Γιατί η φούσκα του παγκόσμιου χρέους δεν αντιμετωπίζεται πλέον με συμβατικές πολιτικές.

του Adair Turner στο Project Syndicate 
Εδώ και δύο χρόνια οι παγκόσμιες αγορές επαναλαμβάνουν συνεχώς το ίδιο λάθος – προβλέπουν ότι τα επιτόκια στις ΗΠΑ θα αυξηθούν μέσα στο επόμενο εξάμηνο, για να δουν εντέλει το χρονικό ορίζοντα της πρόβλεψής τους να απομακρύνεται κάπου στο μέλλον. Αυτή η σημαντική αστοχία τους δεν είναι αποτέλεσμα κάποιων απρόβλεπτων γεγονότων, αλλά είναι η αποτυχία τους στο να αντιληφθούν την ισχύ και την παγκόσμια εμβέλεια των αποπληθωριστικών δυνάμεων που διαμορφώνουν πλέον την οικονομία.

Έχουμε πιαστεί σε μία παγίδα όπου το φορτίο του χρέους δε μειώνεται, αλλά απλά μεταφέρεται μεταξύ οικονομικών τομέων και χωρών, και όπου οι νομισματικές πολιτικές από μόνες τους είναι ανεπαρκείς να διεγείρουν την παγκόσμια ζήτηση, ενώ το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να την ανακατανείμουν. Η αιτία αυτή της ασθένειας βρίσκεται στη δημιουργία ενός υπερβολικά μεγάλου χρέους που χρηματοδότησε τις επενδύσεις στα ακίνητα και τις κατασκευές. Κατά την οικονομική εκτόξευση της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1980, τα δάνεια αγοράς ακινήτων τετραπλασιάστηκαν μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια και οι τιμές της γης αυξήθηκαν κατά 2,5 φορές. Μετά το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων το 1990, οι υπερ-μοχλευμένες εταιρείες ήταν υποχρεωμένες να πληρώσουν τα χρέη τους, ενώ τα επιτόκια είχαν ήδη πέσει κοντά στο μηδέν. Ενώ τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα εν μέρει αντιστάθμιζαν τα φαινόμενα συμπίεσης της ζήτησης που προκαλούσε η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα, εντούτοις η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η διαρκής αύξηση του δημοσίου χρέους. Έτσι το χρέος των επιχειρήσεων σταδιακά έπεσε (από 140% του ΑΕΠ το 1990 σε περίπου 100% σήμερα), αλλά το δημόσιο χρέος ανέβαινε αδιάκοπα και τώρα έχει φτάσει να ξεπερνά το 230% του ΑΕΠ. Από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και μετά, το ίδιο μοντέλο επαναλήφθηκε και αλλού. Στις ΗΠΑ και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η δημιουργία υπερβολικού χρέους στον ιδιωτικό τομέα πριν το 2008 είχε ως επακόλουθο να γίνουν προσπάθειες για την απομόχλευση του τομέα, απορροφώντας αρχικά ένα μεγάλο μέρος των χρεών αυτών μέσα στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Έτσι, στις προηγμένες οικονομίες ο λόγος του ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ σημείωσε αθροιστικά μία ελαφρά πτώση – από 167% σε 163%, σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη. Όμως, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 79% σε 105% του ΑΕΠ. Μετά από αυτά, η δημοσιονομική λιτότητα άρχισε να φαίνεται απαραίτητη, όμως εντέλει οδήγησε στο να εκτοξεύσει τις αποπληθωριστικές συνέπειες από την απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα. Πριν από το 2008, η οικονομία της Κίνας ήταν βαριά εξαρτημένη από την πιστωτική επέκταση, η οποία, όμως, δεν συντελείτο μέσα στην ίδια τη χώρα. Για την ακρίβεια, η Κίνα σημείωνε μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – 10% του ΑΕΠ το 2007 – τα οποία, όμως, στηρίζονταν στην επί πιστώσει ανάπτυξη της κατανάλωσης στις ΗΠΑ και αλλού, που τροφοδοτούσε την ισχυρά εξαγωγική της οικονομία. Η κατάρρευση της εξωτερικής ζήτησης στα τέλη του 2008 είχε ως συνέπεια να απειλήσει την κινεζική ανάπτυξη και την απασχόληση. Η αντίδραση της κινεζικής κυβέρνησης ήταν να εξαπολύσει μία πιστωτικά τροφοδοτούμενη κατασκευαστική έξαρση, που οδήγησε στην αύξηση των επενδύσεων από 42% του ΑΕΠ σε 48% και στην αύξηση των συνολικών πιστώσεων από 140% του ΑΕΠ σε πάνω από 220%. Αυτή η έξαρση έχει τελειώσει, αφήνοντας πίσω της συγκροτήματα διαμερισμάτων σε δευτερο- και τριτο-κλασάτες πόλεις που δεν πρόκειται ποτέ να κατοικηθούν, καθώς και δάνεια σε αυτοδιοίκηση και κρατικές εταιρείες που δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρωθούν. Η ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής στην Κίνα πρέπει να είναι πλέον πολύ κοντά στο μηδέν, αν και οι επίσημοι αριθμοί δείχνουν μια κάπως λιγότερο δραματική πτώση. Μέσα στην Κίνα, οι συνέπειες για την ανάπτυξη μπορεί να μην τόσο τρομερές όσο φοβούνται διάφοροι σχολιαστές: η ταχέως αναδιαρθρούμενη αγορά εργασίας εκτοξεύει τα πραγματικά ημερομίσθια, η κατανάλωση των νοικοκυριών εμφανίζει ισχυρή ανάπτυξη και ο νέος ανερχόμενος τομέας των υπηρεσιών βοηθά στο να δημιουργούνται δέκα εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας το χρόνο. Όμως για την παγκόσμια οικονομία, οι συνέπειες της δραματικής επιβράδυνσης της Κίνας στις κατασκευές και στους βιομηχανικούς τομείς είναι προφανείς, αφού μία μείωση κατά 14% των κινεζικών εισαγωγών οδήγησε τους παραγωγούς εμπορευμάτων, όπως η Βραζιλία, σε ύφεση και δημιούργησε αποπληθωριστικές πιέσεις σε ολόκληρη την Ανατολική Ασία. Η οικονομία της Σινγκαπούρης σημείωση αρνητική ανάπτυξη ρεκόρ στο δεύτερο τρίμηνο, η βιομηχανική παραγωγή της Ταϊβάν έπεσε 5,5% τον Αύγουστο (σε σχέση με το προηγούμενο έτος) και οι εξαγωγές της Νότιας Κορέας έπεσαν κατά 15%. Ακόμα και πριν την επιβράδυνση της Κίνας, η Ιαπωνία σημείωσε περιορισμένη πρόοδο για την επίτευξη του στόχου της, δηλαδή να καταγράψει 2% πληθωρισμό το 2016. Με το ΑΕΠ της χώρας να πέφτει στο δεύτερο τρίμηνο και τον Αύγουστο να καταγράφεται αρνητικός βασικός πληθωρισμός, ο στόχος της δε μπορεί πλέον να θεωρείται αξιόπιστος. Το πιθανό αποτέλεσμα θα είναι η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ) να αυξήσει και πάλι τις ήδη τεράστιες προσπάθειες ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Η Ευρωζώνη όντας αντιμέτωπη με μετριότατη ανάπτυξη και πληθωρισμό κοντά στο μηδέν είναι πολύ πιθανό, επίσης, να σκεφτεί σοβαρά τη χορήγηση επιπλέον QE. Επιπλέον, η Ευρωζώνη σημειώνει ένα τεράστιο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – το πλεόνασμα της Γερμανίας ξεπερνά το 7% του ΑΕΠ της – κάτι που την κάνει ιδιαίτερα εξαρτημένη από την εξωτερική ζήτηση, η οποία, όμως, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη από την καθοδική στροφή της Κίνας. Το γεγονός είναι ότι το QE από μόνο του δε μπορεί να διεγείρει επαρκώς τη ζήτηση σε έναν κόσμο όπου οι μεγαλύτερες οικονομίες αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις. Με το να αυξάνει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, το QE εννοείται ότι προσπαθεί να κεντρίσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση. Όμως, η αποτελεσματικότητά του στο να διεγείρει την εγχώρια ζήτηση παραμένει αβέβαια. Το πρόγραμμα QE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για παράδειγμα, μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει κάποια σημαντική αύξηση στις επενδύσεις των επιχειρήσεων. Με αυτό το δεδομένο, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών όπως ο Μάριο Ντράγκι της ΕΚΤ και ο Χαρουχίκο Κουρόντα της BOJ τονίζουν συχνά την ικανότητα του QE να οδηγεί τα νομίσματα σε ανταγωνιστικές ισοτιμίες. Όμως αυτή η προσέγγιση απλά μεταφέρει τη ζήτηση από τη μία οικονομία στην άλλη. Και εφόσον τόσο η Ιαπωνία, όσο και η Ευρωζώνη χρησιμοποιούν το QE για την υποτίμηση των νομισμάτων τους, τότε και άλλες οικονομίες – με την Κίνα να συμπεριλαμβάνεται – μπορεί να νιώσουν εξαναγκασμένες να πράξουν κι αυτές το ίδιο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η υποτίμηση των ισοτιμιών πρέπει να είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, με την υποτίμηση του γεν και του ευρώ να αντισταθμίζεται από την υπερτίμηση του αμερικανικού δολαρίου, το οποίο έχει ανέβει πάνω από 15%, σε εμπορικά ζυγισμένη βάση, από το Μάιο του 2014. Η ανερχόμενη εγχώρια ζήτηση μπορεί να αντισταθμίσει την αποπληθωριστική επίδραση στην οικονομία των ΗΠΑ, αλλά μόνο αν τα επιτόκια μείνουν αρκετά χαμηλά ώστε να διεγείρουν το ξαναζωντάνεμα της ιδιωτικής πιστωτικής επέκτασης, πιθανώς ολοκληρώνοντας έναν πλήρη οικονομικό κύκλο και οδηγώντας σε εκείνα τα επίπεδα μόχλευσης που υπήρχαν πριν από την κρίση του 2008. Η Βρετανία αντιμετώπισε, επίσης, υπερτίμηση της ισοτιμίας του νομίσματος, με τη φθορά στην εξαγωγική της ανταγωνιστικότητα να αντικατοπτρίζεται στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που είναι κοντά στο 4% του ΑΕΠ. Το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά, εν τω μεταξύ, ότι η στιβαρή ανάπτυξη θα καταστεί δυνατή μόνο αν η μόχλευση των νοικοκυριών, που αυτή τη στιγμή βρίσκεται λίγο κάτω από αυτή του 2008, ανέλθει σε υψηλό όλων των εποχών μέχρι το 2020. Εφτά χρόνια μετά το 2008, η παγκόσμια μόχλευση είναι υψηλότερη από ποτέ, ενώ η συνολική παγκόσμια ζήτηση είναι ακόμη ανεπαρκής για να οδηγήσει τον κόσμο σε στιβαρή ανάπτυξη. Αφού οι συμβατικές πολιτικές δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να μεταφέρουν τη ζήτηση γύρω γύρω στον πλανήτη, το σίγουρο είναι ότι θα απαιτηθούν πολύ περισσότερο ριζοσπαστικές πολιτικές ώστε να αυξηθεί η παγκόσμια ζήτηση. Τέτοιες πολιτικές μπορεί να είναι οι μεγάλες διαγραφές χρέους, ή η νομισματική χρηματοδότηση των αυξημένων δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Πηγή

Σχόλια