Όταν ήμουν μικρός, οι μεγάλοι αγόραζαν
στα παιδιά δύο τύπους παγωτών από κείνα τα άσπρα καροτσάκια με τα
στρογγυλά ασημί καπάκια: ή το χωνάκι που στοίχιζε δύο σολδιά ή την
«τσιάλντα» που στοίχιζε τέσσερα. Το χωνάκι ήταν πολύ μικρό, ταίριαζε
ακριβώς στο χέρι ενός παιδιού και ο παγωτατζής το ετοίμαζε βγάζοντας το
παγωτό απ’ το δοχείο. Χρησιμοποιούσε ένα
ειδικό φτυαράκι και μ’ αυτό γέμιζε τον κώνο. Η γιαγιά έλεγε πως πρέπει
να τρώμε το χωνάκι μόνο μέχρι κάποιο σημείο και να πετάμε τη μυτερή
κορυφή, γιατί την είχε πιάσει με το χέρι του ο παγωτατζής. (Κι όμως,
εκείνο το μέρος ήταν το πιο νόστιμο, το πιο τραγανό, κι εμείς το τρώγαμε
κρυφά, κάνοντας τάχα πως το πετάμε).
Η «τσιάλντα» που κόστιζε τέσσερα σολδιά,
γινόταν με ειδικό μηχανάκι που κι εκείνο ήταν ασημί. Ανάμεσα σε δυο
κυκλικές επιφάνειες τοποθετούνταν με πίεση ένα κυλινδρικό τμήμα παγωτού.
Περνούσαμε τη γλώσσα ανάμεσα στις επιφάνειες μέχρι που δε μπορούσαμε να
φτάσουμε στο κέντρο, και τότε τρώγαμε το σύνολο, μια και οι δυό
επιφάνειες είχαν μουλιάσει αρκετά. Η γιαγιά δεν έδινε καμιά συμβουλή.
Θεωρητικά, τις δυο επιφάνειες τις είχε αγγίξει μόνο η μηχανή, στην
πραγματικότητα όμως ο παγωτατζής τις είχε πιάσει με το χέρι για να μας
δώσει το παγωτό, ήταν όμως αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια η μολυσμένη
περιοχή.
Εγώ όμως γοητευόμουν από μερικούς
συνομηλίκους μου που οι γονείς τους δεν τους αγόραζαν μια «τσιάλντα» για
τέσσερα σολδιά, αλλά δύο χωνάκια των δύο. Αυτοί οι προνομιούχοι
προχωρούσαν καμαρωτοί μ’ ένα παγωτό στο δεξί χέρι κι ένα στο αριστερό
κουνώντας επιδέξια το κεφάλι και γλείφοντας μια το ένα και μια το άλλο.
Αυτή η ιεροτελεστία με την επίδειξη χλιδής μου προκαλούσε φθόνο και
πολλές φορές ζήτησα να την απολαύσω κι εγώ. ‘ Ολα στάθηκαν μάταια. Οι
δικοί μου ήταν ανένδοτοι: ένα παγωτό για τέσσερα σολδιά ναι, δύο όμως
προς δύο, όχι και πάλι όχι.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας,
ούτε τα μαθηματικά, ούτε η οικονομία, ούτε η διαιτητική δικαιολογούσαν
αυτή την άρνηση. Και, φυσικά, ούτε κάποιοι λόγοι υγείας, αφού στο τέλος
θα πετούσαμε και τις δύο κορυφές των κώνων. Μια θλιβερή
επιχειρηματολογία ισχυριζόταν, (λέγοντας ψέματα), ότι αν ένα παιδάκι
ρίχνει το βλέμμα του από το ένα παγωτό στο άλλο, κινδύνευε περισσότερο
να σκοντάψει σε πέτρες, σε σκαλοπάτια ή σε κάποια τρύπα του δρόμου.
Ακαθόριστα διαισθανόμουν ότι υπήρχε κάποια άλλη αιτιολόγηση, σκληρά
παιδαγωγική, την οποία όμως δεν μπορούσα να καταλάβω.

Όλα αυτά κινδυνεύουν να μην καταλήξουν
σε ηθικό δίδαγμα, μια και στον κόσμο μας ο καταναλωτισμός έχει κακομάθει
όχι μόνο τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους, αφού αδιάκοπα μας υπόσχεται
κάτι παραπάνω, κάποια δωράκια για κάθε αγορά που κάνουμε. Όπως οι γονείς
εκείνων των λαίμαργων και αμφιδέξιων παιδιών που φθονούσα, έτσι και ο
καταναλωτισμός υποκρίνεται πως δίνει περισσότερα, ενώ στην
πραγματικότητα προσφέρει για τέσσερα σολδιά, αυτό που αξίζει τέσσερα
σολδιά. Θα πετάξετε το παλιό ραδιόφωνο για ν’ αγοράσετε ένα καινούργιο
στο οποίο οι σταθμοί ανιχνεύονται αυτόματα, κάποιες όμως αόρατες
αδυναμίες της εσωτερικής κατασκευής θα καθορίσουν τη διάρκεια της ζωής
του στον ένα χρόνο. Το νέο σας αυτοκίνητο μπορεί να έχει όμορφα
καθίσματα, τα καθρεφτάκια μπορεί να ρυθμίζονται από μέσα, στο καντράν θα
υπάρχουν ηλεκτρονικά εξαρτήματα, θα ζήσει όμως πολύ λιγότερο από το
δοξασμένο Πεντακοσαράκι που, ακόμη κι όταν χάλαγε, το ξαναβάζατε σε
κίνηση με μια κλωτσιά.
Η ηθική όμως εκείνης της εποχής μας ήθελε όλους σπαρτιάτες, ενώ η σημερινή μας θέλει όλους συβαρίτες.
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Σχόλια