Προϋπόθεση για την επιστροφή στην κανονικότητα θεωρεί στην τριμηνιαία έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, καθώς όπως αναφέρει, τότε, μπορούμε ευλόγως να αναμένουμε ότι τα επόμενα δύο χρόνια θα επιστρέψουμε σε σταθερούς (= διατηρήσιμους) θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που θα διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η ανεργία θα μειωθεί. Με δυο λόγια, αν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα. Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζονται διαπραγματεύσεις π.χ. για ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους. Σημαίνουν όμως ότι το κλειδί είναι οι μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο, η υπόθεση Μνημόνιο σύμφωνα με το ΓΠτΒ δεν κλείνει με το τρίτο πρόγραμμα. "Η Ελλάδα μετά το 2018 θα χρειαστεί δάνεια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της μετέπειτα περιόδου διαφορετικά οδηγείται σε διακοπή της εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της. Αυτά μπορούν να εξευρεθούν είτε από τις αγορές, εφόσον έχει καταφέρει να βγει σε αυτές, είτε από τον ΕΜΣ. Και αυτό το γεγονός αποτελεί πεδίο που δυσκολεύει και το κλείσιμο της αξιολόγησης λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων μεταξύ ΔΝΤ, Ε.Ε και ελληνικής κυβέρνησης".
- "Προφανώς, ένα νέο αίτημα το 2018 για δάνειο από τον EΜΣ θα συνοδευθεί σύμφωνα με τους κανόνες του από ένα νέο, το τέταρτο Μνημόνιο (=πρόγραμμα προσαρμογής)" λέει.
Σύμφωνα με την έκθεση υπάρχει ακόμα καιρός για το κλείσιμο της αξιολόγησης (που θα έπρεπε πάντως να είχε συμβεί τις πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου). Αν τελικά επιτευχθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα (το αργότερο εντός Φεβρουαρίου), θα δώσει την δυνατότητα στην Ελλάδα να ενταχθεί ήδη στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (πιθανότατα τον Μάρτιο) στο πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ που θα επιτρέψει φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της οικονομίας. Οι τράπεζες θα μπορέσουν να αντλήσουν ανετότερα ρευστότητα από την ΕΚΤ και η κυβέρνηση θα αποσύρει βαθμιαία τους κεφαλαιουχικούς ελέγχους. Στη συνέχεια, ρεαλιστικό θα ήταν να επιδιώξει η κυβέρνηση, δοκιμαστικά έστω, την έξοδο στις αγορές. Η χώρα θα μπορούσε να αποφύγει την εφαρμογή του περιβόητου «κόφτη», την υποχρέωση δηλαδή να περικόψει πρωτογενείς δαπάνες (μισθούς και συντάξεις κυρίως του Δημοσίου). Με το κλείσιμο της αξιολόγησης επίσης θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική και θα διευρυνθούν οι προοπτικές της οικονομίας. Σε συνθήκες βαθμιαίας εξομάλυνσης της οικονομικής κατάστασης και αυξημένης εμπιστοσύνης θα ήταν δυνατό να λυθεί το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων («κόκκινων») δανείων. Επίσης, θα αποκτηθούν μερικά «μαξιλάρια» στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την περίπτωση ανάγκης. Τέλος θα προ- χωρήσει το τριών σταδίων σχέδιο ελάφρυνσης του χρέους, που έχει ήδη συμφωνηθεί στην Ευρωομάδα. Ήδη ο ΕΜΣ ενέκρινε την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων.
Ωστόσο οι οινομολόγοι του ΓΠτΒ εμφανίζονται τουλάχιστον επιφυλακτικοί αναφορικά με την ικανότητα της οικονομίας να παρουσιάσει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης φέτος και το 2018. Χαρακτηριστικά αναφέρουν οτι η πρόβλεψη του προϋπολογισμού (2,7% του ΑΕΠ) «είναι αβέβαιη και εξαρτάται από διάφορους συγκυριακούς και εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι την καθιστούν περισσότερο ένα μήνυμα αισιοδοξίας παρά μία βάσιμη εκτίμηση».
Σύμφωνα με την έκθεση ο εμφανέστερος αν και απλοϊκός δείκτης του οικονομικού κόστους θα είναι η διαφορά ανάμεσα σε «αναμενόμενους» ρυθμούς μεγέθυνσης για το 2017 και 2018 και σε αυτούς που τελικά θα επιτευχθούν. Στις 17 Δεκεμβρίου 2016 ο ΟΟΣΑ προέβλεπε ρυθμό μεγέθυνσης 1,3% για την Ελλάδα το 2017.
Ως εκ τούτου, αν τελικά δεν επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης και της Επιτροπής για μεγέθυνση 2,7% (λόγω των πολλαπλών αβεβαιοτήτων) αυτό σε απόλυτα μεγέθη θα σημαίνει, κατ’ αρχάς, μια απώλεια €2,2 έως €3,1 δισ. για την ελληνική οικονομία μόνο για το τρέχον έτος σε σχέση με το στόχο.
- Οι νέοι φόροι για το 2017 αναμένεται ότι θα επιβραδύνουν την ανάκαμψη. Αλλά η δημόσια συζήτηση για τους φόρους χαρακτηρίζεται συχνά από μονομέρειες και υπερβολές, ενώ παρακάμπτει το ζήτημα της σύνθεσης των δαπανών και φόρων, όπως αναφέρει η έκθεση. Για αυτό το λόγο το κέντρο βάρους πρέπει να μετατεθεί στην ανακατανομή φορολογικών βαρών και δαπανών. Και στα δύο ζητήματα αναπτύσσεται αργά κινητικότητα. Στις διαπραγματεύσεις συζητιέται η μείωση του αφορολόγητου ορίου με ταυτόχρονη όμως θωράκιση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, δηλαδή την προστασία των φτωχών.
Τέλος, το ασφαλιστικό μας σύστημα δεν είναι βιώσιμο. Αυτή είναι μια σκληρή αλήθεια. Σήμερα απορροφά 11% του ΑΕΠ ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες κατά μέσον όρο 2,25% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αναμένεται να μειωθεί οριακά μόνον τα επόμενα χρόνια. Το ασφαλιστικό σύστημα πιέζεται από τη δημογραφική γήρανση και την υψηλή ανεργία. Επομένως θα πρέπει να εξετασθεί σοβαρά πώς θα γίνει βιώσιμο.
Πηγή
http://www.huffingtonpost.gr
--------------
http://www.huffingtonpost.gr
--------------
20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ Η ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
Σχόλια