‘Έχω την
εντύπωση ότι καμιά χώρα στον κόσμο δεν επιθυμεί να προσφύγει για βοήθεια στο
ΔΝΤ υπό τον άτεγκτο «τεχνοκρατικό» τρόπο που αντιμετωπίζει τις οικονομίες των
χωρών. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύεται
ότι μπορεί να υπάρξει «τεχνοκρατική λύση» δίχως την ύπαρξη θεωρητικού
οικονομικού υποδείγματος που την υποβαστάζει, δεδομένου ότι στην οικονομική
επιστήμη δεν υπάρχει ένα μόνο θεωρητικό υπόδειγμα[1]
, αλλά υπάρχουν περισσότερα του ενός, τα οποία αντιπαλεύουν για την κυριαρχία τους. Το ΔΝΤ αποτελεί
βασικό πυλώνα άσκησης της οικονομικής πολιτικής που προέρχεται από το
κυρίαρχο συγκυριακά ,οικονομικό
υπόδειγμα. . Έχω δείξει [2],
πως μετατρέπεται σε πολιτικά κυρίαρχη μια οικονομική θεωρία.
Ας το εξηγήσουμε μέσω της
ιστορικής πορείας του ίδιου του ΔΝΤ. Από την ίδρυση του, ο βασικός στόχος του
ταμείου ήταν η εξάλειψη των δομικών ανισορροπιών του εξωτερικού τομέα των αναπτυγμένων οικονομιών έτσι ώστε να διατηρηθεί η συναλλαγματική τους
ισορροπία σταθερή, στο επίπεδο που
είχε καθορισθεί από το σύστημα των σταθερών αλλά προσαρμοζόμενων ισοτιμιών του Breton Woods.
Το ΔΝΤ λειτουργώντας ως «ύστατος
πιστωτής» χορηγούσε βραχυπρόθεσμο δανεισμό στις κυβερνήσεις των
αναπτυγμένων χωρών προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα συγκυριακά προβλήματα
ρευστότητας. [3] Η
δυνατότητα αποτελεσματικής παρέμβασης στην ελλείπουσα ρευστότητα των χωρών που
παρουσίαζαν προβλήματα στο εξωτερικό ισοζύγιο εκ μέρους του ΔΝΤ, οφείλονταν
στην γενικότερη αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος της εποχής και πρωταρχικά
στη μη ελεύθερη διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων. Πράγματι τις δεκαετίες 1950- 60
το ΔΝΤ χορήγησε πολλαπλά δάνεια σε αναπτυγμένες οικονομίες προκειμένου να
επιλύσουν προβλήματα ρευστότητας λόγω των προβλημάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Σαφέστατος στόχος, προσδιοριζόμενος
από την εφαρμογή σε παγκόσμια κλίμακα των προτάσεων ενός ευρέως
αποδεκτού υποδείγματος με αναφορές στην κεϋνσιανή προβληματική. Συνεπώς οι
προϋποθέσεις για την χορήγηση των απαραίτητων βραχυχρονίων δανείων επικεντρώνονταν στη λήψη μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής
πολιτικής μέσω των οποίων επιδιωκόταν η σταθεροποίηση της συναλλαγματικής
ισοτιμίας . Από αυτή την προοπτική, το ΔΝΤ δεν στόχευε να λειτουργήσει ως ένας
αναπτυξιακός οργανισμός εμπλεκόμενος σε μακροχρόνια δάνεια (αυτός ήταν ο ρόλος
που είχε αποδοθεί στην Παγκόσμια Τράπεζα και σε άλλους περιφερειακούς
αναπτυξιακούς οργανισμούς). Δεν ήταν αρμοδιότητα
του ΔΝΤ να εμπλέκεται σε δάνεια που αποσκοπούσαν στην επίλυση χωρών που
βρίσκονταν σε αφερεγγυότητα).
Με τη διάλυση του ΔΝΣ που καθορίστηκε από το συνέδριο του Breton Woods και
την εισαγωγή του συστήματος των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών εξέλειπε
ο βασικός στόχος για τον οποίο είχε δημιουργηθεί το ΔΝΤ. Αυτό δεδομένου, ότι
στο νέο σύστημα δεν υπήρχε καθεστώς σταθερών αλλά προσαρμοζόμενων
συναλλαγματικών ισοτιμιών. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες βρίσκονταν σε καθεστώς ελεύθερης διακύμανσης.
Μάλιστα μέχρι και σήμερα υπάρχουν συζητήσεις αν το ΔΝΤ μπορεί να
συνεχίσει να υπάρχει εκτός του συστήματος που καθόριζε το σύστημα του Breton Woods.
Μία συζήτηση που εκτός του συγκεκριμένου σημείου , περιλαμβάνει ακόμη και άλλα
σημεία μεταξύ των οποίων το σημαντικότερο αφορά στην αποτελεσματικότητα των
παρεμβάσεων του ΔΝΤ μετά την αλλαγή του στόχου της πολιτικής του.
Αλλά σε τι συνίσταται αυτή η αλλαγή;
Κατ’ αρχάς ας το δούμε ιστορικά.
Εκείνη την εποχή ο αριθμός των μελών του ΔΝΤ μεγάλωσε σημαντικά έτσι ώστε να
συμπεριληφθούν χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος. Αρχίζοντας από τη
δεκαετία του 1970 στα προγράμματα δανεισμού του ΔΝΤ συμπεριλήφθηκαν χώρες που
ευρίσκονταν σε κρίση με ευρεία γκάμα χαρακτηριστικών, όπως τραπεζικές κρίσεις
και εθνικού χρέους. Έτσι το ΔΝΤ μπλέχτηκε στις κρίσεις χρέους των χωρών της
Λατινικής Αμερικής, τη δεκαετία του 1980, και των κρίσεων των χωρών της
Ανατολικής Ευρώπης , οι λεγόμενες χώρες υπό μετάβαση τη δεκαετία του 1990. Με το πέρασμα του
χρόνου οι «πελάτες» του ΔΝΤ αυξήθηκαν και ο δανεισμός πλέον έγινε μακροχρόνιος
(έφθασε και στα 20 χρόνια σε χώρες χαμηλού εισοδήματος) αλλά το κυριότερο αυτός
ο δανεισμός δεν είχε τίποτε το κοινό με το δανεισμό που απέρρεε από τον αρχικό
σκοπό ίδρυσης του ταμείου. Ήταν
δανεισμός μακροχρόνιος που συνοδευόταν από προγράμματα σταθεροποίησης συνολικά
της οικονομίας των δανειζόμενων χωρών.
Γραφική παράσταση 1.
Από τις αναπτυγμένες χώρες στις
αναπτυσσόμενες και πίσω στις αναπτυγμένες. Προγράμματα βοήθειας του ΔΝΤ 1950-2014.
Πηγή: Carmen M. Reinhart and Christoph
Trebesch, “The International Monetary Fund: 70 Years of Reinvention” The
Journal of Economic Perspectives Volume 30 • Number 1 • Winter 2016
Σημειώσεις.
Αριστερός άξονας : αναπτυγμένες οικονομίες (% του προγράμματος)
Δεξιός άξονας: αναπτυσσόμενες οικονομίες (% του προγράμματος)
Μερίδιο αναπτυγμένων χωρών (κάθετες μπάρες, αριστερός άξονας) στα
συνολικά προγράμματα
Μερίδιο αναπτυγμένων χωρών(γραμμή , δεξιός άξονας) στα συνολικά
προγράμματα
Δηλαδή , πλέον, το ΔΝΤ θέτει ως στόχο τη
σταθεροποίηση συνολικά της οικονομίας μιας χώρας , δηλαδή της οικονομικής και
χρηματοπιστωτικής της σταθερότητας.
Όπως αναφέρει το ίδιο το ΔΝΤ[4]
«the Fund provides
Stand-By Arrangements to respond quickly to countries’ external financing
needs, and to support policies designed to help them emerge from crisis and
restore sustainable growth».
Αυτό στην
ουσία μεταφράζεται στον καταρτισμό συνολικού οικονομικού
προγράμματος στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα απαιτούμενα μέτρα, σύμφωνα με το θεωρητικό
οικονομικό υπόδειγμα που ασπάζεται το ταμείο και το οποίο ,ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί
το κυρίαρχο υπόδειγμα σε παγκόσμιο επίπεδο , προκειμένου να δοθεί δάνειο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων
της χώρας που έχει ανάγκη εξωτερικού
δανεισμού. Είναι γνωστό, ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχει
επικρατήσει η θεωρητική άποψη της νεοκλασικής σχολής είτε με τη μορφή του
μονεταρισμού είτε με τη μορφή της Νέας Κλασικής Μακροοικονομίας. Τα
μακροοικονομικά μέτρα λοιπόν που
επιβάλλονται εδράζονται από τις αποφάνσεις
της παραπάνω θεώρησης. Παράλληλα το ΔΝΤ, προχωρά ακόμη περισσότερο, απαιτώντας
την εφαρμογή των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων , οι οποίες θα επιτρέψουν την
οικονομία να λειτουργήσει με βάση τις αρχές του νεοκλασικού υποδείγματος.
Επομένως
η πρώτη απάντηση είναι ότι δεν μπορεί να είναι τεχνοκρατικός ένας οργανισμός ο
οποίος αναλύει , σχεδιάζει και εφαρμόζει με βάση ένα θεωρητικό υπόδειγμα που
σαφέστατα δεν μπορεί κανείς μα κανείς, να υποστηρίξει την αξιολογική του
ουδετερότητα.
Ας δούμε
όμως σειρά προβλημάτων που απορρέουν από αυτή την αλλαγή στο ρόλο του ΔΝΤ.
Πρώτο.
Βασικός
στόχος – πρόκληση του ΔΝΤ, σήμερα, αποτελεί η επιτήρηση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης των
188 χωρών-μελών του. Πως μπορεί ένας οργανισμός να οργανώσει την επιτήρηση κάθε
επιμέρους οικονομικού συμβάντος,
γεγονότος , κατάστασης κτλ. που επηρεάζει την οικονομική και χρηματοπιστωτική
σταθερότητα κάθε μιας από τις 188 χώρες του πλανήτη; Μόνο με μαγικό ή θεϊκό
τρόπο μπορεί να συμβεί. Ακόμη και αν υπάρχει ένα γενικό πλαίσιο ανάλυσης οι
εξαιρέσεις για κάθε χώρα είναι τόσο πολλές που υπερβαίνουν κατά πολύ το γενικό
πλαίσιο με αποτέλεσμα να το καταργούν.
Όμως δεν είναι μόνο η αδυναμία του ΔΝΤ να μπορεί να επιτηρήσει τις
οικονομίες των επιμέρους χωρών. Είναι η αδυναμία του να επιτηρήσει τα μεγάλα
γεγονότα που συμβαίνουν στην παγκόσμια οικονομία : την κρίση των ασιατικών
χωρών , την κρίση των subprime loans στις ΗΠΑ ,
την παγκόσμια κρίση του 2008, την κρίση χρέους στην Ελλάδα κτλ.
Υπάρχουν αρκετές εξηγήσεις για αυτές
τις αποτυχίες. Μεταξύ αυτών η ακόλουθη είναι ίσως η πλέον σημαντική. Η
οικονομική επιστήμη δεν έχει ανακαλύψει τη μαγική συνταγή που εγγυάται γρήγορη
και σταθερή οικονομική μεγέθυνση, χαμηλό πληθωρισμό, χρηματοοικονομική
σταθερότητα και κοινωνική πρόοδο. Υπάρχει μια πρόκληση αναλυτικής μορφής,
προκειμένου να ολοκληρωθεί η μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική ανάλυση σε
θεωρητική βάση αλλά γίνεται αβάσταχτο βάρος εντός του ΔΝΤ, όπου υπάρχει συνεχής
διαγκωνισμός μεταξύ μακροοικονομολόγων ,
χρηματοοικονομολόγων και λοιπών. Δεν είναι καθόλου εύκολο όλοι αυτοί οι
υπάλληλοι να καταλάβουν πως λειτουργεί η οικονομία κάθε χώρας την οποία
επισκέπτονται μια ή δύο φορές τον χρόνο. Έχουν έλλειψη εμπειρίας ουσιαστική για
κάθε ξεχωριστή οικονομία την οποία , υποτίθεται, θέλουν να καθοδηγήσουν στην
οικονομική μεγέθυνση και σταθερότητα. Το παράδειγμα του ελληνικού προγράμματος
δείχνει καθαρά ότι δεν είχαν ιδέα πως λειτουργεί μια οικονομία εντός μια
νομισματικής ζώνης.
Δεύτερο.
Υπάρχει μια τεράστια σύγχυση σχετικά
με το είδος των όρων (conditionality)που
θα πρέπει να συνοδεύουν τα χορηγούμενα δάνεια. Οι όροι αναφέρονται στις συμφωνημένες πολιτικές με τις κυβερνήσεις
ως προϋπόθεση για την χορήγηση των δανείων. Γιατί θα πρέπει το ΔΝΤ να επιβάλει όρους
σε κυβερνήσεις οι οποίες τις θεωρούν ότι δεν είναι υπέρ του συμφέροντός τους;
Πως μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς να υπεισέρχεται σε προβλήματα κυριαρχίας της
χώρας, την οποία το ΔΝΤ ως πολυμερής οργανισμός είναι υποχρεωμένος να σέβεται;
Από τη στιγμή που η κυβέρνηση είναι κυρίαρχη γιατί πρέπει να αναμένει κανείς να
συμφωνεί με σχεδιασμένους όρους και στόχους που δεν τους δέχεται συνολικά;
Ακόμη αν το ΔΝΤ και η κυβέρνηση έχουν
τους ίδιους στόχους για τι χρειάζεται τότε να επιβληθούν όροι;
Τρίτο.
Yπάρχει διαφωνία ως προς το ρόλο του ΔΝΤ
αναφορικά με τη διαχείριση κρίσεων
εθνικού χρέους. Τα πολλαπλά διακυβεύματα, τα σημαντικά συναλλακτικά κόστη
και η απουσία ενός διεθνώς συμφωνημένου πλαισίου για την επίλυση κρίσεων
χρέους, δημιουργούν προβλήματα συντονισμού που συνιστούν περιπτώσεις πρώτης
τάξεως για την επέμβαση ενός πολυμερούς οργανισμού όπως το ΔΝΤ. Υπάρχει όμως
σύγχυση αναφορικά με τη μορφή που πρέπει να λαμβάνει η εμπλοκή του. Οι
αξιωματούχοι δηλώνουν ότι το ΔΝΤ οφείλει να παράσχει ρευστότητα έκτακτης
ανάγκης σε περιπτώσεις που το χρέος μιας κυβέρνησης είναι βιώσιμο, όμως οι
ιδιώτες επενδυτές είναι ανίκανοι να συντονίσουν την παροχή μιας τέτοιας
βοήθειας, ενώ συνεισφέρουν αποκλειστικά στη διάρθρωση του χρέους σε περιπτώσεις
μη βιωσιμότητάς του.
Ωστόσο,
οι δηλώσεις αυτές προκαλούν βαθιά ερωτήματα αναφορικά με την έννοια της
βιωσιμότητας του χρέους και με το εάν το Ταμείο είναι ικανό να καθορίζει τη
βιωσιμότητα ενός εθνικού χρέους στην πράξη. Ως αντανάκλαση των αβεβαιοτήτων
αυτών, το Ταμείο συνεχίζει να δανείζει χώρες για μεγάλο χρονικό διάστημα, την
ίδια στιγμή που αναβάλλει τις αποφάσεις περί αναδιάρθρωσης. Η συγκεκριμένη
πρακτική επιτρέπει στους ιδιώτες επενδυτές να μειώνουν τις απώλειές τους, ενώ
δημιουργεί ηθικό κίνδυνο. Όταν έρθει επιτέλους η αναδιάρθρωση, αυτή είναι
ακριβότερη για τη χώρα και ενοχλητικότερη για την οικονομία.
Συμπερασματικά η παρατηρούμενη
μετάλλαξη του ΔΝΤ με βάση την πεποίθηση
ότι μπορεί να γνωρίζει να επιτηρεί και να καθοδηγεί 188 χώρες του πλανήτη ως
προς την οικονομική μεγέθυνση και την
χρηματοπιστωτική σταθερότητα τους αποδείχτηκε η μεγαλύτερη αυταπάτη και
δεδομένου ότι, δύσκολα οποιαδήποτε αυταπάτη δεν στηρίζεται στην απάτη
(πρωταρχικά του εαυτού), μπορούμε να υποθέσουμε με σχετική βεβαιότητα ότι ο
πολυμερής αυτός οργανισμός αυταπατώμενος εξαπατά το σύνολο των χωρών του
πλανήτη.
[1] Κ. Μελάς, Περιδιαβαίνοντας σε Ζητήματα της Μακροοικονομικής Θεωρίας, https://www.scribd.com/doc/57385782
[2] Κ.
Μελάς, J.M.Keynes : Μια
απαραίτητη επαναφορά, Τιμητικός τόμος Ομότιμου Καθηγητή Βασιλείου Σαρσέντη,
Πανεπιστήμιο Πειραιά, 2000.
Κ. Μελάς, Οι εξελίξεις στο Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό
Σύστημα, Ελληνική Δημοκρατική Εταιρία, 2003.
[3] This mandate is laid out in section I (v) of the
Articles of Agreement of the IMF, which reads: “To give confidence to members
by making the general resources of the Fund temporarily available to
them
under adequate safeguards, thus providing them with opportunity to correct
maladjustments
in their balance of payments without resorting to measures destructive of
national or international prosperity.”
[4] International Monetary Fund. 2015c.
“IMF Stand-By Arrangement.” Factsheet. September.
https://www.imf.org/external/np/exr/facts/sba.htm.
Σχόλια