Του Σπύρου Δημητρέλη
Κόμπο-κόμπο ξηλώνουν οι φορολογούμενοι και τα δικαστήρια τους ελέγχους που έχουν πραγματοποιήσει
κατά κόρον τα τελευταία χρόνια οι ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου
Οικονομικών και αφορούν τη λεγόμενη "αδικαιολόγητη προσαύξηση
περιουσίας". Πρόκειται για τους ελέγχους που βασίζονται κατά κύριο λόγο
στο άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών των φορολογουμένων από το 2002
και μετά και στη σύγκριση της αύξησης των τραπεζικών υπολοίπων με τα
ποσά που δήλωσαν οι φορολογούμενοι στις φορολογικές δηλώσεις των
αντίστοιχων ετών.
Ωστόσο, όπως
αποδεικνύουν επίσημοι αριθμοί της ίδιας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων
Εσόδων, οι έλεγχοι που γίνονται είναι κατά κανόνα προβληματικοί, καθώς
καταλήγουν σε αποτελέσματα που αμφισβητούνται από τους φορολογουμένους
και ξηλώνονται στο τέλος από το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών ή ακόμα
και από τα δικαστήρια, στα οποία προσφεύγουν οι φορολογούμενοι.
Προσφυγές
Το ότι υποβάλλονται
πολλές προσφυγές αμφισβήτησης των ελέγχων είναι εν πολλοίς αναμενόμενο,
καθώς οι ελεγχόμενοι επιδιώκουν να γλυτώσουν φόρους που τους επιβλήθηκαν
από τους ελέγχους. Το ζήτημα είναι ότι πολλοί έλεγχοι πράγματι
ξηλώνονται από την ίδια τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών του υπουργείου
Οικονομικών.
Πιο συγκεκριμένα,
από τις 28.620 προσφυγές που έχουν κατατεθεί έως και το πρώτο τρίμηνο
του 2017, οι 3.609 έγιναν αποδεκτές εν όλω ή εν μέρει. Πρόκειται για το
διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 13%. Μάλιστα, θα πρέπει να σημειωθεί
ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των προσφυγών δεν εξετάστηκε, καθώς
πέρασε η χρονική προθεσμία των 90 ημερών για την εξέτασή τους, με
αποτέλεσμα να απορριφθούν αυτόματα. Πρόκειται για 10.038 προσφυγές ή
ποσοστό 35%. Αν και αυτές εξετάζονταν, είναι δεδομένο ότι αρκετές θα
γίνονταν δεκτές.
Δεν είναι, όμως,
μόνο οι ενδικοφανείς προσφυγές που γίνονται στο υπουργείο Οικονομικών.
Ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτές απορρίπτονται, οι περισσότεροι
ελεγχόμενοι προσφεύγουν στα διοικητικά δικαστήρια.
Στα δικαστήρια
Μέσω των δικαστηρίων
αμφισβητείται κατά κύριο λόγο το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει
πρόστιμα και προσαυξήσεις για χρήσεις πολλά έτη πριν, οι οποίες θα
έπρεπε να έχουν παραγραφεί, αλλά έμειναν ζωντανές με τη ψήφιση συνεχών
παρατάσεων παραγραφής από τη Βουλή τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια.
Υπάρχουν πλέον δικαστικές αποφάσεις στον πρώτο και δεύτερο βαθμό
δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις οποίες οι χρήσεις από το 2000 έως και το
2005 έχουν ήδη παραγραφεί. Το θέμα, ωστόσο, πρόκειται να ξεκαθαρίσει από
το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο αναμένεται να πάρει την τελική
και οριστική απόφαση επί του θέματος.
Το σημείο στο οποίο
ελεγχόμενοι έχουν "χτυπήσει" τους ελέγχους είναι το ότι δεν θεωρούν την
ύπαρξη του ονόματός τους σε μια λίστα ως νέο στοιχείο-ένδειξη
φοροδιαφυγής που ενεργοποιεί την παράταση της παραγραφής και δίνει το
δικαίωμα στους ελεγκτές να βεβαιώσουν πρόσθετους φόρους.
Τα γκρίζα σημεία του ελέγχου
Οι φορολογούμενοι
που προσφεύγουν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και στα διοικητικά
δικαστήρια αμφισβητούν τους ελέγχους σε πολλά σημεία. Εκτός από το θέμα
της παραγραφής που αναφέρθηκε, αμφισβητούνται οι καταθέσεις ποσών στους
τραπεζικούς τους λογαριασμούς που έχουν χαρακτηριστεί από τους ελεγκτές
ως εισόδημα το οποίο δεν έχει δηλωθεί από τον ελεγχόμενο.
Μάλιστα, με βάση τη νομοθεσία, το βάρος για την απόδειξη ότι οι καταθέσεις που έχουν γίνει στους τραπεζικούς λογαριασμούς πέφτει στον φορολογούμενο.
Δηλαδή αυτός θα πρέπει να προσκομίσει έγγραφα και στοιχεία στη
φορολογική διοίκηση που να αποδεικνύουν ότι οι εγγραφές που έχουν γίνει
ως καταθέσεις ποσών στον τραπεζικό του λογαριασμό είτε αφορούν εισόδημα
που έχει φορολογηθεί είτε αποτελεί εισόδημα το οποίο έχει απαλλαγεί
νόμιμα από τη φορολογία.
Ας δούμε και ποιες
είναι οι κυριότερες περιπτώσεις ποσών που έχουν κατατεθεί στους
τραπεζικούς λογαριασμούς των ελεγχομένων τα οποία ήταν μεν εισόδημα,
αλλά την περίοδο που κατατέθηκαν απαλλάσσονταν νόμιμα από τη φορολογία.
Μάλιστα, στις περιπτώσεις που οι ελεγχόμενοι αδυνατούν να προσκομίσουν δικαιολογητικά επειδή οι σχετικές εταιρείες έχουν κλείσει (π.χ., χρηματιστηριακές), τότε οι ελεγκτές καταλογίζουν τα ποσά αυτά ως εισόδημα.
Χαρακτηριστικές
είναι οι περιπτώσεις είσπραξης μερισμάτων, κατάθεσης ποσών στους
τραπεζικούς λογαριασμούς από πώληση πακέτων μετοχών, ποσών από πώληση
ακινήτων όπου άλλο τίμημα (χαμηλότερο) αναγραφόταν στο συμβόλαιο και
άλλο ήταν το πραγματικό τίμημα που κατατέθηκε στους τραπεζικούς
λογαριασμούς του ελεγχομένου, ποσά που κατατέθηκαν αφού προηγουμένως
είχαν αναληφθεί από τραπεζικούς λογαριασμούς του ίδιου φορολογουμένου,
καθώς και ποσά που προέρχονται από συνήθεις επιχειρηματικές συναλλαγές
του ελεγχομένου τα οποία σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν προϊόν
φοροδιαφυγής (π.χ., πληρωμές από πελάτες, εισερχόμενα εμβάσματα).
Στο υπουργείο
Οικονομικών ευελπιστούν να περιορίσουν τα παραπάνω προβλήματα με τη
χρήση του ειδικού λογισμικού που ανέπτυξε ομάδα του με στελέχη
πληροφορικής. Αυτό το ειδικό λογισμικό επιτρέπει στους ελεγκτές μέσα σε
σύντομο χρονικό διάστημα να εντοπίσει τις "πρωτογενείς καταθέσεις" που
έχουν γίνει στους τραπεζικούς λογαριασμούς, απορρίπτοντας ποσά τα οποία
προέρχονται από αναλήψεις που έγιναν από άλλους λογαριασμούς του ίδιου
φορολογουμένου.
Σχόλια