρρευσης με αποτέλεσμα πολύ δύσκολα τα επόμενα χρόνια η Μόσχα θα μπορεί να διατηρήσει ικανές, όσο αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, ένοπλες δυνάμεις. Στην παρούσα φάση και με τις σημερινές ένοπλες δυνάμεις της, τα σύνορα της Ρωσίας είναι δύσκολα υπερασπίσιμα, με αποτέλεσμα το Κρεμλίνο να επιδιώκει να επεκτείνει τα σύνορα στα επίπεδα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό θα φέρει τη Ρωσία σε σύγκρουση με 11 χώρες, ανάμεσα στις οποίες είναι πέντε που είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Η μόνη χώρα που θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος αυτής της σύγκρουσης, οι ΗΠΑ. Η αποχώρηση των ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι θα επιταχύνει αυτά τα σχέδια των Ρώσων. Δύο χώρες οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τεράστιο και άμεσο πρόβλημα από αυτή την εξέλιξη είναι η Πολωνία και η Ρουμανία. Η Μόσχα πιστεύει ότι αυτές είναι δυο από τις πέντε χώρες του ΝΑΤΟ που πρέπει κατά κάποιο τρόπο να ασφαλίσει. Χωρίς εξωτερική βοήθεια καμία από τις δύο δεν μπορεί να αποκρούσει τη Ρωσία. Η αποχώρηση της Ουάσιγκτον θα τις εξαναγκάσει να στραφούν σε παρακείμενες δυνάμεις, με τις οποίες δεν έχουν και τις καλύτερες των σχέσεων. Στην ουσία δεν υπάρχει καμία ελπίδα για την Πολωνία χωρίς την υποστήριξη και μάλιστα επί πολωνικού εδάφους, από μεγάλο αριθμό στρατευμάτων της Γερμανίας. Το Βερολίνο δεν διαθέτει τον απαιτούμενο αριθμό στρατευμάτων, αλλά και να τον είχε, το ιστορικό παρελθόν και η καχυποψία στη σχέση των δυο χωρών δεν ευνοεί κάτι τέτοιο. Όσο αφορά την Τουρκία, από την εποχή της κυβέρνησης Μπούς και τη ρήξη στις σχέσεις λόγω της επέμβασης στο Ιράκ, η χώρα έχει θέσει στην ουσία τον εαυτό της εκτός ΝΑΤΟ. Σαν αποτέλεσμα στην παρούσα συγκυρία το πόσο θα προχωρήσουν τα σχέδια της Μόσχας στα Βαλκάνια και τον Καύκασο, θα κριθεί από την πολιτική στην Άγκυρα. Το να προβλέψει κανείς τι ακριβώς θα γίνει είναι το λιγότερο παρακινδυνευμένο, ειδικά με τον απρόβλεπτο και εξαιρετικά επικίνδυνο Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία. Παρόλα αυτά κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις θα παίξει η σχέση με τη Γερμανία. Η Γερμανία και η Τουρκία είναι οι μόνες χώρες στην Ευρώπη, που έχουν τη δυνατότητα να αποτρέψουν τα σχέδια του Κρεμλίνου. Αυτή τη στιγμή οι σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Άγκυρας βρίσκονται ένα βήμα πριν την απόλυτη κατάρρευση. Οι άλλες τρείς χώρες, που βρίσκονται στο στόχαστρο της Ρωσίας, είναι αυτές της Βαλτικής, Εσθονία, Λάτβια, Λιθουανία. Η Σουηδία είναι η χώρα στην οποία βασίζονται και θεωρούν ως το μεγαλύτερο υποστηρικτή τους. Η Στοκχόλμη έχει να κάνει μια επιλογή. Να συνεχίσει την πολιτική της ουδετερότητας και να δει τις Βαλτικές Δημοκρατίες να καταρρέουν ή με δεδομένο ότι έχει τις ένοπλες δυνάμεις, την οικονομική και διπλωματική δύναμη να δημιουργήσει μια Σκανδιναβική συμμαχία για να στηρίξει τις τρείς χώρες έναντι της Μόσχας. Μένει να το δούμε. Ενδιαφέρον έχει η στάση των δυο μνηστήρων εκτός ΝΑΤΟ, της Ιαπωνίας και της Κίνας. Ο Ιάπωνας Πρωθυπουργός, Σίνζο Άμπε, ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που επισκέφθηκε τον Πρόεδρο Τράμπ, ακόμη και πριν την ορκωμοσία του, αλλά και επίσημα στο Λευκό Οίκο, μετά την Πρωθυπουργό Μέι. Και τον επισκέφθηκε προσφέροντας μια μεγάλη αμοιβή, τεράστιες επενδύσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ο ηγέτης της Ιαπωνίας, βλέπει ότι είναι σχεδόν βέβαιο η χώρα του να έρθει σε σύγκρουση με την Κίνα στο άμεσο μέλλον και θέλει να εξασφαλίσει ότι η Ουάσιγκτον θα παραμείνει τουλάχιστον ουδέτερη. Με δεδομένη μια ουδετερότητα της Ουάσιγκτον, το Τόκιο έχει μεγάλες πιθανότητες να επικρατήσει στη σύγκρουση με το Πεκίνο. Οι Κινέζοι βασίζονται πάρα πολύ στις προμήθειες μέσω θαλάσσιων οδών, τόσο σε αγαθά όσο και σε ενέργεια. Το Ναυτικό της Ιαπωνίας έχει μεγαλύτερη εμβέλεια και είναι λιγότερο εκτεθειμένο στρατηγικά. Και ειδικά τώρα που το δεύτερο ιαπωνικό αεροπλανοφόρο είναι επιχειρησιακά έτοιμο, το Τόκιο είναι απόλυτα έτοιμο. Η Κίνα, θα πρέπει να θεωρεί ως πολύ αρνητική εξέλιξη την ουσιαστική αποχώρηση της Ουάσιγκτον από το ΝΑΤΟ. Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ δεν θα είναι δεσμευμένες στην υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συνόρων, η δύναμη της Αμερικής απελευθερώνεται. Αυτό διευρύνει σε μεγάλο βαθμό το ρόλο του Αμερικανικού Ναυτικού στο στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ. Και όσοι καταλαβαίνουν γνωρίζουν ότι το Ναυτικό είναι το πλέον ικανό σώμα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων για την αναχαίτιση της Κίνας. Η Κίνα έχει βρεθεί πλέον σε πολύ δύσκολη θέση. Για δεκαετίες δεν είχαμε παγκόσμια ή περιφερειακή σύγκρουση πέρα από αυτή του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, και αυτό λόγω του ότι η Ουάσιγκτον φρόντιζε για τα πάντα. Η Αμερική βρίσκεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αργά αλλά σταθερά σε μια πορεία απεμπλοκής από το σύστημα συμμαχίας του Ψυχρού Πολέμου. Οι τελευταίες εξελίξεις δεν αποτελούν, παρόλα αυτά, την τελευταία πινελιά, στην πορεία αυτής της απεμπλοκής. Βρισκόμαστε στην προκαταρτική φάση όπου κανείς δεν γνώρισε που στέκονταν η Ουάσιγκτον. Τώρα πλέον αρχίζει να γίνεται κατανοητό το μέγεθος της απουσίας των ΗΠΑ. Με την αποχώρηση της Αμερικής κάθε χώρα στον κόσμο και ειδικά στην Ευρώπη, χρειάζεται να βρει τρόπο να εξασφαλίσει την οικονομική και φυσική της ασφάλεια. Είναι βέβαιο ότι κάθε χώρα θα έχει διαφορετική άποψη και ιδέες για την επίτευξη αυτού του στόχου. Και ειδικά με μια ΕΕ, η οποία το λιγότερο τρίζει, οι αντεγκλήσεις και τα συγκρουόμενα συμφέροντα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. Οπότε το πάρτι αρχίζει και θα είναι τραγελαφικό. Δυστυχώς μέσα σε αυτή τη θύελλα που βρίσκεται προ των πυλών, η Ελλάδα βρίσκεται σε απόλυτο χάλι, χωρίς στρατηγική, στη δίνη της γερμανικής Ευρώπης και των μνημονίων της Μέρκελ και του Σόϊμπλε. Κανείς δεν ασχολείται με τέτοιου είδους στρατηγικούς προβληματισμούς και δεν σκέφτεται το που θα πρέπει να ακουμπήσει η χώρα. Το μένουμε Ευρώπη, και ειδικά στη σημερινή Ευρώπη, είναι όχι απλά ρομαντικό αλλά ανόητο και σίγουρα δεν φτάνει από μόνο του, για να εξασφαλιστεί το μέλλον της χώρας. Κάποιοι βιάστηκαν να προβλέψουν το τέλος της ιστορίας. Κάποιοι πάτησαν και συνεχίζουν να πατούν στην ασυνάρτητη παγκοσμιοποίηση. Δυστυχώς για αυτούς και για τον πλανήτη η ιστορία επιστρέφει δριμύτερη σε έναν πλανήτη που την έχει ξεχάσει και πάνω από όλα δεν έχει βιώσει πόσο αιματηρή μπορεί να γίνει.
Πηγή:
Χθες στο ελεύθερο βήμα αυτής εδώ της ιστοσελίδας δημοσίευσα ένα άρθρο αναφορικά με τον τέλος του ΝΑΤΟ όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Την ανάλυση αυτή την είχα κάνει αμέσως μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και την απόφαση του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τράμπ, να πει κατάμουτρα (για δεύτερη φορά μπας και το χωνέψουν) και χωρίς περιστροφές στους Ευρωπαίους, αλλά κυρίως στην Γερμανίδα Καγκελάριο, Άγκελα Μέρκελ, ότι το σκηνικό όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες πληρώνουν για την ασφάλεια και την άμυνα της Γηραιάς Ηπείρου, και οι Ευρωπαίοι κάνουν κριτική και δήθεν υψηλή πολιτική, έλαβε τέλος.
Η Καγκελάριος με τις δηλώσεις της την Κυριακή έδειξε ότι το μήνυμα το έλαβε και το εμπέδωσε και αποφάσισε να το παίξει σκληρά λέγοντας ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στις ΗΠΑ και πρέπει να πάρει τις τύχες της στα χέρια της. Επέλεξε δε στην κενή περιεχομένου σκληράδα να εντάξει και τη Μεγάλη Βρετανία, διότι ακόμη δεν μπορεί να καταπιεί το Brexit, που αποτελεί φτύσιμο στη μούρη του γερμανικού σαθρού οικοδομήματος των Βρυξελλών. Ακούσαμε με προσοχή τις δηλώσεις της κας Μέρκελ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να τις εκλάβουμε και σοβαρά υπόψη. Η απάντηση στις δηλώσεις αυτές είναι μια απλή ερώτηση. Μπορείτε κ. Μέρκελ; Και εξηγούμε: Η εδώ και χρόνια σε εξέλιξη απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ που μέχρι σήμερα γνωρίζουμε και αυτά που είπε η Καγκελάριος προϋποθέτει ότι το Βερολίνο – Ευρώπη έχει αποφασίσει να σηκώσει το βαρύ οικονομικό φορτίο της Ευρωπαϊκής Άμυνας και Ασφάλειας. Έχει πάρει αυτή την απόφαση; Και εάν υποθέσουμε ότι την έχει πάρει έχει την υποδομή σε οπλικά συστήματα και δυνάμεις να υλοποιήσει αυτή την κολοσσιαία αποστολή; Η απάντηση είναι πολύ απλή για αυτούς που γνωρίζουν και είναι ένα τρανταχτό Όχι. Επίσης, πέρα από το υλικά και σε επίπεδο δυνάμεων απαιτούμενα για κάτι τέτοιο, είναι βέβαιη ότι θα έχει την υποστήριξη μιας σειράς ευρωπαϊκών χωρών, ακόμη και μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αυτό χωρίς μέλλον εγχείρημα; Εδώ η Πολωνία αντέδρασε στην ανανέωση της θητείας Τούσκ (ενός εκ των υπαλλήλων) που είναι και Πολωνός. Είναι δυνατόν να εμπιστευτεί το Βερολίνο για την άμυνα και ασφάλεια της; Για να μην αναφέρουμε το βάρος της Ιστορίας στην όλη υπόθεση. Οι Βαλτικές Δημοκρατίες θα εμπιστευτούν την άμυνα και ασφάλεια τους στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, όταν η ίδια η Γερμανία κρέμεται στην ανάγκη του Πούτιν στο χώρο της ενέργειας, παρά τους δήθεν λεονταρισμούς έναντι της Μόσχας. Η Ελλάδα, στην περίπτωση που αποφασίσει ο ασταθής πολιτικά και ως προσωπικότητα Σουλτάνος της Τουρκίας Ερντογάν, να κάνει κανένα γιουρούσι στο Αιγαίο, θα στηριχτεί στο Βερολίνο και τη Μέρκελ, η οποία έχει τρέξει τέσσερεις φορές στην Τουρκία για να το κατευνάσει. Και ο δήθεν τσαμπουκάς για αποχώρηση των Γερμανών από το Ιντσιρλίκ, μόνο γέλιο προκαλεί στην Άγκυρα και τον Ερντογάν. Όσο για το χαρτί της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, οι Τούρκοι και ο Ερντογάν το έχουν γράψει στα παλιά τους τα παπούτσια εδώ και καιρό. Μήπως η Γερμανοί θα σώσουν την Κύπρο; Θα βάλλουν πλάτη; Μόνο διανοητικά ανάπηρος μπορεί να πιστεύει κάτι τέτοιο. Βέβαια, το Βερολίνο της κας Μέρκελ βρήκε το νέο έρωτα μετά τον Ομπάμα. Το νέο Γάλλο Πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν.
- Είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο η Γαλλία θα παίξει τον κομπάρσο και τον συμπαραστάτη στους ψευτοτσαμπουκάδες των Γερμανών, έναντι των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.
- Το σύνολο της Ευρώπης στενάζει από το ζυγό των πολιτικών λιτότητας χωρίς τέλος και σχέδιο εξόδου Βερολίνου – Βρυξελλών.
- Είναι δυνατόν αυτόν τον αχταρμά να τον αποδεχθούν οι ευρωπαϊκές χώρες και τον τομέα άμυνας και ασφάλειας; Ο ανέξοδος τσαμπουκάς της Μέρκελ έχει απήχηση στο σύστημα που καταρρέει διεθνώς και στους ανά την Ευρώπη κλακαδόρους των Βρυξελλών, που αντί να πιέζουν για μια καλύτερη ΕΕ χειροκροτούν με παρωπίδες το μένουμε Ευρώπη, χωρίς όμως να λένε σε ποια Ευρώπη.
- Γιατί εάν εννοούν αυτή που βιώνουμε σήμερα τότε σωθήκαμε. Όσο για τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, δεν είναι αυτοί που θα κλάψουν. Ο ένας έχει και θα έχει τη Σούδα και ο άλλος έχει τις βάσεις στην Κύπρο. Τους φτάνουν και τους περισσεύουν. Στο δια ταύτα δεν μπορείτε κυρία Μέρκελ!
Πηγή:
....Δυστυχώς μέσα σε αυτή τη θύελλα που βρίσκεται προ των πυλών, η Ελλάδα βρίσκεται σε απόλυτο χάλι, χωρίς στρατηγική, στη δίνη της γερμανικής Ευρώπης και των μνημονίων της Μέρκελ και του Σόϊμπλε.
Κανείς δεν ασχολείται με τέτοιου είδους στρατηγικούς προβληματισμούς και δεν σκέφτεται το που θα πρέπει να ακουμπήσει η χώρα. Το μένουμε Ευρώπη, και ειδικά στη σημερινή Ευρώπη, είναι όχι απλά ρομαντικό αλλά ανόητο και σίγουρα δεν φτάνει από μόνο του, για να εξασφαλιστεί το μέλλον της χώρας.
Κάποιοι βιάστηκαν να προβλέψουν το τέλος της ιστορίας.
Κάποιοι πάτησαν και συνεχίζουν να πατούν στην ασυνάρτητη παγκοσμιοποίηση. Δυστυχώς για αυτούς και για τον πλανήτη η ιστορία επιστρέφει δριμύτερη σε έναν πλανήτη που την έχει ξεχάσει και πάνω από όλα δεν έχει βιώσει πόσο αιματηρή μπορεί να γίνει.
Πηγή:
---
Το ΝΑΤΟ που ξέραμε τελείωσε! Ο Τραμπ τίναξε στον αέρα την Βορειοατλαντική Συμμαχία
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Μια προσεκτική ανάλυση της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες την περασμένη εβδομάδα, αποδεικνύει ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα έπαψε να υπάρχει. Η σύντομη αλλά με ξεκάθαρο μήνυμα ομιλία Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τράμπ ήταν αποκαλυπτική. Τα έψαλε στους συμμάχους παρουσία των ηγετών, για την αποτυχία τους να εκπληρώσουν εδώ και αρκετά χρόνια τις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στη Συμμαχία, φτάνοντας στο σημείο να έμμεσα να αμφισβητήσει και τον ακρογωνιαίο λίθο του Άρθρου 5 της Συμφωνίας, βάση του οποίου η επίθεση εναντίο ενός μέλους αποτελεί επίθεση εναντίον όλων. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να παραμελούν τις αμυντικές δαπάνες και να στρέφουν τα κονδύλια σε κοινωνικά και συνταξιοδοτικά προγράμματα. Όσο και να προσπαθούν κάποιοι να επιρρίψουν την ευθύνη για την κρίση στις σχέσεις των ΗΠΑ με τις υπόλοιπες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, στον Πρόεδρο Τράμπ και την κυβέρνησή του, δεν πρόκειται για μια πολιτική της Ουάσιγκτον η οποία θα αλλάξει με έναν άλλο Πρόεδρο στο μέλλον. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση Μπούς έκανε ξεκάθαρο στους συμμάχους ότι οι σχέσεις θα περνούν μέσα από το πρίσμα της συνεργασίας στα προγράμματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Σε απάντηση η Γερμανία και η Γαλλία συμπαρατάχθηκαν με τη Ρωσία και εναντιώθηκαν στην επέμβαση στο Ιράκ. Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, η Ουάσιγκτον ζήτησε την αύξηση του αριθμού των συμμαχικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν έτσι ώστε να μην υπάρξει ανασύνταξη των Ταλιμπάν. Όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις με τον Ομπάμα, το αίτημά του απορρίφθηκε με τυμπανοκρουσίες. Είναι θεμιτό να διαφωνεί κανείς με τις επεμβάσεις των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ και τη σύνδεση μεταξύ των προγραμμάτων καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Παρόλα αυτά, η θέση των ΗΠΑ ότι οι σύμμαχοί δεν εκπληρώνουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις και ότι υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ της παροχής στήριξης από την Ουάσιγκτον στον τομέα της ασφάλειας και την υποστήριξη στο θέμα της τρομοκρατίας, δεν έχει να κάνει με τον Πρόεδρο Τράμπ. Αυτό αποτελεί πολιτική και μάλιστα διακομματική στις ΗΠΑ. Αυτό είναι γραμμένο σε πέτρα και δεν σβήνει. Και σαν αποτέλεσμα αυτού πολλά από τα μέχρι σήμερα δεδομένα τινάζονται στον αέρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απελευθερωμένες από την ανάγκη να διατηρούν μόνιμα στρατεύματα σε ευρωπαϊκό έδαφος και από την ανάγκη προετοιμασίας για την πιθανότητα μαζικής αποστολής στρατευμάτων στην Γηραιά Ήπειρο, και κυρίως απελευθερωμένες από την ανάγκη να είναι υπεύθυνες για την παγκόσμια ασφάλεια, έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στον προ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στρατηγική, αυτής της διαρκούς επίθεσης. Λίγα στρατεύματα που προστατεύουν την πρώτη γραμμή και μικρή ανάγκη να προστρέξουν σε βοήθεια κάθε χώρας στον πλανήτη. Την ίδια στιγμή προχωρούν στη διαμόρφωση ενόπλων δυνάμεων οι οποίες μπορούν να επέμβουν οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή. Για έναν πλανήτη που η φυσική και οικονομική του ασφάλεια βασίζονταν στη δραστήρια και εποικοδομητική εμπλοκή των ΗΠΑ, μια Αμερική που είναι διαρκώς απρόβλεπτη αποτελεί μια δυσμενή εξέλιξη. Και η Ουάσιγκτον δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα ιδιαίτερο για να συμβεί αυτό. Η Μεγάλη Βρετανία και η Τερέζα Μέι, έχει ήδη προχωρήσει σε συμφωνία με την κυβέρνηση Τράμπ, για περαιτέρω συντονισμό σε επίπεδο στρατηγικής. Αυτό δεν έγινε λόγω του ουσιαστικού τερματισμού του ΝΑΤΟ, όπως το γνωρίζαμε, αλλά λόγω του Brexit. Η αποχώρηση του Λονδίνου από την παραπέουσα Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρεώνει του Βρετανούς να προχωρήσουν σε σημαντική αύξηση των επιχειρήσεων τους, σε διπλωματικό επίπεδο και σε επίπεδο υπηρεσιών πληροφοριών. Η Πρωθυπουργός Μέι, πούλησε αυτή τη συνεργασία με αντάλλαγμα μια στενότερη συμμαχία με την Ουάσιγκτον. Οπότε η σύζευξη μεταξύ Ουάσιγκτον και Λονδίνου έχει ήδη γίνει. Η Ρωσία, για δεκαετίες εύχονταν να υπάρξει μια διάσπαση μεταξύ των Ευρωπαίων και των Αμερικανών, και η ημέρα αυτή έφτασε. Η δημογραφική εικόνα της Ρωσίας, είναι εικόνα κατάρρευσης με αποτέλεσμα πολύ δύσκολα τα επόμενα χρόνια η Μόσχα θα μπορεί να διατηρήσει ικανές, όσο αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, ένοπλες δυνάμεις. Στην παρούσα φάση και με τις σημερινές ένοπλες δυνάμεις της, τα σύνορα της Ρωσίας είναι δύσκολα υπερασπίσιμα, με αποτέλεσμα το Κρεμλίνο να επιδιώκει να επεκτείνει τα σύνορα στα επίπεδα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό θα φέρει τη Ρωσία σε σύγκρουση με 11 χώρες, ανάμεσα στις οποίες είναι πέντε που είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Η μόνη χώρα που θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος αυτής της σύγκρουσης, οι ΗΠΑ. Η αποχώρηση των ΗΠΑ είναι βέβαιο ότι θα επιταχύνει αυτά τα σχέδια των Ρώσων. Δύο χώρες οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τεράστιο και άμεσο πρόβλημα από αυτή την εξέλιξη είναι η Πολωνία και η Ρουμανία. Η Μόσχα πιστεύει ότι αυτές είναι δυο από τις πέντε χώρες του ΝΑΤΟ που πρέπει κατά κάποιο τρόπο να ασφαλίσει. Χωρίς εξωτερική βοήθεια καμία από τις δύο δεν μπορεί να αποκρούσει τη Ρωσία. Η αποχώρηση της Ουάσιγκτον θα τις εξαναγκάσει να στραφούν σε παρακείμενες δυνάμεις, με τις οποίες δεν έχουν και τις καλύτερες των σχέσεων. Στην ουσία δεν υπάρχει καμία ελπίδα για την Πολωνία χωρίς την υποστήριξη και μάλιστα επί πολωνικού εδάφους, από μεγάλο αριθμό στρατευμάτων της Γερμανίας. Το Βερολίνο δεν διαθέτει τον απαιτούμενο αριθμό στρατευμάτων, αλλά και να τον είχε, το ιστορικό παρελθόν και η καχυποψία στη σχέση των δυο χωρών δεν ευνοεί κάτι τέτοιο. Όσο αφορά την Τουρκία, από την εποχή της κυβέρνησης Μπούς και τη ρήξη στις σχέσεις λόγω της επέμβασης στο Ιράκ, η χώρα έχει θέσει στην ουσία τον εαυτό της εκτός ΝΑΤΟ. Σαν αποτέλεσμα στην παρούσα συγκυρία το πόσο θα προχωρήσουν τα σχέδια της Μόσχας στα Βαλκάνια και τον Καύκασο, θα κριθεί από την πολιτική στην Άγκυρα. Το να προβλέψει κανείς τι ακριβώς θα γίνει είναι το λιγότερο παρακινδυνευμένο, ειδικά με τον απρόβλεπτο και εξαιρετικά επικίνδυνο Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία. Παρόλα αυτά κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις θα παίξει η σχέση με τη Γερμανία. Η Γερμανία και η Τουρκία είναι οι μόνες χώρες στην Ευρώπη, που έχουν τη δυνατότητα να αποτρέψουν τα σχέδια του Κρεμλίνου. Αυτή τη στιγμή οι σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Άγκυρας βρίσκονται ένα βήμα πριν την απόλυτη κατάρρευση. Οι άλλες τρείς χώρες, που βρίσκονται στο στόχαστρο της Ρωσίας, είναι αυτές της Βαλτικής, Εσθονία, Λάτβια, Λιθουανία. Η Σουηδία είναι η χώρα στην οποία βασίζονται και θεωρούν ως το μεγαλύτερο υποστηρικτή τους. Η Στοκχόλμη έχει να κάνει μια επιλογή. Να συνεχίσει την πολιτική της ουδετερότητας και να δει τις Βαλτικές Δημοκρατίες να καταρρέουν ή με δεδομένο ότι έχει τις ένοπλες δυνάμεις, την οικονομική και διπλωματική δύναμη να δημιουργήσει μια Σκανδιναβική συμμαχία για να στηρίξει τις τρείς χώρες έναντι της Μόσχας. Μένει να το δούμε. Ενδιαφέρον έχει η στάση των δυο μνηστήρων εκτός ΝΑΤΟ, της Ιαπωνίας και της Κίνας. Ο Ιάπωνας Πρωθυπουργός, Σίνζο Άμπε, ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που επισκέφθηκε τον Πρόεδρο Τράμπ, ακόμη και πριν την ορκωμοσία του, αλλά και επίσημα στο Λευκό Οίκο, μετά την Πρωθυπουργό Μέι. Και τον επισκέφθηκε προσφέροντας μια μεγάλη αμοιβή, τεράστιες επενδύσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ο ηγέτης της Ιαπωνίας, βλέπει ότι είναι σχεδόν βέβαιο η χώρα του να έρθει σε σύγκρουση με την Κίνα στο άμεσο μέλλον και θέλει να εξασφαλίσει ότι η Ουάσιγκτον θα παραμείνει τουλάχιστον ουδέτερη. Με δεδομένη μια ουδετερότητα της Ουάσιγκτον, το Τόκιο έχει μεγάλες πιθανότητες να επικρατήσει στη σύγκρουση με το Πεκίνο. Οι Κινέζοι βασίζονται πάρα πολύ στις προμήθειες μέσω θαλάσσιων οδών, τόσο σε αγαθά όσο και σε ενέργεια. Το Ναυτικό της Ιαπωνίας έχει μεγαλύτερη εμβέλεια και είναι λιγότερο εκτεθειμένο στρατηγικά. Και ειδικά τώρα που το δεύτερο ιαπωνικό αεροπλανοφόρο είναι επιχειρησιακά έτοιμο, το Τόκιο είναι απόλυτα έτοιμο. Η Κίνα, θα πρέπει να θεωρεί ως πολύ αρνητική εξέλιξη την ουσιαστική αποχώρηση της Ουάσιγκτον από το ΝΑΤΟ. Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ δεν θα είναι δεσμευμένες στην υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συνόρων, η δύναμη της Αμερικής απελευθερώνεται. Αυτό διευρύνει σε μεγάλο βαθμό το ρόλο του Αμερικανικού Ναυτικού στο στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ. Και όσοι καταλαβαίνουν γνωρίζουν ότι το Ναυτικό είναι το πλέον ικανό σώμα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων για την αναχαίτιση της Κίνας. Η Κίνα έχει βρεθεί πλέον σε πολύ δύσκολη θέση. Για δεκαετίες δεν είχαμε παγκόσμια ή περιφερειακή σύγκρουση πέρα από αυτή του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, και αυτό λόγω του ότι η Ουάσιγκτον φρόντιζε για τα πάντα. Η Αμερική βρίσκεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αργά αλλά σταθερά σε μια πορεία απεμπλοκής από το σύστημα συμμαχίας του Ψυχρού Πολέμου. Οι τελευταίες εξελίξεις δεν αποτελούν, παρόλα αυτά, την τελευταία πινελιά, στην πορεία αυτής της απεμπλοκής. Βρισκόμαστε στην προκαταρτική φάση όπου κανείς δεν γνώρισε που στέκονταν η Ουάσιγκτον. Τώρα πλέον αρχίζει να γίνεται κατανοητό το μέγεθος της απουσίας των ΗΠΑ. Με την αποχώρηση της Αμερικής κάθε χώρα στον κόσμο και ειδικά στην Ευρώπη, χρειάζεται να βρει τρόπο να εξασφαλίσει την οικονομική και φυσική της ασφάλεια. Είναι βέβαιο ότι κάθε χώρα θα έχει διαφορετική άποψη και ιδέες για την επίτευξη αυτού του στόχου. Και ειδικά με μια ΕΕ, η οποία το λιγότερο τρίζει, οι αντεγκλήσεις και τα συγκρουόμενα συμφέροντα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. Οπότε το πάρτι αρχίζει και θα είναι τραγελαφικό. Δυστυχώς μέσα σε αυτή τη θύελλα που βρίσκεται προ των πυλών, η Ελλάδα βρίσκεται σε απόλυτο χάλι, χωρίς στρατηγική, στη δίνη της γερμανικής Ευρώπης και των μνημονίων της Μέρκελ και του Σόϊμπλε. Κανείς δεν ασχολείται με τέτοιου είδους στρατηγικούς προβληματισμούς και δεν σκέφτεται το που θα πρέπει να ακουμπήσει η χώρα. Το μένουμε Ευρώπη, και ειδικά στη σημερινή Ευρώπη, είναι όχι απλά ρομαντικό αλλά ανόητο και σίγουρα δεν φτάνει από μόνο του, για να εξασφαλιστεί το μέλλον της χώρας. Κάποιοι βιάστηκαν να προβλέψουν το τέλος της ιστορίας. Κάποιοι πάτησαν και συνεχίζουν να πατούν στην ασυνάρτητη παγκοσμιοποίηση. Δυστυχώς για αυτούς και για τον πλανήτη η ιστορία επιστρέφει δριμύτερη σε έναν πλανήτη που την έχει ξεχάσει και πάνω από όλα δεν έχει βιώσει πόσο αιματηρή μπορεί να γίνει.
Πηγή:
Σχόλια