Η επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης

«Μπαρμπαρόσα», 22 Ιουνίου 1941: Το άλυτο πρόβλημα των πολεμιστών για παγκόσμια κυριαρχία
του Dietrich Eichholtz
Εβδομήντα χρόνια έχουν περάσει από τον εφιάλτη της 22ας του Ιούνη 1941 [ΠΓ: το παρόν κείμενο γράφηκε πριν από 5 χρόνια], όταν νωρίς το πρωί ο γερμανικός ιμπεριαλισμός με την ύπουλη επίθεσή του κατά της Σοβιετικής Ένωσης προκάλεσε τη μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση σε όλη την καταγεγραμμένη Ιστορία. Για σχεδόν τέσσερα χρόνια στοίχησε τη ζωή σε τόσο πολλούς ανθρώπους όσο καμιά άλλη ένοπλη σύγκρουση. Αυτό δεν πρέπει να ξεχαστεί. Αν και ο κόσμος από το τσάκισμα του φασισμού, αυτού του βάρβαρου, γενοκτόνου συστήματος, έχει αλλάξει, ο κίνδυνος των τρομακτικών πολέμων με νέα φοβερά όπλα δεν έχει ακόμη και σήμερα αποτραπεί.

Ο υπουργός Εξωτερικών του Ράιχ, Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, διαβάζει τη διακοίνωση της κυβέρνησης του Ράιχ προς τη σοβιετική κυβέρνηση, στην οποία γνωστοποιείται η επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης (νωρίς το πρωί της 22ας Ιουνίου 1941)
Περισσότεροι από τρία εκατομμύρια άντρες και 4000 τεθωρακισμένα άρματα μάχης προωθήθηκαν στις 22 Ιουνίου σε τρεις θανατηφόρες στρατιωτικές φάλαγγες στη χώρα, που αυτό το χρονικό διάστημα δεν ήταν προετοιμασμένη για πόλεμο, θάνατο και καταστροφή. 2500 γερμανικά αεροπλάνα κατέστρεψαν σε λίγες ώρες χιλιάδες σοβιετικά αεροπλάνα που βρίσκονταν ακόμη ακίνητα, σε μεγάλο βαθμό ακαμουφλάριστα στις θέσεις τους. Οι πέντε μήνες που ακολούθησαν ήταν για το σοβιετικό λαό μια καταστροφή. Η γερμανική Βέρμαχτ κατόρθωσε να φτάσει μέχρι μπροστά από το Λένινγκραντ, μπροστά από τη Μόσχα, στις εκβολές του Δνείπερου και του Ντον, προς το Κίεβο και το Χάρκοβο. Παραπέρα δεν έφτασε. Η σοβιετική αντεπίθεση από το Δεκέμβριο του 1941 έως το Μάρτιο του 1942 έδωσε στο φασιστικό αντίπαλο μια πρώτη γεύση για την αποτυχία του.
Το φοβερό χτύπημα, οι τεράστιες απώλειες σε στρατιώτες και αμάχους τους πρώτους μήνες έπληξαν τη χώρα ακόμη περισσότερο, επειδή η ηγεσία στη Μόσχα παρά τις αξιόπιστες προειδοποιήσεις από το εσωτερικό και απ΄ το εξωτερικό, επέμενε μέχρι την τελευταία ημέρα στο μοιρολατρικό σφάλμα να κρατά τα στρατεύματά της μακριά από τη Δύση ώστε να προετοιμαστεί μια αποτελεσματική άμυνα. Έτσι η χώρα δεν μπόρεσε να αποκτήσει πολλαπλή ασφάλεια απ΄ το γεγονός ότι τα δυτικά της σύνορα τα είχε μετατοπίσει σημαντικά προς τα μπρος από το 1939 σε όλη τους την έκταση από το δέλτα του Δούναβη μέχρι το Πετσάμο (Πεεγκά) [Μούρμανσκ].
Γενοκτονία
Ο πόλεμος στην Ανατολή δεν ήταν ένας συνηθισμένος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. «Η Βέρμαχτ να καταστρέψει. Να διαλύσει το κράτος» -αυτός ο στόχος του Χίτλερ αφορούσε την τότε μεγαλύτερη χώρα της Γης, το μοναδικό κράτος με σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων στον κόσμο, μεγαλύτερο κατά τριάντα φορές του μεγέθους της Γερμανίας, και την περίοδο εκείνη η πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη, με έναν αντίστοιχο πληθυσμό σχεδόν 200 εκατομμυρίων ανθρώπων. Η φασιστική κλίκα και η στρατιωτική ηγεσία της στην καταστροφική τους επιδίωξη πήγαν πολύ πιο πέρα από την αποικιακή εποχή και τις φαντασιώσεις που θεωρούνταν δυνατές από την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου˙ άλλωστε στην κατακτημένη Πολωνία τέτοια μισάνθρωπα σχέδια είχαν ήδη εφαρμοστεί.
Σε βασικές γραμμές τέτοια σχέδια υπήρχαν ήδη στις 22 Ιουνίου 1941. Το 1941/1942 άρχισαν ήδη να εφαρμόζονται στα κατακτημένα εδάφη με μεγάλη συμμετοχή των υπηρεσιών που υπάγονταν στον Χίμλερ, του υπουργείου Διατροφής του Ράιχ (που διευθυνόταν από τον Χέρμπερτ Μπάκε), της πετρελαϊκής Α.Ε. Kontinentale, διαφόρων άλλων ναζιστικών «εταιριών στην Ανατολή» και βασικών βιομηχανικών ομάδων συμφερόντων (IG Farben, κοντσέρν άνθρακα και χάλυβα, Siemens, AEG, Zeiss και άλλων) στο στιλ «ιδιοτελών υαινών του πεδίου μάχης» (Σβερίν φον Κρόζικ).
Ο ρατσισμός στην πιο κτηνώδη και ολοκληρωμένη του μορφή χρησίμευσε ως «τεκμηρίωση» για τη δολοφονία και την λιμοκτονία εκατομμυρίων και για την εκδίωξη («ξερίζωμα») δεκάδων εκατομμυρίων Σλάβων και Εβραίων, τελικά και για την εκμετάλλευση εκατομμυρίων εκτοπισμένων ανδρών και γυναικών σε καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία και μέσα στη Βέρμαχτ.
Τα κύρια πεδία δράσης αυτής της φρικαλέας πολιτικής –που σπανίως εξετάστηκαν στην αλληλοσύνδεσή τους- ήταν:
– η εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού χωρίς καμιά εξαίρεση,
– η εξολόθρευση όλων των ηγετικών δυνάμεων του σοβιετικού κράτους, μεταξύ αυτών του Κομμουνιστικού Κόμματος, της Κομσομόλ, των πολιτικών κομισάριων στο στρατό, της σοβιετικής διανόησης, των διευθυντικών στελεχών στην οικονομία και τη διοίκηση,
– με ειδική διαταγή του Χίτλερ η δολοφονία όλου του ανδρικού πληθυσμού των μεγάλων πόλεων, ιδιαίτερα του Στάλινγκραντ˙ η λιμοκτονία του Λένινγκραντ,
– η στρατηγική πείνας που στόχευε στην εξόντωση «δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων» (Μπάκε) στις περιοχές της Ρωσίας και της Λευκορωσίας που εξαρτιόνταν από την εισαγωγή τροφίμων,
– η δολοφονία πολλών εκατοντάδων χιλιάδων σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου με συνειδητή χρήση της πείνας και τουφεκισμούς στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, αργότερα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,
– η αναγκαστική στρατολόγηση περισσότερων από δυό εκατομμυρίων Σοβιετικών (αμάχων και αιχμαλώτων πολέμου) για τη γερμανική πολεμική οικονομία,
– το «Γενικό Σχέδιο Ανατολή».
Το «Γενικό Σχέδιο Ανατολή» και οι μετέπειτα διατυπώσεις του ως «Γενικό Σχέδιο» και «Γενικό Οικιστικό Σχέδιο», ήταν εκτεταμένα σχέδια που εκπονήθηκαν για τον μετέπειτα «εκγερμανισμό» των κατακτημένων σοβιετικών εδαφών. Εδώ, εκείνοι που πήραν εντολές από τον Χίμλερ, υπό την ιδιότητά του ως «Επίτροπος του Ράιχ για τη διατήρηση της γερμανικής ιθαγένειας», άρχισαν τη δουλειά τους ήδη πριν τις 22 Ιουνίου 1941. Είχε προβλεφτεί γερμανικός εποικισμός για μεγάλα τμήματα της ευρωπαϊκής Σοβιετικής Ένωσης˙ στο βορρά από την περιοχή του Λένινγκραντ («Ingermanland“) [ΠΓ: πρόκειται για την περιοχή γύρω από τη σημερινή Αγία Πετρούπολη] φτάνοντας μέχρι την «Ταυρική» και την Κριμαία στο νότο. Το όριο προς την Ανατολή παρέμεινε ακόμη ανοιχτό.
Η περιοχή θα έπρεπε να εκκενωθεί με «εκπατρισμό» περισσότερων από 30 εκατομμυρίων εγκατεστημένων εκεί ανθρώπων προς τη «δυτική Σιβηρία», με την «παρακμή» των οποίων υπολόγιζαν οι σχεδιαστές, [ώστε να εγκατασταθούν] οι γερμανοί έποικοι (αγροκτηματίες, μεγαλοαγρότες και «ένοπλοι αγρότες»). Οι Γερμανοί εκεί, έτσι αναφερόταν στο επιτροπάτο του Χίμλερ, «έπρεπε να έχουν τη θέση Σπαρτιατών, οι Λετονοί, οι Εσθονοί και τα λοιπά μεσαία στρώματα τη θέση των περίοικων, οι Ρώσοι, αντίθετα, τη θέση των ειλώτων».
Ο Χίμλερ φαντασιωνόταν έναν γερμανικό εποικισμό 400 έως 500 χρόνων στον «ανατολικό χώρο», στον οποίο τελικά θα κατοικούνταν η περιοχή μέχρι τα Ουράλια από «500 έως 600 εκατομμύρια Γερμανούς».
Τα ναζιστικά σχέδια ναυαγούν
Η επιστημονική βιβλιογραφία, που είναι ακόμη αυξανόμενη, για τον πόλεμο στην Ανατολή, έχει καταλήξει σήμερα σε μια σωστή κρίση: Ήταν ο τρίχρονος πόλεμος, που διεξήχθη μέχρι τα μέσα του 1944, κυρίως μόνο ενάντια στην γερμανική Βέρμαχτ και τις βοηθητικές της μονάδες σε σοβιετικό έδαφος, στον οποίο η Βέρμαχτ είχε τεράστιες απώλειες, αυτός που προετοίμασε την ολοκληρωτική γερμανική ήττα τον Μάιο του 1945 και οδήγησε τελικά τον Κόκκινο Στρατό στο Βερολίνο.
Μέχρι τις 22 Ιουνίου 1941 η Βέρμαχτ είχε κατακτήσει τη μισή Ευρώπη. Αυτό που άρχιζε τώρα η ηγεσία του καθεστώτος, μη εξαιρουμένου του «φύρερ» της, το έβλεπαν ως συνέχεια των μέχρι τότε εκστρατειών που κερδήθηκαν στο στιλ «κεραυνοβόλων νικών». Με την πλήρη αίσθηση των σε λιγότερο από ενάμισι χρόνο κατακτημένων επιτυχιών τους, οι υπαίτιοι του νέου πολέμου φαντάζονταν την πορεία του σαν μια «γρήγορη εκστρατεία» μερικών μηνών, μάλιστα ακόμη και εβδομάδων. Τέσσερις –ίσως και έξι- εβδομάδες μετά την επίθεση, τα σχέδιά τους φαινόταν ότι στρατιωτικά πήγαιναν ακόμη καλά. Ήδη τον Ιούλιο/Αύγουστο του 1941 ο προγραμματισμός τους έβγαινε εκτός ελέγχου. Έτσι, όλος ο τεράστιος κατακτητικός, δολοφονικός και εξοντωτικός σχεδιασμός του πολέμου τους για μελλοντική παγκόσμια κυριαρχία κατέρρευσε λόγω της σοβιετικής αντίστασης. Οι επόμενες ήττες μπροστά από το Σμολένσκ, το Λένινγκραντ, τη Μόσχα, το Στάλινγκραντ, το Κουρσκ κτλ έθεσαν τις καθοριστικές βάσεις για τη διάσωση της ευρωπαϊκής ειρηνικής τάξης πραγμάτων και της κουλτούρας από τη γενοκτονία και τις θηριωδίες των ναζί.
Ποτέ έως τότε πολιτικοί και στρατηγοί δεν έκαναν τόσο καταστροφικά εσφαλμένους υπολογισμούς όπως ο Χίτλερ και οι γερμανοί στρατηγοί στην απόφασή τους «να υποτάξουν σε μια γρήγορη εκστρατεία» (Εντολή 21 της 18.12.1940) τη Σοβιετική Ένωση. Το να αποδίδεται η απόφαση αυτή μόνο στο συγκεκριμένο κόσμο σκέψεων ενός μεγαλομανή «φύρερ», μαρτυρεί την εκπληκτική άγνοια των ιστορικών προϋποθέσεων από τις απαρχές της ιμπεριαλιστικής ανάπτυξης της γερμανικής αυτοκρατορίας από την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και την εμφάνιση του φασισμού.
Στον κόσμο των γερμανών στρατιωτικών ήταν πάντα νωπή η μνήμη για την αδυναμία του ρώσου αντιπάλου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κατάρρευση του τσαρισμού, οι γερμανικές νίκες έως και την ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Αποτυπωμένο όμως ήταν κυρίως το μίσος ενάντια στη νέα μπολσεβίκικη εξουσία και η «ταπείνωση» της γερμανικής υποχώρησης από την Ουκρανία και από τον Καύκασο κατά τη γερμανική ήττα του 1918, όταν κατά την παραβίαση της ειρήνης του Μπρεστ είχαν φτάσει μέχρι τη Γεωργία και μέχρι σχεδόν την Κασπία Θάλασσα. Ο Χίτλερ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δε βρέθηκε ποτέ στην Ανατολή, είχε όμως μαζέψει άπληστα εμπειρίες ήδη στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στις συζητήσεις του με τον Έριχ Λούντεντορφ, τον άνθρωπο των παρασκηνίων που παραιτήθηκε από τον στρατό του κάιζερ.
Έτσι ήταν η κατάσταση το 1938, όταν ο νεοδιορισμένος επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Φραντς Χάλντερ, ο οποίος ήδη τον Απρίλιο του 1939 μετά την κατάληψη της Πράγας, προφήτεψε επιδοκιμαστικά, ότι τώρα μπορεί κανείς επιτέλους να αναλάβει δράση κατά της Πολωνίας, η οποία σε δυό βδομάδες πρέπει να «συνθλιβεί», και στη συνέχεια με τον νικηφόρο στρατό, «γεμάτο με το πνεύμα από τις κερδισμένες μεγάλες μάχες», να αντιπαρατεθεί στον «μπολσεβικισμό» και να διεξάγει επίσης πόλεμο στη Δύση. Ο ίδιος ο Χάλντερ τον Ιούνιο του 1940, αμέσως μετά την αιφνιδιαστική νίκη επί της Γαλλίας και τη φυγή του βρετανικού στρατού από την ήπειρο μέσω της Μάγχης, ξεκίνησε με σχέδια για μια επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Στα σχέδια αυτά, στα οποία κυριαρχούσε ήδη το πνεύμα μιας αφάνταστης ύβρις και υπερτίμησης των ιδίων δυνάμεων, παρενέβη τον Ιούλιο του 1940 ο Χίτλερ. Ο Χίτλερ επιβεβαίωσε στους σχεδιαστές του στρατού ότι η Σοβιετική Ένωση ως «ανατολικο-ασιατικό ξίφος της Αγγλίας» πρέπει να «καταστραφεί». Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Χάλντερ  (31.7.1940) αυτός όρισε ως προθεσμία: «Μάιος του 1941. 5 μήνες για τη διεξαγωγή».
Τα σχέδια των επιχειρήσεων που εκπονήθηκαν στα επιτελεία και τα σχέδια των εκστρατειών αποκαλύπτουν τη φιλοδοξία των συντακτών τους, καταρρίπτοντας ίσως ακόμη και την προθεσμία των πέντε μηνών του Χίτλερ. Σε ένα από τα πρώτα σχέδια, αυτό της 5ης Αυγούστου 1940, γινόταν αποδεκτό ότι η εκστρατεία θα διαρκούσε «τουλάχιστον» εννέα εβδομάδες, «στη χειρότερη περίπτωση» 17 εβδομάδες, δηλαδή μέχρι τον Σεπτέμβριο (ή ακόμη και μόνο μέχρι τον Ιούλιο) του 1941. Θα έπρεπε να κατακτηθούν και να τεθούν υπό κατοχή οι περιοχές γύρω από τη Μόσχα, γύρω από το Λένινγκραντ και γύρω από τις «κύριες περιοχές της πολεμικής οικονομίας» στην Ουκρανία και τη λεκάνη του Ντόνετσκ. Σταθερή πρόθεση του Χίτλερ από την αρχή ήταν να εξαφανιστούν οι μεγάλες σοβιετικές πόλεις συμπεριλαμβανομένου του πληθυσμού τους ως «μπολσεβίκικος».
Σε μια από τις τελευταίες συνεδριάσεις της ηγεσίας της Βέρμαχτ πριν από την επίθεση (30.4.1941) ο Αρχηγός του Στρατού, στρατάρχης Βάλτερ φον Μπράουχιτς, παρουσίασε τη θέση του για ένα σύντομο τέλος της εκστρατείας: «Προβλέπονται σφοδρές μάχες στα σύνορα, διάρκειας μέχρι τεσσάρων εβδομάδων. Στην περαιτέρω πορεία όμως πρέπει να αναμένεται μόνο μικρή αντίσταση».
Γενικά, για τη μετέπειτα περίοδο αναμενόταν η παύση της συνεκτικής άμυνας και η κατάρρευση του σοβιετικού κράτους. Τα τελικά γερμανικά «στρατιωτικά σύνορα» θα έπρεπε στη συνέχεια να εξασφαλιστούν, από τη Λευκή Θάλασσα (Αρχάγγελσκ) μέσω 3000 χιλιομέτρων φτάνοντας μέχρι την Κασπία Θάλασσα (Άστραχαν), απ΄ όπου η πολεμική αεροπορία [Λούφτβαφε] θα μπορούσε να φτάσει στα Ουράλια. Μέχρι τότε οι στρατηγοί υπολόγιζαν με την κατάκτηση του πετρελαίου στον Καύκασο και μια στρατιωτική πορεία στην Εγγύς Ανατολή, με μεραρχίες εξοπλισμένες για τροπικές περιοχές, προς το Ιράκ, το Ιράν και τον Περσικό Κόλπο.
Η αβεβαιότητα των στρατιωτικών σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική και την οικονομική ισχύ του αντιπάλου ήταν και παρέμενε μεγάλη. Οι ειδήσεις σχετικά με το στρατιωτικό δυναμικό και την υποτιθέμενη τεχνική καθυστέρηση του Κόκκινου Στρατού προέρχονταν κυρίως από ιδίες πηγές, από στρατηγούς όπως ο Ερνστ Κέστρινγκ και ο Χάιντς Γκουντέριαν. Για τις τεράστιες οικονομικές, ιδιαίτερα τις βιομηχανικές αλλαγές στην ευρωπαϊκή Ρωσία και στα Ουράλια, οι οποίες είχαν λάβει χώρα στη δεκαετία του τριάντα, επικρατούσε μεγάλη άγνοια στην πλειοψηφία των στρατιωτικών.
Ο σοβιετικός πληθυσμός θεωρούνταν στη μάζα του ως «φυλετικά κατώτερος» και ως σοβαρός αντίπαλος μόνο στο βαθμό που [ήταν] «μολυσμένος απ΄ το μπολσεβικισμό». Το ότι μετά από σχεδόν 25 χρόνια σοβιετικής εξουσίας θα μπορούσε να παραμένει πιστός στη σοσιαλιστική του πατρίδα και ενωμένος γύρω από την ηγεσία του, αυτό για τους φασίστες ήταν αδιανόητο.
Ο ίδιος ο Χίτλερ έκανε παρ΄ όλα αυτά λόγο για τεράστια επέκταση των χώρων επιχειρήσεων, οι οποίοι θα έπρεπε να κατακτηθούν και να τεθούν υπό κατοχή: «Πρέπει να έχουμε από την αρχή επιτυχίες. Δεν πρέπει να υπάρξουν αντιχτυπήματα» (17.3.1941). Εμπιστευτικά, μάλιστα, παραδέχτηκε: «Δεν ξέρουμε τι δύναμη βρίσκεται από πίσω αν ανοίξουμε πραγματικά τις πύλες στην Ανατολή».
Οικονομία και εξοπλισμοί
Μερικοί συγγραφείς, όχι μόνο Γερμανοί, έχουν την άποψη ότι ο πόλεμος κατά της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν επαρκώς, μάλιστα, ότι ήταν ανεύθυνα άσχημα προετοιμασμένος. Το επιχείρημα έχει μια άσχημη απολογητική χροιά: Να είχε κανείς προετοιμαστεί καλύτερα! Οι οικονομικοί πόροι της μισής Ευρώπης, έτσι λέγεται συχνά, θα βρίσκονταν στη διάθεση των γερμανών κατακτητών. Ίσως ένας τέτοιος συμψηφισμός –στοιχείων της ειρηνικής περιόδου- να είναι σωστός, δεν έχει όμως καμιά αποδεικτική αξία. Το αντίθετο, από την περίοδο των νικών την άνοιξη/το καλοκαίρι του 1940 τα δυναμικά που κατακτήθηκαν αποδείχτηκαν σχεδόν όλα δεινοπαθούντα, σαν μια σταγόνα απ΄ την οποία κρέμονται οι οικονομίες. Κυρίως συνεπεία του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού υπήρχε στα κατεχόμενα κράτη ξαφνικά έλλειψη εισαγωγών σε πετρέλαιο, κάρβουνο, σιτηρά, ζωοτροφές, επειδή ο αποκλεισμός των αποικιακών αυτοκρατοριών τους (Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο) τα έκανε απρόσιτα.
Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δεν σκόπευε να πληρώσει για αυτούς που είχαν ανάγκη, με εξαίρεση τη σύμμαχο Ιταλία. Ο ίδιος είχε μεγάλα προβλήματα, ιδιαίτερα σε καύσιμα, σιδηρομετάλλευμα, αλουμίνιο, χαλκό και σε είδη διατροφής. Στη Σοβιετική Ένωση ήθελαν να «κάνουν λεφτά», όπως ακουγόταν να λένε οι Γκέμπελς και Γκέρινγκ, ενώ ο Χίτλερ τόνιζε κυρίως τις ρατσιστικές και αντιμπολσεβίκικες πολεμικές αιτίες. Όμως και για αυτόν, η ιδέα ότι η Γερμανία –κατά τη διάρκεια του Συμφώνου Μη Επίθεσης- θα μπορούσε να καταλήξει σε οικονομική εξάρτηση από τη Σοβιετική Ένωση, αποτελούσε έναν μπαμπούλα.
Όταν ο ναζιστής «Γενικός πληρεξούσιος για την αυτοκινητοβιομηχανία», στρατηγός φον Σελ, αναλογίστηκε στα τέλη Μαΐου 1941 σχετικά με την έλλειψη καυσίμων και πρότεινε ότι, πρέπει ίσως να σκεφτεί κανείς ότι «η Βέρμαχτ να μην είναι στο σύνολό της μηχανοκίνητη», έθιξε στην πραγματικότητα το πιο νευραλγικό σημείο της διεξαγωγής πολέμου στην Ανατολή: το σύστημα εφοδιασμού και την κινητικότητα της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής. Μικρή σαφήνεια υπάρχει ακόμη και σήμερα σχετικά με τις αδυναμίες του γερμανικού συστήματος εφοδιασμού στις μεγάλες εκτάσεις της Σοβιετικής Ένωσης. Αν όμως η Βέρμαχτ διείσδυε πέρα από μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα στη χώρα, τότε με το αδύναμο σιδηροδρομικό δίκτυο πολλών χιλιομέτρων που υπήρχε, δεν έμενε παρά κατά κύριο λόγο η φροντίδα για τον ανεφοδιασμό των 33 μηχανοκίνητων γρήγορων μεραρχιών να γίνεται μόνο με φορτηγά αυτοκίνητα μέσω κλιμακωτών βάσεων διακίνησης. Οι υπόλοιπες 100 μεραρχίες εισέβαλλαν στη Ρωσία με τα πόδια, με 15.000 αργοκίνητα οχήματα που τα έσερναν άλογα. Τα 600.000 έως 750.000 άλογα που είχε μαζί του ο στρατός έπρεπε να μεταφέρουν τα πυροβόλα όπλα και τα κάρα με τα πυρομαχικά και τις προμήθειες.
Ως εκ τούτου όλα εξαρτιόνταν απ΄ το αν ο Κόκκινος Στρατός θα κατέρρεε στα πρώτα αποφασιστικά χτυπήματα, προτού η φθινοπωρινή λάσπη και το χειμωνιάτικο ψύχος να έφερναν σε δύσκολη θέση τους εισβολείς.
Η ευρέως διαδεδομένη θέση ότι το 1940/41 άρχισε να εφαρμόζεται στη Γερμανία μια «ειρηνική πολεμική οικονομία», είναι ένας μύθος. Δε μπορεί να γίνει λόγος για το ότι λαμβανόταν όλο και περισσότερο υπόψη ο ιδίος πληθυσμός. Μεγαλύτερες εφεδρείες σε άντρες ικανούς για εργασία και μάχιμους δεν υπήρχαν πλέον στην πατρίδα. Από τους 20χρονους έως τους 30χρονους το καλοκαίρι του 1941, ήδη το 85% ήταν στρατιώτες. Υπήρχε μεγάλη έλλειψη σε εργατικό δυναμικό, έτσι που είχαν χρησιμοποιηθεί εκατοντάδες αλλοδαποί καταναγκαστικής εργασίας –Πολωνοί, Τσέχοι, γάλλοι αιχμάλωτοι πολέμου- στην αγροτική οικονομία και στη βιομηχανία ακόμη πριν από την επίθεση.
Η πολεμική βιομηχανία εργαζόταν στο φουλ, αν και διευθυνόταν κακήν κακώς από μια αδιαφανή ζούγκλα υπηρεσιών. Κέντρο βάρους της βιομηχανίας εξοπλισμών ήταν ο διπλασιασμός και ο εκσυγχρονισμός των δέκα μηχανοκίνητων μεραρχιών πεζικού. Νέες δυνάμεις και εταιρίες εντάχθηκαν στο καρτέλ που κατασκεύαζε τεθωρακισμένα (MAN, Alkett,Daimler-Benz και άλλες), οι οποίες ενώθηκαν υπό τον Βάλτερ Ρόλαντ (Vereinigte Stahlwerke) στην «Κύρια Επιτροπή για τα Τεθωρακισμένα Οχήματα και τους Ελκυστήρες». Αυτό θεωρούνταν ως το πιο αναγκαίο, ιδιαίτερα όταν στους ανώτατους κύκλους γινόταν λόγος ότι τα ρωσικά τεθωρακισμένα ήταν «άξια σεβασμού» και αριθμητικά τα «πιο ισχυρά στον κόσμο», όμως στην «πλειοψηφία τους» είναι «παλιά» (Χίτλερ).
Στη παραγωγή αεροσκαφών επενδύθηκαν τεράστια ποσά˙ με τον, σύμφωνα με το σχέδιο, τετραπλασιασμό της αρμάδας αεροσκαφών, υπολογιζόταν όμως μετά την [επιχείρηση] «Μπαρμπαρόσα» να χρησιμοποιηθούν στο μελλοντικό «πόλεμο ενάντια στις ηπείρους» (Χίτλερ) κατά κύριο λόγο ενάντια στην εξοπλιστική δύναμη των ΗΠΑ.
Από τα γεγονότα αυτά μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι οι προσπάθειες για εξοπλισμούς αντιστοιχούσαν αναμφίβολα στα στρατιωτικά σχέδια για το «Μπαρμπαρόσα» και για το μετά-το-«Μπαρμπαρόσα» και εξαντλούσαν κατά προσέγγιση τις δοσμένες δυνατότητες. Για τα μεγάλα σχέδια του Χίτλερ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, μετά τη «γρήγορη» νίκη θα δινόταν οικονομικοί πόροι σε απεριόριστη αφθονία, που πιθανότατα θα ανάγκαζαν την Μ. Βρετανία να υποχωρήσει, δηλαδή θα την ανάγκαζαν σ΄ ένα «μοίρασμα του κόσμου» υπό γερμανική ηγεμονία και θα αφαιρούσαν από τις ΗΠΑ τη διάθεσή της να μπει στο πόλεμο.
Διεξαγωγή πολέμου και ιδεολογία
Η [επιχείρηση] «Μπαρμπαρόσα» λέγεται ότι ήταν ένας «πόλεμος του Χίτλερ», πόλεμος γενικά ως το κρυφό όπλο του «φύρερ» -εδώ βρίσκεται η πεμπτουσία αμέτρητων ιστορικών και βιογραφικών έργων. Αυτό φυσικά δεν είναι όλη η αλήθεια. Αναμφίβολα ο ρόλος του Χίτλερ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν αυτός ενός σφετεριστή, και από την περίοδο των γερμανικών επιτυχιών του 1940, όπως τον αναγνώριζε και πίστευε η πλειοψηφία των οπαδών του, αυτός ενός πολέμαρχου και στρατηγού, ο οποίος σε μια αποτρόπαια ύβρη διεκδικούσε μια εξέχουσα θέση στο πάνθεον της Ιστορίας. Η κοσμοθεωρία του δεν ήταν ένα πρωτότυπο προϊόν, αλλά ένα δολοφονικό μείγμα δηλητηριωδών ρατσιστικών, ιδιαίτερα αντισημιτικών θεωριών [που είχαν αναπτυχθεί] επί δεκαετίες, βαρβαρικού σοβινισμού και –από την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου- γεμάτου μίσους ρεβανσισμού και αντιμπολσεβικισμού.
Αυτή η ιδεολογία, που στον Χίτλερ και στους οπαδούς του υπήρχε σε συμπυκνωμένη μορφή, μπορούσε να τη συναντήσει κανείς σε μεγάλη έκταση μέσα στη γερμανική κοινωνία. Ιδιαίτερα παραδοσιακά εξοικειωμένη μ΄ αυτήν ήταν η κάστα των στρατιωτικών. Δεν ήταν έκπληξη ότι στη πλειοψηφία της επίσης έβλεπε στη Σοβιετική Ένωση ένα προκαθορισμένο εχθρό. Η κάστα αυτή στον πόλεμο συμπεριέλαβε στα φασιστικά εγκλήματα αμέτρητες στρατιωτικές μονάδες και απλούς στρατιώτες. Έτσι συνεχίζει να επιβιώνει μέχρι σήμερα η διαμάχη για μια υποτιθέμενη «καθαρή Βέρμαχτ».
Πηγή: junge Welt, 22.06.2011
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
Πηγή

Σχόλια