Είχε το
«προνόμιο» να βλέπει ένα μικρό «κομμάτι ουρανού». Όλη τη μέρα περίμενε
την ώρα της ξεκούρασης στο μπαλκόνι της. Λάτρευε αυτές τις στιγμές.
Έμοιαζαν με όαση, μετά τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς για ένα πενιχρό
μισθό, το τρέξιμο για τις υποχρεώσεις της οικογένειας, το άγχος για την
επόμενη μέρα.
Τα λίγα λεπτά παρέα μ’ αυτό το
«κομμάτι ουρανού» έπαιζαν ρόλο γιατρικού, βάλσαμου, για κάθε της
πρόβλημα. Τούτη την αυγουστιάτικη νύχτα ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και
της χάριζε μια υπέροχη ψευδαίσθηση: Εάν άπλωνε το χέρι της μπορούσε να
πιάσει το πιο φωτεινό αστέρι της νύχτας…
Μέσα, η τηλεόραση έπαιζε ένα απ’ αυτά τα σίριαλ που παρουσιάζουν τη ζωή σαν διαφήμιση. Τα νέα «προϊόντα» πάντα δίνουν τη λύση και οι αψεγάδιαστοι πρωταγωνιστές χαμογελούν στο φακό, γεμάτοι αισιοδοξία. Νωρίτερα, στις ειδήσεις, άκουγε «μεγάλα λόγια» για τη δημοκρατία, τη διαφάνεια, την καταπολέμηση της διαφθοράς, το «μαχαίρι που θα φτάσει στο κόκαλο» κι άλλα τέτοια.
Ηταν τόσο μακριά απ’ τη ζωή της, τόσο μακριά απ’ τη ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων. Όπου υπήρχε
μια νύξη στα δικά της προβλήματα, αυτά παρουσιάζονταν λίγο… περίεργα.
Λες και αφορούσαν μια μειοψηφία, κάποιους καημένους που δεν μπορούν να
τα βγάλουν πέρα.
Πάντα αναρωτιόταν
γιατί πλασάρουν τόσο απροκάλυπτα μια εικονική πραγματικότητα. Μ’ αυτές
τις σκέψεις χάζευε το «δικό της» «κομμάτι ουρανού». Γύρισε και κοίταξε
το ημερολόγιο. Έγραφε 14 Αυγούστου του 2008. Πριν 52 χρόνια, τέτοια
μέρα, άφησε την τελευταία του πνοή ο Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Όχι, δεν πρόκειται να τον βρει κανείς ούτε στις έγχρωμες σελίδες των
περιοδικών ποικίλης ύλης, ούτε στα φανταχτερά αφιερώματα της τηλεόρασης.
Παρόλο που τα θεατρικά του έργα
παίζονται μέχρι σήμερα, παρόλο που τα ποιήματα και τα θεωρητικά του
κείμενα διαβάζονται από τους νεότερους, δε χωράει στις εικόνες των
καναλιών τους ή στις σελίδες των εντύπων τους. Κι όταν του εξασφαλίσουν
μια «γωνιά», τότε «ξεχνούν» ότι ο Μπρεχτ ήταν κομμουνιστής.
Η αναφορά στον Μπ.
Μπρεχτ δεν είναι άσχετη με την παραπάνω μικρή ιστορία. Ο Μπ. Μπρεχτ μέσα
απ’ τα έργα του έχει δώσει απαντήσεις που ενοχλούν τούτο το σύστημα.
Στις απορίες της γυναίκας είχε «απαντήσει» το 1935 στο περιοδικό
«Ούνζερε Τσάιτ» στο Παρίσι. Μεταξύ άλλων, στην πραγματεία του «Πέντε
δυσκολίες κατά το γράψιμο της Αλήθειας» τόνιζε:
- «Οι καιροί της πιο σκληρής καταπίεσης είναι συνήθως καιροί όπου γίνεται λόγος για μεγάλα και υψηλά πράγματα. Χρειάζεται θάρρος για να μιλήσει κανείς σε τέτοιους καιρούς για πράγματα τόσο ταπεινά και ασήμαντα όπως το φαγητό και η στέγαση των εργαζομένων, για να φωνάξει ανάμεσα σε δυνατή οχλοβοή πως το σπουδαιότερο είναι η αυτοθυσία»…
Ίσως η γυναίκα αυτή
να μην άκουσε, ποτέ, ούτε μια λέξη για τον Μπ. Μπρεχτ. Οι στιγμές, όμως,
μακριά απ’ την οχλοβοή που έχουν κατασκευάσει, πάντα, μας
προβληματίζουν και μας κάνουν να σκεφτόμαστε πράγματα που
«απαγορεύονται». Είναι οι στιγμές που προλαβαίνεις ν’ ακούσεις τις
σκέψεις σου. Καταλαβαίνεις γιατί αλλιώς ζούμε κι αλλιώς μας δείχνουν ότι
ζούμε…
Σχόλια