ΣΧΟΛΙΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ: Το Ε.Πα.Μ.έχει ξεκάθαρες και τεκμηριωμένες θέσεις σχετικά με το θέμα. "Ξεμπουρδουκλωθείτε" και σείς παιδιά κάποια στιγμή, καταλήξτε κάπου και εδώ είμαστε εμείς...Μόνο μην είναι πολύ αργά...
(Ι). Τάξεις, λαός, νόμισμα, ανάπτυξη
Του Ηλία Ιωακείμογλου
Απάντηση στην κριτική του Δ. Μπελαντή
Τρία κρίσιμα ζητήματα
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο
Σωτήρης Μάρταλης αναφέρθηκε στις ιδέες που κυκλοφορούν στο
χώρο της ΛΑΕ σχετικά με τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα. Η
θέση του Κόκκινου Δικτύου, που διατυπώνεται στο άρθρο του Σ.
Μάρταλη, είναι σαφής: Μέσα σε ένα σαφές μεταβατικό πρόγραμμα,
που μόνο μια μαζική δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί
να αναλάβει, η έξοδος από το ευρώ παραμένει αναγκαία συνθήκη.
Αλλά όχι ικανή. Δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες σχετικά με έναν
υποτιθέμενο απελευθερωτικό ρόλο του νομίσματος χωρίς
μεταβατικό πρόγραμμα.
Στη συνέχεια, ο Δ. Μπελαντής άσκησε κριτική στο άρθρο του Σωτήρη Μαρτάλη ανοίγοντας μια σειρά ζητημάτων
που υπερβαίνουν τη συζήτηση για το νόμισμα αλλά μας αφορούν
όλους και μάλιστα πολύ. Τα ζητήματα που θέτει το άρθρο του Δ.
Μπελαντή είναι τα εξής:
Ο Δ. Μπελαντής, στην κριτική του στο Κόκκινο Δίκτυο, αναφέρει
ότι δεν πρέπει να υπάρχει αντιπαράθεση της ταξικής ανάγνωσης
της πραγματικότητας με τον πατριωτισμό και αποδίδει στο
Κόκκινο Δίκτυο την αντίληψη, που εκείνος απορρίπτει, ότι
υπάρχουν δυο καθαροί και απόλυτα διαυγείς πόλοι μέσα στη
ριζοσπαστική αντιμνημονιακή Αριστερά, ο δρόμος του
Μεταβατικού Προγράμματος, όπως τον κατανοεί το «διεθνιστικό
ρεύμα» και από την άλλη μεριά ο πατριωτικός δρόμος του λαϊκού
μετώπου και της εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. «Τυχαίνει η
πραγματικότητα να είναι πιο πολύχρωμη και πολύ πιο
πολυτασική, πολυσχιδής και πολυπαραγοντική», τονίζει,
για να υποστηρίξει ότι είναι εφικτή η σύνθεση των δύο «δρόμων».
Το πρώτο, λοιπόν, ζήτημα που θέτει είναι το ζήτημα της
στρατηγικής: Λαϊκό μέτωπο ή σοσιαλιστική πορεία; Λαός εναντίον ιμπεριαλισμού ή τάξη εναντίον τάξης; Ή μήπως μια σύνθεση;
Ο Δ. Μπελαντής, στην κριτική που ασκεί στο άρθρο του Σ. Μάρταλη
δεν απαντάει ευθέως στο ερώτημα εάν η μετάβαση σε εθνικό
νόμισμα είναι ικανή ή απλώς αναγκαία συνθήκη για την ανατροπή της
μνημονιακής πολιτικής. Εμμέσως μόνο μπορούμε να
συμπεράνουμε από όσα γράφει στο άρθρο του ότι μάλλον θεωρεί την
έξοδο από το ευρώ ικανή συνθήκη για να ανατραπεί η μνημονιακή
πολιτική (στην καλύτερη περίπτωση με κάποια συνοδευτικά
μέτρα). Εξάλλου, εάν ο Δ. Μπελαντής θεωρούσε ότι το εθνικό
νόμισμα είναι απλώς μια αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να
ανατρέψουμε την μνημονιακή πολιτική, γιατί να γράψει άραγε ένα
άρθρο κριτικής για τη θέση του Κόκκινου Δικτύου για το νόμισμα;
Το δεύτερο ερώτημα, λοιπόν, είναι το εξής: Η μετάβαση σε
εθνικό νόμισμα, είναι ικανή ή απλώς αναγκαία συνθήκη για την
ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής; Με άλλα λόγια, το νόμισμα έχει κεντρική πολιτική σημασία για τις αντιμνημονιακές δυνάμεις;
Η παραγωγική ανασυγκρότηση. Γράφει ο Δ. Μπελαντής ότι η
ανάπτυξη στην περίοδο εφαρμογής του μεταβατικού
προγράμματος «Μπορεί να έχει έντονα δυαδικά και σοσιαλιστικά
στοιχεία, έντονα στοιχεία εργατικού ελέγχου, αυτοδιαχείρισης
και κοινωνικού πειραματισμού, αλλά αυτό δεν αποκλείει
καθόλου την ύπαρξη και λειτουργία ενός διακριτού
καπιταλιστικού τομέα, με τον οποίο θα υπάρχει αναγκαστικά μια
μορφή κοινωνικού συμβολαίου», υποθέτοντας ότι έτσι ασκεί
κάποια κριτική. Eξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει κανένας στην
Αριστερά που να ισχυρίζεται το αντίθετο -ούτε βεβαίως το
Κόκκινο Δίκτυο. Εδώ όμως προκύπτει το ερώτημα «τι είναι η
αντιμνημονιακή αναπτυξιακή πορεία της χώρας», τι είναι η
παραγωγική ανασυγκρότηση.
Οι κριτικές παρατηρήσεις του Δ. Μπελαντή επεκτείνονται
αδίκως και σε άλλα ζητήματα που δεν αφορούν αυτούς στους οποίους
απευθύνεται η κριτική. Ουδείς στο Κόκκινο Δίκτυο ισχυρίζεται
π.χ. ότι δεν πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο ύψος του μισθού ή
ακόμη ότι η σφαίρα της διανομής είναι η βασική σφαίρα του
ταξικού ανταγωνισμού ή ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στη
φορολογία! Αυτές τις παρατηρήσεις, λοιπόν, θα τις
παρακάμψουμε διότι είναι εκτός θέματος.
Λαός, τάξη, ή μήπως μια σύνθεση;
Οι πολιτικές δυνάμεις που δυνητικά θα συμμετείχαν σε ένα
ενιαίο αντιμνημονιακό μέτωπο μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο
ιστορικά ρεύματα, εκ των οποίων έκαστο υιοθετεί μια
διαφορετική πολιτική στρατηγική:
Η πρώτη στρατηγική προέρχεται από την ΕΑΜική λαϊκομετωπική
παράδοση, είναι κυρίως αντι-ιμπεριαλιστική, και βασίζεται
στην εκτίμηση ότι η κύρια αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας
είναι μεταξύ του ιμπεριαλισμού και του λαού, ο οποίος
περιλαμβάνει όλες τις κοινωνικές τάξεις εκτός από την
καπιταλιστική ολιγαρχία που συνεργάζεται με τον
ιμπεριαλισμό. Η στρατηγική αυτή αποδίδει μεγάλη σημασία στην
ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στην οικονομική
ανάπτυξη και την αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος.
Αναφέρεται στον πατριωτισμό επειδή αναγνωρίζει την
αντι-ιμπεριαλιστική πάλη ως κεντρικής και καίριας σημασίας
πολιτική δράση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βασική
αναφορά της λαϊκομετωπικής στρατηγικής δεν είναι οι
εργαζόμενες τάξεις αλλά ο λαός. Η πολιτική παράδοση του
λαϊκού μετώπου συνοδεύεται από μια ορισμένη αντίληψη για το
σχεδιασμό των μελλοντικών πολιτικών αγώνων, η οποία έχει γίνει
γνωστή με το όνομα της θεωρίας των σταδίων: το πολιτικό σχέδιο
περιγράφεται σε διαδοχικά στάδια, όπου κάθε στάδιο
περιλαμβάνει έναν στόχο, τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν και τις
συμμαχίες που είναι αναγκαίες για την επίτευξή του.
Η δεύτερη στρατηγική προέρχεται από τη μεγάλη άνοδο του
εργατικού, σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος της
περιόδου 1960-1980 και τη μαρξιστική θεωρητική επανάσταση
που τη συνόδευε (και μέσω αυτής αναφέρεται στο 1917 και τον
μπολσεβικισμό). Είναι μια στρατηγική ταξικής σύγκρουσης που
βασίζεται στην εκτίμηση ότι η κύρια αντίθεση της ελληνικής
κοινωνίας είναι μεταξύ του κοινωνικού μπλοκ εξουσίας (στο
οποίο περιλαμβάνονται εκτός από την αστική τάξη, με όλες τις
μερίδες της, και οι σύμμαχοί της, που είναι άλλες τάξεις, μερίδες
τάξεων και κοινωνικών ομάδων) από τη μια μεριά, και των
υποτελών κοινωνικών τάξεων ή κοινωνικών ομάδων από την άλλη. Η
στρατηγική της ταξικής σύγκρουσης αποδίδει μεγάλη σημασία
στο μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων, στις αλλαγές
της οργάνωσης της εργασίας στο εσωτερικό των επιχειρήσεων
σε κατεύθυνση που προαναγγέλλει το σοσιαλισμό, και κατανοεί
την οικονομική μεγέθυνση μόνο σε συνάρτηση και υπό την
πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών σχέσεων που τη συνοδεύουν.
Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η βασική αναφορά της
ταξικής στρατηγικής δεν είναι ο λαός αλλά οι εργαζόμενες
τάξεις.
Αυτά δεν σημαίνουν ότι κάθε μία από αυτές τις δύο πολιτικές
παραδόσεις βλέπει μόνο μία πλευρά της πραγματικότητας: Η
πολιτική παράδοση του λαϊκού μετώπου δεν αγνοεί την ύπαρξη
των κοινωνικών τάξεων, και όλοι γνωρίζουμε καλά ότι οι
σύντροφοι που ακολουθούν αυτή την παράδοση είναι ταξικοί
αγωνιστές. Ούτε η πολιτική παράδοση της ταξικής σύγκρουσης
αγνοεί την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού και του τρόπου με τον οποίο
αυτός αρθρώνεται με το μπλοκ εξουσίας. Αυτό είναι τόσο προφανές,
που όλοι θα έπρεπε να το γνωρίζουν (περιλαμβανόμενου και του Δ.
Μπελαντή). Η διαφοροποίηση των δύο πολιτικών παραδόσεων
δεν προέρχεται λοιπόν από ένα είδος πολιτικής ανοησίας όπου η
μία ή η άλλη πλευρά θα έκλεινε τα μάτια σε μια ορισμένη πλευρά της
πραγματικότητας. Η σύνθεση του ταξικού και του εθνικού που
προτείνει ο Δ. Μπελαντής δεν έχει νόημα διότι ήδη κάθε πλευρά έχει
πραγματοποιήσει μια τέτοια σύνθεση, με τους δικούς της όρους
και τις έννοιες που χρησιμοποιεί.
Η διαφοροποίηση μεταξύ των δύο πολιτικών παραδόσεων
προέρχεται από την ιεράρχηση που κάνει μεταξύ ταξικού και
εθνικού, προέρχεται από αυτό που κάθε πλευρά κατανοεί ως κύρια
αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας, διότι η απάντηση στην
ερώτηση «ποια είναι η κύρια αντίθεση» καθορίζει ποιες
κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες επιδιώκεις να
συγκροτήσεις. Εάν η κύρια αντίθεση είναι μεταξύ του λαού και του
ιμπεριαλισμού και των ντόπιων συμμάχων του, τότε πρέπει να
απευθυνθούμε στην κοινωνική πλειοψηφία που περιλαμβάνει
ολόκληρο το λαό, από τον οποίο εξαιρείται η ολιγαρχία, το μεγάλο
κεφαλαίο και οι υπηρέτες του. Σε αυτή την προοπτική, η
επιδιωκόμενη κοινωνική συμμαχία περιλαμβάνει την παλαιά
μικροαστική τάξη, τους ιδιοκτήτες των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων, τους μικρούς εμπόρους που η μνημονιακή
πολιτική τούς απειλεί με χρεοκοπία και άλλα μικροαστικά
στρώματα. Εάν, αντιθέτως, η κύρια αντίθεση είναι το κοινωνικό
μπλοκ εξουσίας του κεφαλαίου εναντίον των υποτελών
κοινωνικών τάξεων, τότε η επιδιωκόμενη συμμαχία δεν μπορεί
να περιλαμβάνει τα μικρά και μεσαία αφεντικά (όχι ως άτομα, διότι
πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, αλλά ως κοινωνική τάξη). Ούτε
μπορούμε να εκπροσωπήσουμε όσους περιμένουν αυξήσεις των
μισθών τους και τους εργοδότες τους ταυτόχρονα, όσους
παραμένουν απλήρωτοι και όσους δεν τους πληρώνουν.
Παραδείγματος χάριν, στην αντίληψη του λαϊκού μετώπου, το
κόστος της μετάβασης σε εθνικό νόμισμα πρέπει να το
επιμεριστεί όλος ο λαός, όλες οι κοινωνικές τάξεις μαζί με το
κεφάλαιο, ακόμη και αν υπάρξει μια μικρή μεροληψία υπέρ των
εργαζομένων. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Δ. Μπελαντής «Σε
κάθε περίπτωση, πάντως, το λιγότερο που μπορεί και πρέπει να
ζητά ένα κόμμα με ηγεμονία της μισθωτής εργασίας είναι η
προστασία τουλάχιστον του εργατικού εισοδήματος από μια
πιθανή υποτίμηση του νομίσματος (π.χ. ΑΤΑ) (…). Επίσης, πρέπει
να τίθεται ζήτημα αξιοπρεπών εργατικών εισοδηματικών
αυξήσεων», συνεχίζει ο Δ. Μπελαντής, «αλλά και δεν μπορεί
ταυτόχρονα να υποτιμάται ότι μια χώρα σε σύγκρουση με το
ιμπεριαλιστικό πλέγμα θα είναι μια χώρα σε στενό οικονομικό
περιορισμό και δυσκολία. Σε αυτό το πλαίσιο, τη ζημιά πρέπει
κυρίως να την υποστεί το κεφάλαιο και όχι η εργασία, αλλά όλες οι
κοινωνικές δυνάμεις θα συμπιεστούν για μια πρώτη περίοδο».
Αντιθέτως, στην αντίληψη της ταξικής σύγκρουσης, η μετάβαση
σε εθνικό νόμισμα πρέπει να συνοδεύεται από μια μεγάλη
αντίστροφη αναδιανομή του εισοδήματος από την οποία θα
ωφεληθούν αμέσως και σε μεγάλο βαθμό οι εργαζόμενες τάξεις και
αναπόφευκτα θα μειωθεί το περιθώριο κέρδους των
επιχειρήσεων, το οποίο σήμερα βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά
επίπεδα. Εάν με αυτούς τους νέους όρους διανομής του προϊόντος
δεν θέλουν ή δεν μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους
κάποιες επιχειρήσεις, ας περάσουν στα χέρια των εργαζομένων με
νομική υποστήριξη του εγχειρήματος της αυτοδιαχείρισης
από την κεντρική κυβέρνηση. Στην αντίληψη του λαϊκού μετώπου,
αντιθέτως, η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα εμφανίζεται ως ένα
πρώτο στάδιο κατά το οποίο θα διασφαλιστούν περισσότεροι βαθμοί
ελευθερίας της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή του
ελληνικού καπιταλισμού) έναντι του ιμπεριαλισμού, και κατά το
οποίο οι ταξικοί αγώνες λαμβάνονται υπόψη στην αμυντική μορφή
τους (με «αξιοπρεπείς εργατικές εισοδηματικές αυξήσεις»,
κατά την έκφραση του Δ. Μπελαντή), ενώ η επίθεση ενάντια στον
καπιταλισμό απωθείται σε μεταγενέστερο στάδιο.
Στην αντίληψη της ταξικής σύγκρουσης, αντιθέτως, η
επίθεση στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής οφείλει να
είναι συνεχής, εδώ και τώρα, από όπου απορρέει και η ιδέα του
μεταβατικού προγράμματος: Το μεταβατικό πρόγραμμα, με τη
λενινιστική έννοια του όρου, θα είναι ένα πρόγραμμα
αποτελούμενο από στόχους, μέτρα οικονομικά, κοινωνικά και
πολιτικά, συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών, που θα
συνδέονται με απώτερους αντικαπιταλιστικούς στρατηγικούς
στόχους και θα θέτουν τις προϋποθέσεις για την επίτευξή τους
καθώς η ίδια η πείρα του νέου, δυνητικού κοινωνικού μπλοκ
εξουσίας των υποτελών τάξεων θα δείχνει ότι η ρήξη σήμερα με
την Eυρωζώνη και αύριο με το σύστημα είναι αναγκαία για να μη
ζήσουμε σαν δούλοι. Πρόκειται για πρόγραμμα του οποίου τα
συστατικά στοιχεία θα προαναγγέλλουν το ριζικό
μετασχηματισμό της κοινωνίας σε σοσιαλιστική.
Είναι προφανές ότι οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να συντεθούν σε
ενιαία αντίληψη (όπως προτείνει ο Δ. Μπελαντής). Σε τελευταία
ανάλυση ανάγονται στην εξής θεμελιώδη διαφορά: ότι για τους μεν
ο σοσιαλισμός είναι ένα μελλοντικό στάδιο της κοινωνίας ενώ
για τους δε είναι μια τάση ενύπαρκτη στον καπιταλισμό, επομένως
ήδη παρούσα με διάφορες μορφές στη σημερινή κοινωνία, και τις
οποίες συνεχώς θα πρέπει να εντοπίζουμε και να ενισχύουμε, να
τους δίνουμε χώρο και διάρκεια.
3. Νομισματικές αυταπάτες
Θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει μια καθαρά καπιταλιστική
έξοδος από την Ευρωζώνη, ισχυρίζεται ο Δ. Μπελαντής, αν κάποια
υπαρκτή μερίδα του αστισμού το επεδίωκε. Λάθος: Θα μπορούσε να
υπάρξει μια καθαρά καπιταλιστική έξοδος και με αριστερή
κυβέρνηση εάν αυτή νόμιζε ότι η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα
είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη για να βγούμε από το
μνημονιακό καθεστώς εκμετάλλευσης της εργασίας, εάν δηλαδή
δεν συνόδευε τη μετάβαση σε εθνικό νόμισμα με ένα αριστερό
μακροοικονομικό σχέδιο. Η ιδέα ότι το νόμισμα και η
υποτίμηση της συναλλαγματικής του ισοτιμίας μπορεί να είναι
για εμάς κάτι παραπάνω από ένα εργαλείο των κοινωνικών αγώνων
είναι λανθασμένη. Στο τέλος των αλλαγών που ενεργοποιεί μια
νομισματική υποτίμηση, το εισοδηματικό μερίδιο της
εργασίας μπορεί να έχει αυξηθεί ή να έχει μειωθεί, διότι
υπάρχουν παράγοντες που ενεργοποιούνται από την υποτίμηση του
νομίσματος και έχουν αντίθετα αποτελέσματα επί των μισθών.
Τίποτα δεν υπάρχει στο οικονομικό σύστημα, στους νόμους που το
διέπουν, που να προκαθορίζει ποια από τις δύο επιπτώσεις θα
είναι η ισχυρότερη. Αυτό ισχύει επειδή η λειτουργία του
κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος ενσωματώνει μιαν
αρχή ριζικής αβεβαιότητας που είναι ο βασικός κοινωνικός
ανταγωνισμός κεφαλαίου - εργασίας. Αυτός αποφασίζει τελικά
εάν θα αυξηθεί το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας ή εάν
θα μειωθεί μετά από μια νομισματική υποτίμηση. Με άλλα λόγια,
αποφασίζει το σχετικό βάρος που ρίχνουν οι δύο ανταγωνιστικές
πλευρές, το κεφάλαιο και η εργασία, στη ζυγαριά του
συσχετισμού δυνάμεων. Αυτό δεν είναι μια πολιτική εκτίμηση,
είναι ο αντικειμενικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η
καπιταλιστική οικονομία -τόσο αντικειμενικός, που μπορείς
να τον γράψεις στον πίνακα υπό τη μορφή εξισώσεων που δεν είναι
διαπραγματεύσιμες με βάση τις πολιτικές προτιμήσεις κάποιου.
Για αυτούς τους λόγους, η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα έχει το
ταξικό πρόσημο που έχουν τα μέτρα τα οποία τη συνοδεύουν και εν
συνεχεία το πολιτικό πρόγραμμα που εφαρμόζεται. Αυτά
λέγοντας δεν υποβαθμίζει κανείς τη σημασία του νομίσματος,
όπως ισχυρίζεται ο Δ. Μπελαντής, απλώς δεν πάει σε ραντεβού στα
τυφλά.
4. Τι είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση;
Δεν μπορούμε να μιλάμε για παραγωγική ανασυγκρότηση χωρίς να
έχουμε στο νου μας και να εντάσσουμε στην πολιτική μας τις
κοινωνικές σχέσεις: τις μορφές ιδιοκτησίας υπό τις οποίες θα
μπορεί να διεξάγεται η παραγωγική δραστηριότητα, έναν
κανόνα για την πρωτογενή διανομή του εισοδήματος (δηλαδή
έναν κανόνα για την αναλογία κατά την οποία τα οφέλη από την
αύξηση της παραγωγικότητας και της παραγωγής θα
μοιράζονται στα κέρδη και στους μισθούς), έναν κανόνα για τη
διάθεση του πλεονάσματος της παραγωγής (πόσα κέρδη μπορεί να
ιδιοποιείται ο χρηματοπιστωτικός τομέας; πόσο υψηλοί να είναι
οι φόροι επί των κερδών; πώς θα αυξηθεί το τμήμα του κέρδους που
επενδύεται;), έναν κανόνα για τη δευτερογενή διανομή του
εισοδήματος (φύση, μέγεθος και χρηματοδότηση του
κοινωνικού κράτους). Επίσης, η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν
μπορεί να νοείται χωρίς το θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης των
εργασιακών σχέσεων και των αγορών εργασίας, διότι αυτές οι δύο
διαφορετικές βαθμίδες της οικονομίας βρίσκονται σε
αλληλεπίδραση.
Για αυτούς τους λόγους, είναι λανθασμένη η παραδοσιακή
αντίληψη (την οποία παρουσιάζει και ο Δ. Μπελαντής στην κριτική
του) ότι στη μεταβατική περίοδο θα υπάρχουν δίπλα-δίπλα ένα
καπιταλιστικός τομέας της οικονομίας και ένας άλλος τομέας,
κοινωνικός, αυτοδιαχειριστικός, παραγωγής κοινωνικών
αγαθών, με δυο λόγια ένας σοσιαλιστικός τομέας της
οικονομίας. Εάν η παραγωγική ανασυγκρότηση έχει τα
χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα είναι μια
διαδικασία που θα διαπερνάει το σύνολο του παραγωγικού
συστήματος, ακόμη και αυτό που θα παραμένει (εξ ανάγκης) υπό
καπιταλιστική ιδιοκτησία και διεύθυνση. Αλλιώς θα είχαμε
θέσει τις προϋποθέσεις για μια παταγώδη αποτυχία.
5. Κριτική και διάλογος, αλλά για ποιο λόγο;
Το ζήτημα τώρα δεν είναι να συζητήσουμε ποια από τις δύο αυτές
στρατηγικές που κληρονομήσαμε από την κοινή μας πολιτική
παράδοση της Αριστεράς είναι η σωστή. Ούτε είναι το ζήτημα να
εξηγηθούμε για το θέμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αυτά
θα τα συζητούσαμε εάν επρόκειτο να τραβήξει καθένας το
μοναχικό δρόμο του. Εδώ όμως πρέπει να υπάρξει μια συζήτηση για
τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει εφικτό, με δεδομένη την αδυναμία
σύνθεσης των θεμελιωδών διαφορών μας, να βαδίζουμε ξεχωριστά αλλά να χτυπάμε μαζί, σε ενιαίο μέτωπο. Να
συζητήσουμε τι είδους μέτωπο χρειαζόμαστε, με ποιο
οργανωτικό σχήμα, ποιες προϋποθέσεις συμμετοχής, και το
κυριότερο, με ποιο κοινό πρόγραμμα, ώστε να μη μείνει έξω από το
μέτωπο ούτε μία από τις αντιμνημονιακές πολιτικές οργανώσεις
της Αριστεράς.
...//...
(ΙΙ). Άσπρος γάτος, μαύρος γάτος; - μια κριτική στις απόψεις του Κόκκινου Δικτύου
Του Δημήτρη Μπελαντή
Από το σ. Δημήτρη Μπελαντή λάβαμε κείμενο κριτικής στις απόψεις του
Κόκκινου Δικτύου, με αφορμή το άρθρο του σ. Σωτήρη Μάρταλη «Η άποψη του
Κ. Λαπαβίτσα για τη ‘‘μετάβαση σε εθνικό νόμισμα’’». Το δημοσιεύουμε στη
συνέχεια με ένα μικρό υστερόγραφο με κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις.
Προφανώς, η συζήτηση που έχει ανοίξει θα συνεχιστεί.
Η πρόσφατη κριτική του σ. Σωτήρη Μάρταλη στις απόψεις του Κώστα
Λαπαβίτσα στη σελίδα του rproject.gr για τη μετάβαση στο
εθνικό νόμισμα είναι, σε ορισμένα σημεία της, είναι μια
ενδιαφέρουσα κριτική. Πράγματι μετά τη σοβαρή και μεγάλη σε
έκταση ήττα της Λαϊκής Ενότητας στις εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη
χρειάζεται να συζητήσουμε σοβαρά για τις αιτίες και
ιδιαίτερα τις υποκειμενικές αιτίες, καθώς οι εξωγενείς
παράγοντες ήσαν δεδομένοι και γνωρίζαμε εξαρχής ότι θα
χρειαστεί να δώσουμε τη μάχη ως ΛΑΕ υπό σκληρές και δύσκολες
συνθήκες.
Πρέπει να υπερβούμε μια εύκολη παράδοση της κομμουνιστικής
Αριστεράς, η οποία απέδιδε κάθε κοινοβουλευτική ήττα στο ότι ο
ταξικός εχθρός ήταν αμείλικτος και μας χτύπησε, η κοινωνία δεν
ήταν ώριμη, η πόλωση που υπήρξε οδήγησε στη χρήσιμη ψήφο και όχι
στην υπερψήφιση ριζοσπαστικών λογικών κ.λπ. Αυτή η παράδοση,
όπως γνωρίζουμε όλοι μας, ήταν μια άγονη παράδοση, η οποία
νομιμοποιούσε πάντοτε τη γραμμή της εκάστοτε ηγετικής
ομάδας, τόνωνε τον κομματικό πατριωτισμό και τη λατρεία του
μηχανισμού και αδυνάτιζε το έδαφος για την αναγκαία
αυτοκριτική και στοχασμό για τις αιτίες. Αν ήταν αρνητική
αυτή η στάση για κόμματα τα οποία είχαν πολυετή και διαρκή
πολιτική παρουσία όπως το ΚΚΕ, είναι πολύ αρνητικότερη για ένα
νέο μόρφωμα, το οποίο χρειάζεται να οικοδομηθεί εκ νέου πάνω σε
σταθερές και υγιείς βάσεις εξαρχής χωρίς συγκαλύψεις.
Δεδομένου ότι η κριτική του σ. Μάρταλη με παρουσιάζει ως
συγκλίνοντα με τις απόψεις του σ. Λαπαβίτσα, και ως
ενδεχόμενο «προτεξιονιστή», αισθάνομαι την ανάγκη να
απαντήσω σε όσα με αφορούν αλλά και στο πώς προσλαμβάνω
προσωπικά τη λανθάνουσα συζήτηση αυτή μεταξύ του Κόκκινου
Δικτύου και των απόψεων Λαπαβίτσα, χωρίς να ταυτίζομαι
αναγκαστικά με τις απόψεις των μεν ή του δε. Όσον αφορά την
πληρότητα και την ταυτότητα των απόψεων Λαπαβίτσα, αρμόδιος
να απαντήσει είναι ο σ. Λαπαβίτσας και κανείς άλλος. Δεν είμαι
εκπρόσωπος κανενός.
Η τοποθέτηση του σ. Μάρταλη (έχω από καιρό πάψει να χρησιμοποιώ
τον όρο «αφήγηση», γιατί είναι μια καθαρά μεταμοντέρνα έννοια,
και ας μην το ξέρουμε) υποθέτει ότι υπάρχουν δυο καθαροί και
απόλυτα διαυγείς πόλοι μέσα στη ριζοσπαστική αντιμνημονιακή
Αριστερά, ο δρόμος του Μεταβατικού Προγράμματος, όπως τον
κατανοεί το «διεθνιστικό ρεύμα» (δεν κατανοώ γιατί ο όρος
«τροτσκισμός» έχει πάψει να χρησιμοποιείται ανοιχτά, ενώ γι’ αυτό
ουσιαστικά πρόκειται, για μια εκδοχή του) και από την άλλη
μεριά ο δρόμος των «εθνοπατριωτών» που οδηγεί στην εθνική
καπιταλιστική ανάπτυξη και το εντός του σταλινικού
υποδείγματος ενδιάμεσο στάδιο και ακόμη χειρότερα μπορεί να
οδηγήσει και στη Δεξιά ή και Ακροδεξιά. Παρά το ότι αυτή η
παρουσίαση μπορεί να έχει μια πολύ μερική υλική σχέση με την
πραγματικότητα (αφού η τάση του ΑΡ έχει όντως ορισμένα
λαϊκομετωπικά χαρακτηριστικά και μια ορισμένη αναφορά στην
«πατρίδα» και στην αναπτυξιακή-παραγωγική ανασυγκρότηση,
κατά τη γνώμη μου μη αρνητική), στην πραγματικότητα είναι μια
παρουσίαση η οποία διακρίνεται από αχρωματοψία. Υπάρχει μόνο ο
μαύρος γάτος και ο άσπρος γάτος, κανείς άλλος. Τυχαίνει η
πραγματικότητα να είναι πιο πολύχρωμη και πολύ πιο
πολυτασική, πολυσχιδής και πολυπαραγοντική. Τόσο γιατί
υπάρχουν πολλοί μαρξιστές που είναι «αντιπατριώτες» και παρ’ όλα
αυτά κατανοούν καλύτερα από το Κόκκινο Δίκτυο την
κεντρικότητα της αντιιμπεριαλιστικής ρήξης (π.χ. ΣΕΚ, ΟΚΔΕ
κ.ά.) ή ανήκουν σε άλλα «αντιπατριωτικά» ρεύματα και συγκλίνουν
με το Κόκκινο Δίκτυο στην αντιπαραθετική διάσταση
εθνικού-ταξικού (συμβουλιακός κομμουνισμός,
«αντιπατριωτικός» αλτουσερισμός κ.λπ.) όσο και γιατί, κυρίως,
υπάρχουν μαρξιστές που ανήκουν σε πολύ διαφορετικά ρεύματα
(πουλαντζιανός αλτουσερισμός, παραδοσιακός κομμουνισμός,
μαοϊσμός αριστερός ευρωκομμουνισμός κ.λπ.) οι οποίοι, ο
καθένας με πολύ διαφορετικό τρόπο, δεν έχουν πρόβλημα να
αναφέρονται στο «εθνικό» με θετικό τρόπο και να το συναρθρώνουν
πολύτροπα με το ταξικό. Συνεπώς, υπάρχουν πολλές
οικογένειες και πολλές αποχρώσεις και δεν υπάρχουν μόνο δύο είδη
γάτων.
Προσωπικά, μοιράζομαι με τον παλιό κύκλο των «Θέσεων» την
ανάλυση της καπιταλιστικά ανεπτυγμένης Ελλάδας και της μη
συνδρομής μιας οικονομικής εξάρτησης του τύπου παλιό ΚΚΕ ή
μητρόπολη-περιφέρεια, αλλά ταυτόχρονα κατανοώ ότι υπάρχουν
μετατοπίσεις στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό
εργασίας και, άρα, μια σημαντικά ανεπτυγμένη χώρα μπορεί να
υποβαθμιστεί δραματικά (όπως τώρα η Ελλάδα) και, συνεπώς,
μπορεί το Μεταβατικό Πρόγραμμα για το σοσιαλισμό να
συμπεριλάβει και μέτρα αντιεξάρτησης, εθνικής ανεξαρτησίας
και αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατικής συγκρότησης χωρίς να
αφίσταται από την καθοριστική αντίθεση κεφάλαιο/εργασία και
χωρίς να χάνει τον ορίζοντα της επικαιρότητας του σοσιαλισμού.
Αν θυμάμαι καλά, όλες οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού
αιώνα, πλην της Ρωσικής, η οποία ορθά συγκροτήθηκε κυρίως κατά
του σοσιαλσοβινισμού/πολέμου αλλά και χωρίς να παραγνωρίζει
τα εθνικά ζητήματα, και της ισπανικής, η οποία ξέσπασε σε ένα
πολυεθνοτικό κράτος, είχαν ισχυρή τη σύνδεση του
αντιιμπεριαλιστικού/εθνικοαπελευθερωτικού με το
ταξικό/σοσιαλιστικό και δεν είχαν τα ταμπού τα οποία
προβάλλονται σήμερα, και μάλιστα κάπως ταυτοτικά και
επιδεικτικά. Θυμίζω ένα σχετικό άρθρο μου με τον τίτλο
«Ιμπεριαλισμός, κυριαρχία, εξάρτηση, ταξική πάλη», στο
rednotebook.gr, το οποίο επεσήμαινε τις αποχρώσεις και ζητούσε
να βγούμε από το σχήμα είτε «Μητρόπολη-Περιφέρεια» είτε
ελληνικός ιμπεριαλισμός, κάτι σαν τον αμερικάνικο ή το
γερμανικό, και απόλυτη ενδογένεια της ταξικής σύγκρουσης.
Στο άρθρο μου αυτό υποστήριξα την άποψη ότι η Ελλάδα δεν είναι
αποικία ή κατεχόμενη χώρα (κάτι που ίσως σήμερα χρειάζεται
περισσότερη περίσκεψη ως θέση) αλλά δεν είναι και ο
ανερχόμενος καπιταλισμός του 1960-1970 ή του 1990 και ότι
υφίσταται ζήτημα βασικά πολιτικής εξάρτησης και υποτέλειας
από την ΕΕ για να αναπαραχθεί αποτελεσματικά η κεφαλαιακή
σχέση και οι ταξικές της συμμαχίες. Όποιος δεν το είδε από τον
Ιούλιο που πέρασε ως σήμερα, μάλλον δεν έχει πολύ καλή πολιτική
όραση. Ή τον τυφλώνει ο ιδιόμορφος ευρωπαϊσμός του.
Ασκείται μια κριτική στην έμφαση επί της εξόδου από το ευρώ και
στην κεντρικότητά της, η οποία επισημαίνει το ταξικό πρόσημο
και την ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία του εργατικού
εισοδήματος. Ας ξεκινήσω με την υπόθεση ότι η κριτική αυτή
είναι καλόπιστη. Θυμάμαι ότι όλοι/ες παλέψαμε στον ΣΥΡΙΖΑ υπέρ
της αποδέσμευσης ως θετικής διεξόδου και ότι δεν είχαμε
μείνει στο περιορισμένο σύνθημα «καμία θυσία για το ευρώ». Γι’
αυτό, άλλωστε, και συγκρουστήκαμε έντονα με την ευρωπαϊστική
άποψη της πλειοψηφίας, η οποία εκφραζόταν τότε συχνά και από τον
σ. Μηλιό ως υπεύθυνο οικονομικής πολιτικής και από τα
μετέπειτα στελέχη των «53» και μιλούσε για μετασχηματισμό
της ΕΕ από τα μέσα, θέση που προβαλλόταν ως «διεθνιστική» . Αυτή
τη στιγμή που η θέση της «ρήξης» ως «εξόδου» επιβεβαιώνεται
πλήρως από τα γεγονότα, δεν υπάρχει κανείς λόγος για να
αδυνατίσουμε αυτή την πολιτική μας κατάκτηση. Ούτε μπορούμε
να λέμε ότι θα πάρουμε όλα τα άλλα μεταβατικά μέτρα ως μια
αυριανή κυβέρνηση της Αριστεράς (τράπεζες, στρατηγικές
επιχειρήσεις, διαγραφή χρέους, αναστολή πληρωμών,
αντιλιτότητα) και τέλος θα δούμε αν αυτό οδηγεί αναγκαστικά στην
«έξοδο». Αυτή είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και δεν χρειάζεται να
γυρίσουμε με τη μηχανή του χρόνου στην αφετηρία για να
ξανακάνουμε το ίδιο μονότονο ταξίδι. Συνεπώς και χρειάζεται
να ενισχύσουμε την απολυτότητα της πολιτικής μας βούλησης ,
χωρίς «ναι μεν αλλά», αλλά και να περιγράψουμε την έξοδο ως άμεσο
εφαρμόσιμο πρόγραμμα με λύσεις για όλα τα υπαρκτά προβλήματα
(τρόφιμα, ενέργεια, φάρμακα, υποτίμηση και μισθοί, διεθνείς
συναλλαγές και συναλλαγματικά αποθέματα κ.λπ.). Όποιος δεν
θέλει να κάνει αυτή τη δήθεν «τεχνοκρατική δουλειά», ας απαντήσει
και στο γιατί πολλοί/ές δεν μας ψήφισαν γιατί δεν αναγνώρισαν τη
σοβαρή θεμελίωση μιας εναλλακτικής λύσης για την ελληνική
κοινωνία. Και ας πάψει να εμφανίζει την απουσία ή το
μειονέκτημα ως πολιτική αρετή.
Υπάρχει ζήτημα «ταξικού προσήμου» στην έξοδο από την Ευρωζώνη;
Και βέβαια υπάρχει. Θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει μια
καθαρά καπιταλιστική έξοδος, αν κάποια υπαρκτή μερίδα του
αστισμού το επεδίωκε. Δεν υπάρχει και, άρα, μια καπιταλιστική
διέξοδος θα ήταν ένας υποθετικός καπιταλισμός χωρίς
καπιταλιστές, έκφραση που ανήκει, όπως είναι γνωστό, στον Λένιν.
Επίσης, το σχέδιο Σόιμπλε είναι καταρχήν υπέρ μιας τραυματικής
παραμονής στην Ευρωζώνη. Λέει κάτι ο σ. Λαπαβίτσας περί
εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης; Προσωπικά, διαβάζοντας
τις επεξεργασίες του, δεν μου είναι διόλου προφανές, αν και ο
ίδιος σωστά υποστηρίζει ότι μια οικονομοτεχνική μελέτη και η
άρθρωσή της σε πολιτικό πρόγραμμα δεν ταυτίζονται
εκατέρωθεν, είναι διαπλεκόμενες αλλά και διακριτές
διαδικασίες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το λιγότερο που
μπορεί και πρέπει να ζητά ένα κόμμα με ηγεμονία της μισθωτής
εργασίας είναι η προστασία τουλάχιστον του εργατικού
εισοδήματος από μια πιθανή υποτίμηση του νομίσματος (π.χ.
ΑΤΑ) και η μη κατανόηση της ανταγωνιστικότητας ως μιας
νεοφιλελεύθερης στρατηγικής λιτότητας. Επίσης, πρέπει να
τίθεται ζήτημα αξιοπρεπών εργατικών εισοδηματικών
αυξήσεων, αλλά και δεν μπορεί ταυτόχρονα να υποτιμάται ότι μια
χώρα σε σύγκρουση με το ιμπεριαλιστικό πλέγμα θα είναι μια χώρα
σε στενό οικονομικό περιορισμό και δυσκολία. Σε αυτό το
πλαίσιο, τη ζημιά πρέπει κυρίως να την υποστεί το κεφάλαιο και
όχι η εργασία, αλλά όλες οι κοινωνικές δυνάμεις θα συμπιεστούν
για μια πρώτη περίοδο.
Από την άλλη μεριά, ας μας πουν οι σύντροφοι/ισσες του Κόκκινου
Δικτύου με κάπως σαφή τρόπο αν στη μεταβατική περίοδο ανάμεσα
στην πραγματική «κυβέρνηση της Αριστεράς» και στην
εργατική/λαϊκή εξουσία, μεταβατική περίοδο ενύπαρκτη σε
κάθε μεταβατικό πρόγραμμα ιστορικά και πλήρως αντιφατική, θα
υπάρχει κάποια μορφή οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικής
ανασυγκρότησης στη χώρα και αν αυτή η ανάπτυξη θα είναι και εν
μέρει καπιταλιστική ή μόνο σοσιαλιστική. Θεωρώ δεδομένο ότι
θα υπάρξει μια φάση παραγωγικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης
σε μια χώρα που έχει τσακιστεί από την ύφεση και την ανεργία, αν και
συμμερίζομαι τον προβληματισμό για τα όρια της προόδου και τη
μερική αποανάπτυξη ως στρατηγική τάση όπως, βεβαίως, και τα
περιβαλλοντικά όρια. Μπορεί αυτή η ανάπτυξη να έχει έντονα
δυαδικά και σοσιαλιστικά στοιχεία, έντονα στοιχεία εργατικού
ελέγχου, αυτοδιαχείρισης και κοινωνικού πειραματισμού,
αλλά αυτό δεν αποκλείει καθόλου την ύπαρξη και λειτουργία ενός
διακριτού καπιταλιστικού τομέα, με τον οποίο θα υπάρχει
αναγκαστικά μια μορφή κοινωνικού συμβολαίου. Αυτό που υπήρχε
στη Ρωσία ως το 1928 υπό μια μορφή σοσιαλιστικής εξουσίας, η ΝΕΠ,
μπορεί να αποκλειστεί για μια χώρα όπου μεταβατικά θα υπάρχει
μια μορφή «αριστερά διευθυνόμενης» καπιταλιστικής εξουσίας;
Αν κάποιος/α το πιστεύει ειλικρινώς, ας το περιγράψει κάπως
πειστικά και ας το συζητήσουμε. Ας μας πει επίσης αν η
λεγόμενη αλληλέγγυα και συνεταιριστική οικονομία είναι ένα
πρότυπο αμιγώς σοσιαλιστικό ή αν εμπεριέχει-ακόμη- στην πρώτη
φάση του σοβαρές καπιταλιστικές όψεις τόσο στην παραγωγή όσο
και στην κυκλοφορία. Ας μας πει επίσης αν πιστεύει ότι η πρώτη
φάση ακόμη και της σοσιαλιστικής καθαρά οικοδόμησης, η οποία
μόνο σε διεθνή κλίμακα μπορεί να ολοκληρωθεί, έχει ή δεν έχει
όψεις καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επίσης, πρέπει να
ξεκαθαριστεί αν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα
υπάρχουν -επιχειρήσεις είτε μικροαστικές είτε του μικρού
κεφαλαίου, αν απασχολούν μισθωτή εργασία- και αν θα υπάρχουν,
αν θα λειτουργούν με έναν τρόπο καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό ή
μικτό. Το να λέμε ότι η «ανάπτυξη», ακόμη και η καπιταλιστική
ανάπτυξη υπό έλεγχο, είναι απαγορευμένες σκέψεις, δείχνει πολύ
έντονα γιατί πολύς κόσμος θεωρεί ότι αυτό δεν είναι γραμμή μαζών
και της γυρίζει την πλάτη. Επίσης, ακόμη και μια καθαρά
σοσιαλιστική, δηλαδή μεταβατική μεταξύ καπιταλισμού και
κομμουνισμού, κοινωνία έχει ζητήματα οικονομικής
ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και σύγκρουσης στη
διεθνή αγορά, εκτός και αν είναι «Αλβανία» του Χότζα. Είναι αυτό κακό
να υποστηρίζεται και είναι αυτοδίκαια ρεφορμιστική λογική;
Δεν είναι «δεξιά γραμμή» το να ανοίγεις τη συζήτηση για την
αντιμνημονιακή αναπτυξιακή πορεία της χώρας αλλά και της
Ευρώπης, είναι λάθος «υπεραριστερή» γραμμή το να αγνοείς αυτή τη
συζήτηση. Και, βέβαια, υπάρχουν ανάμεσά μας απόψεις που είναι
με τα στάδια, αλλά δεν χρειάζεται να τα λέει κανείς αυτά στη νύφη
για να τα ακούει η πεθερά. Επίσης, είναι απολύτως ανεπαρκής η
άποψη που λέει ότι αυτά με τον ιμπεριαλισμό είναι παρωνυχίδες και
ότι το μόνο ζήτημα είναι το ενδογενώς ταξικό, το να
«φορολογήσουμε τους πλούσιους». Αυτό το καθαρά ενδογενώς
ταξικό είναι, εκτός από μονομερές, και κάπως μη ταξικό. Από πότε
η σφαίρα της διανομής, όπου και η φορολογία, είναι η βασική
σφαίρα του ταξικού ανταγωνισμού; Δεν πρέπει να δοθεί
προτεραιότητα στο ύψος του άμεσου και του κοινωνικού μισθού, ο
οποίος διαπερνά και τη σφαίρα της παραγωγής αλλά και τη σφαίρα
της διανομής; Και τέλος, αυτή είναι η σύγχρονη
αντικαπιταλιστική γραμμή, να αφήνουμε στο μακρινό μέλλον την
παρέμβαση στις σχέσεις παραγωγής (διεύθυνση/εκτέλεση,
έλεγχος στην εργασιακή διαδικασία) και να ασχολούμαστε στο
παρόν βασικά με τη διανομή και ιδίως τη φορολογία ως
προνομιακό πεδίο; Δεν λέω ότι δεν είναι βασικό πεδίο, αλλά ίσως
πρέπει να πούμε κάτι παραπάνω από το «να πληρώσουν οι πλούσιοι»,
να πούμε ότι μας ενδιαφέρει η παραγωγή η ίδια του πλούτου
(θυμάμαι σχετικά και τη διατύπωση αυτής της άποψης για τις
σφαίρες παραγωγής και διανομής στο 1ο τεύχος του περιοδικού
«Θέσεις» τον Οκτώβριο 1982, διατύπωση πάρα πολύ σωστή τότε αλλά και
μοναχική).
Βεβαίως, υπάρχει και το ζήτημα της «αριστερής πατρίδας», το αν
το «έθνος-κράτος» είναι μια κοινότητα που ανήκει αποκλειστικά
στο κεφάλαιο και στα δικά του φαντασιακά περιεχόμενα ή αν
υπάρχει χώρος για ταξική ηγεμονική επικράτηση μέσα στο
έθνος-κράτος κ.λπ. Αν υπάρχει σοσιαλιστική πατρίδα ή αν όλοι/ες
στο σοσιαλισμό ή και στον κομμουνισμό ακόμη θα ανήκουμε στην
«κοσμόπολη». Προσωπικά, είμαι με την τοπικότητα και με τη
διαφορά και όχι με την ομογενοποίηση των πολιτισμών, κάτι που
αξιολογώ για το σήμερα ως ακραία καπιταλιστική και
ιμπεριαλιστική λογική. Όμως, δεν είναι σωστό σε μια συζήτηση
για την Ευρωζώνη και τη ρήξη με την ΕΕ να τα κάνουμε όλα ίσωμα και
να λύνουμε μεταξύ μας όλων των ειδών τις ιστορικές αντιθέσεις.
Κλείνοντας, νομίζω ότι προσπάθησα καλόπιστα να απαντήσω στο
ερώτημα αν υπάρχει μόνο μια «λαϊκομετωπική» ή νεοκεϊνσιανή
γραμμή από τη μια και μια γραμμή
τεταρτοδιεθνιστικού-επαναστατικού τύπου από την άλλη και
υποστήριξα καλόπιστα ότι αυτές οι δύο γραμμές
αλληλοακυρώνονται παραπληρωματικά, παρά τα θετικά που
έχουν, και ότι υπάρχει και μια τρίτη και ίσως και μια τέταρτη
στρατηγική δυνατότητα. Η συζήτηση προσθέτει και δεν αφαιρεί
δυνατότητες. Ο χρόνος θα δείξει.
Μια μικρή ανταπάντηση με κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις από το ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΙΚΤΥΟ:
Ευχαριστούμε τον σ. Δημήτρη Μπελαντή, γιατί μπήκε στον κόπο να
απαντήσει στο άρθρο του Σωτήρη Μάρταλη το οποίο παρουσίασε μια
κριτική στις απόψεις του Κ. Λαπαβίτσα για την έξοδο από το ευρώ.
Θεωρούμε αναγκαίες κάποιες διευκρινίσεις:
α. Ο Σ.Μ. στο άρθρο του αναφερόταν σε ένα ρεύμα
«προτεξιονισμού» που έχει αναπτυχθεί σε τμήμα της αντι-ΕΕ
Αριστεράς στη Γαλλία, υπογραμμίζοντας την εκτίμηση ότι «το
μικρόβιο αυτό δεν έχει φτάσει στην Ελλάδα». Κατά συνέπεια δεν
αντιμετωπίζουμε τον σ. Μπελαντή, ή και άλλους με ανάλογες
απόψεις, ως ενδεχόμενους προτεξιονιστές, γι’ αυτό άλλωστε
μπορούμε να συνεργαζόμαστε στενά μαζί τους. Επίσης, θεωρούμε
ότι οι κριτικές που αναπόφευκτα θα ξεδιπλωθούν μεταξύ μας σε
τόσο «σκοτεινή» περίοδο είναι και θα πρέπει εξ ορισμού να
παραμείνουν καλόπιστες και όχι εξ υποθέσεως.
β. Ο σ. Δ.Μπ. αναφέρεται σε μια κρίσιμη έλλειψη: την
ανάγκη να περιγραφεί «(η έξοδος από το ευρώ) ως άμεσο εφαρμόσιμο
πρόγραμμα με λύσεις για όλα τα υπαρκτά προβλήματα (τρόφιμα,
ενέργεια, φάρμακα, υποτίμηση και μισθοί, διεθνείς συναλλαγές,
συναλλαγματικά αποθέματα κ.λπ.). Θα ήμασταν ευτυχείς αν
υπήρχε μια τέτοια συμπαγής και συνεκτική ανάλυση. Δυστυχώς
δεν υπάρχει. Το κενό αυτό δεν καλύπτεται από «εργασίες» όπου π.χ.
προχθές εκτιμούσαν ότι ο πληθωρισμός που θα προκληθεί από την
έξοδο από το ευρώ θα περιοριστεί στο 10%, ενώ χθες έκαναν λόγο για
τουλάχιστον… 20%.
Η κάλυψη αυτού του κενού είναι μια σοβαρή και σχετικά
μακρόχρονη διαδικασία επιλογών που ταυτίζεται με τη
συζήτηση σε οργανώσεις, κινήματα, κλάδους κ.ο.κ. Όποιος
εκτιμά ότι αρκεί για να προκύψει πρόγραμμα να καθίσει κάποιος
έμπειρος σε ένα Σαββατοκύριακο και να το γράψει, πιστεύουμε
πως κάνει λάθος. Δεν μας αρέσει να βαφτίζουμε την απουσία
προγράμματος αρετή, αλλά ούτε κάποιες (υποθετικές ή
πραγματικές) αρετές πρόγραμμα.
γ. Όλες οι σκέψεις που αναπτύσσει ο σ. Μπελαντής είναι
βοηθητικές και γόνιμες. Κυρίως η προσπάθειά του να συνδέσει
τις αναγκαίες επιλογές (όπως η έξοδος από το ευρώ) με τα
προβλήματα της γενικότερης στρατηγικής ενός κινήματος για
την ανατροπή της λιτότητας και της συνδεδεμένης με αυτό
Αριστεράς. Σε αυτό το επίπεδο, η συζήτηση πρέπει να
συνεχιστεί, και μπορεί να συνεχιστεί καλόπιστα και
συντροφικά.
Πηγή:http://rproject.gr/article/aspros-gatos-mayros-gatos-mia-kritiki-stis-apopseis-toy-kokkinoy-diktyoy
...//...
(ΙΙΙ). Η άποψη του Κ. Λαπαβίτσα για τη «μετάβαση σε εθνικό νόμισμα»
Του Σωτήρη Μάρταλη
Μέσα σε ένα σαφές μεταβατικό πρόγραμμα, που μόνο μια μαζική δύναμη της
ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να αναλάβει, η έξοδος από το ευρώ
παραμένει αναγκαία συνθήκη. Αλλά όχι ικανή. Γιατί αν ο στόχος αυτός
αποσπαστεί από το πλαίσιό του, αφήνει περιθώρια επικίνδυνων αυταπατών
για έναν κάποιο απελευθερωτικό ρόλο του νομίσματος.
Η επτάμηνη εμπειρία της διακυβέρνησης Τσίπρα αποδεικνύει με
τον πιο σταθερό τρόπο ότι αν μια πολιτική αντιλιτότητας, για
λογαριασμό των υποτελών τάξεων, δεν είναι διατεθειμένη να
έρθει σε ρήξη με τις ευρωηγεσίες και το ευρώ, είναι
καταδικασμένη να μετατραπεί στο αντίθετό της, σε μνημονιακή
πολιτική. Η πρόβλεψη αυτή υπήρχε, με προδρομικό τρόπο, στο
«ιδρυτικό» πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (καμιά θυσία για το ευρώ: αν
υποχρεωθούμε να επιλέξουμε μεταξύ της αντοχής του ευρώ και της
υπεράσπισης του λαού μας, θα επιλέξουμε την υπεράσπιση του
λαού...). Μετά την εμπειρία της Κύπρου, τόσο η Αριστερή Πλατφόρμα
συνολικά όσο και το Κόκκινο Δίκτυο ειδικότερα,
ριζοσπαστικοποιήσαμε αυτήν τη θέση μέσα στις διαμάχες στο
εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ: Το «καμιά θυσία για το ευρώ» δεν ήταν πλέον
αρκετός εξοπλισμός, η προετοιμασία για την αναπόφευκτη
σύγκρουση με τις ευρωηγεσίες και την έξοδο από το ευρώ
προβλήθηκε ως «αναγκαία συνθήκη» για την επιμονή στην πολιτική αντιλιτότητας.
Είναι όμως και «ικανή συνθήκη»; Ένας αριθμός συντρόφων
απαντά καταφατικά. Μάλιστα κάποιοι ισχυρίζονται ότι
διαθέτουν «τεχνικά τεκμηριωμένη» τη λύση, ότι διαθέτουν έναν
«οδικό χάρτη» για την έξοδο από την κρίση προς όφελος των λαϊκών
τάξεων μέσω της «μετάβασης σε εθνικό νόμισμα». Πρόσφατα ο
Δημήτρης Μπελαντής ισχυρίστηκε ότι η εκλογική ήττα της Λαϊκής
Ενότητας μπορεί να ερμηνευθεί στη βάση του ότι «δεν δόθηκε
τεχνικά τεκμηριωμένη λύση στα προβλήματα της επόμενης ημέρας
μετά την έξοδο», συμπληρώνοντας μάλιστα ότι «κάποιες δυνάμεις
(ΜΑΡΣ, Σχέδιο Β κ.ά.) είχαν αυτήν την τεχνογνωσία, αλλά η Αριστερή
Πλατφόρμα και η ΛΑΕ δεν την αξιοποίησαν...».
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν κάποιες σχετικές επεξεργασίες.
Οι πιο προωθημένες είναι του Κ. Λαπαβίτσα και του Χάινερ
Φλάσμπεκ («Σχέδιο Κοινωνικής Αλλαγής και Εθνικής
Ανασυγκρότησης για την Ελλάδα»). Οι απαντήσεις τους
διαθέτουν μια κάποια «τεχνική τεκμηρίωση». Όμως οι απαντήσεις
αυτές δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αφορούν στο ερώτημα της
νίκης μιας πολιτικής αντιλιτότητας, αλλά κυρίως στο ερώτημα
μιας πιθανής, γρήγορης εξόδου της «εθνικής οικονομίας» από την
κρίση, μέσω της μετάβασης από ένα «σκληρό» νόμισμα (το ευρώ) σε
ένα «μαλακό» νόμισμα (τη δραχμή). Και η ιστορία του
καπιταλισμού διδάσκει ότι αυτά τα δύο ερωτήματα δεν
ταυτίζονται, τουλάχιστον δεν ταυτίζονται αναγκαστικά. Ας
δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά την άποψη του Κ. Λαπαβίτσα, για να
δούμε αν θα μπορούσε να είναι οδηγός για δράση της ΛΑΕ ή και
γενικότερα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ποιος είναι ο σκοπός;
Ο Κ. Λαπαβίτσας ισχυρίζεται (βλ.: «Η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα», costaslapavitsas.blogspot.com) ότι: (α) η «ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας» θέτει τις βάσεις για ένα (β)
«σχέδιο ανάπτυξης που θα βασίζεται σε δημόσιες επενδύσεις,
αλλά θα ευνοεί παράλληλα τις ιδιωτικές επενδύσεις», ένα σχέδιο
που θα επιταχυνθεί από (γ) «την ανάκτηση της εγχώριας
αγοράς από τα εισαγόμενα προϊόντα, που θα αναβαθμίσει και θα
αναζωογονήσει το ρόλο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων... και
την τόνωση των εξαγωγών». Η πρόβλεψή του για αυτήν την έξοδο από
την κρίση είναι μάλιστα χρονικά ιδιαίτερα αισιόδοξη, αφού μιλά
για (δ) «δυνατότητα ταχύρυθμης ανάπτυξης, μετά τους πρώτους μήνες δυσκολιών...».
Ποιος θα είναι ο «κινητήρας» αυτής της δυναμικής επανεκκίνησης
της «εθνικής οικονομίας»; Ο Κ. Λαπαβίτσας απαντά ευθέως: η
υποτίμηση του νέου νομίσματος. («Η υποτίμηση του νέου
νομίσματος θα συμβάλει στην ανάκαμψη της ελληνικής
οικονομίας, τονώνοντας την εγχώρια παραγωγή και τις
εξαγωγές. Με τις εγκυρότερες εκτιμήσεις (σ.σ.: ;;), οι
επιπτώσεις στον πληθωρισμό θα κυμανθούν κοντά στο 10% για τον
πρώτο χρόνο και πτωτικά κατόπι».)
Είναι καθαρό ότι ο Κ. Λαπαβίτσας μιλά για ένα φιλόδοξο «σχέδιο»
εξόδου του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση, την κρίση που
συγκλονίζει τον διεθνή καπιταλισμό από το 2007-08. Θα
μπορούσαμε απέναντι σε αυτόν τον ισχυρισμό να επικαλεστούμε
όλη τη συζήτηση μεταξύ των μαρξιστών διεθνώς (συζήτηση που
επιμένει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τέτοια ειρηνική ή
«εύκολη» διέξοδος). Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε την
εκτίμηση μιας μεγάλης πλειοψηφίας οικονομολόγων που
προβλέπουν ότι αν οι εγκατεστημένες (κατά την περίοδο του
νεοφιλελευθερισμού) σχέσεις δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και
εργασίας δεν ανατραπούν από μεγάλους κοινωνικοπολιτικούς
ξεσηκωμούς, τότε η έξοδος από την κρίση (όταν έρθει...) θα έχει πολύ
πιο αιματηρά και πικρά για την τάξη μας χαρακτηριστικά. Δεν
θέλουμε όμως να βυζαντινολογήσουμε. Η άποψη του Κ. Λαπαβίτσα
δημιουργεί ένα απλό ερώτημα: αν υπάρχει μια τόσο εύκολη και
γρήγορη διέξοδος από την κρίση, τότε γιατί δεν
προσανατολίζεται προς αυτήν τη λύση ούτε ένα μειοψηφικό τμήμα
της κυρίαρχης τάξης; Οι καπιταλιστές –που κατά τεκμήριο
γνωρίζουν τα συμφέροντά τους καλύτερα από τον καθένα από εμάς–
γιατί επιμένουν πλειοψηφικά στη γραμμή «πάση θυσία στο ευρώ»;
Μια πρώτη απάντηση θα ήταν να μείνουμε στην εκτίμηση ότι το
κάνουν γιατί είναι «πουλημένοι», αναπαράγοντας με πρωτόγονο
τρόπο τις θεωρίες της εξάρτησης. Μια διαφορετική απάντηση
είναι να θυμηθούμε ότι οι καπιταλιστές γνωρίζουν ότι ο
προστατευτισμός και η υποτίμηση του νομίσματος ως όπλα στον
ανταγωνισμό, είναι μεν μέθοδοι, αλλά μέθοδοι περιορισμένης
αποτελεσματικότητας και διάρκειας. Γιατί γρήγορα
ακολουθούνται και από (πολλές) άλλες «εθνικές οικονομίες», με
αποτέλεσμα η κρίση να γίνεται βαθύτερη και πιο επικίνδυνη για
το σύστημα συνολικά.
Ποια είναι τα μέσα;
Ο σκοπός για τον οποίο παλεύει κανείς φωτίζεται σαφέστερα από τα μέσα στα οποία στηρίζεται για να τον επιτύχει.
Ο Κ.Λ. υπογραμμίζει: «Ο σημαντικότερος παράγοντας για
επιτυχημένη μετάβαση σε εθνικό νόμισμα είναι η
αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, που θα αντλεί δύναμη από τη
λαϊκή στήριξη και συμμετοχή...». Βλέπουμε εδώ να αναπαράγεται
μια θεμελιώδης εκτίμηση της ηγετικής ομάδας... Τσίπρα: η
αποφασιστικότητα μιας κυβέρνησης (που μάλιστα δεν
προσδιορίζεται ως κυβέρνηση της Αριστεράς, ή ως εργατική
κυβέρνηση, ή κάπως...) ως ο κινητήρας μιας ιστορικής
ανατροπής.
Για να μην αδικήσουμε όμως την άποψη, ας δούμε τα περιθώρια που
διαθέτει για να συνδυάζει την «αποφασιστικότητα της
κυβέρνησης» με την αναγκαία «λαϊκή στήριξη και συμμετοχή»:
Είναι γνωστό ότι η εργατική τάξη και οι λαϊκές δυνάμεις
κινητοποιούνται ή κατανοούν τα διάφορα «σχέδια»
στηριζόμενες σε υλικούς όρους. Η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ για
επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ σήμαινε: α) τη
δέσμευση για σχετικά άμεση αποκατάσταση της βλάβης που
υπέστησαν οι εργαζόμενοι κατά τη μνημονιακή περίοδο, και β)
τον γενικότερο ταξικό προσανατολισμό του προγράμματος του
ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό, άλλωστε, η εγκατάλειψη αυτού του στόχου ήταν η
πιο φανερή προειδοποίηση για την επερχόμενη «προδοσία» της
13ης Ιουλίου.
Στο «Σχέδιο Μετάβασης στο Εθνικό Νόμισμα» υπάρχει μια αναφορά
για μια κάποια «σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού», με
απροσδιόριστο το ρυθμό και τα κριτήρια της σταδιακότητας. Η
συμπλήρωση, μάλιστα, ότι «είναι σημαντικό να αυξηθούν οι
κατώτατοι μισθοί, αλλά πρέπει επίσης το οργανωμένο εργατικό
κίνημα να στηρίξει την προσπάθεια μετάβασης της χώρας σε
υγιέστερη βάση» δημιουργεί τη βάσιμη υπόνοια ότι οι ανάγκες των
εργαζομένων θεωρούνται υποδεέστερες των προτεραιοτήτων
εξυγίανσης της εθνικής οικονομίας.
Οι εμπειρογνώμονες των συνδικάτων (και πρόσφατα με μεγάλη
σαφήνεια ο Ηλίας Ιωακείμογλου) έχουν αποδείξει ότι η
ουσιαστική αύξηση των μισθών είναι αναντικατάστατη
προϋπόθεση για την ουσιαστική μείωση της ανεργίας, σε
αντίθεση με όσους εναποθέτουν τη λύση του προβλήματος των
ανέργων στους αυτοματισμούς της ανάπτυξης.
Δεν γνωρίζω από πού προκύπτει η βεβαιότητα του Κ.Λ. στην
εκτίμηση ότι η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα περιοριστεί
στο 10%. Όμως, όποιος κάνει τέτοιες προτάσεις οφείλει να προτείνει
παράλληλα και ταυτόχρονα, τουλάχιστον, ισόποση αύξηση των
μισθών (κάτι που σε περίοδο γρήγορου πληθωρισμού είναι
αμφίβολο αν επιτυγχάνεται ακόμα και με αναβίωση της
Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής, της αξέχαστης ΑΤΑ).
Αλλιώς, προτείνει μεταφορά πόρων από το εργατικό εισόδημα
στη χρηματοδότηση της... «εθνικής οικονομίας».
Αυτό το «Σχέδιο», προβλέποντας απογείωση του τουρισμού, των
εξαγωγών κ.ο.κ., στηρίζεται στην αυταπάτη μιας
«συμπεφωνημένης» με τις ντόπιες ελίτ εξόδου από το ευρώ.
Προβλέποντας ότι υπάρχει «δυνατότητα παραμονής στην ΕΕ... Η
Ελλάδα δεν θα απομονωθεί, αλλά θα ακολουθήσει μια
διαφορετική προσέγγιση από τις χώρες του πυρήνα της ΕΕ»,
στηρίζεται στην αυταπάτη μιας «συμπεφωνημένης» με τις
ευρωηγεσίες εξόδου από το ευρώ.
Πρόσφατα, ο σύντροφος Δ. Μπελαντής ανέπτυξε κριτική στο
Κόκκινο Δίκτυο σχετικά με μια κάποια δήθεν υποτίμηση της
αναγκαίας σύγκρουσης με τον ιμπεριαλισμό. Η «συμπεφωνημένη»
έξοδος δεν αποτελεί, νομίζουμε, καμιά σύγκρουση. Αντίθετα
αποτελεί μια παράλληλη αυταπάτη, διαφορετική αλλά ανάλογη
με εκείνη που ανέπτυξε το επιτελείο Τσίπρα, όταν ήλπιζε σε
«έντιμο συμβιβασμό» με τις ευρωηγεσίες.
Η αξία των εργασιών του Κ. Λαπαβίτσα βρίσκεται στην απόδειξη
της αναγκαιότητας της διαγραφής του χρέους, στην απόδειξη της
αναγκαιότητας εθνικοποίησης των τραπεζών, στην ανάδειξη της
απόλυτης προτεραιότητας του ζητήματος της ανεργίας, στην ίδια
την προσπάθεια όλα αυτά να συνταιριαστούν σε ένα συνεκτικό
κοινωνικοπολιτικό σχέδιο. Αυτά τα πολύτιμα στοιχεία της
προσφοράς του πρέπει να ενταχθούν σε ένα σαφές μεταβατικό
πρόγραμμα: με αρχή τη σύγκρουση με τα μνημόνια και τη λιτότητα,
αλλά και προοπτική τη γενικότερη σοσιαλιστική
απελευθέρωση της κοινωνίας.
Μέσα σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, που μόνο μια μαζική δύναμη της
ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να αναλάβει, η έξοδος από το
ευρώ παραμένει αναγκαία συνθήκη. Αλλά όχι ικανή. Γιατί αν ο
στόχος αυτός αποσπαστεί από το πλαίσιό του, αφήνει περιθώρια
επικίνδυνων αυταπατών για έναν κάποιο απελευθερωτικό ρόλο
του νομίσματος.
Υ.Γ.: Δυστυχώς, μέσα στη σύγχυση της Αριστεράς στην
Ευρώπη, ένα τμήμα της «αντι-Ευρώ» διανόησης έχει στραφεί ανοιχτά
(πχ στη Γαλλία) στον προστατευτισμό και στον οικονομικό
εθνικισμό. Με αποτέλεσμα στο πολιτικό πεδίο κάποιοι να
νοσταλγούν μιαν ισχυρή «γαλλική κυβέρνηση» τύπου Ντε Γκολ και να
κάνουν λόγο ακόμα και για συμμαχίες με το κόμμα της Λεπέν σε
«αντι-ΕΕ» βάση. Ασφαλώς αυτό το «μικρόβιο» δεν έχει φτάσει στην
Αριστερά στην Ελλάδα, όμως η κατρακύλα των προτεξιονιστών
πρέπει να ηχεί ως προειδοποίηση...
Σχόλια