Πριν 18 μήνες, όταν στην επικαιρότητα βρισκόταν το θέμα της νέας
ΕΡΤ και η ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου από τη νέα τότε κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δημοσιεύθηκε στο tvxs το άρθρο μου: Οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες υπό τον έλεγχο των πολιτών.
Εκεί έγραφα επί λέξει: « Η αριστερή κυβέρνηση μπορεί να νομοθετήσει θετικά ως προς τα κοινά και δε μπορεί να θεωρεί τα νέας μορφής κοινά (π.χ. ραδιοσυχνότητες - τηλεσυχνότητες - κινητή τηλεφωνία - πληροφοριακοί λεωφόροι, είτε τοπικής είτε εθνικής εμβέλειας) σαν κρατική ιδιοκτησία και σαν πρωταρχικό της μέλημα τη λειτουργία της αγοράς. Δε μπορεί να νομοθετεί με βάση το ποιος π.χ. από τους καναλάρχες ή τους κατόχους ραδιοφωνικών σταθμών θα προσφέρει περισσότερα για να αγοράσει τις τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές συχνότητες που χρησιμοποιεί.»
Γιατί σαν «Κοινά»(Commons) θεωρούνται όλα εκείνα τα αγαθά που είναι συλλογικά και ανήκουν από κοινού, δηλαδή σε όλους τους πολίτες μιας περιοχής ή επικράτειας, στην οποία γίνεται η χρήση τους. Βέβαια, για να γίνεται η χρήση των νέας μορφής κοινών όπως είναι οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες από τους πολίτες-όπως έγινε και με το παλιό κοινό αγαθό το νερό, που μετατράπηκε από κάθε τοπική κοινωνία σε κοινωνικό αγαθό, μπαίνοντας σε κανάλια υδροδότησης στους οικισμούς και άρδευσης στους αγρούς -είναι αναγκαία τα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια και τα νέα μέσα εκπομπής και αποδοχής των σημάτων. Και ενώ στην αρχή αυτά τα μέσα- και η ενημέρωση ως κοινωνικό αγαθό- εξασφαλίσθηκαν από δημόσιους πόρους(δημόσια τηλεόραση, δημόσιο ραδιόφωνο), γιατί τότε η πολιτική οικονομία είχε ταυτίσει την κοινωνική οικονομία με την κρατική οικονομία και τον διαχειριστή της το «κοινωνικό» κράτος, στη συνέχεια πέρασαν με ανεξέλεγκτο τρόπο σε ιδιώτες «επενδυτές» των ΜΜΕ. Αυτοί, με ιδιωτικά ή δανειοδοτημένα(και αγύριστα) κεφάλαια, μετέτρεψαν ένα συλλογικό αγαθό σε αγοραίο, που αποφέρει οικονομικό ή πολιτικό κέρδος.
Επειδή η παρούσα κυβέρνηση μιλούσε και μιλά ακόμα για κοινωνική οικονομία –ανάμεσα στις συμπληγάδες της ιδιωτικής και κρατικής οικονομίας-σαν έναν από τους πυλώνες διεξόδου από τη σημερινή κρίση, τι το πιο απλό από το να νομοθετήσει σε αυτό το πεδίο μετατρέποντας πάλι την ενημέρωση και τα μέσα από τα οποία αυτή γίνεται σε κοινωνικό και συλλογικό αγαθό και αναθέτοντάς την σε συνεταιρισμούς και συλλογικότητες πολιτών για την ενημέρωση;
Μπορεί το κάλεσμα τότε-πριν ενάμισι χρόνο- της κυβέρνησης προς τους καναλάρχες ή τους κατόχους ραδιοφωνικών σταθμών να πληρώσουν και να προσφέρουν περισσότερα για να αγοράσουν τις τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές συχνότητες που χρησιμοποιούν να ήταν κάτι θετικότερο από το προηγούμενο καθεστώς ασυδοσίας, αλλά σήμερα αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αυτό αρκετό.
Δε μπορεί να λέει ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη βουλή «πληρώστε και πείτε ότι θέλετε». Δε μπορεί να θεωρεί ότι το μοναδικό ζήτημα που μπαίνει είναι οι οικονομικές τους υποχρεώσεις προς το κράτος και όχι οι υποχρεώσεις προς στο κοινό, προς όλους μας δηλαδή, που είμαστε στην ουσία και οι κάτοχοι των συχνοτήτων τους και έχουμε το δικαίωμα απολαβής των υπηρεσιών τους για το «κοινό καλό» και όχι για το καλό μιας ελίτ, όπως μέχρι τώρα.
Ο καπιταλισμός κατάφερνε πάντα να ιδιωτικοποιεί κάθε νέο αγαθό που δημιουργείται και ανήκει στα Κοινά. Δε θα μπορούσε λοιπόν σήμερα η κυβέρνηση της αριστεράς στη χώρα να ορίσει νομικά έτσι τα «κοινά», ώστε να επαναφέρει τις δημόσιες συχνότητες υπό τον έλεγχο των δικαιούχων τους, δηλαδή των πολιτών; Δε θα μπορούσε να καθορίσει έτσι τα «κοινά αγαθά», ώστε να μη ταυτίζονται με τα κρατικά ή τα δημόσια; Καλύτερα ακόμα, να ταυτίσει την έννοια του «δημόσιου συμφέροντος» με αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή με την έννοια του συμφέροντος του δήμου και της κοινότητας; Αν η κοινωνική οικονομία βρίσκεται μεταξύ της ιδιωτικής και της κρατικής οικονομίας, χωρίς να ταυτίζεται με καμία από τις δύο, αν το «κοινό συμφέρον» βρίσκεται επίσης μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού συμφέροντος, χωρίς να συγχέεται με κανένα από τα δύο, τότε αυτό που πρέπει να γίνει είναι το μέχρι τώρα αποκαλούμενο «δημόσιο» συμφέρον να ταυτισθεί με το συμφέρον του «κοινού». Και όχι με το κρατικό, το οποίο πολλές φορές μετατρέπεται σε ταξικό ή μιας μικρής ελίτ, ανάλογα του ποιός έχει την εξουσία στο κράτος.
Μετά την αποτυχία της κυβέρνησης να κάνει τους καναλάρχες να πληρώσουν μέσω του νόμου Παππά, δεν ήρθε ο καιρός να περάσει στην επίθεση για να προωθήσει τα συμφέροντα των «από κάτω» και να νομοθετήσει όχι με βάση την αγορά και έναν καινούργιο νόμο Παππά, όπως διακήρυξε πάλι, αλλά με βάση αυτοδιαχειριζόμενα συνεργατικά ή συνεταιριστικά εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας στο χώρο των ΜΜΕ; Πως μπορεί να κάνει πράξη την παραγωγή πολιτιστικών, πληροφοριακών ή γνωστικών αγαθών, σαν κοινωνικών και όχι αγοραίων που έχουν στόχο το ιδιωτικό κέρδος;
Κάτω από αυτή την προοπτική θα πρέπει να κάνει διαχείριση των συχνοτήτων η κυβέρνηση. Η νέα ΕΡΤ π.χ. θα έπρεπε να είχε περάσει σε έναν φορέα που θα λειτουργούσε σαν Κοινωνική Επιχείρηση με βάση τους εργαζόμενους στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα, είτε εθνικής είτε τοπικής εμβέλειας. Στην εποπτεία και τη λειτουργία της να συμμετέχουν η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, επιστημονικοί φορείς, κοινωνικά εγχειρήματα με ιδιαίτερη έμφαση στο χώρο του Πολιτισμού και των εργαζομένων στην ενημέρωση, αλλά και στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και γενικά η τοπική κοινωνία των πολιτών. Η ανεξαρτησία της θα διασφαλιζόταν από ευρεία αντιπροσωπευτική συνέλευση των παραπάνω, καθώς και των θεσμικων φορέων, όπως της Ένωσης Περιφερειών, της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Η συνέλευση θα αποφάσιζε για τη χάραξη της στρατηγικής, θα επέλεγε την εκάστοτε διοίκηση με υποχρεωτική αυξημένη πλειοψηφία, θα εξέταζε τις πολιτικές προϋποθέσεις της δημόσιας πληροφόρησης με όρους ελευθερίας στην προβολή γεγονότων, άποψης και γενικότερου πολιτικού σχεδιασμού.
Αλλά τι προτείνω θα μου πείτε! Εδώ δεν αφήνει το δικαίωμα να εκπέμπει η Ertopen, που συνέχιζε –από την εποχή του «μαύρου» της ΕΡΤ-να φιλοξενεί τους αδύναμους «από κάτω» της ελληνικής κοινωνίας, αυτούς που κυρίως έχουν πληγεί από την καταστροφική εφαρμογή των διατάξεων των μνημονίων όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών. Απροειδοποίητα αφαίρεσαν τα μηχανήματα από το κτίριο που στεγάζεται η Ertopen, ώστε να μη γίνονται εκπομπές - πλέον ο σταθμός συνεχίζει μεν να λειτουργεί αλλά μόνο στο διαδίκτυο. Είναι φανερό ότι το κίνημα των τελευταίων χρόνων της Κοινωνικής-Αλληλέγγυας-Συνεργατικής Οικονομίας θα πρέπει να απαλλαγεί από την ψευδαίσθηση που τυχόν είχε για τις προθέσεις αυτής της κυβέρνησης και ανεξάρτητο να στηριχθεί στις δικές του δυνατότητες για την ανάκτηση των «Κοινών», όπως είναι η ενημέρωση και οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες!
Πηγή
http://www.topikopoiisi.eu/
Εκεί έγραφα επί λέξει: « Η αριστερή κυβέρνηση μπορεί να νομοθετήσει θετικά ως προς τα κοινά και δε μπορεί να θεωρεί τα νέας μορφής κοινά (π.χ. ραδιοσυχνότητες - τηλεσυχνότητες - κινητή τηλεφωνία - πληροφοριακοί λεωφόροι, είτε τοπικής είτε εθνικής εμβέλειας) σαν κρατική ιδιοκτησία και σαν πρωταρχικό της μέλημα τη λειτουργία της αγοράς. Δε μπορεί να νομοθετεί με βάση το ποιος π.χ. από τους καναλάρχες ή τους κατόχους ραδιοφωνικών σταθμών θα προσφέρει περισσότερα για να αγοράσει τις τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές συχνότητες που χρησιμοποιεί.»
Γιατί σαν «Κοινά»(Commons) θεωρούνται όλα εκείνα τα αγαθά που είναι συλλογικά και ανήκουν από κοινού, δηλαδή σε όλους τους πολίτες μιας περιοχής ή επικράτειας, στην οποία γίνεται η χρήση τους. Βέβαια, για να γίνεται η χρήση των νέας μορφής κοινών όπως είναι οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες από τους πολίτες-όπως έγινε και με το παλιό κοινό αγαθό το νερό, που μετατράπηκε από κάθε τοπική κοινωνία σε κοινωνικό αγαθό, μπαίνοντας σε κανάλια υδροδότησης στους οικισμούς και άρδευσης στους αγρούς -είναι αναγκαία τα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια και τα νέα μέσα εκπομπής και αποδοχής των σημάτων. Και ενώ στην αρχή αυτά τα μέσα- και η ενημέρωση ως κοινωνικό αγαθό- εξασφαλίσθηκαν από δημόσιους πόρους(δημόσια τηλεόραση, δημόσιο ραδιόφωνο), γιατί τότε η πολιτική οικονομία είχε ταυτίσει την κοινωνική οικονομία με την κρατική οικονομία και τον διαχειριστή της το «κοινωνικό» κράτος, στη συνέχεια πέρασαν με ανεξέλεγκτο τρόπο σε ιδιώτες «επενδυτές» των ΜΜΕ. Αυτοί, με ιδιωτικά ή δανειοδοτημένα(και αγύριστα) κεφάλαια, μετέτρεψαν ένα συλλογικό αγαθό σε αγοραίο, που αποφέρει οικονομικό ή πολιτικό κέρδος.
Επειδή η παρούσα κυβέρνηση μιλούσε και μιλά ακόμα για κοινωνική οικονομία –ανάμεσα στις συμπληγάδες της ιδιωτικής και κρατικής οικονομίας-σαν έναν από τους πυλώνες διεξόδου από τη σημερινή κρίση, τι το πιο απλό από το να νομοθετήσει σε αυτό το πεδίο μετατρέποντας πάλι την ενημέρωση και τα μέσα από τα οποία αυτή γίνεται σε κοινωνικό και συλλογικό αγαθό και αναθέτοντάς την σε συνεταιρισμούς και συλλογικότητες πολιτών για την ενημέρωση;
Μπορεί το κάλεσμα τότε-πριν ενάμισι χρόνο- της κυβέρνησης προς τους καναλάρχες ή τους κατόχους ραδιοφωνικών σταθμών να πληρώσουν και να προσφέρουν περισσότερα για να αγοράσουν τις τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές συχνότητες που χρησιμοποιούν να ήταν κάτι θετικότερο από το προηγούμενο καθεστώς ασυδοσίας, αλλά σήμερα αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αυτό αρκετό.
Δε μπορεί να λέει ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη βουλή «πληρώστε και πείτε ότι θέλετε». Δε μπορεί να θεωρεί ότι το μοναδικό ζήτημα που μπαίνει είναι οι οικονομικές τους υποχρεώσεις προς το κράτος και όχι οι υποχρεώσεις προς στο κοινό, προς όλους μας δηλαδή, που είμαστε στην ουσία και οι κάτοχοι των συχνοτήτων τους και έχουμε το δικαίωμα απολαβής των υπηρεσιών τους για το «κοινό καλό» και όχι για το καλό μιας ελίτ, όπως μέχρι τώρα.
Ο καπιταλισμός κατάφερνε πάντα να ιδιωτικοποιεί κάθε νέο αγαθό που δημιουργείται και ανήκει στα Κοινά. Δε θα μπορούσε λοιπόν σήμερα η κυβέρνηση της αριστεράς στη χώρα να ορίσει νομικά έτσι τα «κοινά», ώστε να επαναφέρει τις δημόσιες συχνότητες υπό τον έλεγχο των δικαιούχων τους, δηλαδή των πολιτών; Δε θα μπορούσε να καθορίσει έτσι τα «κοινά αγαθά», ώστε να μη ταυτίζονται με τα κρατικά ή τα δημόσια; Καλύτερα ακόμα, να ταυτίσει την έννοια του «δημόσιου συμφέροντος» με αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή με την έννοια του συμφέροντος του δήμου και της κοινότητας; Αν η κοινωνική οικονομία βρίσκεται μεταξύ της ιδιωτικής και της κρατικής οικονομίας, χωρίς να ταυτίζεται με καμία από τις δύο, αν το «κοινό συμφέρον» βρίσκεται επίσης μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού συμφέροντος, χωρίς να συγχέεται με κανένα από τα δύο, τότε αυτό που πρέπει να γίνει είναι το μέχρι τώρα αποκαλούμενο «δημόσιο» συμφέρον να ταυτισθεί με το συμφέρον του «κοινού». Και όχι με το κρατικό, το οποίο πολλές φορές μετατρέπεται σε ταξικό ή μιας μικρής ελίτ, ανάλογα του ποιός έχει την εξουσία στο κράτος.
Μετά την αποτυχία της κυβέρνησης να κάνει τους καναλάρχες να πληρώσουν μέσω του νόμου Παππά, δεν ήρθε ο καιρός να περάσει στην επίθεση για να προωθήσει τα συμφέροντα των «από κάτω» και να νομοθετήσει όχι με βάση την αγορά και έναν καινούργιο νόμο Παππά, όπως διακήρυξε πάλι, αλλά με βάση αυτοδιαχειριζόμενα συνεργατικά ή συνεταιριστικά εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας στο χώρο των ΜΜΕ; Πως μπορεί να κάνει πράξη την παραγωγή πολιτιστικών, πληροφοριακών ή γνωστικών αγαθών, σαν κοινωνικών και όχι αγοραίων που έχουν στόχο το ιδιωτικό κέρδος;
Κάτω από αυτή την προοπτική θα πρέπει να κάνει διαχείριση των συχνοτήτων η κυβέρνηση. Η νέα ΕΡΤ π.χ. θα έπρεπε να είχε περάσει σε έναν φορέα που θα λειτουργούσε σαν Κοινωνική Επιχείρηση με βάση τους εργαζόμενους στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα, είτε εθνικής είτε τοπικής εμβέλειας. Στην εποπτεία και τη λειτουργία της να συμμετέχουν η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, επιστημονικοί φορείς, κοινωνικά εγχειρήματα με ιδιαίτερη έμφαση στο χώρο του Πολιτισμού και των εργαζομένων στην ενημέρωση, αλλά και στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και γενικά η τοπική κοινωνία των πολιτών. Η ανεξαρτησία της θα διασφαλιζόταν από ευρεία αντιπροσωπευτική συνέλευση των παραπάνω, καθώς και των θεσμικων φορέων, όπως της Ένωσης Περιφερειών, της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Η συνέλευση θα αποφάσιζε για τη χάραξη της στρατηγικής, θα επέλεγε την εκάστοτε διοίκηση με υποχρεωτική αυξημένη πλειοψηφία, θα εξέταζε τις πολιτικές προϋποθέσεις της δημόσιας πληροφόρησης με όρους ελευθερίας στην προβολή γεγονότων, άποψης και γενικότερου πολιτικού σχεδιασμού.
Αλλά τι προτείνω θα μου πείτε! Εδώ δεν αφήνει το δικαίωμα να εκπέμπει η Ertopen, που συνέχιζε –από την εποχή του «μαύρου» της ΕΡΤ-να φιλοξενεί τους αδύναμους «από κάτω» της ελληνικής κοινωνίας, αυτούς που κυρίως έχουν πληγεί από την καταστροφική εφαρμογή των διατάξεων των μνημονίων όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών. Απροειδοποίητα αφαίρεσαν τα μηχανήματα από το κτίριο που στεγάζεται η Ertopen, ώστε να μη γίνονται εκπομπές - πλέον ο σταθμός συνεχίζει μεν να λειτουργεί αλλά μόνο στο διαδίκτυο. Είναι φανερό ότι το κίνημα των τελευταίων χρόνων της Κοινωνικής-Αλληλέγγυας-Συνεργατικής Οικονομίας θα πρέπει να απαλλαγεί από την ψευδαίσθηση που τυχόν είχε για τις προθέσεις αυτής της κυβέρνησης και ανεξάρτητο να στηριχθεί στις δικές του δυνατότητες για την ανάκτηση των «Κοινών», όπως είναι η ενημέρωση και οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες!
Πηγή
http://www.topikopoiisi.eu/
Σχόλια