ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ-ΕΘΝΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ


ΣΧΟΛΙΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ: Το Ε.Πα.Μ.έχει ξεκάθαρες και τεκμηριωμένες θέσεις σχετικά με το θέμα. "Ξεμπουρδουκλωθείτε" και σείς παιδιά κάποια στιγμή, καταλήξτε κάπου και εδώ είμαστε εμείς...Μόνο μην είναι πολύ αργά... 
(Ι). Τάξεις, λαός, νόμισμα, ανάπτυξη
Του Ηλία Ιωακείμογλου

Απάντηση στην κριτική του Δ. Μπελαντή
Τρία κρί­σι­μα ζη­τή­μα­τα

Σε πρό­σφα­το άρθρο του, ο Σω­τή­ρης Μάρ­τα­λης ανα­φέρ­θη­κε στις ιδέες που κυ­κλο­φο­ρούν στο χώρο της ΛΑΕ σχε­τι­κά με τη με­τά­βα­ση στο εθνι­κό νό­μι­σμα. Η θέση του Κόκ­κι­νου Δι­κτύ­ου, που δια­τυ­πώ­νε­ται στο άρθρο του Σ. Μάρ­τα­λη, είναι σαφής: Μέσα σε ένα σαφές με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα, που μόνο μια μα­ζι­κή δύ­να­μη της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς μπο­ρεί να ανα­λά­βει, η έξο­δος από το ευρώ πα­ρα­μέ­νει ανα­γκαία συν­θή­κη. Αλλά όχι ικανή. Δεν πρέ­πει να υπάρ­χουν αυ­τα­πά­τες σχε­τι­κά με έναν υπο­τι­θέ­με­νο απε­λευ­θε­ρω­τι­κό ρόλο του νο­μί­σμα­τος χωρίς με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα.
Στη συ­νέ­χεια, ο Δ. Μπε­λα­ντής άσκη­σε κρι­τι­κή στο άρθρο του Σω­τή­ρη Μαρ­τά­λη ανοί­γο­ντας μια σειρά ζη­τη­μά­των που υπερ­βαί­νουν τη συ­ζή­τη­ση για το νό­μι­σμα αλλά μας αφο­ρούν όλους και μά­λι­στα πολύ. Τα ζη­τή­μα­τα που θέτει το άρθρο του Δ. Μπε­λα­ντή είναι τα εξής:
Ο Δ. Μπε­λα­ντής, στην κρι­τι­κή του στο Κόκ­κι­νο Δί­κτυο, ανα­φέ­ρει ότι δεν πρέ­πει να υπάρ­χει αντι­πα­ρά­θε­ση της τα­ξι­κής ανά­γνω­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με τον πα­τριω­τι­σμό και απο­δί­δει στο Κόκ­κι­νο Δί­κτυο την αντί­λη­ψη, που εκεί­νος απορ­ρί­πτει, ότι υπάρ­χουν δυο κα­θα­ροί και από­λυ­τα διαυ­γείς πόλοι μέσα στη ρι­ζο­σπα­στι­κή αντι­μνη­μο­νια­κή Αρι­στε­ρά, ο δρό­μος του Με­τα­βα­τι­κού Προ­γράμ­μα­τος, όπως τον κα­τα­νο­εί το «διε­θνι­στι­κό ρεύμα» και από την άλλη μεριά ο πα­τριω­τι­κός δρό­μος του λαϊ­κού με­τώ­που και της εθνι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης. «Τυ­χαί­νει η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να είναι πιο πο­λύ­χρω­μη και πολύ πιο πο­λυ­τα­σι­κή, πο­λυ­σχι­δής  και πο­λυ­πα­ρα­γο­ντι­κή», το­νί­ζει, για να υπο­στη­ρί­ξει ότι είναι εφι­κτή η σύν­θε­ση των δύο «δρό­μων». Το πρώτο, λοι­πόν, ζή­τη­μα που θέτει είναι το ζή­τη­μα της στρα­τη­γι­κής: Λαϊκό μέ­τω­πο ή σο­σια­λι­στι­κή πο­ρεία; Λαός ενα­ντί­ον ιμπε­ρια­λι­σμού ή τάξη ενα­ντί­ον τάξης; Ή μήπως μια σύν­θε­ση;
Ο Δ. Μπε­λα­ντής, στην κρι­τι­κή που ασκεί στο άρθρο του Σ. Μάρ­τα­λη δεν απα­ντά­ει ευ­θέ­ως στο ερώ­τη­μα εάν η με­τά­βα­ση σε εθνι­κό νό­μι­σμα είναι ικανή ή απλώς ανα­γκαία συν­θή­κη για την ανα­τρο­πή της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής. Εμ­μέ­σως μόνο μπο­ρού­με να συ­μπε­ρά­νου­με από όσα γρά­φει στο άρθρο του ότι μάλ­λον θε­ω­ρεί την έξοδο από το ευρώ ικανή συν­θή­κη για να ανα­τρα­πεί η μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή (στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση με κά­ποια συ­νο­δευ­τι­κά μέτρα). Εξάλ­λου, εάν ο Δ. Μπε­λα­ντής θε­ω­ρού­σε ότι το εθνι­κό νό­μι­σμα είναι απλώς μια ανα­γκαία αλλά όχι ικανή συν­θή­κη για να ανα­τρέ­ψου­με την μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, γιατί να γρά­ψει άραγε ένα άρθρο κρι­τι­κής για τη θέση του Κόκ­κι­νου Δι­κτύ­ου για το νό­μι­σμα; Το δεύ­τε­ρο ερώ­τη­μα, λοι­πόν, είναι το εξής: Η με­τά­βα­ση σε εθνι­κό νό­μι­σμα, είναι ικανή ή απλώς ανα­γκαία συν­θή­κη για την ανα­τρο­πή της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής; Με άλλα λόγια, το νό­μι­σμα έχει κε­ντρι­κή πο­λι­τι­κή ση­μα­σία για τις αντι­μνη­μο­νια­κές δυ­νά­μεις;
Η πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση. Γρά­φει ο Δ. Μπε­λα­ντής ότι η ανά­πτυ­ξη στην πε­ρί­ο­δο εφαρ­μο­γής του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος «Μπο­ρεί να έχει έντο­να δυα­δι­κά και σο­σια­λι­στι­κά στοι­χεία, έντο­να στοι­χεία ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου, αυ­το­δια­χεί­ρι­σης και κοι­νω­νι­κού πει­ρα­μα­τι­σμού, αλλά αυτό δεν απο­κλεί­ει κα­θό­λου την ύπαρ­ξη και λει­τουρ­γία ενός δια­κρι­τού κα­πι­τα­λι­στι­κού τομέα, με τον οποίο θα υπάρ­χει ανα­γκα­στι­κά μια μορφή κοι­νω­νι­κού συμ­βο­λαί­ου», υπο­θέ­το­ντας ότι έτσι ασκεί κά­ποια κρι­τι­κή. Eξ όσων γνω­ρί­ζω δεν υπάρ­χει κα­νέ­νας στην Αρι­στε­ρά που να ισχυ­ρί­ζε­ται το αντί­θε­το -ούτε βε­βαί­ως το Κόκ­κι­νο Δί­κτυο. Εδώ όμως προ­κύ­πτει το ερώ­τη­μα «τι είναι η αντι­μνη­μο­νια­κή ανα­πτυ­ξια­κή πο­ρεία της χώρας», τι είναι η πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση. 
Οι κρι­τι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις του Δ. Μπε­λα­ντή επε­κτεί­νο­νται αδί­κως και σε άλλα ζη­τή­μα­τα που δεν αφο­ρούν αυ­τούς στους οποί­ους απευ­θύ­νε­ται η κρι­τι­κή. Ου­δείς στο Κόκ­κι­νο Δί­κτυο ισχυ­ρί­ζε­ται π.χ. ότι δεν πρέ­πει να δοθεί προ­τε­ραιό­τη­τα στο ύψος του μι­σθού ή ακόμη ότι η σφαί­ρα της δια­νο­μής είναι η βα­σι­κή σφαί­ρα του τα­ξι­κού αντα­γω­νι­σμού ή ότι η έμ­φα­ση πρέ­πει να δοθεί στη φο­ρο­λο­γία! Αυτές τις πα­ρα­τη­ρή­σεις, λοι­πόν, θα τις πα­ρα­κάμ­ψου­με διότι είναι εκτός θέ­μα­τος. 

Λαός, τάξη, ή μήπως μια σύν­θε­ση;
Οι πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις που δυ­νη­τι­κά θα συμ­με­τεί­χαν σε ένα ενιαίο αντι­μνη­μο­νια­κό μέ­τω­πο μπο­ρούν να τα­ξι­νο­μη­θούν σε δύο ιστο­ρι­κά ρεύ­μα­τα, εκ των οποί­ων έκα­στο υιο­θε­τεί μια δια­φο­ρε­τι­κή πο­λι­τι­κή στρα­τη­γι­κή: 
Η πρώτη στρα­τη­γι­κή προ­έρ­χε­ται από την ΕΑ­Μι­κή λαϊ­κο­με­τω­πι­κή πα­ρά­δο­ση, είναι κυ­ρί­ως αντι-ιμπε­ρια­λι­στι­κή, και βα­σί­ζε­ται στην εκτί­μη­ση ότι η κύρια αντί­θε­ση της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας είναι με­τα­ξύ του ιμπε­ρια­λι­σμού και του λαού, ο οποί­ος πε­ρι­λαμ­βά­νει όλες τις κοι­νω­νι­κές τά­ξεις εκτός από την κα­πι­τα­λι­στι­κή ολι­γαρ­χία που συ­νερ­γά­ζε­ται με τον ιμπε­ρια­λι­σμό. Η στρα­τη­γι­κή αυτή απο­δί­δει με­γά­λη ση­μα­σία στην ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, στην οι­κο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη και την ανα­βάθ­μι­ση του πα­ρα­γω­γι­κού συ­στή­μα­τος. Ανα­φέ­ρε­ται στον πα­τριω­τι­σμό επει­δή ανα­γνω­ρί­ζει την αντι-ιμπε­ρια­λι­στι­κή πάλη ως κε­ντρι­κής και καί­ριας ση­μα­σί­ας πο­λι­τι­κή δράση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βα­σι­κή ανα­φο­ρά της λαϊ­κο­με­τω­πι­κής στρα­τη­γι­κής δεν είναι οι ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις αλλά ο λαός. Η πο­λι­τι­κή πα­ρά­δο­ση του λαϊ­κού με­τώ­που συ­νο­δεύ­ε­ται από μια ορι­σμέ­νη αντί­λη­ψη για το σχε­δια­σμό των μελ­λο­ντι­κών πο­λι­τι­κών αγώ­νων, η οποία έχει γίνει γνω­στή με το όνομα της θε­ω­ρί­ας των στα­δί­ων: το πο­λι­τι­κό σχέ­διο πε­ρι­γρά­φε­ται σε δια­δο­χι­κά στά­δια, όπου κάθε στά­διο πε­ρι­λαμ­βά­νει έναν στόχο, τα μέσα που θα χρη­σι­μο­ποι­η­θούν και τις συμ­μα­χί­ες που είναι ανα­γκαί­ες για την επί­τευ­ξή του.
Η δεύ­τε­ρη στρα­τη­γι­κή προ­έρ­χε­ται από τη με­γά­λη άνοδο του ερ­γα­τι­κού, σο­σια­λι­στι­κού και κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος της πε­ριό­δου 1960-1980 και τη μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρη­τι­κή επα­νά­στα­ση που τη συ­νό­δευε (και μέσω αυτής ανα­φέ­ρε­ται στο 1917 και τον μπολ­σε­βι­κι­σμό). Είναι μια στρα­τη­γι­κή τα­ξι­κής σύ­γκρου­σης που βα­σί­ζε­ται στην εκτί­μη­ση ότι η κύρια αντί­θε­ση της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας είναι με­τα­ξύ του κοι­νω­νι­κού μπλοκ εξου­σί­ας (στο οποίο πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται εκτός από την αστι­κή τάξη, με όλες τις με­ρί­δες της, και οι σύμ­μα­χοί της, που είναι άλλες τά­ξεις, με­ρί­δες τά­ξε­ων και κοι­νω­νι­κών ομά­δων) από τη μια μεριά, και των υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων ή κοι­νω­νι­κών ομά­δων από την άλλη. Η στρα­τη­γι­κή της τα­ξι­κής σύ­γκρου­σης απο­δί­δει με­γά­λη ση­μα­σία στο με­τα­σχη­μα­τι­σμό των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, στις αλ­λα­γές της ορ­γά­νω­σης της ερ­γα­σί­ας στο εσω­τε­ρι­κό των επι­χει­ρή­σε­ων σε κα­τεύ­θυν­ση που προ­α­ναγ­γέλ­λει το σο­σια­λι­σμό, και κα­τα­νο­εί την οι­κο­νο­μι­κή με­γέ­θυν­ση μόνο σε συ­νάρ­τη­ση και υπό την πρω­το­κα­θε­δρία των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων που τη συ­νο­δεύ­ουν. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποί­ους η βα­σι­κή ανα­φο­ρά της τα­ξι­κής στρα­τη­γι­κής δεν είναι ο λαός αλλά οι ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις. 
Αυτά δεν ση­μαί­νουν ότι κάθε μία από αυτές τις δύο πο­λι­τι­κές πα­ρα­δό­σεις βλέ­πει μόνο μία πλευ­ρά της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας: Η πο­λι­τι­κή πα­ρά­δο­ση του λαϊ­κού με­τώ­που δεν αγνο­εί την ύπαρ­ξη των κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων, και όλοι γνω­ρί­ζου­με καλά ότι οι σύ­ντρο­φοι που ακο­λου­θούν αυτή την πα­ρά­δο­ση είναι τα­ξι­κοί αγω­νι­στές. Ούτε η πο­λι­τι­κή πα­ρά­δο­ση της τα­ξι­κής σύ­γκρου­σης αγνο­εί την ύπαρ­ξη του ιμπε­ρια­λι­σμού και του τρό­που με τον οποίο αυτός αρ­θρώ­νε­ται με το μπλοκ εξου­σί­ας. Αυτό είναι τόσο προ­φα­νές, που όλοι θα έπρε­πε να το γνω­ρί­ζουν (πε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νου και του Δ. Μπε­λα­ντή). Η δια­φο­ρο­ποί­η­ση των δύο πο­λι­τι­κών πα­ρα­δό­σε­ων δεν προ­έρ­χε­ται λοι­πόν από ένα είδος πο­λι­τι­κής ανοη­σί­ας όπου η μία ή η άλλη πλευ­ρά θα έκλει­νε τα μάτια σε μια ορι­σμέ­νη πλευ­ρά της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η σύν­θε­ση του τα­ξι­κού και του εθνι­κού που προ­τεί­νει ο Δ. Μπε­λα­ντής δεν έχει νόημα διότι ήδη κάθε πλευ­ρά έχει πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μια τέ­τοια σύν­θε­ση, με τους δι­κούς της όρους και τις έν­νοιες που χρη­σι­μο­ποιεί. 
Η δια­φο­ρο­ποί­η­ση με­τα­ξύ των δύο πο­λι­τι­κών πα­ρα­δό­σε­ων προ­έρ­χε­ται από την ιε­ράρ­χη­ση που κάνει με­τα­ξύ τα­ξι­κού και εθνι­κού, προ­έρ­χε­ται από αυτό που κάθε πλευ­ρά κα­τα­νο­εί ως κύρια αντί­θε­ση της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, διότι η απά­ντη­ση στην ερώ­τη­ση «ποια είναι η κύρια αντί­θε­ση» κα­θο­ρί­ζει ποιες κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­κές συμ­μα­χί­ες επι­διώ­κεις να συ­γκρο­τή­σεις. Εάν η κύρια αντί­θε­ση είναι με­τα­ξύ του λαού και του ιμπε­ρια­λι­σμού και των ντό­πιων συμ­μά­χων του, τότε πρέ­πει να απευ­θυν­θού­με στην κοι­νω­νι­κή πλειο­ψη­φία που πε­ρι­λαμ­βά­νει ολό­κλη­ρο το λαό, από τον οποίο εξαι­ρεί­ται η ολι­γαρ­χία, το με­γά­λο κε­φα­λαίο και οι υπη­ρέ­τες του. Σε αυτή την προ­ο­πτι­κή, η επι­διω­κό­με­νη κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία πε­ρι­λαμ­βά­νει την πα­λαιά μι­κρο­α­στι­κή τάξη, τους ιδιο­κτή­τες των μι­κρο­με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων, τους μι­κρούς εμπό­ρους που η μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή τούς απει­λεί με χρε­ο­κο­πία και άλλα μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα. Εάν, αντι­θέ­τως, η κύρια αντί­θε­ση είναι το κοι­νω­νι­κό μπλοκ εξου­σί­ας του κε­φα­λαί­ου ενα­ντί­ον των υπο­τε­λών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων, τότε η επι­διω­κό­με­νη συμ­μα­χία δεν μπο­ρεί να πε­ρι­λαμ­βά­νει τα μικρά και με­σαία αφε­ντι­κά (όχι ως άτομα, διότι πάντα υπάρ­χουν οι εξαι­ρέ­σεις, αλλά ως κοι­νω­νι­κή τάξη). Ούτε μπο­ρού­με να εκ­προ­σω­πή­σου­με όσους πε­ρι­μέ­νουν αυ­ξή­σεις των μι­σθών τους και τους ερ­γο­δό­τες τους ταυ­τό­χρο­να, όσους πα­ρα­μέ­νουν απλή­ρω­τοι και όσους δεν τους πλη­ρώ­νουν.
Πα­ρα­δείγ­μα­τος χάριν, στην αντί­λη­ψη του λαϊ­κού με­τώ­που, το κό­στος της με­τά­βα­σης σε εθνι­κό νό­μι­σμα πρέ­πει να το επι­με­ρι­στεί όλος ο λαός, όλες οι κοι­νω­νι­κές τά­ξεις μαζί με το κε­φά­λαιο, ακόμη και αν υπάρ­ξει μια μικρή με­ρο­λη­ψία υπέρ των ερ­γα­ζο­μέ­νων. Όπως γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ο Δ. Μπε­λα­ντής «Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, πά­ντως, το λι­γό­τε­ρο που μπο­ρεί και πρέ­πει να ζητά ένα κόμμα με ηγε­μο­νία της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας είναι η προ­στα­σία του­λά­χι­στον του ερ­γα­τι­κού ει­σο­δή­μα­τος από μια πι­θα­νή υπο­τί­μη­ση του νο­μί­σμα­τος (π.χ. ΑΤΑ) (…). Επί­σης, πρέ­πει να τί­θε­ται ζή­τη­μα αξιο­πρε­πών ερ­γα­τι­κών ει­σο­δη­μα­τι­κών αυ­ξή­σε­ων», συ­νε­χί­ζει ο Δ. Μπε­λα­ντής, «αλλά και δεν μπο­ρεί ταυ­τό­χρο­να να υπο­τι­μά­ται ότι μια χώρα σε σύ­γκρου­ση με το ιμπε­ρια­λι­στι­κό πλέγ­μα θα είναι μια χώρα σε στενό οι­κο­νο­μι­κό πε­ριο­ρι­σμό και δυ­σκο­λία. Σε αυτό το πλαί­σιο, τη ζημιά πρέ­πει κυ­ρί­ως να την υπο­στεί το κε­φά­λαιο και όχι η ερ­γα­σία, αλλά όλες οι κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις θα συ­μπιε­στούν για μια πρώτη πε­ρί­ο­δο». Αντι­θέ­τως, στην αντί­λη­ψη της τα­ξι­κής σύ­γκρου­σης, η με­τά­βα­ση σε εθνι­κό νό­μι­σμα πρέ­πει να συ­νο­δεύ­ε­ται από μια με­γά­λη αντί­στρο­φη ανα­δια­νο­μή του ει­σο­δή­μα­τος από την οποία θα ωφε­λη­θούν αμέ­σως και σε με­γά­λο βαθμό οι ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις και ανα­πό­φευ­κτα θα μειω­θεί το πε­ρι­θώ­ριο κέρ­δους των επι­χει­ρή­σε­ων, το οποίο σή­με­ρα βρί­σκε­ται σε ιστο­ρι­κά υψηλά επί­πε­δα. Εάν με αυ­τούς τους νέους όρους δια­νο­μής του προ­ϊ­ό­ντος δεν θέ­λουν ή δεν μπο­ρούν να συ­νε­χί­σουν τη λει­τουρ­γία τους κά­ποιες επι­χει­ρή­σεις, ας πε­ρά­σουν στα χέρια των ερ­γα­ζο­μέ­νων με νο­μι­κή υπο­στή­ρι­ξη του εγ­χει­ρή­μα­τος της αυ­το­δια­χεί­ρι­σης από την κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση. Στην αντί­λη­ψη του λαϊ­κού με­τώ­που, αντι­θέ­τως, η με­τά­βα­ση στο εθνι­κό νό­μι­σμα εμ­φα­νί­ζε­ται ως ένα πρώτο στά­διο κατά το οποίο θα δια­σφα­λι­στούν πε­ρισ­σό­τε­ροι βαθ­μοί ελευ­θε­ρί­ας της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας (δη­λα­δή του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού) ένα­ντι του ιμπε­ρια­λι­σμού, και κατά το οποίο οι τα­ξι­κοί αγώ­νες λαμ­βά­νο­νται υπόψη στην αμυ­ντι­κή μορφή τους (με «αξιο­πρε­πείς ερ­γα­τι­κές ει­σο­δη­μα­τι­κές αυ­ξή­σεις», κατά την έκ­φρα­ση του Δ. Μπε­λα­ντή), ενώ η επί­θε­ση ενά­ντια στον κα­πι­τα­λι­σμό απω­θεί­ται σε με­τα­γε­νέ­στε­ρο στά­διο. 
Στην αντί­λη­ψη της τα­ξι­κής σύ­γκρου­σης, αντι­θέ­τως, η επί­θε­ση στις κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής οφεί­λει να είναι συ­νε­χής, εδώ και τώρα, από όπου απορ­ρέ­ει και η ιδέα του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος: Το με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα, με τη λε­νι­νι­στι­κή έν­νοια του όρου, θα είναι ένα πρό­γραμ­μα απο­τε­λού­με­νο από στό­χους, μέτρα οι­κο­νο­μι­κά, κοι­νω­νι­κά και πο­λι­τι­κά, συ­γκρό­τη­ση κοι­νω­νι­κών συμ­μα­χιών, που θα συν­δέ­ο­νται με απώ­τε­ρους αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κούς στρα­τη­γι­κούς στό­χους και θα θέ­τουν τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την επί­τευ­ξή τους καθώς η ίδια η πείρα του νέου, δυ­νη­τι­κού κοι­νω­νι­κού μπλοκ εξου­σί­ας των υπο­τε­λών τά­ξε­ων θα δεί­χνει ότι η ρήξη σή­με­ρα με την Eυ­ρω­ζώ­νη και αύριο με το σύ­στη­μα είναι ανα­γκαία για να μη ζή­σου­με σαν δού­λοι. Πρό­κει­ται για πρό­γραμ­μα του οποί­ου τα συ­στα­τι­κά στοι­χεία θα προ­α­ναγ­γέλ­λουν το ρι­ζι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό της κοι­νω­νί­ας σε σο­σια­λι­στι­κή.
Είναι προ­φα­νές ότι οι δια­φο­ρές αυτές δεν μπο­ρούν να συ­ντε­θούν σε ενιαία αντί­λη­ψη (όπως προ­τεί­νει ο Δ. Μπε­λα­ντής). Σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση ανά­γο­νται στην εξής θε­με­λιώ­δη δια­φο­ρά: ότι για τους μεν ο σο­σια­λι­σμός είναι ένα μελ­λο­ντι­κό στά­διο της κοι­νω­νί­ας ενώ για τους δε είναι μια τάση ενύ­παρ­κτη στον κα­πι­τα­λι­σμό, επο­μέ­νως ήδη πα­ρού­σα με διά­φο­ρες μορ­φές στη ση­με­ρι­νή κοι­νω­νία, και τις οποί­ες συ­νε­χώς θα πρέ­πει να εντο­πί­ζου­με και να ενι­σχύ­ου­με, να τους δί­νου­με χώρο και διάρ­κεια.
3. Νο­μι­σμα­τι­κές αυ­τα­πά­τες
Θα μπο­ρού­σε θε­ω­ρη­τι­κά να υπάρ­ξει μια κα­θα­ρά κα­πι­τα­λι­στι­κή έξο­δος από την Ευ­ρω­ζώ­νη, ισχυ­ρί­ζε­ται ο Δ. Μπε­λα­ντής, αν κά­ποια υπαρ­κτή με­ρί­δα του αστι­σμού το επε­δί­ω­κε. Λάθος: Θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει μια κα­θα­ρά κα­πι­τα­λι­στι­κή έξο­δος και με αρι­στε­ρή κυ­βέρ­νη­ση εάν αυτή νό­μι­ζε ότι η με­τά­βα­ση στο εθνι­κό νό­μι­σμα είναι όχι μόνο ανα­γκαία αλλά και ικανή συν­θή­κη για να βγού­με από το μνη­μο­νια­κό κα­θε­στώς εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­σί­ας, εάν δη­λα­δή δεν συ­νό­δευε τη με­τά­βα­ση σε εθνι­κό νό­μι­σμα με ένα αρι­στε­ρό μα­κρο­οι­κο­νο­μι­κό σχέ­διο. Η ιδέα ότι το νό­μι­σμα και η υπο­τί­μη­ση της συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κής του ισο­τι­μί­ας μπο­ρεί να είναι για εμάς κάτι πα­ρα­πά­νω από ένα ερ­γα­λείο των κοι­νω­νι­κών αγώ­νων είναι λαν­θα­σμέ­νη. Στο τέλος των αλ­λα­γών που ενερ­γο­ποιεί μια νο­μι­σμα­τι­κή υπο­τί­μη­ση, το ει­σο­δη­μα­τι­κό με­ρί­διο της ερ­γα­σί­ας μπο­ρεί να έχει αυ­ξη­θεί ή να έχει μειω­θεί, διότι υπάρ­χουν πα­ρά­γο­ντες που ενερ­γο­ποιού­νται από την υπο­τί­μη­ση του νο­μί­σμα­τος και έχουν αντί­θε­τα απο­τε­λέ­σμα­τα επί των μι­σθών. Τί­πο­τα δεν υπάρ­χει στο οι­κο­νο­μι­κό σύ­στη­μα, στους νό­μους που το διέ­πουν, που να προ­κα­θο­ρί­ζει ποια από τις δύο επι­πτώ­σεις θα είναι η ισχυ­ρό­τε­ρη. Αυτό ισχύ­ει επει­δή η λει­τουρ­γία του κε­φα­λαιο­κρα­τι­κού οι­κο­νο­μι­κού συ­στή­μα­τος εν­σω­μα­τώ­νει μιαν αρχή ρι­ζι­κής αβε­βαιό­τη­τας που είναι ο βα­σι­κός κοι­νω­νι­κός αντα­γω­νι­σμός κε­φα­λαί­ου - ερ­γα­σί­ας. Αυτός απο­φα­σί­ζει τε­λι­κά εάν θα αυ­ξη­θεί το ει­σο­δη­μα­τι­κό με­ρί­διο της ερ­γα­σί­ας ή εάν θα μειω­θεί μετά από μια νο­μι­σμα­τι­κή υπο­τί­μη­ση. Με άλλα λόγια, απο­φα­σί­ζει το σχε­τι­κό βάρος που ρί­χνουν οι δύο αντα­γω­νι­στι­κές πλευ­ρές, το κε­φά­λαιο και η ερ­γα­σία, στη ζυ­γα­ριά του συ­σχε­τι­σμού δυ­νά­με­ων. Αυτό δεν είναι μια πο­λι­τι­κή εκτί­μη­ση, είναι ο αντι­κει­με­νι­κός τρό­πος με τον οποίο λει­τουρ­γεί η κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μία -τόσο αντι­κει­με­νι­κός, που μπο­ρείς να τον γρά­ψεις στον πί­να­κα υπό τη μορφή εξι­σώ­σε­ων που δεν είναι δια­πραγ­μα­τεύ­σι­μες με βάση τις πο­λι­τι­κές προ­τι­μή­σεις κά­ποιου. Για αυ­τούς τους λό­γους, η με­τά­βα­ση στο εθνι­κό νό­μι­σμα έχει το τα­ξι­κό πρό­ση­μο που έχουν τα μέτρα τα οποία τη συ­νο­δεύ­ουν και εν συ­νε­χεία το πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα που εφαρ­μό­ζε­ται. Αυτά λέ­γο­ντας δεν υπο­βαθ­μί­ζει κα­νείς τη ση­μα­σία του νο­μί­σμα­τος, όπως ισχυ­ρί­ζε­ται ο Δ. Μπε­λα­ντής, απλώς δεν πάει σε ρα­ντε­βού στα τυφλά.
4. Τι είναι η πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση;
Δεν μπο­ρού­με να μι­λά­με για πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση χωρίς να έχου­με στο νου μας και να εντάσ­σου­με στην πο­λι­τι­κή μας τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις: τις μορ­φές ιδιο­κτη­σί­ας υπό τις οποί­ες θα μπο­ρεί να διε­ξά­γε­ται η πα­ρα­γω­γι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, έναν κα­νό­να για την πρω­το­γε­νή δια­νο­μή του ει­σο­δή­μα­τος (δη­λα­δή έναν κα­νό­να για την ανα­λο­γία κατά την οποία τα οφέλη από την αύ­ξη­ση της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και της πα­ρα­γω­γής θα μοι­ρά­ζο­νται στα κέρδη και στους μι­σθούς), έναν κα­νό­να για τη διά­θε­ση του πλε­ο­νά­σμα­τος της πα­ρα­γω­γής (πόσα κέρδη μπο­ρεί να ιδιο­ποιεί­ται ο χρη­μα­το­πι­στω­τι­κός το­μέ­ας; πόσο υψη­λοί να είναι οι φόροι επί των κερ­δών; πώς θα αυ­ξη­θεί το τμήμα του κέρ­δους που επεν­δύ­ε­ται;), έναν κα­νό­να για τη δευ­τε­ρο­γε­νή δια­νο­μή του ει­σο­δή­μα­τος (φύση, μέ­γε­θος και χρη­μα­το­δό­τη­ση του κοι­νω­νι­κού κρά­τους). Επί­σης, η πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση δεν μπο­ρεί να νο­εί­ται χωρίς το θε­σμι­κό πλαί­σιο ρύθ­μι­σης των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων και των αγο­ρών ερ­γα­σί­ας, διότι αυτές οι δύο δια­φο­ρε­τι­κές βαθ­μί­δες της οι­κο­νο­μί­ας βρί­σκο­νται σε αλ­λη­λε­πί­δρα­ση.
Για αυ­τούς τους λό­γους, είναι λαν­θα­σμέ­νη η πα­ρα­δο­σια­κή αντί­λη­ψη (την οποία πα­ρου­σιά­ζει και ο Δ. Μπε­λα­ντής στην κρι­τι­κή του) ότι στη με­τα­βα­τι­κή πε­ρί­ο­δο θα υπάρ­χουν δί­πλα-δί­πλα ένα κα­πι­τα­λι­στι­κός το­μέ­ας της οι­κο­νο­μί­ας και ένας άλλος το­μέ­ας, κοι­νω­νι­κός, αυ­το­δια­χει­ρι­στι­κός, πα­ρα­γω­γής κοι­νω­νι­κών αγα­θών, με δυο λόγια ένας σο­σια­λι­στι­κός το­μέ­ας της οι­κο­νο­μί­ας. Εάν η πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση έχει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που ανα­φέρ­θη­καν πα­ρα­πά­νω, θα είναι μια δια­δι­κα­σία που θα δια­περ­νά­ει το σύ­νο­λο του πα­ρα­γω­γι­κού συ­στή­μα­τος, ακόμη και αυτό που θα πα­ρα­μέ­νει (εξ ανά­γκης) υπό κα­πι­τα­λι­στι­κή ιδιο­κτη­σία και διεύ­θυν­ση. Αλ­λιώς θα εί­χα­με θέσει τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για μια πα­τα­γώ­δη απο­τυ­χία.    
5. Κρι­τι­κή και διά­λο­γος, αλλά για ποιο λόγο;
Το ζή­τη­μα τώρα δεν είναι να συ­ζη­τή­σου­με ποια από τις δύο αυτές στρα­τη­γι­κές που κλη­ρο­νο­μή­σα­με από την κοινή μας πο­λι­τι­κή πα­ρά­δο­ση της Αρι­στε­ράς είναι η σωστή. Ούτε είναι το ζή­τη­μα να εξη­γη­θού­με για το θέμα της πα­ρα­γω­γι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης. Αυτά θα τα συ­ζη­τού­σα­με εάν επρό­κει­το να τρα­βή­ξει κα­θέ­νας το μο­να­χι­κό δρόμο του. Εδώ όμως πρέ­πει να υπάρ­ξει μια συ­ζή­τη­ση για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει εφι­κτό, με δε­δο­μέ­νη την αδυ­να­μία σύν­θε­σης των θε­με­λιω­δών δια­φο­ρών μας, να βα­δί­ζου­με ξε­χω­ρι­στά αλλά να χτυ­πά­με μαζί, σε ενιαίο μέ­τω­πο. Να συ­ζη­τή­σου­με τι εί­δους μέ­τω­πο χρεια­ζό­μα­στε, με ποιο ορ­γα­νω­τι­κό σχήμα, ποιες προ­ϋ­πο­θέ­σεις συμ­με­το­χής, και το κυ­ριό­τε­ρο, με ποιο κοινό πρό­γραμ­μα, ώστε να μη μεί­νει έξω από το μέ­τω­πο ούτε μία από τις αντι­μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις της Αρι­στε­ράς.

...//...

(ΙΙ). Άσπρος γάτος, μαύρος γάτος; - μια κριτική στις απόψεις του Κόκκινου Δικτύου

Του Δημήτρη Μπελαντή



Από το σ. Δημήτρη Μπελαντή λάβαμε κείμενο κριτικής στις απόψεις του Κόκκινου Δικτύου, με αφορμή το άρθρο του σ. Σωτήρη Μάρταλη «Η άποψη του Κ. Λαπαβίτσα για τη ‘‘μετάβαση σε εθνικό νόμισμα’’». Το δημοσιεύουμε στη συνέχεια με ένα μικρό υστερόγραφο με κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις. Προφανώς, η συζήτηση που έχει ανοίξει θα συνεχιστεί.
Η πρό­σφα­τη κρι­τι­κή του σ. Σω­τή­ρη Μάρ­τα­λη στις από­ψεις του Κώστα Λα­πα­βί­τσα στη σε­λί­δα του rproject.gr  για τη με­τά­βα­ση στο εθνι­κό νό­μι­σμα είναι, σε ορι­σμέ­να ση­μεία της, είναι μια εν­δια­φέ­ρου­σα κρι­τι­κή. Πράγ­μα­τι μετά τη σο­βα­ρή και με­γά­λη σε έκτα­ση ήττα της Λαϊ­κής Ενό­τη­τας στις εκλο­γές της 20ής Σε­πτέμ­βρη χρειά­ζε­ται να συ­ζη­τή­σου­με σο­βα­ρά για τις αι­τί­ες και ιδιαί­τε­ρα τις υπο­κει­με­νι­κές αι­τί­ες, καθώς οι εξω­γε­νείς πα­ρά­γο­ντες ήσαν δε­δο­μέ­νοι και γνω­ρί­ζα­με εξαρ­χής ότι θα χρεια­στεί να δώ­σου­με τη μάχη ως ΛΑΕ υπό σκλη­ρές και δύ­σκο­λες συν­θή­κες.
Πρέ­πει να υπερ­βού­με μια εύ­κο­λη πα­ρά­δο­ση της κομ­μου­νι­στι­κής Αρι­στε­ράς, η οποία απέ­δι­δε κάθε κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ήττα στο ότι ο τα­ξι­κός εχθρός ήταν αμεί­λι­κτος και μας χτύ­πη­σε, η κοι­νω­νία δεν ήταν ώριμη, η πό­λω­ση που υπήρ­ξε οδή­γη­σε στη χρή­σι­μη ψήφο και όχι στην υπερ­ψή­φι­ση ρι­ζο­σπα­στι­κών λο­γι­κών κ.λπ. Αυτή η πα­ρά­δο­ση, όπως γνω­ρί­ζου­με όλοι μας, ήταν μια άγονη πα­ρά­δο­ση, η οποία νο­μι­μο­ποιού­σε πά­ντο­τε τη γραμ­μή της εκά­στο­τε ηγε­τι­κής ομά­δας, τό­νω­νε τον κομ­μα­τι­κό πα­τριω­τι­σμό και τη λα­τρεία του μη­χα­νι­σμού και αδυ­νά­τι­ζε το έδα­φος για την ανα­γκαία αυ­το­κρι­τι­κή και στο­χα­σμό για τις αι­τί­ες. Αν ήταν αρ­νη­τι­κή αυτή η στάση για κόμ­μα­τα τα οποία είχαν πο­λυ­ε­τή και διαρ­κή πο­λι­τι­κή πα­ρου­σία όπως το ΚΚΕ, είναι πολύ αρ­νη­τι­κό­τε­ρη για ένα νέο μόρ­φω­μα, το οποίο χρειά­ζε­ται να οι­κο­δο­μη­θεί εκ νέου πάνω σε στα­θε­ρές και υγιείς βά­σεις εξαρ­χής χωρίς συ­γκα­λύ­ψεις.
Δε­δο­μέ­νου ότι η κρι­τι­κή του σ. Μάρ­τα­λη με πα­ρου­σιά­ζει ως συ­γκλί­νο­ντα με τις από­ψεις του σ. Λα­πα­βί­τσα, και ως εν­δε­χό­με­νο «προ­τε­ξιο­νι­στή», αι­σθά­νο­μαι την ανά­γκη να απα­ντή­σω σε όσα με αφο­ρούν αλλά και στο πώς προ­σλαμ­βά­νω προ­σω­πι­κά τη λαν­θά­νου­σα συ­ζή­τη­ση αυτή με­τα­ξύ του Κόκ­κι­νου Δι­κτύ­ου και των από­ψε­ων Λα­πα­βί­τσα, χωρίς να ταυ­τί­ζο­μαι ανα­γκα­στι­κά με τις από­ψεις των μεν ή του δε. Όσον αφορά την πλη­ρό­τη­τα και την ταυ­τό­τη­τα των από­ψε­ων Λα­πα­βί­τσα, αρ­μό­διος να απα­ντή­σει  είναι ο σ. Λα­πα­βί­τσας και κα­νείς άλλος. Δεν είμαι εκ­πρό­σω­πος κα­νε­νός.
Η το­πο­θέ­τη­ση του σ. Μάρ­τα­λη (έχω από καιρό πάψει να χρη­σι­μο­ποιώ τον όρο «αφή­γη­ση», γιατί είναι μια κα­θα­ρά με­τα­μο­ντέρ­να έν­νοια, και ας μην το ξέ­ρου­με) υπο­θέ­τει ότι υπάρ­χουν δυο κα­θα­ροί και από­λυ­τα διαυ­γείς πόλοι μέσα στη ρι­ζο­σπα­στι­κή αντι­μνη­μο­νια­κή Αρι­στε­ρά, ο δρό­μος του Με­τα­βα­τι­κού Προ­γράμ­μα­τος, όπως τον κα­τα­νο­εί το «διε­θνι­στι­κό ρεύμα» (δεν κα­τα­νοώ γιατί ο όρος «τρο­τσκι­σμός» έχει πάψει να χρη­σι­μο­ποιεί­ται ανοι­χτά, ενώ γι’ αυτό ου­σια­στι­κά  πρό­κει­ται, για μια εκ­δο­χή του) και από την άλλη μεριά ο δρό­μος  των «εθνο­πα­τριω­τών» που οδη­γεί στην εθνι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη και το εντός του στα­λι­νι­κού υπο­δείγ­μα­τος εν­διά­με­σο στά­διο και ακόμη χει­ρό­τε­ρα μπο­ρεί να οδη­γή­σει και στη Δεξιά ή και Ακρο­δε­ξιά. Παρά το ότι αυτή η πα­ρου­σί­α­ση μπο­ρεί να έχει μια πολύ με­ρι­κή υλική σχέση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (αφού η τάση του ΑΡ έχει όντως ορι­σμέ­να λαϊ­κο­με­τω­πι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και μια ορι­σμέ­νη ανα­φο­ρά στην «πα­τρί­δα» και στην ανα­πτυ­ξια­κή-πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση, κατά τη γνώμη μου μη αρ­νη­τι­κή), στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι μια πα­ρου­σί­α­ση η οποία δια­κρί­νε­ται από αχρω­μα­το­ψία. Υπάρ­χει μόνο ο μαύ­ρος γάτος και ο άσπρος γάτος, κα­νείς άλλος. Τυ­χαί­νει η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να είναι πιο πο­λύ­χρω­μη και πολύ πιο πο­λυ­τα­σι­κή, πο­λυ­σχι­δής  και πο­λυ­πα­ρα­γο­ντι­κή. Τόσο γιατί υπάρ­χουν πολ­λοί μαρ­ξι­στές που είναι «αντι­πα­τριώ­τες» και παρ’ όλα αυτά κα­τα­νο­ούν κα­λύ­τε­ρα από το Κόκ­κι­νο Δί­κτυο την κε­ντρι­κό­τη­τα της αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κής ρήξης (π.χ. ΣΕΚ, ΟΚΔΕ κ.ά.) ή ανή­κουν σε άλλα «αντι­πα­τριω­τι­κά» ρεύ­μα­τα και συ­γκλί­νουν με το Κόκ­κι­νο Δί­κτυο στην αντι­πα­ρα­θε­τι­κή  διά­στα­ση εθνι­κού-τα­ξι­κού (συμ­βου­λια­κός κομ­μου­νι­σμός, «αντι­πα­τριω­τι­κός» αλ­του­σε­ρι­σμός κ.λπ.) όσο και γιατί, κυ­ρί­ως, υπάρ­χουν μαρ­ξι­στές που ανή­κουν σε πολύ δια­φο­ρε­τι­κά ρεύ­μα­τα (που­λαν­τζια­νός αλ­του­σε­ρι­σμός, πα­ρα­δο­σια­κός κομ­μου­νι­σμός, μα­οϊ­σμός αρι­στε­ρός ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμός κ.λπ.) οι οποί­οι, ο κα­θέ­νας με πολύ δια­φο­ρε­τι­κό τρόπο, δεν έχουν πρό­βλη­μα να ανα­φέ­ρο­νται στο «εθνι­κό» με θε­τι­κό τρόπο και να το συ­ναρ­θρώ­νουν πο­λύ­τρο­πα με το τα­ξι­κό. Συ­νε­πώς, υπάρ­χουν πολ­λές οι­κο­γέ­νειες και πολ­λές απο­χρώ­σεις και δεν υπάρ­χουν μόνο δύο είδη γάτων.
Προ­σω­πι­κά, μοι­ρά­ζο­μαι με τον παλιό κύκλο των «Θέ­σε­ων» την ανά­λυ­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κά ανε­πτυγ­μέ­νης Ελ­λά­δας και της μη συν­δρο­μής μιας οι­κο­νο­μι­κής  εξάρ­τη­σης του τύπου παλιό ΚΚΕ ή μη­τρό­πο­λη-πε­ρι­φέ­ρεια, αλλά ταυ­τό­χρο­να κα­τα­νοώ ότι υπάρ­χουν με­τα­το­πί­σεις στον πα­γκό­σμιο κα­πι­τα­λι­στι­κό κα­τα­με­ρι­σμό ερ­γα­σί­ας και, άρα, μια ση­μα­ντι­κά  ανε­πτυγ­μέ­νη χώρα μπο­ρεί να υπο­βαθ­μι­στεί δρα­μα­τι­κά (όπως τώρα η Ελ­λά­δα) και, συ­νε­πώς, μπο­ρεί το Με­τα­βα­τι­κό Πρό­γραμ­μα για το σο­σια­λι­σμό να συ­μπε­ρι­λά­βει και μέτρα αντιε­ξάρ­τη­σης, εθνι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας και αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κής δη­μο­κρα­τι­κής συ­γκρό­τη­σης χωρίς να αφί­στα­ται από την κα­θο­ρι­στι­κή αντί­θε­ση κε­φά­λαιο/ερ­γα­σία και χωρίς να χάνει τον ορί­ζο­ντα της επι­και­ρό­τη­τας του σο­σια­λι­σμού. Αν θυ­μά­μαι καλά, όλες οι σο­σια­λι­στι­κές επα­να­στά­σεις του 20ού αιώνα, πλην της Ρω­σι­κής, η οποία ορθά συ­γκρο­τή­θη­κε κυ­ρί­ως κατά του σο­σιαλ­σο­βι­νι­σμού/πο­λέ­μου αλλά και χωρίς να πα­ρα­γνω­ρί­ζει τα εθνι­κά ζη­τή­μα­τα, και της ισπα­νι­κής, η οποία ξέ­σπα­σε σε ένα πο­λυ­ε­θνο­τι­κό κρά­τος, είχαν ισχυ­ρή τη σύν­δε­ση του αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κού/εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού με το τα­ξι­κό/σο­σια­λι­στι­κό και δεν είχαν τα τα­μπού τα οποία προ­βάλ­λο­νται σή­με­ρα, και μά­λι­στα κάπως ταυ­το­τι­κά και επι­δει­κτι­κά. Θυ­μί­ζω ένα σχε­τι­κό άρθρο μου με τον τίτλο «Ιμπε­ρια­λι­σμός, κυ­ριαρ­χία, εξάρ­τη­ση, τα­ξι­κή πάλη», στο rednotebook.​gr, το οποίο επε­σή­μαι­νε τις απο­χρώ­σεις και ζη­τού­σε να βγού­με από το σχήμα είτε «Μη­τρό­πο­λη-Πε­ρι­φέ­ρεια» είτε ελ­λη­νι­κός ιμπε­ρια­λι­σμός, κάτι σαν τον αμε­ρι­κά­νι­κο ή το γερ­μα­νι­κό, και από­λυ­τη εν­δο­γέ­νεια της τα­ξι­κής σύ­γκρου­σης. Στο άρθρο μου αυτό υπο­στή­ρι­ξα την άποψη ότι η Ελ­λά­δα δεν είναι αποι­κία ή κα­τε­χό­με­νη χώρα (κάτι που ίσως σή­με­ρα χρειά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη πε­ρί­σκε­ψη ως θέση) αλλά δεν είναι και ο  ανερ­χό­με­νος κα­πι­τα­λι­σμός του 1960-1970 ή του 1990 και ότι υφί­στα­ται ζή­τη­μα βα­σι­κά πο­λι­τι­κής εξάρ­τη­σης και υπο­τέ­λειας από την ΕΕ  για να ανα­πα­ρα­χθεί απο­τε­λε­σμα­τι­κά η κε­φα­λαια­κή σχέση και οι τα­ξι­κές της συμ­μα­χί­ες. Όποιος δεν το είδε από τον Ιού­λιο που πέ­ρα­σε ως σή­με­ρα, μάλ­λον δεν έχει πολύ καλή πο­λι­τι­κή όραση. Ή τον τυ­φλώ­νει ο ιδιό­μορ­φος ευ­ρω­παϊ­σμός του.
Ασκεί­ται μια κρι­τι­κή στην έμ­φα­ση επί της εξό­δου από το ευρώ και στην κε­ντρι­κό­τη­τά της, η οποία επι­ση­μαί­νει το τα­ξι­κό πρό­ση­μο και την ανά­γκη λήψης μέ­τρων για την προ­στα­σία του ερ­γα­τι­κού ει­σο­δή­μα­τος. Ας ξε­κι­νή­σω με την υπό­θε­ση ότι η κρι­τι­κή αυτή είναι κα­λό­πι­στη. Θυ­μά­μαι ότι όλοι/ες πα­λέ­ψα­με στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ υπέρ της απο­δέ­σμευ­σης ως θε­τι­κής διε­ξό­δου και ότι δεν εί­χα­με μεί­νει στο πε­ριο­ρι­σμέ­νο σύν­θη­μα «καμία θυσία για το ευρώ». Γι’ αυτό, άλ­λω­στε, και συ­γκρου­στή­κα­με έντο­να με την ευ­ρω­παϊ­στι­κή άποψη της πλειο­ψη­φί­ας, η οποία εκ­φρα­ζό­ταν τότε συχνά και  από τον σ. Μηλιό ως υπεύ­θυ­νο οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής  και από τα με­τέ­πει­τα στε­λέ­χη των «53» και μι­λού­σε για με­τα­σχη­μα­τι­σμό της ΕΕ από τα μέσα, θέση που προ­βαλ­λό­ταν ως «διε­θνι­στι­κή» . Αυτή τη στιγ­μή που η θέση της «ρήξης» ως  «εξό­δου» επι­βε­βαιώ­νε­ται πλή­ρως από τα γε­γο­νό­τα, δεν υπάρ­χει κα­νείς λόγος για να αδυ­να­τί­σου­με αυτή την πο­λι­τι­κή μας κα­τά­κτη­ση. Ούτε μπο­ρού­με να λέμε ότι θα πά­ρου­με όλα τα άλλα με­τα­βα­τι­κά μέτρα ως μια αυ­ρια­νή κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς (τρά­πε­ζες, στρα­τη­γι­κές επι­χει­ρή­σεις, δια­γρα­φή χρέ­ους, ανα­στο­λή πλη­ρω­μών, αντι­λι­τό­τη­τα) και τέλος θα δούμε αν αυτό οδη­γεί ανα­γκα­στι­κά στην «έξοδο». Αυτή είναι η θέση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ το 2012 και δεν χρειά­ζε­ται να γυ­ρί­σου­με με τη μη­χα­νή του χρό­νου στην αφε­τη­ρία για να ξα­να­κά­νου­με το ίδιο μο­νό­το­νο τα­ξί­δι. Συ­νε­πώς και χρειά­ζε­ται να ενι­σχύ­σου­με την απο­λυ­τό­τη­τα της πο­λι­τι­κής μας βού­λη­σης , χωρίς «ναι μεν αλλά», αλλά και να πε­ρι­γρά­ψου­με την έξοδο ως άμεσο εφαρ­μό­σι­μο πρό­γραμ­μα με λύ­σεις για όλα τα υπαρ­κτά προ­βλή­μα­τα (τρό­φι­μα, ενέρ­γεια, φάρ­μα­κα, υπο­τί­μη­ση και μι­σθοί, διε­θνείς συ­ναλ­λα­γές και συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κά απο­θέ­μα­τα κ.λπ.). Όποιος δεν θέλει να κάνει αυτή τη δήθεν «τε­χνο­κρα­τι­κή δου­λειά», ας απα­ντή­σει και στο γιατί πολ­λοί/ές δεν μας ψή­φι­σαν γιατί δεν ανα­γνώ­ρι­σαν τη σο­βα­ρή θε­με­λί­ω­ση μιας εναλ­λα­κτι­κής λύσης για την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία. Και ας πάψει να εμ­φα­νί­ζει την απου­σία ή το μειο­νέ­κτη­μα ως πο­λι­τι­κή αρετή.  
Υπάρ­χει ζή­τη­μα «τα­ξι­κού προ­σή­μου» στην έξοδο από την Ευ­ρω­ζώ­νη; Και βέ­βαια υπάρ­χει. Θα μπο­ρού­σε θε­ω­ρη­τι­κά να υπάρ­ξει μια κα­θα­ρά κα­πι­τα­λι­στι­κή έξο­δος, αν κά­ποια υπαρ­κτή με­ρί­δα του αστι­σμού το επε­δί­ω­κε. Δεν υπάρ­χει και, άρα, μια κα­πι­τα­λι­στι­κή διέ­ξο­δος θα ήταν ένας υπο­θε­τι­κός  κα­πι­τα­λι­σμός χωρίς κα­πι­τα­λι­στές, έκ­φρα­ση που ανή­κει, όπως είναι γνω­στό, στον Λένιν. Επί­σης, το σχέ­διο Σόι­μπλε είναι κα­ταρ­χήν υπέρ μιας τραυ­μα­τι­κής πα­ρα­μο­νής στην Ευ­ρω­ζώ­νη. Λέει κάτι ο σ. Λα­πα­βί­τσας περί εθνι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης; Προ­σω­πι­κά, δια­βά­ζο­ντας τις επε­ξερ­γα­σί­ες του, δεν μου είναι διό­λου προ­φα­νές, αν και ο ίδιος σωστά υπο­στη­ρί­ζει ότι μια οι­κο­νο­μο­τε­χνι­κή με­λέ­τη και η άρ­θρω­σή της σε πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα δεν ταυ­τί­ζο­νται εκα­τέ­ρω­θεν, είναι δια­πλε­κό­με­νες αλλά και δια­κρι­τές δια­δι­κα­σί­ες. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, πά­ντως, το λι­γό­τε­ρο που μπο­ρεί και πρέ­πει να ζητά ένα κόμμα με ηγε­μο­νία της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας είναι η προ­στα­σία του­λά­χι­στον του ερ­γα­τι­κού ει­σο­δή­μα­τος από μια πι­θα­νή υπο­τί­μη­ση του νο­μί­σμα­τος (π.χ. ΑΤΑ) και η μη κα­τα­νό­η­ση της αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας ως μιας νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης στρα­τη­γι­κής λι­τό­τη­τας. Επί­σης, πρέ­πει να τί­θε­ται ζή­τη­μα αξιο­πρε­πών   ερ­γα­τι­κών ει­σο­δη­μα­τι­κών αυ­ξή­σε­ων, αλλά και δεν μπο­ρεί ταυ­τό­χρο­να να υπο­τι­μά­ται ότι μια χώρα σε σύ­γκρου­ση με το ιμπε­ρια­λι­στι­κό πλέγ­μα θα είναι μια χώρα σε στενό οι­κο­νο­μι­κό πε­ριο­ρι­σμό και δυ­σκο­λία. Σε αυτό το πλαί­σιο, τη ζημιά πρέ­πει κυ­ρί­ως να την υπο­στεί το κε­φά­λαιο και όχι η ερ­γα­σία, αλλά όλες οι κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις θα συ­μπιε­στούν για μια πρώτη πε­ρί­ο­δο. 
Από την άλλη μεριά, ας μας πουν οι σύ­ντρο­φοι/ισσες του Κόκ­κι­νου Δι­κτύ­ου με κάπως σαφή τρόπο αν στη με­τα­βα­τι­κή πε­ρί­ο­δο ανά­με­σα στην πραγ­μα­τι­κή «κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς» και στην ερ­γα­τι­κή/λαϊκή εξου­σία, με­τα­βα­τι­κή πε­ρί­ο­δο ενύ­παρ­κτη σε κάθε με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα ιστο­ρι­κά και πλή­ρως αντι­φα­τι­κή, θα υπάρ­χει κά­ποια μορφή οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης και πα­ρα­γω­γι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης στη χώρα και αν αυτή η ανά­πτυ­ξη θα είναι και εν μέρει κα­πι­τα­λι­στι­κή ή μόνο σο­σια­λι­στι­κή. Θεωρώ δε­δο­μέ­νο ότι θα υπάρ­ξει μια φάση πα­ρα­γω­γι­κής ανά­πτυ­ξης και ανα­συ­γκρό­τη­σης σε μια χώρα που έχει τσα­κι­στεί από την ύφεση και την ανερ­γία, αν και συμ­με­ρί­ζο­μαι τον προ­βλη­μα­τι­σμό για τα όρια της προ­ό­δου και τη με­ρι­κή απο­α­νά­πτυ­ξη ως στρα­τη­γι­κή τάση όπως, βε­βαί­ως, και τα πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κά όρια. Μπο­ρεί αυτή η ανά­πτυ­ξη να έχει έντο­να δυα­δι­κά και σο­σια­λι­στι­κά στοι­χεία, έντο­να στοι­χεία ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου, αυ­το­δια­χεί­ρι­σης και κοι­νω­νι­κού πει­ρα­μα­τι­σμού, αλλά αυτό δεν απο­κλεί­ει κα­θό­λου την ύπαρ­ξη και λει­τουρ­γία ενός δια­κρι­τού κα­πι­τα­λι­στι­κού τομέα, με τον οποίο θα υπάρ­χει ανα­γκα­στι­κά μια μορφή κοι­νω­νι­κού συμ­βο­λαί­ου. Αυτό που υπήρ­χε στη Ρωσία ως το 1928 υπό μια μορφή σο­σια­λι­στι­κής εξου­σί­ας, η ΝΕΠ,  μπο­ρεί να απο­κλει­στεί για μια χώρα όπου με­τα­βα­τι­κά θα υπάρ­χει μια μορφή «αρι­στε­ρά διευ­θυ­νό­με­νης» κα­πι­τα­λι­στι­κής εξου­σί­ας; Αν κά­ποιος/α το πι­στεύ­ει ει­λι­κρι­νώς, ας το πε­ρι­γρά­ψει κάπως πει­στι­κά και ας το συ­ζη­τή­σου­με. Ας μας πει επί­σης αν η λε­γό­με­νη αλ­λη­λέγ­γυα και συ­νε­ται­ρι­στι­κή οι­κο­νο­μία είναι ένα πρό­τυ­πο αμι­γώς σο­σια­λι­στι­κό ή αν εμπε­ριέ­χει-ακό­μη- στην πρώτη φάση του σο­βα­ρές κα­πι­τα­λι­στι­κές όψεις τόσο στην πα­ρα­γω­γή όσο και στην κυ­κλο­φο­ρία. Ας μας πει επί­σης αν πι­στεύ­ει ότι η πρώτη φάση ακόμη και της σο­σια­λι­στι­κής κα­θα­ρά οι­κο­δό­μη­σης, η οποία μόνο σε διε­θνή κλί­μα­κα μπο­ρεί να ολο­κλη­ρω­θεί, έχει ή δεν έχει όψεις κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής. Επί­σης, πρέ­πει να ξε­κα­θα­ρι­στεί αν οι μι­κρές και με­σαί­ες επι­χει­ρή­σεις θα υπάρ­χουν -επι­χει­ρή­σεις είτε μι­κρο­α­στι­κές είτε του μι­κρού κε­φα­λαί­ου, αν απα­σχο­λούν μι­σθω­τή ερ­γα­σία- και αν θα υπάρ­χουν, αν  θα λει­τουρ­γούν με έναν τρόπο κα­πι­τα­λι­στι­κό, σο­σια­λι­στι­κό ή μικτό. Το να λέμε ότι η «ανά­πτυ­ξη», ακόμη και η κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη υπό έλεγ­χο, είναι απα­γο­ρευ­μέ­νες σκέ­ψεις, δεί­χνει πολύ έντο­να γιατί πολύς κό­σμος θε­ω­ρεί ότι αυτό δεν είναι γραμ­μή μαζών και της γυ­ρί­ζει την πλάτη. Επί­σης, ακόμη και μια κα­θα­ρά σο­σια­λι­στι­κή, δη­λα­δή με­τα­βα­τι­κή με­τα­ξύ κα­πι­τα­λι­σμού και κομ­μου­νι­σμού, κοι­νω­νία έχει ζη­τή­μα­τα οι­κο­νο­μι­κής αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας, πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και σύ­γκρου­σης στη διε­θνή αγορά, εκτός και αν είναι «Αλ­βα­νία» του Χότζα. Είναι αυτό κακό να υπο­στη­ρί­ζε­ται και είναι αυ­το­δί­καια ρε­φορ­μι­στι­κή λο­γι­κή; Δεν είναι «δεξιά γραμ­μή» το να ανοί­γεις τη συ­ζή­τη­ση για την αντι­μνη­μο­νια­κή ανα­πτυ­ξια­κή πο­ρεία της χώρας αλλά και της Ευ­ρώ­πης, είναι λάθος «υπε­ρα­ρι­στε­ρή» γραμ­μή το να αγνο­είς αυτή τη συ­ζή­τη­ση. Και, βέ­βαια, υπάρ­χουν ανά­με­σά μας από­ψεις που είναι με τα στά­δια, αλλά δεν χρειά­ζε­ται να τα λέει κα­νείς αυτά στη νύφη για να τα ακού­ει η πε­θε­ρά. Επί­σης, είναι απο­λύ­τως ανε­παρ­κής η άποψη που λέει ότι αυτά με τον ιμπε­ρια­λι­σμό είναι πα­ρω­νυ­χί­δες και ότι το μόνο ζή­τη­μα είναι το εν­δο­γε­νώς τα­ξι­κό, το να «φο­ρο­λο­γή­σου­με τους πλού­σιους». Αυτό το κα­θα­ρά εν­δο­γε­νώς τα­ξι­κό είναι, εκτός από μο­νο­με­ρές, και κάπως  μη τα­ξι­κό. Από πότε η σφαί­ρα της δια­νο­μής, όπου και η φο­ρο­λο­γία, είναι η βα­σι­κή σφαί­ρα του τα­ξι­κού αντα­γω­νι­σμού; Δεν πρέ­πει να δοθεί προ­τε­ραιό­τη­τα στο ύψος του άμε­σου και του κοι­νω­νι­κού μι­σθού, ο οποί­ος δια­περ­νά και τη σφαί­ρα της πα­ρα­γω­γής αλλά και τη σφαί­ρα της δια­νο­μής; Και τέλος, αυτή είναι η σύγ­χρο­νη αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή γραμ­μή, να αφή­νου­με στο μα­κρι­νό μέλ­λον την πα­ρέμ­βα­ση στις σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής (διεύ­θυν­ση/εκτέ­λε­ση, έλεγ­χος στην ερ­γα­σια­κή δια­δι­κα­σία) και να ασχο­λού­μα­στε στο παρόν βα­σι­κά με τη δια­νο­μή και ιδίως τη φο­ρο­λο­γία ως προ­νο­μια­κό πεδίο; Δεν λέω ότι δεν είναι βα­σι­κό πεδίο, αλλά ίσως πρέ­πει να πούμε κάτι πα­ρα­πά­νω από το «να πλη­ρώ­σουν οι πλού­σιοι», να πούμε ότι μας εν­δια­φέ­ρει η πα­ρα­γω­γή η ίδια του πλού­του (θυ­μά­μαι σχε­τι­κά και τη δια­τύ­πω­ση αυτής της άπο­ψης για τις σφαί­ρες πα­ρα­γω­γής και δια­νο­μής στο 1ο τεύ­χος του πε­ριο­δι­κού «Θέ­σεις» τον Οκτώ­βριο 1982, δια­τύ­πω­ση πάρα πολύ σωστή τότε αλλά και μο­να­χι­κή).        
Βε­βαί­ως, υπάρ­χει και το ζή­τη­μα της «αρι­στε­ρής πα­τρί­δας», το αν το «έθνος-κρά­τος» είναι μια κοι­νό­τη­τα που ανή­κει απο­κλει­στι­κά στο κε­φά­λαιο και στα δικά του φα­ντα­σια­κά πε­ριε­χό­με­να ή αν υπάρ­χει χώρος για τα­ξι­κή ηγε­μο­νι­κή επι­κρά­τη­ση μέσα στο έθνος-κρά­τος κ.λπ. Αν υπάρ­χει σο­σια­λι­στι­κή πα­τρί­δα ή αν όλοι/ες στο σο­σια­λι­σμό ή και στον κομ­μου­νι­σμό ακόμη θα ανή­κου­με στην «κο­σμό­πο­λη». Προ­σω­πι­κά, είμαι με την το­πι­κό­τη­τα και με τη δια­φο­ρά και όχι με την ομο­γε­νο­ποί­η­ση των πο­λι­τι­σμών, κάτι που αξιο­λο­γώ για το σή­με­ρα ως ακραία κα­πι­τα­λι­στι­κή και ιμπε­ρια­λι­στι­κή λο­γι­κή. Όμως, δεν είναι σωστό σε μια συ­ζή­τη­ση για την Ευ­ρω­ζώ­νη και τη ρήξη με την ΕΕ να τα κά­νου­με όλα ίσωμα και να λύ­νου­με με­τα­ξύ μας όλων των ειδών τις ιστο­ρι­κές αντι­θέ­σεις.  
Κλεί­νο­ντας, νο­μί­ζω ότι προ­σπά­θη­σα κα­λό­πι­στα να απα­ντή­σω στο ερώ­τη­μα αν υπάρ­χει μόνο μια «λαϊ­κο­με­τω­πι­κή» ή νε­ο­κεϊν­σια­νή γραμ­μή από τη μια και μια γραμ­μή τε­ταρ­το­διε­θνι­στι­κού-επα­να­στα­τι­κού τύπου από την άλλη και υπο­στή­ρι­ξα κα­λό­πι­στα ότι αυτές οι δύο γραμ­μές αλ­λη­λο­α­κυ­ρώ­νο­νται πα­ρα­πλη­ρω­μα­τι­κά, παρά τα θε­τι­κά που έχουν, και ότι υπάρ­χει και μια τρίτη και ίσως και μια τέ­ταρ­τη στρα­τη­γι­κή δυ­να­τό­τη­τα. Η συ­ζή­τη­ση προ­σθέ­τει και δεν αφαι­ρεί δυ­να­τό­τη­τες. Ο χρό­νος θα δεί­ξει. 
Μια μικρή αντα­πά­ντη­ση με κά­ποιες ανα­γκαί­ες διευ­κρι­νί­σεις από το ΚΟΚ­ΚΙ­ΝΟ ΔΙ­ΚΤΥΟ:
Ευ­χα­ρι­στού­με τον σ. Δη­μή­τρη Μπε­λα­ντή, γιατί μπήκε στον κόπο να απα­ντή­σει στο άρθρο του Σω­τή­ρη Μάρ­τα­λη το οποίο πα­ρου­σί­α­σε μια κρι­τι­κή στις από­ψεις του Κ. Λα­πα­βί­τσα για την έξοδο από το ευρώ.
Θε­ω­ρού­με ανα­γκαί­ες κά­ποιες διευ­κρι­νί­σεις:
α. Ο Σ.Μ. στο άρθρο του ανα­φε­ρό­ταν σε ένα ρεύμα «προ­τε­ξιο­νι­σμού» που έχει ανα­πτυ­χθεί σε τμήμα της αντι-ΕΕ Αρι­στε­ράς στη Γαλ­λία, υπο­γραμ­μί­ζο­ντας την εκτί­μη­ση ότι «το μι­κρό­βιο αυτό δεν έχει φτά­σει στην Ελ­λά­δα». Κατά συ­νέ­πεια δεν αντι­με­τω­πί­ζου­με τον σ. Μπε­λα­ντή, ή και άλ­λους με ανά­λο­γες από­ψεις, ως εν­δε­χό­με­νους προ­τε­ξιο­νι­στές, γι’ αυτό άλ­λω­στε μπο­ρού­με να συ­νερ­γα­ζό­μα­στε στενά μαζί τους. Επί­σης, θε­ω­ρού­με ότι οι κρι­τι­κές που ανα­πό­φευ­κτα θα ξε­δι­πλω­θούν με­τα­ξύ μας σε τόσο «σκο­τει­νή» πε­ρί­ο­δο είναι και θα πρέ­πει εξ ορι­σμού να πα­ρα­μεί­νουν κα­λό­πι­στες και όχι εξ υπο­θέ­σε­ως.
β. Ο σ. Δ.Μπ. ανα­φέ­ρε­ται σε μια κρί­σι­μη έλ­λει­ψη: την ανά­γκη να πε­ρι­γρα­φεί «(η έξο­δος από το ευρώ) ως άμεσο εφαρ­μό­σι­μο πρό­γραμ­μα με λύ­σεις για όλα τα υπαρ­κτά προ­βλή­μα­τα (τρό­φι­μα, ενέρ­γεια, φάρ­μα­κα, υπο­τί­μη­ση και μι­σθοί, διε­θνείς συ­ναλ­λα­γές, συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κά απο­θέ­μα­τα κ.λπ.). Θα ήμα­σταν ευ­τυ­χείς αν υπήρ­χε μια τέ­τοια συ­μπα­γής και συ­νε­κτι­κή ανά­λυ­ση. Δυ­στυ­χώς δεν υπάρ­χει. Το κενό αυτό δεν κα­λύ­πτε­ται από «ερ­γα­σί­ες» όπου π.χ. προ­χθές εκτι­μού­σαν ότι ο πλη­θω­ρι­σμός που θα προ­κλη­θεί από την έξοδο από το ευρώ θα πε­ριο­ρι­στεί στο 10%, ενώ χθες έκα­ναν λόγο για του­λά­χι­στον… 20%.
Η κά­λυ­ψη αυτού του κενού είναι μια σο­βα­ρή και σχε­τι­κά μα­κρό­χρο­νη δια­δι­κα­σία επι­λο­γών που ταυ­τί­ζε­ται με τη συ­ζή­τη­ση σε ορ­γα­νώ­σεις, κι­νή­μα­τα, κλά­δους κ.ο.κ. Όποιος εκτι­μά ότι αρκεί για να προ­κύ­ψει πρό­γραμ­μα να κα­θί­σει κά­ποιος έμπει­ρος σε ένα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο και να το γρά­ψει, πι­στεύ­ου­με πως κάνει λάθος. Δεν μας αρέ­σει να βα­φτί­ζου­με την απου­σία προ­γράμ­μα­τος αρετή, αλλά ούτε κά­ποιες (υπο­θε­τι­κές ή πραγ­μα­τι­κές) αρε­τές πρό­γραμ­μα.
γ. Όλες οι σκέ­ψεις που ανα­πτύσ­σει ο σ. Μπε­λα­ντής είναι βοη­θη­τι­κές και γό­νι­μες. Κυ­ρί­ως η προ­σπά­θειά του να συν­δέ­σει τις ανα­γκαί­ες επι­λο­γές (όπως η έξο­δος από το ευρώ) με τα προ­βλή­μα­τα της γε­νι­κό­τε­ρης στρα­τη­γι­κής ενός κι­νή­μα­τος για την ανα­τρο­πή της λι­τό­τη­τας και της συν­δε­δε­μέ­νης με αυτό Αρι­στε­ράς. Σε αυτό το επί­πε­δο, η συ­ζή­τη­ση πρέ­πει να συ­νε­χι­στεί, και μπο­ρεί να συ­νε­χι­στεί κα­λό­πι­στα και συ­ντρο­φι­κά.  

...//...

(ΙΙΙ). Η άποψη του Κ. Λαπαβίτσα για τη «μετάβαση σε εθνικό νόμισμα»

Του Σωτήρη Μάρταλη



Μέσα σε ένα σαφές μεταβατικό πρόγραμμα, που μόνο μια μαζική δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να αναλάβει, η έξοδος από το ευρώ παραμένει αναγκαία συνθήκη. Αλλά όχι ικανή. Γιατί αν ο στόχος αυτός αποσπαστεί από το πλαίσιό του, αφήνει περιθώρια επικίνδυνων αυταπατών για έναν κάποιο απελευθερωτικό ρόλο του νομίσματος.
Η επτά­μη­νη εμπει­ρία της δια­κυ­βέρ­νη­σης Τσί­πρα απο­δει­κνύ­ει με τον πιο στα­θε­ρό τρόπο ότι αν μια πο­λι­τι­κή αντι­λι­τό­τη­τας, για λο­γα­ρια­σμό των υπο­τε­λών τά­ξε­ων, δεν είναι δια­τε­θει­μέ­νη να έρθει σε ρήξη με τις ευ­ρω­η­γε­σί­ες και το ευρώ, είναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νη να με­τα­τρα­πεί στο αντί­θε­τό της, σε μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή. Η πρό­βλε­ψη αυτή υπήρ­χε, με προ­δρο­μι­κό τρόπο, στο «ιδρυ­τι­κό» πρό­γραμ­μα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (καμιά θυσία για το ευρώ: αν υπο­χρε­ω­θού­με να επι­λέ­ξου­με με­τα­ξύ της αντο­χής του ευρώ και της υπε­ρά­σπι­σης του λαού μας, θα επι­λέ­ξου­με την υπε­ρά­σπι­ση του λαού...). Μετά την εμπει­ρία της Κύ­πρου, τόσο η Αρι­στε­ρή Πλατ­φόρ­μα συ­νο­λι­κά όσο και το Κόκ­κι­νο Δί­κτυο ει­δι­κό­τε­ρα, ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­ή­σα­με αυτήν τη θέση μέσα στις δια­μά­χες στο εσω­τε­ρι­κό του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ: Το «καμιά θυσία για το ευρώ» δεν ήταν πλέον αρ­κε­τός εξο­πλι­σμός, η προ­ε­τοι­μα­σία για την ανα­πό­φευ­κτη σύ­γκρου­ση με τις ευ­ρω­η­γε­σί­ες και την έξοδο από το ευρώ προ­βλή­θη­κε ως «ανα­γκαία συν­θή­κη» για την επι­μο­νή στην πο­λι­τι­κή αντι­λι­τό­τη­τας.
Είναι όμως και «ικανή συν­θή­κη»; Ένας αριθ­μός συ­ντρό­φων απα­ντά κα­τα­φα­τι­κά. Μά­λι­στα κά­ποιοι ισχυ­ρί­ζο­νται ότι δια­θέ­τουν «τε­χνι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­νη» τη λύση, ότι δια­θέ­τουν έναν «οδικό χάρτη» για την έξοδο από την κρίση προς όφε­λος των λαϊ­κών τά­ξε­ων μέσω της «με­τά­βα­σης σε εθνι­κό νό­μι­σμα». Πρό­σφα­τα ο Δη­μή­τρης Μπε­λα­ντής ισχυ­ρί­στη­κε ότι η εκλο­γι­κή ήττα της Λαϊ­κής Ενό­τη­τας μπο­ρεί να ερ­μη­νευ­θεί στη βάση του ότι «δεν δό­θη­κε τε­χνι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­νη λύση στα προ­βλή­μα­τα της επό­με­νης ημέ­ρας μετά την έξοδο», συ­μπλη­ρώ­νο­ντας μά­λι­στα ότι «κά­ποιες δυ­νά­μεις (ΜΑΡΣ, Σχέ­διο Β κ.ά.) είχαν αυτήν την τε­χνο­γνω­σία, αλλά η Αρι­στε­ρή Πλατ­φόρ­μα και η ΛΑΕ δεν την αξιο­ποί­η­σαν...».
Είναι γε­γο­νός ότι υπάρ­χουν κά­ποιες σχε­τι­κές επε­ξερ­γα­σί­ες. Οι πιο προ­ω­θη­μέ­νες είναι του Κ. Λα­πα­βί­τσα και του Χάι­νερ Φλά­σμπεκ («Σχέ­διο Κοι­νω­νι­κής Αλ­λα­γής και Εθνι­κής Ανα­συ­γκρό­τη­σης για την Ελ­λά­δα»). Οι απα­ντή­σεις τους δια­θέ­τουν μια κά­ποια «τε­χνι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση». Όμως οι απα­ντή­σεις αυτές δεν είναι κα­θό­λου σί­γου­ρο ότι αφο­ρούν στο ερώ­τη­μα της νίκης μιας πο­λι­τι­κής αντι­λι­τό­τη­τας, αλλά κυ­ρί­ως στο ερώ­τη­μα μιας πι­θα­νής, γρή­γο­ρης εξό­δου της «εθνι­κής οι­κο­νο­μί­ας» από την κρίση, μέσω της με­τά­βα­σης από ένα «σκλη­ρό» νό­μι­σμα (το ευρώ) σε ένα «μα­λα­κό» νό­μι­σμα (τη δραχ­μή). Και η ιστο­ρία του κα­πι­τα­λι­σμού δι­δά­σκει ότι αυτά τα δύο ερω­τή­μα­τα δεν ταυ­τί­ζο­νται, του­λά­χι­στον δεν ταυ­τί­ζο­νται ανα­γκα­στι­κά. Ας δούμε λοι­πόν πιο ανα­λυ­τι­κά την άποψη του Κ. Λα­πα­βί­τσα, για να δούμε αν θα μπο­ρού­σε να είναι οδη­γός για δράση της ΛΑΕ ή και γε­νι­κό­τε­ρα της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς.
Ποιος είναι ο σκο­πός;
Ο Κ. Λα­πα­βί­τσας ισχυ­ρί­ζε­ται (βλ.: «Η με­τά­βα­ση στο εθνι­κό νό­μι­σμα», costaslapavitsas.​blogspot.​com) ότι: (α) η «ανά­κτη­ση της νο­μι­σμα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας» θέτει τις βά­σεις για ένα (β) «σχέ­διο ανά­πτυ­ξης που θα βα­σί­ζε­ται σε δη­μό­σιες επεν­δύ­σεις, αλλά θα ευ­νο­εί πα­ράλ­λη­λα τις ιδιω­τι­κές επεν­δύ­σεις», ένα σχέ­διο που θα επι­τα­χυν­θεί από (γ) «την ανά­κτη­ση της εγ­χώ­ριας αγο­ράς από τα ει­σα­γό­με­να προ­ϊ­ό­ντα, που θα ανα­βαθ­μί­σει και θα ανα­ζω­ο­γο­νή­σει το ρόλο των μι­κρο­με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων... και την τό­νω­ση των εξα­γω­γών». Η πρό­βλε­ψή του για αυτήν την έξοδο από την κρίση είναι μά­λι­στα χρο­νι­κά ιδιαί­τε­ρα αι­σιό­δο­ξη, αφού μιλά για (δ) «δυ­να­τό­τη­τα τα­χύ­ρυθ­μης ανά­πτυ­ξης, μετά τους πρώ­τους μήνες δυ­σκο­λιών...».
Ποιος θα είναι ο «κι­νη­τή­ρας» αυτής της δυ­να­μι­κής επα­νεκ­κί­νη­σης της «εθνι­κής οι­κο­νο­μί­ας»; Ο Κ. Λα­πα­βί­τσας απα­ντά ευ­θέ­ως: η υπο­τί­μη­ση του νέου νο­μί­σμα­τος. («Η υπο­τί­μη­ση του νέου νο­μί­σμα­τος θα συμ­βά­λει στην ανά­καμ­ψη της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, το­νώ­νο­ντας την εγ­χώ­ρια πα­ρα­γω­γή και τις εξα­γω­γές. Με τις εγκυ­ρό­τε­ρες εκτι­μή­σεις (σ.σ.: ;;), οι επι­πτώ­σεις στον πλη­θω­ρι­σμό θα κυ­μαν­θούν κοντά στο 10% για τον πρώτο χρόνο και πτω­τι­κά κα­τό­πι».)
Είναι κα­θα­ρό ότι ο Κ. Λα­πα­βί­τσας μιλά για ένα φι­λό­δο­ξο «σχέ­διο» εξό­δου του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού από την κρίση, την κρίση που συ­γκλο­νί­ζει τον διε­θνή κα­πι­τα­λι­σμό από το 2007-08. Θα μπο­ρού­σα­με απέ­να­ντι σε αυτόν τον ισχυ­ρι­σμό να επι­κα­λε­στού­με όλη τη συ­ζή­τη­ση με­τα­ξύ των μαρ­ξι­στών διε­θνώς (συ­ζή­τη­ση που επι­μέ­νει στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι δεν υπάρ­χει τέ­τοια ει­ρη­νι­κή ή «εύ­κο­λη» διέ­ξο­δος). Θα μπο­ρού­σα­με να επι­κα­λε­στού­με την εκτί­μη­ση μιας με­γά­λης πλειο­ψη­φί­ας οι­κο­νο­μο­λό­γων που προ­βλέ­πουν ότι αν οι εγκα­τε­στη­μέ­νες (κατά την πε­ρί­ο­δο του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού) σχέ­σεις δύ­να­μης με­τα­ξύ κε­φα­λαί­ου και ερ­γα­σί­ας δεν ανα­τρα­πούν από με­γά­λους κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κούς ξε­ση­κω­μούς, τότε η έξο­δος από την κρίση (όταν έρθει...) θα έχει πολύ πιο αι­μα­τη­ρά και πικρά για την τάξη μας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Δεν θέ­λου­με όμως να βυ­ζα­ντι­νο­λο­γή­σου­με. Η άποψη του Κ. Λα­πα­βί­τσα δη­μιουρ­γεί ένα απλό ερώ­τη­μα: αν υπάρ­χει μια τόσο εύ­κο­λη και γρή­γο­ρη διέ­ξο­δος από την κρίση, τότε γιατί δεν προ­σα­να­το­λί­ζε­ται προς αυτήν τη λύση ούτε ένα μειο­ψη­φι­κό τμήμα της κυ­ρί­αρ­χης τάξης; Οι κα­πι­τα­λι­στές –που κατά τεκ­μή­ριο γνω­ρί­ζουν τα συμ­φέ­ρο­ντά τους κα­λύ­τε­ρα από τον κα­θέ­να από εμάς– γιατί επι­μέ­νουν πλειο­ψη­φι­κά στη γραμ­μή «πάση θυσία στο ευρώ»;
Μια πρώτη απά­ντη­ση θα ήταν να μεί­νου­με στην εκτί­μη­ση ότι το κά­νουν γιατί είναι «που­λη­μέ­νοι», ανα­πα­ρά­γο­ντας με πρω­τό­γο­νο τρόπο τις θε­ω­ρί­ες της εξάρ­τη­σης. Μια δια­φο­ρε­τι­κή απά­ντη­ση είναι να θυ­μη­θού­με ότι οι κα­πι­τα­λι­στές γνω­ρί­ζουν ότι ο προ­στα­τευ­τι­σμός και η υπο­τί­μη­ση του νο­μί­σμα­τος ως όπλα στον αντα­γω­νι­σμό, είναι μεν μέ­θο­δοι, αλλά μέ­θο­δοι πε­ριο­ρι­σμέ­νης απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας και διάρ­κειας. Γιατί γρή­γο­ρα ακο­λου­θού­νται και από (πολ­λές) άλλες «εθνι­κές οι­κο­νο­μί­ες», με απο­τέ­λε­σμα η κρίση να γί­νε­ται βα­θύ­τε­ρη και πιο επι­κίν­δυ­νη για το σύ­στη­μα συ­νο­λι­κά.
Ποια είναι τα μέσα;
Ο σκο­πός για τον οποίο πα­λεύ­ει κα­νείς φω­τί­ζε­ται σα­φέ­στε­ρα από τα μέσα στα οποία στη­ρί­ζε­ται για να τον επι­τύ­χει.
Ο Κ.Λ. υπο­γραμ­μί­ζει: «Ο ση­μα­ντι­κό­τε­ρος πα­ρά­γο­ντας για επι­τυ­χη­μέ­νη με­τά­βα­ση σε εθνι­κό νό­μι­σμα είναι η απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα της κυ­βέρ­νη­σης, που θα αντλεί δύ­να­μη από τη λαϊκή στή­ρι­ξη και συμ­με­το­χή...». Βλέ­που­με εδώ να ανα­πα­ρά­γε­ται μια θε­με­λιώ­δης εκτί­μη­ση της ηγε­τι­κής ομά­δας... Τσί­πρα: η απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα μιας κυ­βέρ­νη­σης (που μά­λι­στα δεν προσ­διο­ρί­ζε­ται ως κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς, ή ως ερ­γα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση, ή κάπως...) ως ο κι­νη­τή­ρας μιας ιστο­ρι­κής ανα­τρο­πής.
Για να μην αδι­κή­σου­με όμως την άποψη, ας δούμε τα πε­ρι­θώ­ρια που δια­θέ­τει για να συν­δυά­ζει την «απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα της κυ­βέρ­νη­σης» με την ανα­γκαία «λαϊκή στή­ρι­ξη και συμ­με­το­χή»:
Είναι γνω­στό ότι η ερ­γα­τι­κή τάξη και οι λαϊ­κές δυ­νά­μεις κι­νη­το­ποιού­νται ή κα­τα­νο­ούν τα διά­φο­ρα «σχέ­δια» στη­ρι­ζό­με­νες σε υλι­κούς όρους. Η δέ­σμευ­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για επα­να­φο­ρά του κα­τώ­τα­του μι­σθού στα 751 ευρώ σή­μαι­νε: α) τη δέ­σμευ­ση για σχε­τι­κά άμεση απο­κα­τά­στα­ση της βλά­βης που υπέ­στη­σαν οι ερ­γα­ζό­με­νοι κατά τη μνη­μο­νια­κή πε­ρί­ο­δο, και β) τον γε­νι­κό­τε­ρο τα­ξι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό του προ­γράμ­μα­τος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Γι’ αυτό, άλ­λω­στε, η εγκα­τά­λει­ψη αυτού του στό­χου ήταν η πιο φα­νε­ρή προει­δο­ποί­η­ση για την επερ­χό­με­νη «προ­δο­σία» της 13ης Ιου­λί­ου.
Στο «Σχέ­διο Με­τά­βα­σης στο Εθνι­κό Νό­μι­σμα» υπάρ­χει μια ανα­φο­ρά για μια κά­ποια «στα­δια­κή αύ­ξη­ση του κα­τώ­τα­του μι­σθού», με απροσ­διό­ρι­στο το ρυθμό και τα κρι­τή­ρια της στα­δια­κό­τη­τας. Η συ­μπλή­ρω­ση, μά­λι­στα, ότι «είναι ση­μα­ντι­κό να αυ­ξη­θούν οι κα­τώ­τα­τοι μι­σθοί, αλλά πρέ­πει επί­σης το ορ­γα­νω­μέ­νο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα να στη­ρί­ξει την προ­σπά­θεια με­τά­βα­σης της χώρας σε υγιέ­στε­ρη βάση» δη­μιουρ­γεί τη βά­σι­μη υπό­νοια ότι οι ανά­γκες των ερ­γα­ζο­μέ­νων θε­ω­ρού­νται υπο­δε­έ­στε­ρες των προ­τε­ραιο­τή­των εξυ­γί­αν­σης της εθνι­κής οι­κο­νο­μί­ας.
Οι εμπει­ρο­γνώ­μο­νες των συν­δι­κά­των (και πρό­σφα­τα με με­γά­λη σα­φή­νεια ο Ηλίας Ιω­α­κεί­μο­γλου) έχουν απο­δεί­ξει ότι η ου­σια­στι­κή αύ­ξη­ση των μι­σθών είναι ανα­ντι­κα­τά­στα­τη προ­ϋ­πό­θε­ση για την ου­σια­στι­κή μεί­ω­ση της ανερ­γί­ας, σε αντί­θε­ση με όσους ενα­πο­θέ­τουν τη λύση του προ­βλή­μα­τος των ανέρ­γων στους αυ­το­μα­τι­σμούς της ανά­πτυ­ξης.
Δεν γνω­ρί­ζω από πού προ­κύ­πτει η βε­βαιό­τη­τα του Κ.Λ. στην εκτί­μη­ση ότι η υπο­τί­μη­ση του νέου νο­μί­σμα­τος θα πε­ριο­ρι­στεί στο 10%. Όμως, όποιος κάνει τέ­τοιες προ­τά­σεις οφεί­λει να προ­τεί­νει πα­ράλ­λη­λα και ταυ­τό­χρο­να, του­λά­χι­στον, ισό­πο­ση αύ­ξη­ση των μι­σθών (κάτι που σε πε­ρί­ο­δο γρή­γο­ρου πλη­θω­ρι­σμού είναι αμ­φί­βο­λο αν επι­τυγ­χά­νε­ται ακόμα και με ανα­βί­ω­ση της Αυ­τό­μα­της Τι­μα­ριθ­μι­κής Ανα­προ­σαρ­μο­γής, της αξέ­χα­στης ΑΤΑ). Αλ­λιώς, προ­τεί­νει με­τα­φο­ρά πόρων από το ερ­γα­τι­κό ει­σό­δη­μα στη χρη­μα­το­δό­τη­ση της... «εθνι­κής οι­κο­νο­μί­ας».
Αυτό το «Σχέ­διο», προ­βλέ­πο­ντας απο­γεί­ω­ση του του­ρι­σμού, των εξα­γω­γών κ.ο.κ., στη­ρί­ζε­ται στην αυ­τα­πά­τη μιας «συ­μπε­φω­νη­μέ­νης» με τις ντό­πιες ελίτ εξό­δου από το ευρώ. Προ­βλέ­πο­ντας ότι υπάρ­χει  «δυ­να­τό­τη­τα πα­ρα­μο­νής στην ΕΕ... Η Ελ­λά­δα δεν θα απο­μο­νω­θεί, αλλά θα ακο­λου­θή­σει μια δια­φο­ρε­τι­κή προ­σέγ­γι­ση από τις χώρες του πυ­ρή­να της ΕΕ», στη­ρί­ζε­ται στην αυ­τα­πά­τη μιας «συ­μπε­φω­νη­μέ­νης» με τις ευ­ρω­η­γε­σί­ες εξό­δου από το ευρώ.
Πρό­σφα­τα, ο σύ­ντρο­φος Δ. Μπε­λα­ντής ανέ­πτυ­ξε κρι­τι­κή στο Κόκ­κι­νο Δί­κτυο σχε­τι­κά με μια κά­ποια δήθεν υπο­τί­μη­ση της ανα­γκαί­ας σύ­γκρου­σης με τον ιμπε­ρια­λι­σμό. Η «συ­μπε­φω­νη­μέ­νη» έξο­δος δεν απο­τε­λεί, νο­μί­ζου­με, καμιά σύ­γκρου­ση. Αντί­θε­τα απο­τε­λεί μια πα­ράλ­λη­λη αυ­τα­πά­τη, δια­φο­ρε­τι­κή αλλά ανά­λο­γη με εκεί­νη που ανέ­πτυ­ξε το επι­τε­λείο Τσί­πρα, όταν ήλ­πι­ζε σε «έντι­μο συμ­βι­βα­σμό» με τις ευ­ρω­η­γε­σί­ες.
Η αξία των ερ­γα­σιών του Κ. Λα­πα­βί­τσα βρί­σκε­ται στην από­δει­ξη της ανα­γκαιό­τη­τας της δια­γρα­φής του χρέ­ους, στην από­δει­ξη της ανα­γκαιό­τη­τας εθνι­κο­ποί­η­σης των τρα­πε­ζών, στην ανά­δει­ξη της από­λυ­της προ­τε­ραιό­τη­τας του ζη­τή­μα­τος της ανερ­γί­ας, στην ίδια την προ­σπά­θεια όλα αυτά να συ­νται­ρια­στούν σε ένα συ­νε­κτι­κό κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό σχέ­διο. Αυτά τα πο­λύ­τι­μα στοι­χεία της προ­σφο­ράς του πρέ­πει να εντα­χθούν σε ένα σαφές με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα: με αρχή τη σύ­γκρου­ση με τα μνη­μό­νια και τη λι­τό­τη­τα, αλλά και προ­ο­πτι­κή τη γε­νι­κό­τε­ρη σο­σια­λι­στι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση της κοι­νω­νί­ας.
Μέσα σε ένα τέ­τοιο πρό­γραμ­μα, που μόνο μια μα­ζι­κή δύ­να­μη της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς μπο­ρεί να ανα­λά­βει, η έξο­δος από το ευρώ πα­ρα­μέ­νει ανα­γκαία συν­θή­κη. Αλλά όχι ικανή. Γιατί αν ο στό­χος αυτός απο­σπα­στεί από το πλαί­σιό του, αφή­νει πε­ρι­θώ­ρια επι­κίν­δυ­νων αυ­τα­πα­τών για έναν κά­ποιο απε­λευ­θε­ρω­τι­κό ρόλο του νο­μί­σμα­τος.
Υ.Γ.: Δυ­στυ­χώς, μέσα στη σύγ­χυ­ση της Αρι­στε­ράς στην Ευ­ρώ­πη, ένα τμήμα της «αντι-Ευ­ρώ» δια­νό­η­σης έχει στρα­φεί ανοι­χτά (πχ στη Γαλ­λία) στον προ­στα­τευ­τι­σμό και στον οι­κο­νο­μι­κό εθνι­κι­σμό. Με απο­τέ­λε­σμα στο πο­λι­τι­κό πεδίο κά­ποιοι να νο­σταλ­γούν μιαν ισχυ­ρή «γαλ­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση» τύπου Ντε Γκολ και να κά­νουν λόγο ακόμα και για συμ­μα­χί­ες με το κόμμα της Λεπέν σε «αντι-ΕΕ» βάση. Ασφα­λώς αυτό το «μι­κρό­βιο» δεν έχει φτά­σει στην Αρι­στε­ρά στην Ελ­λά­δα, όμως η κα­τρα­κύ­λα των προ­τε­ξιο­νι­στών πρέ­πει να ηχεί ως προει­δο­ποί­η­ση...

Σχόλια