Του Βασίλη Γεώργα
Η απομάκρυνση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα που το ίδιο το Ταμείο χαρακτηρίζει εμμέσως πλην σαφώς αποτυχημένο επειδή δεν διασφαλίζει τη «βιωσιμότητα του χρέους», έχει αρχίσει εδώ και δύο χρόνια και συνεχίζει να εξελίσσεται χωρίς ακόμη να είναι απολύτως ξεκάθαρο ποια θα είναι η τελευταία πράξη.
Για την οριστική του απόφασή, πολλοί παράγοντες θα παίξουν ρολό καθώς όπως προκύπτει από το ισχυρό ενδιαφέρον της αμερικανικής κυβέρνησης για την ταχεία οικονομική σταθεροποίηση της Ελλάδας μετά το Brexit και την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, εκτός από οικονομικοί θα είναι παράλληλα και γεωπολιτικοί, όσο κι αν το Ταμείο επιχειρεί να διαψεύσει ότι παραμένει ευεπίφορο σε ένθεν κακείθεν ανάλογες επιρροές. Κυρίως, όμως, η απόφαση θα εξαρτηθεί από το αν η Ευρώπη και ειδικά το Βερολίνο, θα αποδεχθούν τους όρους που θέτει το Ταμείο για μακρά επιμήκυνση (άνω των 30 ετών) ή βαθιά αναδιάρθρωση που να ισοδυναμεί με γενναίο μελλοντικού κούρεμα.
Το ΔΝΤ δεν έχει, όμως, βάλει λεφτά στην Ελλάδα από το 2014, και παρότι οι ευρωπαίοι εταίροι επιμένουν ότι το χρειάζονται στο πρόγραμμα τουλάχιστον για να παίζει τον ρόλο του συμβούλου-«τρομοκράτη» παρέχοντας παράλληλα την ασφάλεια του διεθνούς εγγυητή στην ευρωζώνη, οι θέσεις του σε ό,τι αφορά την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, τυγχάνουν επιδεικτικής αγνόησης από το Βερολίνο, το Παρίσι και τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πιο πρόσφατη απόδειξη ήταν η απόλυτα δηκτική απάντηση της Κριστίν Λαγκάρντ όταν τον περασμένο μήνα μπροστά στον Γερούν Ντάϊζελμπλουμ αναφώνησε το περιβόητο «για ποια συμφωνία μιλάτε;» όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη συμφωνία για τον οδικό χάρτη του χρέους που αποφάσισαν οι ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών στο Eurogroup.
Το ΔΝΤ δεν έχει κρύψει με κανένα τρόπο την κάθετη διαφωνία του για τον τρόπο που και αυτή τη φορά η Ε.Ε στο τελευταίο Eurogroup της αξιολόγησης χειρίστηκε το θέμα του χρέους, παραπέμποντας τις κρίσιμες αποφάσεις ουσιαστικής διευθέτησης για το μέλλον (2019) και σε κάθε περίπτωση για την περίοδο μετά τις γερμανικές και γαλλικές εκλογές του 2017. Αντίθετα, πλέον δείχνει διατεθειμένο να ακολουθήσει σκληρή γραμμή και να κορυφώσει την πίεση προς την Ευρώπη ανοίγοντας όλο και περισσότερα χαρτιά στο τραπέζι, μέχρι, είτε να κερδίσει τη μάχη για το χρέος που θα κριθεί ως το τέλος του έτους –εκκρεμεί νέα μελέτη βιωσιμότητας στη βάση συγκεκριμένων αποφάσεων που θα λάβει η Ε.Ε και ο ESM- είτε να αποχωρήσει οριστικά.
Η έκθεση των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ μπορεί μεν να καταγράφει τις ευθύνες του ίδιου του ταμείου τις οποίες απορρίπτει η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ, όμως με έμμεσο αλλά σαφέστατο τρόπο χρεώνει ότι τα μεγάλα λάθη στην Ευρώπη επειδή καθυστέρησε δύο χρόνια να αποδειχθεί την αναδιάρθρωση χρέους δίνοντας περιθώριο στις ευρωπαϊκές τράπεζες να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα, και όταν το έκανε με το PSI, αυτό έγινε με τρόπο που δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα ενώ πολύ χειρότερα οδήγησε σε κλιμάκωση της ύφεσης και των αναγκαστικών δημοσιονομικών μέτρων στη χώρα.
Αρκετοί στον απόηχο της έκθεσης, μιλούν πλέον για ανοιχτό πόλεμο από το ΔΝΤ στην Ευρώπη σε ένα παιχνίδι εξουσίας αλλά και εντυπώσεων που έχει να κάνει τόσο με την προσπάθεια ανάκτησης του αποφασιστικού ρόλου του όσο και με την προσπάθεια επούλωσης του πληγωμένου γοήτρου του ΔΝΤ, το οποίο από το 2012-2013 και μετά περιορίστηκε σε παρακολούθημα των αποφάσεων που λαμβάνονταν στα Eurogroup.
Η στοχοποίηση των Ευρωπαϊκών πολιτικών έχει ως βασικό σκοπό να ασκήσει την μεγαλύτερη δυνατή πίεση ώστε είτε να ανοίξει επίσημα ξανά ο δρόμος για την επανεισδοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα ως χρηματοδότη εφόσον περάσουν οι προτάσεις του για μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων και βαθύτερης αναδιάρθρωσης χρέους, είτε πλέον την αποχώρησή του χωρίς «τύψεις» από το ελληνικό πρόγραμμα. Σκοπός φαίνεται πως είναι η διασφάλιση της παραμονής του καθώς το ΔΝΤ συνεχίζει να εμφανίζεται πρόθυμο να χρηματοδοτήσει το ελληνικό πρόγραμμα υπό συγκεκριμένους όρους.
Στην πραγματικότητα όμως, οι περισσότεροι από τους λόγους για τους οποίους το ΔΝΤ «προσκλήθηκε» το 2010 από την τότε ελληνική κυβέρνηση και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συμμετάσχει στην ελληνική διάσωση, τείνουν να εκλείψουν. Όχι φυσικά οι ουσιαστικοί (κρίση χρέους στην Ελλάδα και την ευρωζώνη) αλλά τουλάχιστον οι τυπικοί.
Ένας από τους λόγους όπως τους περιγράφει το ίδιο το ΔΝΤ ήταν ότι μέχρι πρότινος η Ε.Ε δεν είχε προλάβει να οικοδομήσει μηχανισμούς διάσωσης και δεν είχε την εμπειρία να διαχειριστεί τις κρίσεις. Πλέον με την παντοδυναμία του ESM ο μηχανισμός αυτός υφίσταται και είναι πια ο απόλυτος ρυθμιστής του ελληνικού προγράμματος.
Ένας άλλος λόγος ήταν τα λεφτά. Με τη λήξη του ξεχωριστού μνημονίου Ελλάδας-ΔΝΤ τον Φεβρουάριο του 2016, παρέμεναν «αδιάθετες» δόσεις ύψους 16 δις. ευρώ από το ΔΝΤ. Το τρίτο μνημόνιο που υπεγράφη πέρυσι τον Ιούλιο προβλέπει συνολική χρηματοδότηση προς τη χώρα ύψους 86 δις. ευρώ από τους πιστωτές, μέρος των οποίων θα έβαζε το ΔΝΤ. Ήδη, όμως, περίπου 20 από τα 25 δις. ευρώ δανείων που προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εμφανίζονται προς το παρόν ως «περισσευούμενα».
Ένας ακόμη λόγος ήταν ότι η εμπλοκή του ΔΝΤ αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για να αποδεχθούν κάποια κράτη μέλη τον "συμβιβασμό" για την ελληνική διάσωση, ενώ παράλληλα το Ταμείο παρουσιάστηκε ως "εισαγόμενος αποδιοπομπαίος τράγος" ώστε να πιεστεί η ελληνική κυβέρνηση μέσω των σκληρότερων όρων στις συμβάσεις δανεισμού με το ταμείο να εφαρμόσει αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις.
Πλέον έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Πολλοί μπορεί να λένε ακόμη ότι η παρουσία του ΔΝΤ παραμένει χρήσιμη ώστε να ασκεί πιέσεις στις ελληνικές κυβερνήσεις ή ακόμη και για να επιτρέπει στις κυβερνήσεις να παρουσιάζουν το Ταμείο ως τον «κακό» και ανάλγητο ολετήρα της χώρας (π.χ εργασιακά-Κατρούγκαλος), όμως η πραγματικότητα είναι πως κανείς στην σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί την εφαρμογή των μνημονίων
Ένας επίσης λόγος ήταν η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και η δημιουργία ενός «διχτυού ασφαλείας» ώστε να μην μεταδοθεί η ελληνική κρίση στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Θεωρητικά το πρώτο έχει επιτευχθεί με τα μνημόνια χρηματοδότησης της χώρας ενώ το δεύτερο αντιμετωπίστηκε με την διετή καθυστέρηση υλοποίησης της αναδιάρθρωσης χρέους, όταν σύμφωνα με το ΔΝΤ από το 2010 έως το 2012 οι ευρωπαϊκές τράπεζες και διεθνείς επενδυτές πρόλαβαν και πούλησαν ελληνικά ομόλογα άνω των 200 δισ. ευρώ πριν γίνει το PSI.
Η στρατηγική αυτή ενδεχομένως εδράζεται στην διαπίστωση ότι όσο δεν κάνει πίσω η Ε.Ε στην θέση της για αναδιάρθρωση χρέους, τόσο το ΔΝΤ θα ζητά τη λήψη μεγαλύτερων δημοσιονομικών μέτρων για να «βγαίνει» το πρόγραμμα.
Εδράζεται, όμως, πλέον και στην προσδοκία ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Ε.Ε μετά το Brexit, τις εξελίξεις στην Τουρκία και την αναταραχή στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, θα αρχίσει σταδιακά να χαλαρώνει τη δημοσιονομική θηλιά προς την Ελλάδα ξεκινώντας από την μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα και προχωρώντας σταδιακά σε κινήσεις ελάφρυνσης του χρέους.
ΠΗΓΗ
Η απομάκρυνση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα που το ίδιο το Ταμείο χαρακτηρίζει εμμέσως πλην σαφώς αποτυχημένο επειδή δεν διασφαλίζει τη «βιωσιμότητα του χρέους», έχει αρχίσει εδώ και δύο χρόνια και συνεχίζει να εξελίσσεται χωρίς ακόμη να είναι απολύτως ξεκάθαρο ποια θα είναι η τελευταία πράξη.
Για την οριστική του απόφασή, πολλοί παράγοντες θα παίξουν ρολό καθώς όπως προκύπτει από το ισχυρό ενδιαφέρον της αμερικανικής κυβέρνησης για την ταχεία οικονομική σταθεροποίηση της Ελλάδας μετά το Brexit και την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, εκτός από οικονομικοί θα είναι παράλληλα και γεωπολιτικοί, όσο κι αν το Ταμείο επιχειρεί να διαψεύσει ότι παραμένει ευεπίφορο σε ένθεν κακείθεν ανάλογες επιρροές. Κυρίως, όμως, η απόφαση θα εξαρτηθεί από το αν η Ευρώπη και ειδικά το Βερολίνο, θα αποδεχθούν τους όρους που θέτει το Ταμείο για μακρά επιμήκυνση (άνω των 30 ετών) ή βαθιά αναδιάρθρωση που να ισοδυναμεί με γενναίο μελλοντικού κούρεμα.
Το ΔΝΤ δεν έχει, όμως, βάλει λεφτά στην Ελλάδα από το 2014, και παρότι οι ευρωπαίοι εταίροι επιμένουν ότι το χρειάζονται στο πρόγραμμα τουλάχιστον για να παίζει τον ρόλο του συμβούλου-«τρομοκράτη» παρέχοντας παράλληλα την ασφάλεια του διεθνούς εγγυητή στην ευρωζώνη, οι θέσεις του σε ό,τι αφορά την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, τυγχάνουν επιδεικτικής αγνόησης από το Βερολίνο, το Παρίσι και τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πιο πρόσφατη απόδειξη ήταν η απόλυτα δηκτική απάντηση της Κριστίν Λαγκάρντ όταν τον περασμένο μήνα μπροστά στον Γερούν Ντάϊζελμπλουμ αναφώνησε το περιβόητο «για ποια συμφωνία μιλάτε;» όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη συμφωνία για τον οδικό χάρτη του χρέους που αποφάσισαν οι ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών στο Eurogroup.
Το ΔΝΤ δεν έχει κρύψει με κανένα τρόπο την κάθετη διαφωνία του για τον τρόπο που και αυτή τη φορά η Ε.Ε στο τελευταίο Eurogroup της αξιολόγησης χειρίστηκε το θέμα του χρέους, παραπέμποντας τις κρίσιμες αποφάσεις ουσιαστικής διευθέτησης για το μέλλον (2019) και σε κάθε περίπτωση για την περίοδο μετά τις γερμανικές και γαλλικές εκλογές του 2017. Αντίθετα, πλέον δείχνει διατεθειμένο να ακολουθήσει σκληρή γραμμή και να κορυφώσει την πίεση προς την Ευρώπη ανοίγοντας όλο και περισσότερα χαρτιά στο τραπέζι, μέχρι, είτε να κερδίσει τη μάχη για το χρέος που θα κριθεί ως το τέλος του έτους –εκκρεμεί νέα μελέτη βιωσιμότητας στη βάση συγκεκριμένων αποφάσεων που θα λάβει η Ε.Ε και ο ESM- είτε να αποχωρήσει οριστικά.
Η έκθεση των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ μπορεί μεν να καταγράφει τις ευθύνες του ίδιου του ταμείου τις οποίες απορρίπτει η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ, όμως με έμμεσο αλλά σαφέστατο τρόπο χρεώνει ότι τα μεγάλα λάθη στην Ευρώπη επειδή καθυστέρησε δύο χρόνια να αποδειχθεί την αναδιάρθρωση χρέους δίνοντας περιθώριο στις ευρωπαϊκές τράπεζες να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα, και όταν το έκανε με το PSI, αυτό έγινε με τρόπο που δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα ενώ πολύ χειρότερα οδήγησε σε κλιμάκωση της ύφεσης και των αναγκαστικών δημοσιονομικών μέτρων στη χώρα.
Αρκετοί στον απόηχο της έκθεσης, μιλούν πλέον για ανοιχτό πόλεμο από το ΔΝΤ στην Ευρώπη σε ένα παιχνίδι εξουσίας αλλά και εντυπώσεων που έχει να κάνει τόσο με την προσπάθεια ανάκτησης του αποφασιστικού ρόλου του όσο και με την προσπάθεια επούλωσης του πληγωμένου γοήτρου του ΔΝΤ, το οποίο από το 2012-2013 και μετά περιορίστηκε σε παρακολούθημα των αποφάσεων που λαμβάνονταν στα Eurogroup.
Η στοχοποίηση των Ευρωπαϊκών πολιτικών έχει ως βασικό σκοπό να ασκήσει την μεγαλύτερη δυνατή πίεση ώστε είτε να ανοίξει επίσημα ξανά ο δρόμος για την επανεισδοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα ως χρηματοδότη εφόσον περάσουν οι προτάσεις του για μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων και βαθύτερης αναδιάρθρωσης χρέους, είτε πλέον την αποχώρησή του χωρίς «τύψεις» από το ελληνικό πρόγραμμα. Σκοπός φαίνεται πως είναι η διασφάλιση της παραμονής του καθώς το ΔΝΤ συνεχίζει να εμφανίζεται πρόθυμο να χρηματοδοτήσει το ελληνικό πρόγραμμα υπό συγκεκριμένους όρους.
Στην πραγματικότητα όμως, οι περισσότεροι από τους λόγους για τους οποίους το ΔΝΤ «προσκλήθηκε» το 2010 από την τότε ελληνική κυβέρνηση και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συμμετάσχει στην ελληνική διάσωση, τείνουν να εκλείψουν. Όχι φυσικά οι ουσιαστικοί (κρίση χρέους στην Ελλάδα και την ευρωζώνη) αλλά τουλάχιστον οι τυπικοί.
Ένας από τους λόγους όπως τους περιγράφει το ίδιο το ΔΝΤ ήταν ότι μέχρι πρότινος η Ε.Ε δεν είχε προλάβει να οικοδομήσει μηχανισμούς διάσωσης και δεν είχε την εμπειρία να διαχειριστεί τις κρίσεις. Πλέον με την παντοδυναμία του ESM ο μηχανισμός αυτός υφίσταται και είναι πια ο απόλυτος ρυθμιστής του ελληνικού προγράμματος.
Ένας άλλος λόγος ήταν τα λεφτά. Με τη λήξη του ξεχωριστού μνημονίου Ελλάδας-ΔΝΤ τον Φεβρουάριο του 2016, παρέμεναν «αδιάθετες» δόσεις ύψους 16 δις. ευρώ από το ΔΝΤ. Το τρίτο μνημόνιο που υπεγράφη πέρυσι τον Ιούλιο προβλέπει συνολική χρηματοδότηση προς τη χώρα ύψους 86 δις. ευρώ από τους πιστωτές, μέρος των οποίων θα έβαζε το ΔΝΤ. Ήδη, όμως, περίπου 20 από τα 25 δις. ευρώ δανείων που προορίζονταν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εμφανίζονται προς το παρόν ως «περισσευούμενα».
Ένας ακόμη λόγος ήταν ότι η εμπλοκή του ΔΝΤ αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για να αποδεχθούν κάποια κράτη μέλη τον "συμβιβασμό" για την ελληνική διάσωση, ενώ παράλληλα το Ταμείο παρουσιάστηκε ως "εισαγόμενος αποδιοπομπαίος τράγος" ώστε να πιεστεί η ελληνική κυβέρνηση μέσω των σκληρότερων όρων στις συμβάσεις δανεισμού με το ταμείο να εφαρμόσει αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις.
Πλέον έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Πολλοί μπορεί να λένε ακόμη ότι η παρουσία του ΔΝΤ παραμένει χρήσιμη ώστε να ασκεί πιέσεις στις ελληνικές κυβερνήσεις ή ακόμη και για να επιτρέπει στις κυβερνήσεις να παρουσιάζουν το Ταμείο ως τον «κακό» και ανάλγητο ολετήρα της χώρας (π.χ εργασιακά-Κατρούγκαλος), όμως η πραγματικότητα είναι πως κανείς στην σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί την εφαρμογή των μνημονίων
Ένας επίσης λόγος ήταν η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και η δημιουργία ενός «διχτυού ασφαλείας» ώστε να μην μεταδοθεί η ελληνική κρίση στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Θεωρητικά το πρώτο έχει επιτευχθεί με τα μνημόνια χρηματοδότησης της χώρας ενώ το δεύτερο αντιμετωπίστηκε με την διετή καθυστέρηση υλοποίησης της αναδιάρθρωσης χρέους, όταν σύμφωνα με το ΔΝΤ από το 2010 έως το 2012 οι ευρωπαϊκές τράπεζες και διεθνείς επενδυτές πρόλαβαν και πούλησαν ελληνικά ομόλογα άνω των 200 δισ. ευρώ πριν γίνει το PSI.
- H κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει την πολιτική επιλογή μετά την περσινή συμφωνία, να συμπαραταχθεί όχι με το ΔΝΤ στο θέμα του χρέους, αλλά με το Βερολίνο που υποστηρίζει ότι δεν χρειάζονται ουσιαστικές παρεμβάσεις στο χρέος, και έχει πάψει να διεκδικεί μακροπρόθεσμη ελάφρυνση.
Η στρατηγική αυτή ενδεχομένως εδράζεται στην διαπίστωση ότι όσο δεν κάνει πίσω η Ε.Ε στην θέση της για αναδιάρθρωση χρέους, τόσο το ΔΝΤ θα ζητά τη λήψη μεγαλύτερων δημοσιονομικών μέτρων για να «βγαίνει» το πρόγραμμα.
Εδράζεται, όμως, πλέον και στην προσδοκία ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η Ε.Ε μετά το Brexit, τις εξελίξεις στην Τουρκία και την αναταραχή στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, θα αρχίσει σταδιακά να χαλαρώνει τη δημοσιονομική θηλιά προς την Ελλάδα ξεκινώντας από την μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα και προχωρώντας σταδιακά σε κινήσεις ελάφρυνσης του χρέους.
ΠΗΓΗ
Σχόλια