Η στρατηγική της ευρωπαϊκής στασιμότητας

Η σύγχρονη πορεία της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη εντάσσεται σε μια μεταβατική περίοδο εξέλιξής της από το βιομηχανικό υπόδειγμα σε ένα νέο τεχνο-οικονομικό παράδειγμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή και την  αλληλεπίδραση των τεχνολογικών συστημάτων παραγωγής, του αυτοματισμού και της ρομποτικής στην παραγωγική διαδικασία.
Έτσι, διαμορφώνεται σταδιακά ένα νέο παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης, αυτό της οικονομίας της καινοτομίας, της τεχνολογίας και της γνώσης.
Ομως, αξίζει να σημειωθεί ότι η μετάβαση αυτή από το βιομηχανικό υπόδειγμα σε αυτό της οικονομία της καινοτομίας και της γνώσης, που ιστορικά συντελείται σταδιακά από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 (κρίση του κεϊνσιανού προτύπου οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής), στην περίπτωση της αγοράς εργασίας επιδρά με τη σταδιακή μετάβαση από το συμβασιακό συλλογικό στο συμβασιακό ατομικό.
Σε θεωρητικούς όρους, κινητήρια δύναμη αυτής της ανατροπής της ρύθμισης και της συλλογικότητας, σε όφελος της εκτεταμένης απορρύθμισης και της ατομικότητας, αποτελεί το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα μακρο-οικονομικής πολιτικής «των οικονομικών της προσφοράς», στο πλαίσιο του οποίου επωάστηκε, μεταξύ των άλλων, η κρίση στον χρηματο-πιστωτικό τομέα της οικονομίας.
  • Ουσιαστικά, σε όρους πολιτικής οικονομίας η μετάβαση αυτή με τις συγκεκριμένες συνθήκες της εργασιακής απορρύθμισης που συντελείται επιδιώκει τη χρονική συντόμευση της περιόδου απόσβεσης του παγίου κεφαλαίου των επιχειρήσεων με την ιδιοποίηση του οφέλους από τον περιορισμό ή την κατάργηση των ΣΣΕ, τη μείωση των μισθών, κ.λπ., προκειμένου να αποφευχθεί η μείωση του κέρδους, ιδιαίτερα, κατά την περίοδο της κρίσης (ο λόγος κερδών προς αμοιβές εργασίας για παράδειγμα στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο +24,6% το 2013 και στο +20,5% το 2014 σε σχέση με το 2010).
Η στρατηγική αυτή επιλογή μετάβασης που συντελείται κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες υλοποιείται με την παθητική και ευέλικτη προσαρμογή της εργασίας και του κράτους-πρόνοιας στις νέες γνωσιολογικές, τεχνολογικές και παραγωγικές εξελίξεις.
Με άλλα λόγια, στο θεωρητικό αυτό νεοκλασικό πλαίσιο, το επιχείρημα είναι ότι η σταθεροποίηση και η ανάπτυξη της οικονομίας της γνώσης επιτυγχάνεται με την αποσταθεροποίηση, την ευελιξία και την εξατομίκευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων εργασίας.
Στην κατεύθυνση αυτή, οι έννοιες που αναδεικνύονται και εφαρμόζονται από τις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, στο όνομα της καταπολέμησης της ανεργίας, παρά το αντίθετο αποτέλεσμά τους, είναι οι έννοιες «της απελευθέρωσης και της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων», στο γενικότερο πλαίσιο της απελευθέρωσης της οικονομίας και των αγορών καθώς και στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου και όχι στη διατήρηση της ευημερίας των ανθρώπων και στην βιωσιμότητα του βιοτικού τους επιπέδου.
  • Ουσιαστικά, πρόκειται για μία στρατηγική επιλογή ριζικής και οριστικής ρήξης του κεφαλαίου και του κράτους με την εργασία, με την έννοια ότι το κράτος αποτελεί τον εγγυητή αυτής της επιλογής και της μετάβασης, αποδιαρθρώνοντας το κράτος-πρόνοιας και τις εργασιακές σχέσεις και συρρικνώνοντας τα δικαιώματα της εργασίας.
  • Παράλληλα, το κράτος στον νέο του ρόλο επιδιώκει τον μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας σε πεδίο συνολικής υποταγής της σκέψης και της πολιτικής στην επιχειρηματική ορθολογικότητα, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για τη λειτουργία της οικονομίας, της κοινωνίας, της εργασίας και την κοινωνική συνοχή.
Στην κατεύθυνση αυτή, το κράτος σε όρους πολιτικής και διαμόρφωσης του νέου θεσμικού πλαισίου ανατρέπει, μεταξύ των άλλων, τη σχετική ισορροπία των παραγωγικών δυνάμεων στους χώρους εργασίας, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το επίπεδο εισοδήματος των εργαζομένων, τα δικαιώματα και την ποιότητα της εργασίας και την ποιότητα της παραγωγικής διαδικασίας.
Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικά τα συμπεράσματα πρόσφατης (2016) έρευνας του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα οποία, ιδιαίτερα στις χώρες κρίσης χρέους, κατά την τελευταία δεκαετία σημειώθηκε σοβαρή επιδείνωση στην ποιότητα των θέσεων εργασίας, των αποδοχών, της ασφάλειας της εργασίας και γενικότερα στην ποιότητα ζωής και εργασίας.
  • Με τα δεδομένα αυτά των συνεπειών των ασκούμενων πολιτικών για την οικονομία, την κοινωνία και την εργασία, η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει το σχεδιασμό μιας στρατηγικής οικονομικής ανάπτυξης που είναι μακροχρόνια και πολύπλευρη, δηλαδή λαμβάνει υπόψη της τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη όλων των συνιστωσών της, μεταξύ των οποίων τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την αποτροπή των δυσμενών κοινωνικών, δημογραφικών και περιβαλλοντικών εξελίξεων.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η επιλογή της αναγκαίας και απαιτούμενης αναπτυξιακής στρατηγικής για την Ευρώπη και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της είναι ακριβώς αντίθετη απ’ αυτή των ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με την έννοια ότι οι νέες τεχνολογίες, η καινοτομία και η γνώση θα λειτουργούν με όρους συμβασιακής συλλογικότητας, οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής αναδιανεμητικότητας, στην κατεύθυνση, μεταξύ των άλλων, και της αντιμετώπισης των νέων προκλήσεων όπως:
α) αύξηση της παγκόσμιας ανεργίας κατά 11 εκατ. άτομα μέχρι το 2020 (ILO, 2016),
β) απώλεια 5,1 εκατομ. θέσεων εργασίας μέχρι το 2020 (Davos, 2016), λόγω της χρήσης των νέων τεχνολογιών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων,
γ) προσφυγική-μεταναστευτική κρίση καθώς και τους όρους της προοπτικής ένταξης των προσφύγων και των μεταναστών στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, με την έννοια της αποφυγής των συνθηκών ανταγωνισμού, μεταξύ των μακροχρόνιων ανέργων των κρατών-μελών και των ανειδίκευτων προσφύγων ή μεταναστών με χαμηλές αμοιβές, βοηθητικές, επιβαρυντικές εργασίες κ.λπ.,
δ) δημογραφική κρίση με την έννοια της προοπτικής της και των επιπτώσεών της στη μακροχρόνια βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι για παράδειγμα σήμερα στην Ελλάδα οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις (υπογεννητικότητα, γήρανση του πληθυσμού) συμβάλλουν στην αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 15%.
Παράλληλα, η αύξηση του αριθμού των συνταξιοδοτήσεων από 2,5% κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2010, στο 5,5% την περίοδο 2010-2015 και 5% την περίοδο 2015-2030, κυρίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, θα σημαίνει ότι η αντιμετώπιση των επιπτώσεών της στα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης θα απαιτεί, σε υποθετικό επίπεδο, κατά την περίοδο 2015-2050 σταδιακή αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών της κύριας σύνταξης από 20% σε 27%, δηλαδή αύξηση κατά 35% ή σταδιακή μείωση των κύριων συντάξεων τουλάχιστον κατά 20% ή συνδυασμό και των δύο ή επιλογή ενός πιο σύνθετου δημογραφικού, αναπτυξιακού και κοινωνικού τρόπου εξεύρεσης των απαιτούμενων πόρων.
Ομως, σήμερα, στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα η διαχείριση της οικονομικής κρίσης και ύφεσης πραγματοποιείται στο πλαίσιο ενός διαφορετικού υποδείγματος, με την έννοια της έντασης των κοινωνικών, δημογραφικών και περιβαλλοντικών πιέσεων.
  • Κι αυτό γιατί κατά την τελευταία δεκαπενταετία υλοποιείται στην Ευρώπη η αναπτυξιακή στρατηγική της στασιμότητας, με την έννοια του ελεγχόμενου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ (1%-1,5%) καθώς και της ελεγχόμενης χρήσης της νέας τεχνολογίας με στόχο την επίτευξη σταθερών και ενάρετων μακροχρόνιων οικονομικών κύκλων.
  • Επιπλέον, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου αναπτυξιακού παραδείγματος η βελτίωση του επιπέδου της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας επιδιώκεται να επιτευχθεί με τη συνδρομή της θεσμοθετημένης ευελιξίας της αγοράς εργασίας, με αποτέλεσμα, μεταξύ των άλλων, τον περιορισμό της σημασίας των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (6 στους 10 εργαζόμενους καλύπτονται από ΣΣΕ στην Ε.Ε.-28) και της συνδικαλιστικής δράσης, διαμέσου των συνθηκών κοινωνικού dumping που δημιουργούνται στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας.
Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. με την εφαρμογή του συγκεκριμένου υποδείγματος ωφελούνται περισσότερο σε όρους ανταγωνιστικότητας-κόστους εργασίας και λιγότερο σε όρους ανταγωνιστικότητας-τιμής, γεγονός που σημαίνει ότι με την αύξηση της κερδοφορίας τους από την μείωση της μισθολογικής δαπάνης χρηματοδοτούν τις επενδύσεις σε γνώση-καινοτομία και υψηλή τεχνολογία.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αύξηση της εξαγωγικής τους δραστηριότητας συνοδεύεται από ένταση των κοινωνικών πιέσεων, ως αποτέλεσμα της αύξησης της ευελιξίας και της ανασφάλειας της εργασίας, την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, την αύξηση του αριθμού των φτωχών-εργαζομένων, των φτωχών-συνταξιούχων και τη διατήρηση των ανισοτήτων μεταξύ ανδρών-γυναικών.
  • Στις οικονομικές και κοινωνικές αυτές συνθήκες εκτιμάται ότι κατά τα επόμενα χρόνια ένα φάντασμα θα πλανάται πάνω από την Ευρώπη.
  • Το φάντασμα αυτό, εφόσον δεν ανατραπεί η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος της αναπτυξιακής στασιμότητας (εξαγωγές, μείωση των μισθών, ευελιξία-ανασφάλεια της εργασίας, κοινωνικό dumping) από το αναπτυξιακό υπόδειγμα του ενάρετου οικονομικού κύκλου με βελτίωση της απασχόλησης και του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού (εξαγωγές, παραγωγικότητα, αύξηση μισθών, έλεγχος τιμών, κράτος-πρόνοιας, κοινωνική δημοκρατία), θα προσομοιάζει με αυτό της τελευταίας δεκαετίας του Μεσοπολέμου στη Γερμανία, όπου η συγκεκριμένη κοινωνικο-οικονομική και πολιτική κατάσταση γεννήθηκε κατευθείαν από την οικονομική ύφεση και το κοινωνικό της κόστος.
*ομότ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
**υποψ. διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου

Σχόλια