του Κωστή Μαργιόλη — 11/06/2014
To success story αλά πορτογαλικά λέει ότι η μικρότερη από τις δυο χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου τα κατάφερε και μετά από τρία χρόνια σκληρής λιτότητας απαλλάχτηκε από την κηδεμονία των δανειστών. Επισήμως η τρόικα εγκατέλειψε τη Λισαβόνα στις 17 Μαΐου 2014 όμως τα έργα και οι ημέρες που αφήνουν πίσω τους οι εκπρόσωποί της μόνο θριαμβολογίες δεν δικαιολογούν. Η ανεργία παραμένει υψηλή, η επισφαλής και η μαύρη εργασία αυξάνονται, οι νέοι μεταναστεύουν στις πρώην αποικίες της Αφρικής, το 25% του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 400 ευρώ το μήνα, ενώ το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων και δημοσίων επιχειρήσεων σε κινεζικά και άλλα «επενδυτικά κεφάλαια» συνεχίζεται. Άλλωστε ο πορτογάλος πρωθυπουργός δεν υποσχέθηκε τίποτε άλλο στους συμπατριώτες του παρά να παραμείνει πιστός «στο μακρύ δρόμο των μεταρρυθμίσεων». Ώστε υπάρχει «κρίση» και μετά τα μνημόνια;
Την ίδια μέρα που οι τρεις «απόστολοι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου άφηναν τα γραφεία τους στη Λισαβόνα, ο πρωθυπουργός Πέντρο Πάσος Κοέλιο παρουσίαζε σε ειδική σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου ένα πολυσέλιδο κείμενο με τον εύηχο τίτλο «Ο δρόμος προς την ανάπτυξη». Σχεδόν δυο εβδομάδες μετά, στις 29 Μαΐου, η κεντρική τράπεζα της Πορτογαλίας δημοσίευσε την ετήσια έκθεσή της για την οικονομική συγκυρία. Τα δύο κείμενα περιέγραφαν το ίδιο πράγμα με κάπως διαφορετική διατύπωση. Με περισσότερο τεχνοκρατική αργκό η Τράπεζα και με πιο ευσύνοπτο τρόπο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προαναγγέλλουν τη συνέχιση της «δομικής προσαρμογής της οικονομίας η οποία παραμένει ανολοκλήρωτη». Δεν πρόκειται πάντως για υπερβάλλοντα ζήλο, αφού η χώρα είναι έτσι κι αλλιώς δέσμια των συμβατικών υποχρεώσεών της, οι οποίες αναφέρουν ότι η Πορτογαλία θα βρίσκεται υπό οικονομική επιτήρηση μέχρι να αποπληρώσει το 75% από τα 78 δισ. ευρώ που δανείστηκε για «να διασωθεί». Κάτι που μεταφράζεται, σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών, σε 20 ακόμα χρόνια «μνημονιακών πολιτικών χωρίς μνημόνια».
Αλλά για να ξεπεράσουμε τις απλουστεύσεις και τις αναγωγές στη δική μας περίπτωση ας δούμε τι άφησαν πίσω τους οι δανειστές της Πορτογαλίας. Η δανειακή σύμβαση που υπέγραψε το Μάιο του 2011 ο (ήδη παραιτηθείς) τότε πρωθυπουργός Ζοζέ Σόκρατες μείωσε μέσα στα επόμενα τρία χρόνια το ΑΕΠ κατά 18%, αύξησε τον αριθμό των ανέργων κατά 20% καταστρέφοντας τουλάχιστον 450.000 θέσεις εργασίας, ενώ μείωσε κατά 30% το ύψος των άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα. Πρώτος στόχος που επιτεύχθηκε ήταν η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Πέρα από το 30% των νέων ηλικίας κάτω των 30 ετών που βρίσκονται σήμερα σε καθεστώς (καταγεγραμμένης ή μη) ανεργίας, οι υπόλοιποι εργάζονται, στην καλύτερη περίπτωση, με εξάμηνα προγράμματα απασχόλησης, με επισφαλείς σχέσεις «πράσινων δελτίων»[1] ή με προγράμματα μαθητείας που προσφέρουν μόνο «εμπειρία» στον εργαζόμενο και απλήρωτη εργασία στον εργοδότη.
Η δεύτερη μεγάλη «επιτυχία» της δεξιάς κυβέρνησης, η οποία ανέλαβε να εφαρμόσει όσα οι προκάτοχοί της υπέγραψαν[2], ήταν η επίθεση στο «σπάταλο δημόσιο τομέα». Την τελευταία τριετία οι εργαζόμενοι στο δημόσιο έχασαν πάνω από το 20% του ονομαστικού μισθού τους ενώ το 50% των συμβασιούχων απολύθηκε ή τέθηκε στον προθάλαμο της απόλυσης μέσω των προγραμμάτων «ειδικής κινητικότητας». Από την πρώτη στιγμή της υλοποίησης του «προγράμματος» το ωράριο εργασίας αυξήθηκε από τις 35 στις 40 ώρες εβδομαδιαίως προκειμένου να εξομοιωθεί με αυτό του ιδιωτικού τομέα. Η αφαίμαξη των δημοσίων υπαλλήλων είναι τέτοιου μεγέθους που έχει βγάλει επανειλημμένα στους δρόμους μέχρι πυροσβέστες και αστυνομικούς. Το κοινωνικό μέρισμα των 25 ευρώ που έλαβαν στις αρχές του έτους δεν ήταν αρκετό για να τους συγκρατήσει μακριά από διαμαρτυρίες που την τελευταία φορά (6 Μαρτίου) εξελίχθηκαν σε «εμφύλια» σύγκρουση σωμάτων ασφαλείας μπροστά από το Κοινοβούλιο. Παράλληλα οι κοινωνικές υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση και η υγεία βαφτίστηκαν «μαύρες τρύπες της οικονομίας» προκειμένου να δικαιολογηθεί η συγχώνευση σχολείων και το κλείσιμο νοσοκομείων. Οι πιο κερδοφόρες από τις δημόσιες επιχειρήσεις πωλήθηκαν εξολοκλήρου ή εξαγοράστηκαν μερικώς από (κινεζικά κυρίως) κεφάλαια. Έτσι πουλήθηκε σε ιδιώτες ο οργανισμός διαχείρισης αερολιμένων ANA, τα κρατικά διυλιστήρια REN, η εταιρεία παροχής ηλεκτρικού ρεύματος EDP, ο ασφαλιστικός κλάδος της κρατικής τράπεζας Caixa, ενώ σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης βρίσκονται η εταιρεία ύδρευσης Aguas de Portugal, ο εθνικός αερομεταφορέας TAP, η κρατική ραδιοτηλεόραση RTP και τα ταχυδρομεία CTT. Μαζί με τα μεγάλα επιτεύγματα της «δημοσιονομικής εξυγίανσης» θα πρέπει να αναφερθούν και η κατάσχεση συντάξεων όσων συνταξιούχων είναι εγγυητές σε απλήρωτα στεγαστικά δάνεια συγγενών τους[3] και η ψήφιση νόμου για τη φυλάκιση όσων χρωστούν πάνω από 3.500 ευρώ στο ασφαλιστικό τους ταμείο.
Η δεξιά κυβέρνηση περηφανεύεται ότι έχει τονώσει την αυτάρκεια της οικονομίας κι έχει αυξήσει τις εξαγωγές. Η αλήθεια είναι ότι οι εισαγωγές αγαθών έχουν παραμείνει στάσιμες την περίοδο 2006-2013 ενώ στο ίδιο διάστημα οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί από το 26% στο 40% του ΑΕΠ (ποσοστό εν μέρει πλασματικό καθώς ταυτόχρονα το ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί σε απόλυτα μεγέθη). Εκτός όμως από φελλό και χαρτί η Πορτογαλία εξάγει μαζικά τα τελευταία χρόνια και μετανάστες, δεκαετίες μετά τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα της περιόδου ‘60-’70. Σύμφωνα με περσινά στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας υπολογίζεται ότι κάθε μέρα εγκαταλείπουν τη χώρα περίπου 100 άτομα τα οποία μεταναστεύουν στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία, στη Γερμανία αλλά και στην Αγκόλα ή τη Μοζαμβίκη. Οι δύο πρώην αποικίες της Πορτογαλίας αποτελούν κατεξοχήν επιλογή των νέων και κυρίως των πτυχιούχων μηχανικών. Κι αυτό διότι η Αγκόλα θεωρείται «η Σαουδική Αραβία της Αφρικής» καθώς αποτελεί τη δεύτερη αφρικανική χώρα σε εξαγωγές πετρελαίου και βρίσκεται σε περίοδο αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης. Επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν από το πορτογαλικό κράτος όμως την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των Πορτογάλων που εργάζονται στην Αγκόλα έχει αυξηθεί από τις 20.000 στις 100.000. Συνολικά ο πληθυσμός της Πορτογαλίας συρρικνώνεται σταθερά από το 2011 με ρυθμό που αγγίζει το 0,5% το χρόνο.
Βέβαια το πρόγραμμα που εκπόνησαν οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ και της ΕΚΤ δεν έχει πετύχει σε όλες τις πτυχές του. Το έλλειμμα μπορεί να περιορίστηκε από τα διψήφια ποσοστά στο 4% του ΑΕΠ αλλά το χρέος βρίσκεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από εκείνα προ της ένταξης στο «μηχανισμό διάσωσης». Οι ιδιωτικοποιήσεις των «φιλέτων» του δημόσιου τομέα έχουν συνεισφέρει μόλις 8 δισ. ευρώ στα δημόσια ταμεία την ώρα που το χρέος ανέρχεται πλέον στο 130% του ΑΕΠ ξεπερνώντας τα 210 δισ. ευρώ. Επίσης ο τραπεζικός τομέας παραμένει ο μεγάλος ασθενής παρά τις τονωτικές ενέσεις φτηνού δανεισμού από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης. Οι ζημιές των μεγαλύτερων τραπεζικών ομίλων κατά την τελευταία διετία ανέρχονται στα 3,1 δισ. ευρώ ενώ το σύνολο του χρηματοπιστωτικού κλάδου της χώρας έχει λάβει από τα εργαλεία χρηματοδότησης της ΕΚΤ δάνεια ύψους 46 δισ. ευρώ τα οποία αντιστοιχούν στο 10% του ενεργητικού των τραπεζών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι τράπεζες βρίσκονται ακόμα σε κατάσταση «πιστωτικής ασφυξίας» (credit crunch) και αδυνατούν να ανταποκριθούν στο βασικό τους ρόλο, τη στήριξη της παραγωγικής διαδικασίας μέσω της παροχής δανείων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις.
Αυτό που ομολογουμένως έχει ολοκληρωθεί μέσα στην τριετία του μνημονίου είναι η μεταβίβαση πλούτου από την εργασία στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Την ώρα που ο αριθμός όσων η περιουσία ξεπερνάει το ένα δισ. ευρώ έχει αυξηθεί στα 350 άτομα, η συνολική τους περιουσία έχει σημειώσει αύξηση κατά 13% από το 2011. Η άλλη όψη της ανισοκατανομής του πλούτου είναι εκείνη των εργαζόμενων νεόπτωχων και των συνταξιούχων που ζουν κάτω από τα επίσημα όρια της φτώχειας (με μηνιαίο εισόδημα κάτω από το 410 ευρώ) και αντιστοιχούν πλέον στο 25% του πληθυσμού. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται το 11% των δανειοληπτών που αδυνατούν να πληρώσουν το στεγαστικό τους δάνειο ή το αντίστοιχο ποσοστό όσων καθυστερούν το νοίκι. Σε λίγο καλύτερη θέση βρίσκεται η πλειονότητα των Πορτογάλων που ζει στο επίπεδο του μέσου εισοδήματος των 700 ευρώ αλλά δυσκολεύεται να δει στην καθημερινότητά του τα οφέλη από τις αφίξεις τουριστών ή τις αυξημένες εξαγωγές της βιομηχανίας. Βλέπει μόνο τις φορολογικές κλίμακες να μειώνονται σε αριθμό, εξομοιώνοντας πλούσιους και φτωχούς, το ΦΠΑ σε βασικά είδη να αυξάνεται και την εφορία να του παίρνει κάθε χρόνο ποσά που αντιστοιχούν σε ένα με δύο μισθούς.
Η έξοδος της Πορτογαλίας από το μνημόνιο ονομάστηκε «καθαρή» αφού δεν συνοδεύτηκε τελικά από την παροχή δεύτερου δανείου, όμως οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η χώρα θα βρίσκεται για πολλά ακόμα χρόνια στην επικίνδυνη ζώνη μεταξύ μιας «αναιμικής ανάπτυξης» χωρίς θεαματική πτώση της ανεργίας (που προβλέπεται να παραμείνει σε ποσοστό άνω του 13% τουλάχιστον μέχρι το 2019) και μιας ενδεχόμενης «υποτροπής» σε νέα ύφεση που θα απαιτήσει νέο δανειακή σύμβαση. Καθόλου τυχαία, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έσπευσε από την πρώτη στιγμή να επισημάνει τις «αβεβαιότητες» που παραμένουν για το άμεσο μέλλον της οικονομίας, θέλοντας βέβαια να σφίξει προκαταβολικά τα λουριά της κυβέρνησης Κοέλιο. Από την άλλη πλευρά, η γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ έχει κάπως διαφορετικά συμφέροντα να υπερασπιστεί αφού για λόγους εγχώριας κατανάλωσης θέλει να προβάλει την Πορτογαλία ως τη φωτεινή όψη της λιτότητας, τον καλό μαθητή της νεοφιλελεύθερης συνταγής «διάσωσης», το παράδειγμα προς μίμηση έναντι του «αντιπαραδείγματος» της Ελλάδας. Σε κάθε περίπτωση, είτε με δεύτερο μνημόνιο, είτε απλώς με τη δαμόκλειο σπάθη της επιστροφής του ΔΝΤ για τέταρτη φορά[4] στη Λισαβόνα, οι Πορτογάλοι δεν πρόκειται να δουν τη ζωή τους να βελτιώνεται χωρίς να συγκρουστούν για την ανάκτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και την ανατροπή των κυβερνήσεων «εθνικής σωτηρίας».
To success story αλά πορτογαλικά λέει ότι η μικρότερη από τις δυο χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου τα κατάφερε και μετά από τρία χρόνια σκληρής λιτότητας απαλλάχτηκε από την κηδεμονία των δανειστών. Επισήμως η τρόικα εγκατέλειψε τη Λισαβόνα στις 17 Μαΐου 2014 όμως τα έργα και οι ημέρες που αφήνουν πίσω τους οι εκπρόσωποί της μόνο θριαμβολογίες δεν δικαιολογούν. Η ανεργία παραμένει υψηλή, η επισφαλής και η μαύρη εργασία αυξάνονται, οι νέοι μεταναστεύουν στις πρώην αποικίες της Αφρικής, το 25% του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 400 ευρώ το μήνα, ενώ το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων και δημοσίων επιχειρήσεων σε κινεζικά και άλλα «επενδυτικά κεφάλαια» συνεχίζεται. Άλλωστε ο πορτογάλος πρωθυπουργός δεν υποσχέθηκε τίποτε άλλο στους συμπατριώτες του παρά να παραμείνει πιστός «στο μακρύ δρόμο των μεταρρυθμίσεων». Ώστε υπάρχει «κρίση» και μετά τα μνημόνια;
Την ίδια μέρα που οι τρεις «απόστολοι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου άφηναν τα γραφεία τους στη Λισαβόνα, ο πρωθυπουργός Πέντρο Πάσος Κοέλιο παρουσίαζε σε ειδική σύσκεψη του υπουργικού συμβουλίου ένα πολυσέλιδο κείμενο με τον εύηχο τίτλο «Ο δρόμος προς την ανάπτυξη». Σχεδόν δυο εβδομάδες μετά, στις 29 Μαΐου, η κεντρική τράπεζα της Πορτογαλίας δημοσίευσε την ετήσια έκθεσή της για την οικονομική συγκυρία. Τα δύο κείμενα περιέγραφαν το ίδιο πράγμα με κάπως διαφορετική διατύπωση. Με περισσότερο τεχνοκρατική αργκό η Τράπεζα και με πιο ευσύνοπτο τρόπο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προαναγγέλλουν τη συνέχιση της «δομικής προσαρμογής της οικονομίας η οποία παραμένει ανολοκλήρωτη». Δεν πρόκειται πάντως για υπερβάλλοντα ζήλο, αφού η χώρα είναι έτσι κι αλλιώς δέσμια των συμβατικών υποχρεώσεών της, οι οποίες αναφέρουν ότι η Πορτογαλία θα βρίσκεται υπό οικονομική επιτήρηση μέχρι να αποπληρώσει το 75% από τα 78 δισ. ευρώ που δανείστηκε για «να διασωθεί». Κάτι που μεταφράζεται, σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών, σε 20 ακόμα χρόνια «μνημονιακών πολιτικών χωρίς μνημόνια».
Αλλά για να ξεπεράσουμε τις απλουστεύσεις και τις αναγωγές στη δική μας περίπτωση ας δούμε τι άφησαν πίσω τους οι δανειστές της Πορτογαλίας. Η δανειακή σύμβαση που υπέγραψε το Μάιο του 2011 ο (ήδη παραιτηθείς) τότε πρωθυπουργός Ζοζέ Σόκρατες μείωσε μέσα στα επόμενα τρία χρόνια το ΑΕΠ κατά 18%, αύξησε τον αριθμό των ανέργων κατά 20% καταστρέφοντας τουλάχιστον 450.000 θέσεις εργασίας, ενώ μείωσε κατά 30% το ύψος των άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα. Πρώτος στόχος που επιτεύχθηκε ήταν η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Πέρα από το 30% των νέων ηλικίας κάτω των 30 ετών που βρίσκονται σήμερα σε καθεστώς (καταγεγραμμένης ή μη) ανεργίας, οι υπόλοιποι εργάζονται, στην καλύτερη περίπτωση, με εξάμηνα προγράμματα απασχόλησης, με επισφαλείς σχέσεις «πράσινων δελτίων»[1] ή με προγράμματα μαθητείας που προσφέρουν μόνο «εμπειρία» στον εργαζόμενο και απλήρωτη εργασία στον εργοδότη.
Η δεύτερη μεγάλη «επιτυχία» της δεξιάς κυβέρνησης, η οποία ανέλαβε να εφαρμόσει όσα οι προκάτοχοί της υπέγραψαν[2], ήταν η επίθεση στο «σπάταλο δημόσιο τομέα». Την τελευταία τριετία οι εργαζόμενοι στο δημόσιο έχασαν πάνω από το 20% του ονομαστικού μισθού τους ενώ το 50% των συμβασιούχων απολύθηκε ή τέθηκε στον προθάλαμο της απόλυσης μέσω των προγραμμάτων «ειδικής κινητικότητας». Από την πρώτη στιγμή της υλοποίησης του «προγράμματος» το ωράριο εργασίας αυξήθηκε από τις 35 στις 40 ώρες εβδομαδιαίως προκειμένου να εξομοιωθεί με αυτό του ιδιωτικού τομέα. Η αφαίμαξη των δημοσίων υπαλλήλων είναι τέτοιου μεγέθους που έχει βγάλει επανειλημμένα στους δρόμους μέχρι πυροσβέστες και αστυνομικούς. Το κοινωνικό μέρισμα των 25 ευρώ που έλαβαν στις αρχές του έτους δεν ήταν αρκετό για να τους συγκρατήσει μακριά από διαμαρτυρίες που την τελευταία φορά (6 Μαρτίου) εξελίχθηκαν σε «εμφύλια» σύγκρουση σωμάτων ασφαλείας μπροστά από το Κοινοβούλιο. Παράλληλα οι κοινωνικές υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση και η υγεία βαφτίστηκαν «μαύρες τρύπες της οικονομίας» προκειμένου να δικαιολογηθεί η συγχώνευση σχολείων και το κλείσιμο νοσοκομείων. Οι πιο κερδοφόρες από τις δημόσιες επιχειρήσεις πωλήθηκαν εξολοκλήρου ή εξαγοράστηκαν μερικώς από (κινεζικά κυρίως) κεφάλαια. Έτσι πουλήθηκε σε ιδιώτες ο οργανισμός διαχείρισης αερολιμένων ANA, τα κρατικά διυλιστήρια REN, η εταιρεία παροχής ηλεκτρικού ρεύματος EDP, ο ασφαλιστικός κλάδος της κρατικής τράπεζας Caixa, ενώ σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης βρίσκονται η εταιρεία ύδρευσης Aguas de Portugal, ο εθνικός αερομεταφορέας TAP, η κρατική ραδιοτηλεόραση RTP και τα ταχυδρομεία CTT. Μαζί με τα μεγάλα επιτεύγματα της «δημοσιονομικής εξυγίανσης» θα πρέπει να αναφερθούν και η κατάσχεση συντάξεων όσων συνταξιούχων είναι εγγυητές σε απλήρωτα στεγαστικά δάνεια συγγενών τους[3] και η ψήφιση νόμου για τη φυλάκιση όσων χρωστούν πάνω από 3.500 ευρώ στο ασφαλιστικό τους ταμείο.
Η δεξιά κυβέρνηση περηφανεύεται ότι έχει τονώσει την αυτάρκεια της οικονομίας κι έχει αυξήσει τις εξαγωγές. Η αλήθεια είναι ότι οι εισαγωγές αγαθών έχουν παραμείνει στάσιμες την περίοδο 2006-2013 ενώ στο ίδιο διάστημα οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί από το 26% στο 40% του ΑΕΠ (ποσοστό εν μέρει πλασματικό καθώς ταυτόχρονα το ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί σε απόλυτα μεγέθη). Εκτός όμως από φελλό και χαρτί η Πορτογαλία εξάγει μαζικά τα τελευταία χρόνια και μετανάστες, δεκαετίες μετά τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα της περιόδου ‘60-’70. Σύμφωνα με περσινά στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας υπολογίζεται ότι κάθε μέρα εγκαταλείπουν τη χώρα περίπου 100 άτομα τα οποία μεταναστεύουν στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία, στη Γερμανία αλλά και στην Αγκόλα ή τη Μοζαμβίκη. Οι δύο πρώην αποικίες της Πορτογαλίας αποτελούν κατεξοχήν επιλογή των νέων και κυρίως των πτυχιούχων μηχανικών. Κι αυτό διότι η Αγκόλα θεωρείται «η Σαουδική Αραβία της Αφρικής» καθώς αποτελεί τη δεύτερη αφρικανική χώρα σε εξαγωγές πετρελαίου και βρίσκεται σε περίοδο αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης. Επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν από το πορτογαλικό κράτος όμως την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των Πορτογάλων που εργάζονται στην Αγκόλα έχει αυξηθεί από τις 20.000 στις 100.000. Συνολικά ο πληθυσμός της Πορτογαλίας συρρικνώνεται σταθερά από το 2011 με ρυθμό που αγγίζει το 0,5% το χρόνο.
Βέβαια το πρόγραμμα που εκπόνησαν οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ και της ΕΚΤ δεν έχει πετύχει σε όλες τις πτυχές του. Το έλλειμμα μπορεί να περιορίστηκε από τα διψήφια ποσοστά στο 4% του ΑΕΠ αλλά το χρέος βρίσκεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από εκείνα προ της ένταξης στο «μηχανισμό διάσωσης». Οι ιδιωτικοποιήσεις των «φιλέτων» του δημόσιου τομέα έχουν συνεισφέρει μόλις 8 δισ. ευρώ στα δημόσια ταμεία την ώρα που το χρέος ανέρχεται πλέον στο 130% του ΑΕΠ ξεπερνώντας τα 210 δισ. ευρώ. Επίσης ο τραπεζικός τομέας παραμένει ο μεγάλος ασθενής παρά τις τονωτικές ενέσεις φτηνού δανεισμού από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης. Οι ζημιές των μεγαλύτερων τραπεζικών ομίλων κατά την τελευταία διετία ανέρχονται στα 3,1 δισ. ευρώ ενώ το σύνολο του χρηματοπιστωτικού κλάδου της χώρας έχει λάβει από τα εργαλεία χρηματοδότησης της ΕΚΤ δάνεια ύψους 46 δισ. ευρώ τα οποία αντιστοιχούν στο 10% του ενεργητικού των τραπεζών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι τράπεζες βρίσκονται ακόμα σε κατάσταση «πιστωτικής ασφυξίας» (credit crunch) και αδυνατούν να ανταποκριθούν στο βασικό τους ρόλο, τη στήριξη της παραγωγικής διαδικασίας μέσω της παροχής δανείων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις.
Αυτό που ομολογουμένως έχει ολοκληρωθεί μέσα στην τριετία του μνημονίου είναι η μεταβίβαση πλούτου από την εργασία στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Την ώρα που ο αριθμός όσων η περιουσία ξεπερνάει το ένα δισ. ευρώ έχει αυξηθεί στα 350 άτομα, η συνολική τους περιουσία έχει σημειώσει αύξηση κατά 13% από το 2011. Η άλλη όψη της ανισοκατανομής του πλούτου είναι εκείνη των εργαζόμενων νεόπτωχων και των συνταξιούχων που ζουν κάτω από τα επίσημα όρια της φτώχειας (με μηνιαίο εισόδημα κάτω από το 410 ευρώ) και αντιστοιχούν πλέον στο 25% του πληθυσμού. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται το 11% των δανειοληπτών που αδυνατούν να πληρώσουν το στεγαστικό τους δάνειο ή το αντίστοιχο ποσοστό όσων καθυστερούν το νοίκι. Σε λίγο καλύτερη θέση βρίσκεται η πλειονότητα των Πορτογάλων που ζει στο επίπεδο του μέσου εισοδήματος των 700 ευρώ αλλά δυσκολεύεται να δει στην καθημερινότητά του τα οφέλη από τις αφίξεις τουριστών ή τις αυξημένες εξαγωγές της βιομηχανίας. Βλέπει μόνο τις φορολογικές κλίμακες να μειώνονται σε αριθμό, εξομοιώνοντας πλούσιους και φτωχούς, το ΦΠΑ σε βασικά είδη να αυξάνεται και την εφορία να του παίρνει κάθε χρόνο ποσά που αντιστοιχούν σε ένα με δύο μισθούς.
Η έξοδος της Πορτογαλίας από το μνημόνιο ονομάστηκε «καθαρή» αφού δεν συνοδεύτηκε τελικά από την παροχή δεύτερου δανείου, όμως οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η χώρα θα βρίσκεται για πολλά ακόμα χρόνια στην επικίνδυνη ζώνη μεταξύ μιας «αναιμικής ανάπτυξης» χωρίς θεαματική πτώση της ανεργίας (που προβλέπεται να παραμείνει σε ποσοστό άνω του 13% τουλάχιστον μέχρι το 2019) και μιας ενδεχόμενης «υποτροπής» σε νέα ύφεση που θα απαιτήσει νέο δανειακή σύμβαση. Καθόλου τυχαία, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έσπευσε από την πρώτη στιγμή να επισημάνει τις «αβεβαιότητες» που παραμένουν για το άμεσο μέλλον της οικονομίας, θέλοντας βέβαια να σφίξει προκαταβολικά τα λουριά της κυβέρνησης Κοέλιο. Από την άλλη πλευρά, η γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ έχει κάπως διαφορετικά συμφέροντα να υπερασπιστεί αφού για λόγους εγχώριας κατανάλωσης θέλει να προβάλει την Πορτογαλία ως τη φωτεινή όψη της λιτότητας, τον καλό μαθητή της νεοφιλελεύθερης συνταγής «διάσωσης», το παράδειγμα προς μίμηση έναντι του «αντιπαραδείγματος» της Ελλάδας. Σε κάθε περίπτωση, είτε με δεύτερο μνημόνιο, είτε απλώς με τη δαμόκλειο σπάθη της επιστροφής του ΔΝΤ για τέταρτη φορά[4] στη Λισαβόνα, οι Πορτογάλοι δεν πρόκειται να δουν τη ζωή τους να βελτιώνεται χωρίς να συγκρουστούν για την ανάκτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και την ανατροπή των κυβερνήσεων «εθνικής σωτηρίας».
[φωτογραφίες: Κωστής Μαργιόλης]
[1]
Τα recibos verdes (πράσινα δελτία) αντιστοιχούν στα δικά μας
«μπλοκάκια». Η σχέση εργασίας με δελτίο παροχής υπηρεσιών δεν είναι νέα
(έχει θεσμοθετηθεί από το 1978) αλλά σημειώνει έξαρση τα τελευταία
χρόνια λόγω του αποδυναμωμένου συνδικαλιστικού κινήματος που αδυνατεί να
αντιδράσει στην εξάπλωση της ελαστικοποίησης σε όλους σχεδόν τους
τομείς της οικονομίας. Με αυτό το καθεστώς ο εργαζόμενος καταβάλει μόνος
του τις ασφαλιστικές εισφορές, δεν δικαιούται άδεια και μπορεί να
απολυθεί χωρίς προειδοποίηση και αποζημίωση.
[2]
Ο σοσιαλιστής Σόκρατες είχε εφαρμόσει από το 2009 πρόγραμμα λιτότητας
κόβοντας μισθούς στο δημόσιο και συντάξεις. Υπό την πίεση των
αλλεπάλληλων απεργιών και των μαζικών κινητοποιήσεων των εργαζομένων
υπέβαλε την παραίτησή του τον Μάρτιο του 2011, αλλά πρόλαβε μέχρι τις
εκλογές του Ιουνίου να υπογράψει το μνημόνιο που εφάρμοσε στη συνέχεια ο
νεοεκλεγείς (και «αντιμνημονιακός» μέχρι τότε) ηγέτης του δεξιού
κόμματος PSD Κοέλιο.
Σχόλια