Δεν συμμερίζονται την αισιοδοξία της κυβέρνησης για το τέλος της
λιτότητας τα νοικοκυριά. Δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι ούτε
καταναλώνουν, ούτε αποταμιεύουν, ούτε βλέπουν ελπίδα στην προσωπική τους
οικονομική κατάσταση, μέχρι και το γεγονός ότι αγοράζουν πλέον ολοένα
και λιγότερα τρόφιμα.
Έτερη ηχηρή επιβεβαίωση ότι η οικονομία βυθίζεται σε ύφεση συνιστούν
οι πωλήσεις καυσίμων κίνησης. Υποχωρούν στο δίμηνο με ρυθμό 6% στις
βενζίνες, και 4% στο ντίζελ, ένα ακόμη καμπανάκι ότι η αβεβαιότητα
κουμπώνει τους καταναλωτές.
Τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν στο μπαράζ ενδείξεων, στοιχείων,
και δεικτών που καταγράφουν σημαντική συρρίκνωση, δείγμα ότι το μείγμα
της εφαρμοζόμενης πολιτικής είναι λάθος, αφού χτυπά στην καρδιά της
κατανάλωσης, και ότι οι αντοχές τελειώνουν. Η άνοδος του ποσοστού των
νοικοκυριών που μόλις τα βγάζουν πέρα, το ιστορικό χαμηλό των καταθέσεων
και τα μηνύματα επιδείνωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης όπως
αναμένεται να καταγράφονται στην μηνιαία έκθεση που πρόκειται να
παρουσιάσει την Τετάρτη το ΙΟΒΕ, έρχονται να προστεθούν στα παραπάνω.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι η μείωση της υπερφορολόγησης
παραπέμπεται για το 2019 και 2020, δίχως ουδείς να ξέρει αν θα
εξαντληθεί σε ακόμη μια επιδοματική πολιτική ή θα προσφέρει
πραγματικές “ανάσες” στα παραγωγικά στρώματα. Η αγορά στενάζει από τους
φόρους, είχε ελπίσει σε κάποια αλλαγή του μείγματος αλλά η επικείμενη
συμφωνία διέψευσε τις προσδοκίες της, θέτοντας εν αμφιβόλω τους
υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, τους οποίους έχουν ήδη ψαλιδίσει το ΔΝΤ
και η Κομισιόν.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς την άρνηση στην αποταμίευση, τις
αρνητικές εκτιμήσεις για τις παραγγελίες (ΙΟΒΕ), την μείωση του δείκτη
υπεύθυνων προμηθειών (PMI της Markit), τις μεικτές τάσεις στους δείκτες
εξαγωγικής δραστηριότητας, και τις εκροές στις καταθέσεις, διαμορφώνεται
ένα εκρηκτικό υφεσιακό μείγμα. Ο αντίκτυπος είναι ήδη εδώ και
απεικονίζεται στην ηχηρή διάψευση των προσδοκιών για δειλή ανάκαμψη της
οικονομίας η οποία κατά κοινή ομολογία δεν πρόκειται να ενισχυθεί φέτος
παρά κατά 1% αντί για στόχου 2,7%.
Τα τρόφιμα και καύσιμα πάντως είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα
ύφεσης με ξεχωριστό συμβολισμό. Τα τελευταία χρόνια και καθώς η Ελλάδα
βυθιζόταν όλο και βαθύτερα στην κρίση, τρόφιμα και καύσιμα αποτέλεσαν
τις δύο μοναδικές κατηγορίες προϊόντων που αύξαναν το ποσοστό τους επί
των συνολικών εισαγωγών της χώρας.
Ο Νόμος του Engel
Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η Ελλάδα είχε αποτελέσει ένα
κλασικό παράδειγμα νόμου του Engel: Όταν το εισόδημα μειώνεται, τότε οι
δαπάνες που αντιστοιχούν στις αγορές βασικών ειδών διατροφής αυξάνονται
ποσοστιαία ανάλογα. Το ανακάλυψε ο Γερμανός στατιστικολόγος Ernst Engel
όταν στα μέσα του 19ου αιώνα μελέτησε στο Βέλγιο 153 νοικοκυριά που
ανήκαν στην εργατική τάξη.
Εδώ και ένα χρόνο, και ειδικά από τις αρχές του 2017, η Ελλάδα έσπασε
τον κανόνα του Engel. Τρόφιμα και καύσιμα πλέον δεν αποτελούν ταμπού
για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό.
- Στο γάλα για παράδειγμα οι πωλήσεις του πρώτου τετραμήνου εκτιμάται πως υστερούν τουλάχιστον 10% σε όγκο συγκριτικά με πέρυσι, κι ας κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που κοστίζουν 88 λεπτά το λίτρο.
Είναι μια ακόμη ένδειξη ότι το τέλος της λιτότητας τελικά δεν ήρθε,
ότι η κατάσταση στην οικονομία εξελίσσεται χειρότερα απ’ ότι εκτιμούσαν
λίγο καιρό πριν οι λιγότερο αισιόδοξες προβλέψεις, και ότι η αβεβαιότητα
έχει χτυπήσει κόκκινο. Στην πραγματική οικονομία τα σημάδια παράλυσης
πολλαπλασιάζονται, κυβέρνηση και δανειστές συνεχίζουν να παίζουν πάνω
στην πλάτη της ένα επικίνδυνο παιχνίδι, απαιτώντας από αυτήν να κάνει
υπομονή και να προσαρμοστεί στους δικούς τους χρόνους. Αλλά ξεχνούν
ηθελημένα ότι ο πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών δεν είναι
απεριόριστος, έχουν σπάσει πια το καλούπι του Engel.
- Πολλοί Έλληνες μαζί με το αντίο στα εισαγόμενα αυτοκίνητα και στα διάφορα τεχνολογικά είδη, λένε πλέον αντίο, ποσοτικά μιλώντας, και σε βασικά καταναλωτικά αγαθά. Καθώς η χώρα βυθίζεται στην κρίση, έφυγαν πέρυσι από την αγορά 46.000 τόνοι γάλα (μείωση 12,3% σε όγκο), τάση που συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό και στο πρώτο τετράμηνο. Το ίδιο ισχύει και για 40.000 τόνους βενζινών και ντίζελ, τόσο είναι η υστέρηση κατά το πρώτο δίμηνο στα καύσιμα κίνησης (639.000 έναντι 675.000 τόνων).
Σχόλια