Ν. Παναγιωτόπουλος+

Συνέντευξη 22/9/2013
διαβάστε την μέχρι τέλους... 
Της Βένας Γεωργακοπούλου

Χθες βραβεύτηκε από τις «Νύχτες Πρεμιέρας», αυτός που σιχαίνεται τα βραβεία. Στο νεανικό και ζωντανό αυτό φεστιβάλ έδωσε και τη νέα του ταινία, τη «Λιμουζίνα», που επίσης χθες έκανε την πρεμιέρα της. Δεν μπορείς εύκολα να κάνεις λογαριασμό με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Κάθε χρόνο και ταινία. Αυτή είναι η δέκατη έκτη του. Λίγο πριν με αποχαιρετήσει, μου είπε ότι είναι έτοιμος και για μια άλλη, την «Κόρη του Ρέμπραντ». Είναι τόσο υπέροχο να μεγαλώνεις με μόνιμη, πολύτιμη παρέα τον άνθρωπο που γύρισε τα «Χρώματα της Ιριδας». Αλλά…

• Προλαβαίνετε να συνδεθείτε με τις ταινίες σας με τον τρελό ρυθμό που τις κάνετε;

«Ο Τζον Φορντ έχει κάνει 180, ο Γκοντάρ 100. Δεν υπάρχει σκηνοθέτης που έχει κάνει λιγότερες από 25-30. Κι ούτε χρειάζεται να συνδεθώ συναισθηματικά με τις ταινίες μου. Γιατί τις κάνω σαν να είναι μέρος της ζωής μου. Δεν λέω, τώρα ζω, τώρα κάνω μια ταινία. Ζω κάνοντας μια ταινία και κάνω μια ταινία ζώντας. Δεν επενδύω τίποτα πάνω τους. Είμαι υπέρ της ταπεινής τέχνης. Δεν μου αρέσουν τα υψηλόφρονα πράγματα. Εξ ου και τελευταία δεν τις μεταφράζω καν για να τις στείλω στο εξωτερικό».

• Καθόλου έξυπνο, γιατί και βαρύ παρελθόν έχετε σε φεστιβάλ και υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για το ελληνικό σινεμά.

«Είδα κι έπαθα να βγάλω το Γυμνάσιο για να μην περνάω εξετάσεις. Θα ξαναπερνάω σ' αυτή την ηλικία; Το απεχθάνομαι. Παλιά το έκανα, γιατί ήμουν πολύ νέος και διεκδικούσα κάτι. Τώρα δεν διεκδικώ τίποτα. Και μ' αρέσει».

• Σαν να ελευθερωθήκατε, δηλαδή;

«Σαν να ελευθερώθηκα. Δεν το βρίσκεις περίεργο που οι νέοι κάνουν δράματα και οι γέροι κωμωδίες;»

• Κι εσείς έχετε κάνει μαύρες ταινίες.

«Και μαύρες έχω κάνει και αλληγορίες έχω κάνει. Αλλά πιστεύω ότι η παιδική ασθένεια του κινηματογράφου είναι η αλληγορία. Δεν με ενδιαφέρουν πια τα έργα που θέλουν να πουν κάτι. Το σινεμά ακολουθεί, δυστυχώς, τη ζωγραφική, που έφυγε από το τελάρο και πήγε στις Μπιενάλε, όπου, ας πούμε, πάει κάποιος και αφοδεύει και τα περιττώματά του είναι έργο τέχνης γιατί κάτι καταγγέλλουν. Εννοιολογική τέχνη έγινε και ο κινηματογράφος. Εγώ, λοιπόν, δεν θέλω να καταγγείλω τίποτα. Εζησα σε μια ευτυχισμένη οικογένεια και δεν θέλω να την καταγγείλω. Αυτή τη στιγμή ο ελληνισμός δέχεται μια επίθεση, η οικογένεια δέχεται μια επίθεση. Και σε ρωτάω: ποιος θα μάζευε σήμερα τα πτώματα από τον δρόμο αν δεν υπήρχε η ελληνική οικογένεια; Εγώ πάρα πολύ θα 'θελα να είχα κάποιον να με κρατάει από το χέρι. Είμαι φοβικός, δεν είμαι υπεύθυνος».

• Ναι, αλλά η οικογένεια μπορεί και να σε καταστρέψει.

«Σπάνιες περιπτώσεις. Αλλωστε, αυτή η ταινία, που έγινε για την οικογένεια, η τρίτη ή τέταρτη με το ίδιο θέμα, έχει στηριχτεί σε γερμανικό περιστατικό. Δεν καταλαβαίνω αυτή την επίθεση που δέχεται ο ελληνισμός εκ των έσω. Βρίζουν τον Νότο, τη νοοτροπία μας…»

• Μα όλα τέλεια τα κάνουμε εμείς οι Ελληνες;

«Ούτε τέλεια αλλά ούτε και τίποτα το τρομερό. Απλώς θέλουμε να ζήσουμε. Εχω μεγάλη εκτίμηση και αγάπη στα θρυμματισμένα εγώ. Δεν έχω αγάπη στους ισχυρούς άνδρες, στους πνευματικούς ανθρώπους ή στους οικονομικά δυνατούς. Είμαι υπέρ των αποτυχημένων. Γι' αυτό είμαι στο περιθώριο του περιθωρίου και είμαι ευχαριστημένος».

• Και πώς τα καταφέρνετε, λοιπόν, από το περιθώριο και πείθετε τόσο εύκολα ανθρώπους να σας στηρίζουν στις ταινίες σας; Τα νέα παιδιά για να κάνουν ταινία θέλουν τρία και τέσσερα χρόνια.

«Οπου υπάρχει ένα θέλω υπάρχει κι ένα μπορώ. Εγώ, αν βρω δυο δεκάρες, θα κάνω την ταινία μου με δυο δεκάρες. Εδώ διαφημίζουν πια όλοι τις ταινίες τους μέσα από τα μπάτζετ. Λένε: “η ταινία κοστίζει 1 εκατ. ευρώ”. Το θεωρώ ανήθικο μια ταινία σήμερα στην Ελλάδα να κοστίζει 1 εκατ. ευρώ. Και, μάλιστα, από ανθρώπους που υποτίθεται είναι ευαίσθητοι κοινωνικά. Είκοσι ταινίες θα έκανα με 1 εκατ. ευρώ».

• Τα χρήματα δεν κάνουν και πιο άρτιες καλλιτεχνικά ταινίες;

«Η έκφραση δεν έχει να κάνει με τα χρήματα. Κατ' αρχήν, όταν επωμίζεσαι εκατομμύρια, έχεις μια τεράστια ευθύνη και οπωσδήποτε υποχωρεί η δική σου άποψη. Σε μια φτηνή ταινία είσαι πολύ ελεύθερος. Ας πούμε, η νέα μου ταινία είναι μια κωμωδία που δεν έχει φιλοδοξίες να είναι σπουδαία. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω σπουδαίες ταινίες».

• Τι ακριβώς είναι η «Λιμουζίνα»;

«Μια κωμωδία παρεξηγήσεων με τρεις νέους, τον Μάρκο (Νίκος Κουρής), Ελληνα αιώνιο φοιτητή στο Παρίσι, τον Μαξ (Αντριεν Φρίλινγκ), Γερμανό αιώνιο φοιτητή, και μια Γαλλιδούλα, την Κολέτ (Δούκισσα Νομικού), που της αρέσει να μπλέκει με ανθρώπους που είναι υποτίθεται διανοούμενοι. Για τα δεδομένα της κινηματογραφικής γραφής, είναι πολύ ριζοσπαστική. Αφηγείται μια ιστορία 25 χρόνων μέσα σε μιάμιση ώρα. Χωρίς να υπάρχουν πίσω-μπρος και ενδυματολογικές ενδείξεις της εποχής. Και μιλάνε όλοι ελληνικά, ενώ η ταινία διαδραματίζεται στο Παρίσι. Κι όταν με ρωτάνε γιατί, τους λέω: “όταν διαβάζεις ένα βιβλίο, ο Γάλλος μιλάει γαλλικά, ο Ιταλός ελληνικά ή μιλάνε όλοι τη γλώσσα του βιβλίου;” Ενα πράγμα που η λογοτεχνία το έχει κατακτήσει εδώ και αιώνες, το σινεμά ακόμα δεν το έχει. Ούτε στο Παρίσι πήγα. Ολα γίνονται σε ένα καφέ του Παρισιού. Από τη στιγμή που το δηλώνω Παρίσι, είναι Παρίσι. Σ' αυτό το καφέ οι ήρωές μου έχουν διάφορες συναντήσεις με μυθικά πρόσωπα. Με τον Μπέκετ (Καταλειφός), με τον Αραμπάλ (Πιατάς), με τον Νόρμαν Μέιλερ (Σπυριδάκης)».

• Δεν θυμίζει λίγο και την ταινία του Γούντι Αλεν;

«Καμία σχέση. Εμένα μου αρέσει το μπουρλέσκ, όταν λέμε “αυτά μόνο στο σινεμά γίνονται”. Δεν μου αρέσει το σινεμά που αντιγράφει τη ζωή. Μου αρέσει να αυθαιρετώ. Κι αυτή η ταινία είναι μια απόλυτη αυθαιρεσία. Διότι από τη δεκαετία του ’60 βρίσκονται στην Ελλάδα του 2013. Με την ίδια εμφάνιση, με την ίδια ηλικία».

• Και το θέμα της;

«Ας πούμε, οι περιπέτειες της ενηλικίωσης με έναν τρόπο ποιητικό».

• Από τις δικές σας ανάλογες περιπέτειες τι βάλατε;

«Τα πάντα. Στο καφέ όπου πήγαινα στο Παρίσι, σύχναζε ο Μπέκετ – πολύ απλός άνθρωπος, το μόνο που δεν ήθελε ήταν να πας να λάμψεις μπροστά του, να του πεις κάνα ανέκδοτο και τέτοια. Καθόταν και έπινε τον καφέ του επί ώρες. Μιλάγαμε πότε πότε. Οσο πιο σπουδαίος είναι κάποιος τόσο πιο απλός είναι. Λέει κάπου ο Πόρτσια: “η πολυτέλεια των μικρών είναι το παν, η πολυτέλεια των μεγάλων είναι το τίποτα”.

• Κι εμείς που νομίζαμε ότι ετοιμάζατε ταινία επιστημονικής φαντασίας…

«Ετοίμαζα την “Κοιλάδα των Ρόδων”, θα ξεκίναγα Σεπτέμβριο. αλλά πριν πάρω τα λεφτά από την ΕΡΤ, έκλεισε και έμεινα μετέωρος. Αλλά επειδή δεν μπορώ να κάθομαι, είπα να κάνω ενδιαμέσως μια άλλη. Και τότε έλαβα από τον φίλο μου Ζάχο Παπαζαχαρίου, που είχα να τον δω 40 χρόνια, από το Παρίσι, κάποια διηγήματα. Μόλις διάβασα το πρώτο, είπα: “θα το κάνω ταινία”. Σε 15 μέρες έγραψα το σενάριο, βρήκα τα χρήματα και το γύρισα σαν να με κυνηγούσαν. Είμαι βιαστικός, τι να κάνω;»

• Δεν μου αρέσει που ρωτάω, αλλά γιατί πήρατε τον Χαϊκάλη, βουλευτή του Καμμένου; Παραδέχομαι, βέβαια, ότι είναι εξαιρετικός ηθοποιός.

«Γι' αυτό τον πήρα. Τα υπόλοιπα δεν με ενδιαφέρουν. Οταν ακούω Γκέρσουιν, δεν με ενδιαφέρει αν είναι δεξιός ή αριστερός».

• Ενώ είστε πολύ πιστός σε κάποιους άνδρες ηθοποιούς, ας πούμε τον Κουρή, με τις γυναίκες είστε επιπόλαιος. Κάθε ταινία και άλλη, και πάντα σέξι. Καμιά φορά και ψιλοάσχετη. Τώρα πήρατε τη Δούκισσα Νομικού.

«Η μονοκαλλιέργεια με πλήττει. Το ακραιφνώς καλλιτεχνικό με πλήττει θανάσιμα, όπως και το ακραιφνώς εμπορικό. Η κοπέλα στην ταινία έπρεπε να είναι του λάιφσταϊλ, να έχει κάτι ανάλαφρο, αφελές. Γιατί να πάρω μια ηθοποιό να την υποδυθεί, ενώ την έχω έτοιμη; Η Δούκισσα δέχτηκε να μπει στα βαθιά νερά. Ο Καταλειφός τής είπε: Είμαστε τόσα χρόνια ηθοποιοί κι εσύ παίζεις καλύτερα από μας.  
  • Οταν έκανε ο Αντονιόνι το “Cronaca di un amore”, πήρε τη Λουτσία Μποζέ, μια θεά. Του λένε οι δημοσιογράφοι, γιατί βάλατε αυτήν που δεν είναι ούτε ηθοποιός ούτε τίποτα; “Τα είχαμε εκείνη την εποχή, δεν μπορούσα να μην τη βάλω”, τους απάντησε. 
Το σινεμά είναι μια άλλη τέχνη, μην το μπερδεύουμε με το θέατρο όπου δοκιμάζεται ο κάθε ηθοποιός σε δέκα ρόλους και λένε αυτός έπαιξε έτσι τον αυτόν…»

• Να μιλήσουμε λίγο για τον Λευτέρη Βογιατζή;

«Ηθελα να παίξει τον Μπέκετ, που είναι μεγάλος ρόλος. Ηρθε, μιλήσαμε, ήταν σε κακή κατάσταση. Δεν έβγαινε η φωνή του. Του λέω, “αν νιώθεις ότι μπορείς να το κάνεις, να το συζητήσουμε, ρώτα και τους γιατρούς σου”. Δεν με πήρε τηλέφωνο επί 15 μέρες. Και σκέφτηκα, δεν μπορεί να το κάνει και πήρα τον Καταλειφό. Οταν το έμαθε με πήρε τηλέφωνο. “Εχω πέσει με τα μούτρα στον Μπέκετ”, μου λέει, για να καταλάβεις πώς κρατιόταν από τη ζωή. Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Και του λέω, νομίζω ότι δεν μπορείς να κάνεις τον Μπέκετ, γιατί πρέπει να ξυπνάς στις 6 το πρωί. Αλλά έχω βάλει μια σκηνή ειδικά για σένα με την οποία τελειώνει η ταινία. Του άρεσε πολύ, ήρθε και την έπαιξε. Καταβεβλημένος».

• Σήμερα άκουσα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται μία μονάδα στα γκάλοπ. Σας ενδιαφέρουν κάτι τέτοια;

  • «Καθόλου. Και δεν καταλαβαίνω γιατί οι δημοσιογράφοι ρωτάτε τους καλλιτέχνες για τα πάντα. Γιατί να έχει ο Παναγιωτόπουλος καλύτερη άποψη για την κρίση από έναν επιπλοποιό, από ένα μηχανοδηγό; Ενας που ζωγραφίζει υπέροχα γυμνά γιατί να πρέπει να έχει εξίσου σεβαστή γνώμη για την οικονομία, για την πολιτική; Εχει όπως ο κάθε πολίτης, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Νομίζουν ότι ο καλλιτέχνης είναι και διανοούμενος. Δεν είναι. Ηξερα τον Σκλάβο την εποχή που ζουσα στο Παρίσι, αυτόν τον σπουδαίο γλύπτη. Ηταν προγλωσσικός, της κατηγορίας των 100 λέξεων. Δεν χρειάζεται να είσαι και πολύ έξυπνος για να είσαι καλλιτέχνης».

• Εντάξει. Σαν απλός πολίτης δεν θα μου πείτε μια κουβέντα για την κρίση;

  • «Πιστεύω ότι αυτοί που αντιπολιτεύονται την εξουσία είναι ακόμα χειρότεροι. Αυτό είναι το δράμα μας, το ότι δεν έχουμε πού να ακουμπήσουμε. Σκέψου να πάρουν την εξουσία τα Εξάρχεια. Πριν από 3-4 μήνες πέρασε ένας με μια Μερσεντές. Τον κατεβάσανε και του την κάψανε. Μια Μερσεντές σήμερα μπορεί να την πάρεις και με 2.000 ευρώ. Παράλληλα, ο καλλιτέχνης των Εξαρχείων, ο Οικονομίδης, κάνει ταινία που κοστίζει πανάκριβα. Υποκρισία στο έπακρο. Αλλά πάλι, μπορούμε να ζήσουμε χωρίς υποκρισία; Είναι θέμα πολιτισμού και συνύπαρξης. Σκέψου να έρθουν σε μια προβολή και να μου πούνε “φτου σου, τι μαλακία είναι αυτή”. Γι' αυτό πιστεύω ότι οι καλοί τρόποι και το καλό γούστο είναι καλύτερα από όλα τα έργα τέχνης μαζί».

v.georgakopoulou@efsyn.gr

πηγή 
------------
  
  • Γεια σου, Νίκο Παναγιωτόπουλε

    Δ​​εν διάβασα το βιβλίο του «Τίποτα» και δεν έχω δει ακόμη την ταινία του «Η κόρη του Ρέμπραντ». Τα τελευταία του έργα. Μόνο που αυτήν τη φορά δεν θα σκεφτώ αν θα γράψω κριτική ή σχόλιο ή αν θα το αποφύγω για να μην τον στενοχωρήσω. Δεν θα με προβληματίσουν οι λέξεις, διαλεγμένες με προσοχή για να μην τον προσβάλουν. Αν και όλα τα καταλάβαινε. Μια φορά με είχε πάρει τηλέφωνο να μ’ ευχαριστήσει που επέλεξα να μη γράψω, ξέροντας ότι η ταινία του δεν μου άρεσε.

    Ισως και να αποκλίνει αυτό από τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αλλά η ευφυΐα του Νίκου Παναγιωτόπουλου δεν επέτρεπε τεχνητούς επαίνους ή συμπαθητικές αποτιμήσεις. Εκτιμούσε την εντιμότητα, την ειλικρίνεια και την αμεσότητα έστω κι αν θύμωνε ή τον στενοχωρούσε. Ηταν εξάλλου οξύς. Στο μυαλό, στον θυμό, στο βλέμμα, στον λόγο. Οι συγκρούσεις του ήταν πάντα μετωπικές, οι αντιθέσεις του και οι διαρκείς αναθεωρήσεις του είχαν κόστος.

    Μία φράση του Κωστή Παπαγιώργη από το βιβλίο του «Γεια σου, Ασημάκη (ο αποχαιρετισμός του στον Χρήστο Βακαλόπουλο) περιγράφει, νομίζω, με ακρίβεια τον Νίκο Παναγιωτόπουλο: «Οι υπερευαίσθητοι άνθρωποι, αν δεν χάνονται σε παιδαριώδεις ονειροπολήσεις, καταλήγουν ρέκτες της παρατήρησης, με αποτέλεσμα να γίνεται η καρδιά τους μια απίθανη κρύπτη από ιδιότυπα συμπεράσματα». Από τις πρώτες του ταινίες ο Παναγιωτόπουλος ξεψάχνιζε πρόσωπα και ανθρώπινες σχέσεις με ένα φορμαλισμό που επινοούσε στη μία για να ανατρέψει στην επόμενη ταινία του. Τι σχέση έχουν οι «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» με το «Αυτή η νύχτα μένει» και αυτή με το «Delivery» ή «Τα οπωροφόρα της Αθήνας»; Η μόνη απάντηση είναι ότι όλες ανήκουν στο ίδιο σύμπαν. Ενα σύμπαν αρκετά αυθαίρετο, σαρκαστικό, υπονομευτικό, οικείο και την ίδια στιγμή αποδομητικό, που καταργεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο πραγματικό και το ψευδαισθητικό, που αγαπάει πολύ τη γαλλική νουβέλ βαγκ είτε ο δημιουργός του γυρίζει νουάρ, είτε ταινία περιπλάνησης, είτε ιστορία έρωτα, πάθους και αυτοκαταστροφής.
    Οταν, το 2005, σε μια τηλεοπτική συνέντευξη στην ΕΤ1, τον ρώτησα γιατί γυρίζει, από το 1999 και μετά, σχεδόν μία ταινία τον χρόνο, απάντησε: «Θέλω να μάθω καλά τη δουλειά μου και είναι δύσκολο. Θέλω να κατακτήσω την τέχνη, τη μαστορική. Ο κινηματογράφος μού αρέσει ως μαστορική όχι ως τέχνη». Δεν ξέρω αν το πίστευε απόλυτα αυτό. Μάλλον το πίστευε όσο και άλλες ρήσεις και παραδοξότητες, που διατύπωνε με μεγάλη χάρη και ελευθερία: «Ασκώ μια τέχνη από την οποία έχω ολοσχερώς ηττηθεί», έλεγε ή «μόνο ο βωβός κινηματογράφος έχει ολοκληρωθεί ως τέχνη».

    Ποιος ήταν τελικά ο σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος; «Είμαι ό,τι και οι ταινίες μου», απαντούσε τη μια, διαφεύγοντας την ταξινόμηση, όπως και η φιλμογραφία του. «Είμαι κάποιος ανόητος, αφού δεν έχω καταφέρει να βρω το βάθος κανενός πράγματος», απαντούσε την άλλη. «Από εκεί πηγάζει ειρωνεία και μελαγχολία και γι’ αυτό είναι πολλοί εκείνοι που δεν μπορούν να με υποφέρουν».
    Ανεξάντλητος, γοητευτικά κυνικός, δεινός αφηγητής, μιλούσε με οικονομία στον χρόνο αλλά όχι στις αινιγματικές ατάκες, στις λογοτεχνικές ή σινεφιλικές αναφορές. Σκάλιζε τη ζωή, δεν την άφηνε σε ησυχία. «Δεν υπάρχει μια ζωή μετά από αυτήν, αλλά μια ζωή μέσα σε αυτήν, που πρέπει κανείς να την ανακαλύψει». Το πίστευε και το έπραττε.
    Το ταξίδι του Νίκου Παναγιωτόπουλου σταμάτησε απροσδόκητα. Σαν να κόπηκε ξαφνικά το φιλμ την ώρα της προβολής. Κι εμείς, οι θεατές, βουβοί και ασυντρόφευτοι, με ένα δάκρυ που δεν λέει να κυλήσει για να συναντήσει το χαμόγελο, πλατύ και μεστό. Μετέωροι ανάμεσα στο μελόδραμα και το βαριετέ. Ετσι θα ήθελε να μας αφήσει, χωρίς φινάλε, γιατί η ζωή, όπως δήλωνε και ο ίδιος, «είναι ένα παιχνίδι που στο τέλος δεν κερδίζει κανείς».

     

Σχόλια