Μαίνεται ο παγκόσμιος τεχνολογικός πόλεμος

Ο Τραμπ, η τεχνολογική κόπωση στην βασική έρευνα και οι Κινέζοι

του Μάκη Ανδρονόπουλου
Όταν ο Τραμπ συνάντησε τους «γίγαντες» της Σίλικον Βάλεϊ στον πύργο του στο Μανχάταν δεν είχε απλώς στο μυαλό του να τα φτιάξει πολιτικά μαζί τους, καθώς οι περισσότεροι είχαν σταθεί επικριτικά απέναντί του κατά την προεκλογική περίοδο, αλλά να τους καθησυχάσει για το μέλλον της τεχνολογικής κοινότητας, να τους ζητήσει να μπουν στην αιχμή του δόρατός του για την αναγόμωση της πραγματικής αμερικάνικης οικονομίας και να διαμορφώσουν μαζί συνθήκες ώστε να μην απειληθεί η αμερικανική τεχνολογική πρωτοκαθεδρία από την Κίνα, ούτε ερευνητικά, ούτε εμπορικά.
Ο Τραμπ όταν λέει πως θέλει να ενισχύσει τα έργα υποδομών που έχουν μείνει πολύ πίσω στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβάνει και τις μεγάλες ψηφιακές υποδομές ώστε να μειωθούν οι ανισορροπίες εντός των ΗΠΑ και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Αυτό είναι ενθαρρυντικό για τις κολοσσιαίες εταιρείες τεχνολογίας, αλλά δεν λύνει τα προβλήματα αιχμής που αντιμετωπίζουν.
Το σημαντικότερο πρόβλημα του κλάδου της τεχνολογίας το εντόπισε πρόσφατα σε μια ανάλυσή του στην Wall Street Journal (WSJ) o Christopher Mims, όπου διαπίστωνε ότι «η μηχανή της καινοτομίας κινδυνεύει από απώλεια στήριξης». Επεσήμανε ότι όλες οι τρέχουσες βασικές τεχνολογικές εφαρμογές μεγάλης εμπορικής αξίας, όπως το ίντερνετ και το GPS, είχαν επινοηθεί την δεκαετία του ’60 στα εργαστήρια του υπουργείου Άμυνας. Σήμερα, η δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) έχει δραματικά καταρρεύσει από το 2% του ΑΕΠ στο 0,6%!  Υπογράμμιζε ότι όλες οι καινοτομικές εφαρμογές που εμπορευματοποιήθηκαν (μικροκύματα, πυρηνική σύντηξη κ.ά.) προέκυψαν από τη βασική έρευνα. Αυτό πλέον δεν υπάρχει γιατί οι σύγχρονες εταιρείες που κάνουν R&D επικεντρώνονται στις ανάγκες της αγοράς και ο ορίζοντάς τους είναι μόλις ένα τρίμηνο μπροστά, καθώς το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα νούμερα που θα δείξουν στους μετόχους και τους επενδυτές. Για τις εταιρείες το να ξοδέψουν λεφτά στη βασική έρευνα σημαίνει αβεβαιότητα και πολύ μακροπρόθεσμη απόσβεση. Κανείς δεν παίρνει ρίσκα, επισημαίνει ο Mims, αφού το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας χρηματοδοτείται από ιδιώτες επενδυτές μέσω venture capital. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι υπάρχει μια σοβαρή χρηματοδοτική κόπωση από τον ιδιωτικό τομέα της βασικής έρευνας και αυτό είναι ένα στρατηγικό μειονέκτημα που θα κληθεί, αν δεν έγινε ήδη, να αντιμετωπίσει ο Ντόναλντ Τραμπ προφανώς με κρατική συγχρηματοδότηση.
 Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι η εμπορική διπλωματία. Το ευρωπαϊκό πρόστιμο των 14 δισ. ευρώ που «έφαγε» Apple δεν είναι εύκολο να απορροφηθεί. Υπάρχουν μέτοχοι και αγορές. Επίσης, η Νότιος Κορέα «μπλόκαρε» τους χάρτες της Google, ενώ η μεγαλύτερη σε κεφαλαιοποίηση εταιρεία videogames (5,3 δισ. δολ.) Tencent Holdings υποχρεώνεται να εγγυάται την αυτονομία στις εταιρείες που αγοράζει.
Τέλος, ένα άλλο στρατηγικό μέτωπο στον πόλεμο της τεχνολογίας είναι η τεράστια ρευστότητα των Κινέζων και η μανία των εξαγορών. Τον περασμένο Σεπτέμβριο είχαμε αναφερθεί σε μια έρευνα των ΝΥΤ για την εισβολή των κινέζικων funds στην Ευρώπη (εδώ) με αφορμή την εξαγορά δύο γερμανικών εταιριών υψηλής τεχνολογίας, της Aixtron που παράγει ημιαγωγούς και της Kuka που φτιάχνει ρομπότ. Λοιπόν, υπάρχει συνέχεια. Η Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις ΗΠΑ (Committee on Foreign Investment in the U.S. – CFIUS) έκανε ένα διάβημα στην Aixtron ενόψει της εξαγοράς της με 670 εκατ. ευρώ κάνοντας λόγο για «ανησυχίες για ζητήματα αμερικάνικης εθνικής ασφάλειας»! Στην ουσία οι Αμερικανοί άνοιξαν ένα ευρύτερο θέμα «προστασίας» των δυτικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας  έναντι των κινεζικών funds που εξαγοράζουν τα πάντα. 
Είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ έχουν αγχωθεί με την ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας στον τομέα της τεχνολογίας, γιατί εισέρχεται δυναμικά στην διαστημική τεχνολογία πίσω από την οποία κρύβονται κρίσιμες στρατιωτικές εφαρμογές, στην αμυντική τεχνολογία με το νεότευκτο πρώτο κινέζικο αεροπλανοφόρο, στην τεχνολογία της πληροφορίας με το μεγαλύτερο υπολογιστή του κόσμου που απέκτησε. Οι Αμερικανοί έχουν καταλάβει πως υπάρχει κινέζικος σχεδιασμός για εξαγορές επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας σε τομείς που η Κίνα υστερεί. Δεν είναι τυχαίο που η WSJ σημειώνει σε πρωτοσέλιδο άρθρο της προ εβδομάδων την συστηματική εμπλοκή της CFIUS στη ματαίωση μεγάλων διεθνών ντιλ, όπως αυτό των 2,8  δισ. δολ. της Royal Philips NV που είχε συμφωνήσει το 2015 να πουλήσει το κομμάτι του φωτισμού σε κινέζο επενδυτή για «κάποιες αμερικανικές ανησυχίες».
Πρόκειται για ένα νέο είδος προστατευτισμού που μάλλον δεν καλύπτεται από τους κανονισμούς του WTO, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και σίγουρα θα είναι ένα από τα ζητήματα τριβής ΗΠΑ-Κίνας στο άμεσο μέλλον. Η στρατηγική Τραμπ για την ενίσχυση του τεχνολογικού τομέα με κοινές επενδύσεις σε υποδομές, με μείωση των φόρων αλλά και στην εμπορική δυναμική των ΗΠΑ στο πλαίσιο των σχέσεών τους με την Κίνα, σίγουρα αφορά και την Ευρώπη. Τόσο γενικά στο πλαίσιο της ΕΕ, όσο και ειδικά στη Γερμανία υπάρχει πρόθεση περιορισμού των αμερικανικών κολοσσών που βγάζουν δισεκατομμύρια στην Ευρώπη χωρίς να φορολογούνται, αλλά και της τεχνολογικής χειραφέτησης έναντι των ΗΠΑ. Το σχέδιο του CERN είναι το βασικό όπλο της Ευρώπης στον παγκόσμιο τεχνολογικό πόλεμο, αλλά ατύπως και η υψηλή ελευθερία που απολαμβάνουν οι ερευνητές στον τομέα της βιοτεχνολογίας και της βιογενετικής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το Brexit μπορεί να έχει επιπτώσεις και σε αυτόν τον τομέα της ευρωπαϊκής προοπτικής. 

Σχόλια