Πουτανιά, μαλαγανιά και εξουσία

Του Γιώργου Λιγνού*
Στις 20 Απριλίου 1975 το βράδυ, ημέρα Δευτέρα έκανα την πολλοστή μου αφισοκόλληση.
Μερικές μέρες πριν είχε κυκλοφορήσει η αφίσα του Ρήγα Φεραίου, που έδειχνε δύο χέρια να σπάνε την αλυσίδα που τα κρατούσε δεμένα, με το σύνθημα «ΠΟΤΕ ΠΙΑ». Όπως συνέβαινε τότε, τα μέλη των νεολαιών αναλάμβαναν εργολαβικά τις αφισοκολλήσεις. Ήταν και αυτός ένας τρόπος να διοχετεύονται οι ανησυχίες τους, αντί να διατυπώνουν απόψεις. Μου πήρε καιρό να φτάσω στα αξιώματα εκείνα που σου επέτρεπαν να αποφύγεις τέτοια καθήκοντα. Εν τω μεταξύ είχα αλλάξει γνώμη για τη ορθότητά τους. Μαζί και εγώ.

Κάπου στην πλατεία Διοικητηρίου της Θεσσαλονίκης μας συνέλαβαν, εμένα και ένα φίλο. Με τους κουβάδες στο χέρι δεν ήταν δα δύσκολο να μας εντοπίσουν. Μας βάλανε στο περιπολικό, αρκετά ήπια οφείλω να πω, και μας πήγαν στο τμήμα της Άνω Πόλης, όπου και περιμέναμε έξω από το γραφείο του διοικητή.
Λόγω της προχωρημένης ώρας, περασμένες 12, τα ζητήματα με τα οποία ασχολιόταν ο τελευταίος, ήσαν αυτά που περιστρέφονταν γύρω από τις δουλειές της νύχτας. Τότε ακόμα το σκληρό έγκλημα δεν είχε κάνει την εμφάνισή του.

Συγκεκριμένα είχε να διαχειριστεί έναν γυναικοκαυγά γυναικών ελευθερίων ηθών. Η μία πουτάνα επετίθετο και φραστικά στην άλλη γιατί της πήρε τον προστάτη. Οφείλω να πώ, ότι γκρεμίστηκε αίφνης η κλασσική δοξασία της δυναστείας του νταβαζή. Εκτός αν αυτός ήταν άφαντος για ευνόητους λόγους.

"Να μία ενδιαφέρουσα πτυχή του λούμπεν προλεταριάτου" σκέφθηκα. Διεκδικούσαν το μονοπώλιο της “προστασίας”.

Προφανώς ακόμα τότε η πορνεία της Θεσσαλονίκης ανήκε στη σφαίρα της μικρής επιχειρηματικότητος. Oι πουτάνες αυτές ήσαν αφεντικά του εαυτού τους, αυτοασπασχολούμενες, ο δε νταβατζής κατά κάποιο τρόπο εκμισθωνόταν, ποιος ξέρει με τι ανταλλάγματα για να πουλάει προστασία και μεσολάβηση. Τυπικό outsourcing θα λέγαμε σήμερα.

Πάντως να πώ ότι εκείνα τα χρόνια αντιμετωπίζαμε την πορνεία με τη σχετική κατανόηση που επέβαλαν οι πολιτικές μας αντιλήψεις και αντιστεκόμασταν σθεναρά στη συναλλαγή με το χώρο αυτό. Εγώ μένοντας στον οδό Δαγκλή, όπου και το γνωστό ξενοδοχείο Άθως, απέναντι από ένα τέτοιο καταγώγιο πλειστάκις εγώ και άλλοι φίλοι δεχτήκαμε προσκλήσεις να γνωρίσουμε τον κόσμο αυτό. Αφήναμε το χώρο ελεύθερο σε γνήσια τέκνα της εργατικής τάξης, την οποία ωστόσο είχαμε σαν στόχο να την αφυπνίσουμε με τους αγώνες μας.

Αν θυμάμαι καλά, ο διοικητής διαχειρίστηκε την κρίση κατσαδιάζοντάς και απειλώντας τες, ότι αν δημιουργήσουν ξανά προβλήματα στο μικρόκοσμό τους θα ήταν αυστηρότερος. Έκανε ένα performance εξουσίας.

Άρχισα να συνειδητοποιώ το παράδοξο της σκηνής στην οποία έπαιρνα μέρος. Ο σουρεαλισμός συμπληρωνόταν με την τηλεόραση στον προθάλαμο του διοικητή να δείχνει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του Λένιν. Ο νυχτερινός φρουρός του τμήματος κρατώντας χαλαρά ένα πολυβόλο κοίταζε βαριεστημένα. Άγνωστο τι σκεφτότανε.

Ήλθε η σειρά μας. Πρέπει να πώ ότι ούτε τρομαγμένοι είμαστε, ούτε όμως αναιδείς. Παρομοίως και εκείνος ήταν μάλλον διερευνητικός. Άλλωστε η Δημοκρατία ήταν ακόμα νωπή και δεν ήξερε και αυτός τι μπορεί να του προέκυπτε. Ήταν ήδη γνωστό ότι στους χώρους τους δικούς μας διέπρεπαν και παιδιά υπουργών της τότε κυβερνήσεως αλλά και επωνύμων της πόλης.

Ο αξιωματικός πήγε να ανεβάσει τους τόνους, αλλά με ήρεμο τρόπο τον ερώτησα ποιο ήταν το αδίκημα. Φυσικά και ξέραμε. Αλλά η ευγενής αφέλεια σε μικρές δόσεις δεν βλάπτει. Τουναντίον αναγκάζει την άλλη πλευρά να δείξει πιο ξεκάθαρα τι σκέφτεται. Κλασσική αρχή των διαπραγματεύσεων.

Εκείνος είπε για την απαγόρευση της αφισοκόλλησης. Του απαντήσαμε ότι δεν γνωρίζαμε ότι για να κολλήσουμε μια αντιχουντική αφίσα, έπρεπε να πάρουμε άδεια. Εστιαστήκαμε στο «αντιχουντική», ερωτώντας αφελώς και πάλι «Ποιο είναι το πρόβλημα με το περιεχόμενο της αφίσας;»

Ήταν φανερό ότι τον σπρώχναμε στα χωράφια της διαβούλευσης. Διέκρινα αμηχανία. Η ερώτηση ήταν κρίσιμη, το δε αδίκημα δεν δικαιολογούσε αγριάδα από την πλευρά του. Πόσο μάλλον που συμμετείχαμε στην ιδιότυπη ανάκρισή μας με Σωκρατική διάθεση και ευγένεια.

Σε μία τελευταία απέλπιδα αλλά αρκετά καλή προσπάθεια να αρθρώσει επιχείρημα ανταπαντά με το ερώτημα «Γιατί δεν έχω δεί κανένα Κινέζο ή Ρώσο να κάνει διαδήλωση με ελληνική σημαία, παρά εδώ στην Ελλάδα εσείς χρησιμοποιείτε το σφυροδρέπανο;»

Αν ήμουνα κριτής σε αγώνες αντιλογίας (debate) θα του είχα δώσει 10 μονάδες.

Ο φίλος μου ο Δημήτρης Π. απάντησε με ήρεμη και ελαφρώς παιδική φωνή «Μα κύριε Διοικητά, το σφυροδρέπανο είναι διεθνές σύμβολο.» Αγρίεψε. Γρύλισε λίγο, κάτι πήγε να ψελλίσει, αλλά νομίζω ότι ο σεβασμός που επιδείξαμε στην εξουσία που δεν είχε όπως λίγα χρόνια πριν, τον οδήγησαν στην απόφαση να μας αφήσει, παραπέμποντάς μας όμως σε δίκη για παράνομη αφισοκόλληση.

Ούτε κράτηση ούτε τίποτα. Έτσι αρχίσαμε να χτίζουμε το αγωνιστικό μας προφίλ, τρομάρα μας.

Νομίζω ότι η ιστορία αυτή έχει όλα τα συστατικά, καλά και κακά, της μεταπολιτευτικής μας Δημοκρατίας.

Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε όλοι.
*Αναδημοσίευση με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα της.

Σχόλια