Οι ανυπότακτοι σταυραετοί της Δημοκρατικής Κρήτης

«Αητός σε χώμα δεν πατεί, σε κάμπο δε φωλεύγει, μόνο γυρίζει στα βουνά, τσ’ ανταριασμένες ρίζες, γιατί τ’ αρέσει η λευτεριά…»
Ριζίτικο
_______________
«Φρόνιμοι και νοικοκυροί, δεν ζουν στον Ψηλορείτη. Οι κουζουλοί την κάμανε αθάνατη την Κρήτη» λέει μια μαντινάδα. Μια δεύτερη λέει «Τση Κρήτης τα ψηλά βουνά άντρες τα πορπατούνε, που τη σκλαβιά δε νταγιαντούν, στη μάχη δε δειλιούνε», μια τρίτη «Οι άντρες οι εμφανίσιμοι κι οι καστροπελεμάρχοι, πως είναι οι μπάλες (βόλια) δανεικές, κατέουν το εις τη μάχη» και μια τέταρτη «Εμείς την Ιστορία μας τη γράφουμε με μπάλες (βόλια)  και με νεκρούς που κείτονται στις μαρμαρένιες σκάλες».

Τόσες κι άλλες τόσες μαντινάδες να γραφτούν, δε θα μπορέσουν ποτέ να αποδώσουν το μεγαλείο της ψυχής και τη βαριά παντουχιά (πατημασιά) γυναικών, όπως η 20χρονη ανωγειανή αντάρτισσα Βαγγελιώ Κλάδου, που άφησε την τελευταία της πνοή μαχόμενη στο φαράγγι της Σαμαριάς κι αντρών, όπως οι χανιώτες αντάρτες, Σπύρος Μπλαζάκης (Μπλαζοσπύρος) και Γιώργης Τσομπανάκης (Τσοπανογιώργης), οι ατρόμητοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Κρήτης, που δεν παραδόθηκαν ποτέ, αλλά έζησαν κυνηγημένοι στα βουνά της Δ. Κρήτης τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια (1948-1975)!
 Τα ιστορικά γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά: Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι δωσίλογοι και συνεργάτες των Άγγλων πλέον, «καθάρισαν» σχετικά γρήγορα με το αντάρτικο στην Α. Κρήτη (δολοφονία του «Ποδιά» κλπ). Στη Δ. Κρήτη η…ράτσα είναι πιο σκληρή κι ως εκ τούτου, την άνοιξη του 1948, γύρω στους 300 αντάρτες, με 13 γυναίκες (ανάμεσα τους κι η αντάρτισσα, η Βαγγελιώ Κλάδου), κυνηγημένοι από τους χωροφύλακες και τους πρώην γκεσταμπίτες της Κρήτης, συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του Ομαλού για ν’ αποφασίσουν τι θα κάνουν. Τη θέση των σκοτωμένων ηγετών, Τσιτήλου και Μακρυδάκη, παίρνουν η Βαγγελιώ Κλάδου κι ο Νίκος Κοκοβλής. Η πιο αποφασιστική μάχη δόθηκε στο φαράγγι της Σαμαριάς, τον Ιούνιο του 1948, εκ της οποίας γλύτωσαν περίπου 100 αντάρτες.
Βαγγελιώ Κλάδου: Η όμορφη δασκάλα, αρχηγός των ανταρτών
Οι Κλάδοι είναι από τις πιο γνωστές οικογένειες της Κρήτης. Ανωγειανοί, με μακρά παράδοση και με αξιόλογους εκπροσώπους (Λεωνίδας, Γιώργης κλπ). Ο γράφων είχε την τύχη ν’ακούσει την ιστορία του κρητικού αντάρτικου από πρώτο χέρι, από έναν εκπληκτικό άνθρωπο, τον αδελφό της Βαγγελιώς Κλάδου, Αριστείδη Κλάδο, ιδιοκτήτη των εκδόσεων «ΔΩΡΙΚΟΣ», τον οποίον ευχαριστώ και δημοσία, που μου χάρισε το 4τομο έργο του Θ. Χατζή «Η νικηφόρα επανάσταση, που χάθηκε».
Είχα την τύχη να μου διηγηθεί ο κ. Αριστείδης,  το πως δραπέτευσαν με σκάφος για την Ιταλία τον Ιούνιο του  1962 οι χανιώτες αγωνιστές Νίκος Κοκοβλής, η αδελφή του, Παγώνα Κοκοβλή, η Αργυρώ Πολυχρονάκη, ο Σταμάτης Μαριόλης και τ’ αδέλφια (Γιάννης και Κωστής) Λιονάκη.
Μου διηγήθηκε, ότι η αδελφή του, η όμορφη Βαγγελιώ, δασκάλα στα Μυριοκέφαλα Ρεθύμνου και ηγέτιδα των ανταρτών, έκανε για δέκα άντρες.
Ήταν αυτή, που βαριά τραυματισμένη απ’ τους γκεσταμπίτες στη Σαμαριά είπε στους εναπομείναντες συντρόφους της, ως πραγματική ΑΡΧΗΓΟΣ κι ΗΓΕΤΙΔΑ: «Γλακάτε (τρέξτε) εσείς να γλυτώσετε. Θα καθίσω εγώ επαέ να τση καθυστερήσω…».
Η Βαγγελιώ έπεσε ηρωικά μαχόμενη με το όπλο στο χέρι, βοηθώντας τους συντρόφους της να απομακρυνθούν με ασφάλεια.
Οι παρακρατικοί έκοψαν το κεφάλι της και το κρέμασαν στην Κλαδησό (στις παρυφές της πόλης των Χανίων προς Αγ. Μαρίνα, για όσους ξέρουν τα Χανιά).
Περί τα τέλη του’60, τ’ αδέλφια της Βαγγελιώς αποφάσισαν να επισκεφθούν το πεδίο μάχης στη Σαμαριά, μήπως κι εντοπίσουν κάτι από το κουφάρι της ηρωικής αντάρτισσας. Πράγματι, σε μια σπηλιά εντόπισαν ένα άρβυλλο μέσα στο οποίο υπήρχε ανθρώπινο οστό κνήμης. «Ήταν το πόδι της Βαγγελιώς…Το υπόλοιπο σώμα το’φαγαν τ’αγρίμια», μου είπε ο κ. Αριστείδης με τρεμάμενη φωνή.  «Ήταν πολύ όμορφη η Βαγγελιώ… Στα Μυριοκέφαλα την ήθελαν πολλοί και της πήγαιναν πολλά προξενιά. Όμως αυτή έδινε προτεραιότητα στον Αγώνα… », θα μου πει συγκινημένος.
Σπύρος Μπλαζάκης-Γιώργης Τσομπανάκης: Οι αντάρτες, που αρνήθηκαν την αμνηστεία για λόγους πολιτικών αρχών.
Είναι οι άνθρωποι που άντεξαν τόσα βάσανα, κυνηγημένοι από πολυάριθμα, πάνοπλα και φανατισμένα παρακρατικά αποβράσματα-συνεργάτες των Γερμανών και των Άγγλων, μέσα στις σπηλιές των βουνών και της θάλασσας, στους στάβλους, στους βόθρους, σε κρύπτες κάτω από τα θεμέλια των σπιτιών, νηστικοί και διψασμένοι, γυμνοί και ξυπόλυτοι, παγωμένοι κι άρρωστοι.
Μετά την ήττα του ΔΣΕ,  περί το  τέλος Αυγούστου του ’49, οι επιζήσαντες  αντάρτες υποχωρούν προς τις γειτονικές Λαϊκές Δημοκρατίες Οι κρητικοί μαχητές του ΔΣΕ όμως, δε γίνεται να φύγουν απ’ το νησί κι έτσι παραμένουν εγκλωβισμένοι στην Κρήτη και στα Λευκά Όρη, κρύβονται σε απόκρημνες σπηλιές, σε καταφύγια και σε δύσβατα μέρη. Μετά τη δολοφονία της Βαγγελιώς, το κυνήγι συνεχίζεται καθ’ όλη τη δεκαετία του 50.
Το 1958 έχουν μείνει οκτώ: Ο Νίκος Κοκοβλής, η αδελφή του, Παγώνα, η Αργυρώ Πολυχρονάκη, ο Σταμάτης Μαριόλης, τ’ αδέλφια (Γιάννης και Κωστής) Λιονάκη κι ο Μπλαζοσπύρος με τον Τσοπανογιώργη. Οι 6 πρώτοι, όπως είδαμε παραπάνω, δραπετεύουν το 1962 για την Ιταλία.  Ο Μπλαζοσπύρος με τον Τσοπανογιώργη, οι αντάρτες-φάντασμα, παρέμειναν στις μαδάρες, καταφέρνοντας να ξεφεύγουν κυνηγημένοι πάνω από τρεις δεκαετίες. Το εκπληκτικό ήταν ότι ενώ οι δυο αντάρτες ήταν απ’ τους πλέον επικηρυγμένους, οι απλοί άνθρωποι τους άνοιγαν τα σπίτια τους, τους έκρυβαν και τους τάιζαν.

Ο Μπλαζοσπύρος κι ο Τσοπανογιώργης εμφανίστηκαν στις ρίζες (πρόποδες) του Ομαλού, αφού αμνηστεύθηκαν ένα χρόνο μετά τη μεταπολίτευση, στις 23 Φλεβάρη του 1975, όπου έγιναν δεκτοί από αντιπροσωπεία της Ν.Ε. Χανίων του ΚΚΕ, αλλά κι άλλους αγωνιστές  «Μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο πέρασαν από την παρανομία στην ελευθερία, το Σάββατο το βράδυ, οι δυο αντάρτες της Κρήτης, Ψύχραιμοι, αλλά και κεφάτοι, οι δυο αντάρτες έπεσαν στις αγκαλιές φίλων και αγνώστων, για πρώτη φορά χωρίς τον φόβο του αποσπάσματος, μετά 34 χρόνια σκληρού κυνηγητού στα βουνά της Κρήτης», όπως έγραψαν και τα «ΝΕΑ» εκείνη την ημέρα.
Αιώνια τιμή και δόξα στους ανυπότακτους αγωνιστές της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και της Αξιοπρέπειας. Αιώνια τιμή στα ηρωικά κι αθάνατα παιδιά του ελληνικού λαού και της Κρήτης!


Και μην ξεχνάμε: Να κρατήσουμε ψηλά, το πνεύμα του Μετώπου!

Σχόλια