«Τέλος εποχής» για την ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών

  • Μπορεί η παγκόσμια οικονομία να πλέει σε αχαρτογράφητα ύδατα λόγω Τrump και Brexit, αλλά ένα φαίνεται να είναι σίγουρο: oι κυβερνήσεις θα επιχειρήσουν να ελέγξουν τις κεντρικές τράπεζες. 
Γράφει ο W. Munchau.
«Τέλος εποχής» για την ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών
Σε αυτό το σημείο δεν ξέρουμε στην πραγματικότητα τι θα σημαίνει η προεδρία του Donald Trump. Ακόμα και το Brexit δεν γνωρίζουμε ακριβώς τι σημαίνει. Αλλά υπάρχουν δύο στενά συσχετισμένες συνέπειες και των δύο γεγονότων: πλησιάζει το τέλος της εποχής της ανεξαρτησίας των Κεντρικών Τραπεζών και η συνακόλουθη μείωση της επιρροής των ακαδημαϊκών μακρο-οικονομολόγων.
H ανεξαρτησία των Κεντρικών Τραπεζών στηρίζεται σε δύο όρους.
  • Η πρώτη, και πιο σημαντική, είναι ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση για τους στόχους της νομισματικής πολιτικής. 
  • Η δεύτερη είναι ότι ένα ανεξάρτητο διοικητικό συμβούλιο, στελεχωμένο συνήθως από επαγγελματίες οικονομολόγους, μπορεί να πετύχει αυτούς τους στόχους. 
Ο πρώτος από αυτούς τους όρους έχει παραβιαστεί. Ο δεύτερος βρίσκεται υπό αμφισβήτηση.
H επικρατούσα άποψη κατά την περίοδο 1989-2016 (τη χρυσή εποχή για την παγκοσμιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος) ήταν πως οι Κεντρικές Τράπεζες θα πρέπει να στοχεύουν σε ένα χαμηλό θετικό επίπεδο πληθωρισμού. Αυτό υποστήριζαν οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν στη μακροοικονομική από το 1980 και μετά. Φαινόταν φυσικό πως μια νέα γενιά οικονομολόγων, εκπαιδευμένη σε μια νεότερη γενιά οικονομικών μοντέλων, θα πετύχαινε τους στόχους τους οποίους η κοινωνία θέλει να πετύχουν, απαλλαγμένοι από τις πιέσεις της πολιτικής καθημερινότητας.
  • Ο κος Trump έχει ανοιχτά αμφισβητήσει αυτή την κοινή παραδοχή. Οι σύμβουλοί του σε θέματα οικονομίας έχουν δηλώσει στους Financial Times ότι η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα έχει δημιουργήσει μια «ψεύτικη οικονομία» και ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος θέλει να δει κάποιον στην ηγεσία της Τράπεζας ο οποίος να ασπάζεται τις απόψεις του.
  • Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Theresa May χρησιμοποίησε ένα σχεδόν πανομοιότυπο επιχείρημα για να ασκήσει κριτική στην Τράπεζα της Αγγλίας, όταν προειδοποίησε για «αρνητικές παράπλευρες συνέπειες». Και στις δύο περιπτώσεις, οι πολιτικοί επιζητούν μια αλλαγή στο μείγμα δημοσιονομικής-νομισματικής πολιτικής: χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική, σκληρότερη νομισματική πολιτική. Αλλά πώς μπορείς να το πετύχεις αυτό, αν ο αντισυμβαλλόμενος είναι ανεξάρτητος;
Στην Ευρωζώνη, η συναίνεση υπέρ του στόχου πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για πληθωρισμό λίγο χαμηλότερο από 2% έχει επίσης καταστεί εύθραυστη, αλλά για διαφορετικούς λόγους.
Το γερμανικό οικονομικό κατεστημένο ποτέ δεν πίστεψε σε αυτόν. Ο Juergen Stark, πρώην μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, δηλώνει πως οι Συνθήκες της ΕΕ μιλούσαν μόνο για την ανάγκη για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών: δεν εξουσιοδοτούν την ΕΚΤ να μεταφράσει αυτή την εντολή σε αριθμητικό στόχο για τον πληθωρισμό. Το επιχείρημά του είναι πως ένας πληθωρισμός της τάξης 0% έως 1%, όπου βρίσκεται τώρα, είναι σε απόλυτη αρμονία με την έννοια της σταθερότητας των τιμών. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται η ανάγκη για αρνητικά επιτόκια προκειμένου να τονωθεί ο πληθωρισμός, ούτε για ποσοτική χαλάρωση και άλλες μη συμβατικές πολιτικές.
Προβλέπω πως όταν η οικονομία ανακάμψει και η ΕΚΤ αναγκαστεί να αυξήσει τα επιτόκια, οι Ιταλοί οικονομολόγοι θα ζητήσουν από την Κεντρική Τράπεζα να δώσουν προτεραιότητα στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος αντί της σταθερότητας των τιμών, δεδομένης της αστάθειας του ιταλικού χρηματοοικονομικού τομέα και του υψηλού επιπέδου του δημόσιου χρέους. Ούτε εμείς στην Ευρωζώνη έχουμε συναίνεση.
Το σημαντικό δεν είναι το ότι αυτοί που αμφισβητούν την κοινή συνισταμένη έχουν δίκαιο ή άδικο. Η άποψη του οικονομικού κατεστημένου είναι πως η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας είναι καλή -γεγονός που δεν προκαλεί έκπληξη, αφού οι οικονομολόγοι επωφελούνται προσωπικά από αυτό το σύστημα. Εγώ προσωπικά συμφωνώ με αυτούς που υποστηρίζουν πως η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών δεν είναι ούτε αναγκαία, ούτε επαρκής για τη σταθερότητα των τιμών.
  • Αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτή η συναίνεση έχει καταρρεύσει. 
  • Αν ένας επαρκώς μεγάλος αριθμός ανθρώπων θέλει η κεντρική τράπεζα να στοχεύσει στη χρηματιστηριακή αγορά, σε έναν δείκτη ευτυχίας ή στον καιρό, αντί για τον πληθωρισμό, το επιχείρημα υπέρ της ανεξαρτησίας έχει χαθεί.
  • Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι η νομισματική πολιτική δεν μπορεί πλέον να υποβαθμίζεται σε καθήκον ανεξάρτητων ειδικών. Θα έπρεπε, και θα μετατραπεί, σε αυτό που ήταν σε πολλές χώρες πριν το 1990: μια ενσωματωμένη λειτουργία της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.
Δεν αναμένω το τέλος της ανεξαρτησίας εν μία νυκτί ή ολοκληρωτικά. Η Ευρωζώνη θα είναι πιο διστακτική επειδή η ανεξαρτησία είναι κομμάτι του ευρωπαϊκού νόμου και είναι δύσκολο να περιμένει κανείς πως όλοι θα συμφωνήσουν σε μια αλλαγή της Συνθήκης. Μια νομισματική ένωση δεν έχει ενιαία κυβέρνηση από την οποία να εξαρτάται η Κεντρική Τράπεζα. Η ΕΚΤ θα είναι το τραπεζικό αντίστοιχο του «τελευταίου οχυρού».
Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία έχουν ασθενέστερες μορφές ανεξαρτησίας Κεντρικών Τραπεζών, οπότε η αλλαγή θα μπορούσε να επέλθει νωρίτερα. Το πρώτο βήμα θα ήταν ο διορισμός πολιτικά εναρμονισμένων (με τις κυβερνήσεις) διοικητών, και πιο πολιτικοποιημένων μελών των υπεύθυνων για τη νομισματική πολιτική συμβουλίων σε σχέση με την τωρινή ακαδημαϊκή φουρνιά.
Aυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο κος Trump και η κα May σκοπεύουν να ανατρέψουν το σύστημα, όχι απαραίτητα μέσω της επίσημης κατάργησης της ιδέας της ανεξαρτησίας των Κεντρικών Τραπεζών.
Η περίοδος της παγκοσμιοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος μετέτρεψε τους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους σε ενεργούς ιθύνοντες για τη χάραξη πολιτικής -από την θέση του κεντρικού τραπεζίτη ή του υπουργού Οικονομικών.
Στην επόμενη δεκαετία θα αναδυθεί ένα εντελώς διαφορετικό μείγμα χαρακτήρων και θεσμικών μηχανισμών.
Πηγή

Σχόλια