Όταν κάποιος αρέσκεται να εκφέρει άποψη για το σχέδιο της Γερμανίας, θα πρέπει να έχει κατά νου το γερμανικό μοντέλο οικονομίας.
Προφανώς και η γερμανική οικονομία είναι βαρύτατα εξαγωγική οπότε και επιδιώκει να διαμορφώνει συνθήκες που ευνοούν αυτό ακριβώς: Τις εξαγωγές της.
Ας παραμετροποιήσουμε τις συνθήκες εκείνες που επηρεάζουν τις γερμανικές εξαγωγές:
Α) Η αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω: Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιτρέπουν στο μεγάλο κεφάλαιο να οργιάζει με την παράλληλη αποδόμηση του κράτους πρόνοιας σε πολλές χώρες έχουν περιορίσει την καταναλωτική ισχύ των μαζών στο δυτικό κόσμο.
Οι πολύ πλούσιοι γίνονται ακόμη πλουσιότεροι, κάποιοι πλούσιοι πολύ πλούσιοι και κάποιοι άλλοι μεσαίοι, όλο και περισσότερο μεσαίοι γίνονται φτωχοί και όλοι και περισσότερο φτωχοί άποροι. Η φοβερή άνθηση του εμπορίου των ειδών υπερπολυτελείας δεν μπορεί να αναπληρώσει την γενική απώλεια της καταναλωτικής ισχύος των πληθυσμών.
Ελάχιστες πολιτικές δυνάμεις στέργουν για να ανατρέψουν τις συνθήκες αναδιανομής πλούτου προς τα πάνω
Β) Αποεπένδυση: Η μεγάλη απώλεια ελέγχου στον ιδιωτικό πλούτο που έφερε ο νεοφιλελευθερισμός έστρεψε τα μεγάλα κεφάλαια στις νέες μορφές καζινοκαπιταλισμού που έχουν σχεδόν μηδενικά οφέλη για την πραγματική οικονομία: Όταν κάποιος μπορούσε και δυστυχώς ακόμη μπορεί να διπλασιάσει σχεδόν στιγμιαία κεφάλαια επενδύοντας σε τοξικά προϊόντα ή σε στοιχηματικού τύπου διακυμάνσεις οικονομικών μεγεθών τα οποία μπορεί ο ίδιος και οι «συνεπενδυτές» του να επηρεάσουν, η επένδυση οι παραγωγικές επενδύσεις δεν μοιάζουν και τόσο ελκυστικές.
Ελάχιστες πολιτικές δυνάμεις στρέφονται κατά του καζινοκαπιταλισμού που θρέφει την αποεπένδυση.
Η αποεπένδυση ωφελεί την αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω ενώ παράγει καταστροφικά φαινόμενα για τις εθνικές και τοπικές οικονομίες: Λιγότερες επενδύσεις, λιγότερες δουλειές, περισσότερη ανεργία και λιγότεροι πόροι για να επενδυθούν από τα κράτη.
Όταν δε τα κράτη έχουν να εξυπηρετήσουν παράλληλα και δυσανάλογα χρέη, είναι πλέον αναγκασμένα να ξεπουλήσουν όλες τις υποδομές τους. Σε περιβάλλον αποεπένδυσης όμως η πώληση της δημόσιας περιουσίας και υποδομών γίνεται με όρους περισσότερο παραχώρησης, ούτε καν «πώλησης», πόσο μάλλον αξιοποίησης ή συνεκμετάλλευσης.
Γ) Οι νομισματικές ισοτιμίες: Η νομισματική σταθερότητα είναι σημαντική καθώς ελκύει μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών στο σταθερό νόμισμα.
Για εξαγωγικές δυνάμεις όμως που δεν έχουν άμεσα ζητήματα χρέους, η σταθερότητα ενός νομίσματος καλό είναι να βρίσκεται στο κάτω άκρο των διακυμάνσεων. Ένα φθηνότερο ευρώ π.χ κάνει τα γερμανικά προϊόντα περισσότερο ανταγωνιστικά.
Η μεσογειακή κρίση κρατάει το ευρώ στα χαμηλά όρια των διακυμάνσεων του. Έξοδος από το ευρώ των προβληματικών χωρών της ευρωζώνης θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε ένα σκληρό ευρώ, ένα ευρωμάρκο μετά από μια μεταβατική περίοδο αβέβαιου και φθηνού ευρώ.
Ας αρχίσουμε να συνδυάζουμε όλα τα παραπάνω.
Τυχούσες πρώην χώρες της ευρωζώνης δε θα μπορούν εύκολα να αγοράσουν γερμανικά προϊόντα με τα υποτιμημένα νέα εθνικά τους νομίσματα. Θα είναι υποχρεωμένες, αν θέλουν να επιβιώσουν, να ξαναδημιουργήσουν παραγωγική βάση.
Αυτό σε συνδυασμό με την ανατίμηση του ευρωμάρκου, θα μειώσει δραματικά τις γερμανικές εξαγωγές προς αυτές.
Αυτός είναι άλλωστε που ο Σόιμπλε και το μεγαλύτερο κομμάτι της γερμανικής πολιτικής σκηνής φανήκαν ικανοποιημένοι από την υπογραφή τρίτου μνημονίου, ενός μνημονίου πλέον γερμανικού.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν στο plan A του γερμανικού ιμπεριαλισμού:
Οι εξαγωγικές προοπτικές της Γερμανίας δεν είναι ευοίωνες για τρεις λόγους: Ένας είναι ότι έχει φτωχοποιήσει τους παλιούς καλούς πελάτες της του Ευρωπαϊκού Νότου. Ο άλλος είναι ότι ο Ουκρανικός εμφύλιος για τον οποίο ευθύνεται ο γερμανικός μεγαλοιεδεατισμός μαζί με τα αμερικανικά γεωστρατηγικά δόγματα, έχουν περιορίσει τις μέχρι και πρόσφατα πολύ καλές Γερμανορωσικές εμπορικές σχέσεις.
Έτσι η Γερμανία έστρεψε εύλογα το βλέμμα της στις τεράστιες ασιατικές αγορές στις οποίες θα επιθυμούσε σφόδρα να αποκτήσει μεγαλύτερη διείσδυση καθώς οι ευρωπαϊκές της εξαγωγικές προοπτικές δε δείχνουν τόσο καλές όσο κατά το παρελθόν.
Η Κινέζικη κυβέρνηση, με την πρόσφατη υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος έβαλε κάποιο φρένο στις εξαγωγικές φιλοδοξίες της Δύσης, για αυτό άλλωστε και η κίνηση αυτή καταδικάστηκε ως «νομισματικός πόλεμος» από το δυτικό κόσμο.
Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή κρίση έχει κάνει την Γερμανία κατά εκατοντάδες δις πλουσιότερη καθώς οι πανικόβλητοι καταθέτες έσπευσαν να εξασφαλίσουν τις καταθέσεις τους σε γερμανικές τράπεζες με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, παρέχοντας άφθονα κεφάλαια στη Γερμανία σχεδόν τσάμπα.
Πως μπορεί λοιπόν η Γερμανία να διατηρήσει την «εξωστρέφεια» της;
Ας δούμε το παράδειγμα της Ελλάδας: δύο μνημόνια με τα γνωστά επακόλουθα τους όχι μόνο δεν έφεραν σοβαρές επενδύσεις όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αποεπένδυσης σε συνδυασμό πάντα με τις ελληνικές δομικές στρεβλώσεις αλλά και έδιωξαν μαζικά υφιστάμενες ενώ ακόμη περισσότερες χαθήκαν.
Αν αυτό το επιτύχουν, θα έχουν ισχυρότατο επιχείρημα για να το επαναλάβουν και σε άλλες προβληματικές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς οι κρίσεις της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλλίας και της Ιρλανδίας δεν έχουν ξεπεραστεί απλά έχουν «κατασταλεί» προσωρινά.
Η Γαλλία είναι ο τελικός στόχος του Γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι Γάλλοι σκίστηκαν για να υπογράψουμε συμφωνία. Δεν πάλεψαν για μια καλή συμφωνία: πάλεψαν για όποια συμφωνία γιατί το grexit θα σήμαινε για τις τράπεζες τους απώλειες πολλών δις από τα δάνεια προς την Ελλάδα και θα τους έφερνε πιο κοντά στα σαγόνια της Γερμανίας. Με το μνημόνιο 3, η Γαλλία δεν έσωσε την Ελλάδα για να σωθεί η ΕΕ. Θυσίασε την Ελλάδα για να σωθεί η ίδια προσωρινά από το γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Αυτό είναι το «σχέδιο Σόιμπλε». Ότι δεν κατάφεραν οι Γερμανοί με τα όπλα, να το κάνουν με την οικονομία.
Οι γερμανικές επενδύσεις στη Μεσόγειο, θα οδηγήσουν πλέον τους Γερμανούς στην ανάγκη να εκφράσουν και γεωπολιτικές επιδιώξεις.
Τι θα κάνουν όμως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι Αμερικανοί;
Η πρώην αμερικάνικη αυτοκρατορία είχε επιρροή σε πέντε ηπείρους. Και έχει πλέον, λόγο κακής στόχευσης, χάσει μεγάλο κομμάτι της και στις πέντε ηπείρους.
Όταν έχει χάσει εδώ και καιρό και κάτω από τη μύτη της πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής χωρίς μάλιστα αυτές οι χώρες να έχουν κάποια άλλη μεγάλη δύναμη να στραφούν, η απώλεια επιρροής τους στην Ευρώπη του ισχυρού Γερμανικού πόλου δεν είναι διόλου απίθανη.
Για όσους τους έχει διαφύγει, η Γερμανία επανενώθηκε το 1990. Λίγα χρόνια μετά ξεκινά το εγχείρημα της Γερμανικής Ευρώπης σημαντικό προστάδιο της οποίας υπήρξε η Γερμανική κυβέρνηση Σημίτη το 1996.
Η κυβέρνηση Σημίτη υπάρχει υπογείως μέχρι τις μέρες μας καθώς άνθρωποι του στελεχώνουν σημαντικά πόστα της διοίκησης σε όλες τις επόμενες κυβερνήσεις.
Οι Γερμανοί δεν ήθελαν μια νέα Κυβέρνηση Σημίτη στα χρόνια του μνημονίου καθώς αυτή έχει ταυτιστεί και δικαίως με το Ζόφο ενώ δε θα ήθελαν να φθαρεί μια «δική τους κυβέρνηση». Με την εξαίρεση τον Γιωργάκη Παπανδρέου που ήταν άνθρωπος των αμερικανών, μια εξαίρεση αναπάντεχα ευχάριστη για τους Γερμανούς καθώς έφερε την τόσο χρήσιμη για τις γερμανικές φιλοδοξίες ευρωπαϊκή κρίση, οι επόμενες κυβερνήσεις παρότι είχαν τα απαραίτητα ποσοστά σημιτισμού, δεν ήταν αμιγώς γερμανικές, δεν είχαν φτιαχτεί από το γερμανικό παράγοντα. Απλά σερνόμενοι και στα τέσσερα ενέδωσαν σε αυτόν.
Ικανοποιημένη λοιπόν βλέπει η Γερμανία, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, παραδομένο σε αυτούς, να φθείρεται με ταχύτητες που ζει μεγαλώνει και πεθαίνει μια πυγολαμπίδα.
Η αμιγώς γερμανική κυβέρνηση εκτιμώ ότι θα έρθει στη χώρα στα τέλη της δεκαετίας.
Και θα είναι δεξιά, αφού η ελληνική αριστερά για μια ακόμη φορά έπαιξε το γνωστό της μεταπολιτευτικό ρόλο: να αυτοακυρώνεται, να αυτοαναιρείται, να φθείρεται και να διαφθείρεται και να αναχαιτίζει οτιδήποτε το ριζοσπαστικό θα επιχειρούσε να σπάσει τα δεσμά υποτέλειας της χώρας.
Αυτό είναι λοιπόν το σχέδιο Σόιμπλε.
Δεν έχει καμία σχέση με Λαφαζάνηδες και Στρατούληδες.
Πέτρος Αργυρίου, agriazwa.blogspot.com, 20/8/2015.
Προφανώς και η γερμανική οικονομία είναι βαρύτατα εξαγωγική οπότε και επιδιώκει να διαμορφώνει συνθήκες που ευνοούν αυτό ακριβώς: Τις εξαγωγές της.
Ας παραμετροποιήσουμε τις συνθήκες εκείνες που επηρεάζουν τις γερμανικές εξαγωγές:
Α) Η αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω: Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιτρέπουν στο μεγάλο κεφάλαιο να οργιάζει με την παράλληλη αποδόμηση του κράτους πρόνοιας σε πολλές χώρες έχουν περιορίσει την καταναλωτική ισχύ των μαζών στο δυτικό κόσμο.
Οι πολύ πλούσιοι γίνονται ακόμη πλουσιότεροι, κάποιοι πλούσιοι πολύ πλούσιοι και κάποιοι άλλοι μεσαίοι, όλο και περισσότερο μεσαίοι γίνονται φτωχοί και όλοι και περισσότερο φτωχοί άποροι. Η φοβερή άνθηση του εμπορίου των ειδών υπερπολυτελείας δεν μπορεί να αναπληρώσει την γενική απώλεια της καταναλωτικής ισχύος των πληθυσμών.
Ελάχιστες πολιτικές δυνάμεις στέργουν για να ανατρέψουν τις συνθήκες αναδιανομής πλούτου προς τα πάνω
Β) Αποεπένδυση: Η μεγάλη απώλεια ελέγχου στον ιδιωτικό πλούτο που έφερε ο νεοφιλελευθερισμός έστρεψε τα μεγάλα κεφάλαια στις νέες μορφές καζινοκαπιταλισμού που έχουν σχεδόν μηδενικά οφέλη για την πραγματική οικονομία: Όταν κάποιος μπορούσε και δυστυχώς ακόμη μπορεί να διπλασιάσει σχεδόν στιγμιαία κεφάλαια επενδύοντας σε τοξικά προϊόντα ή σε στοιχηματικού τύπου διακυμάνσεις οικονομικών μεγεθών τα οποία μπορεί ο ίδιος και οι «συνεπενδυτές» του να επηρεάσουν, η επένδυση οι παραγωγικές επενδύσεις δεν μοιάζουν και τόσο ελκυστικές.
Ελάχιστες πολιτικές δυνάμεις στρέφονται κατά του καζινοκαπιταλισμού που θρέφει την αποεπένδυση.
Η αποεπένδυση ωφελεί την αναδιανομή του πλούτου προς τα πάνω ενώ παράγει καταστροφικά φαινόμενα για τις εθνικές και τοπικές οικονομίες: Λιγότερες επενδύσεις, λιγότερες δουλειές, περισσότερη ανεργία και λιγότεροι πόροι για να επενδυθούν από τα κράτη.
Όταν δε τα κράτη έχουν να εξυπηρετήσουν παράλληλα και δυσανάλογα χρέη, είναι πλέον αναγκασμένα να ξεπουλήσουν όλες τις υποδομές τους. Σε περιβάλλον αποεπένδυσης όμως η πώληση της δημόσιας περιουσίας και υποδομών γίνεται με όρους περισσότερο παραχώρησης, ούτε καν «πώλησης», πόσο μάλλον αξιοποίησης ή συνεκμετάλλευσης.
Γ) Οι νομισματικές ισοτιμίες: Η νομισματική σταθερότητα είναι σημαντική καθώς ελκύει μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών στο σταθερό νόμισμα.
Για εξαγωγικές δυνάμεις όμως που δεν έχουν άμεσα ζητήματα χρέους, η σταθερότητα ενός νομίσματος καλό είναι να βρίσκεται στο κάτω άκρο των διακυμάνσεων. Ένα φθηνότερο ευρώ π.χ κάνει τα γερμανικά προϊόντα περισσότερο ανταγωνιστικά.
Η μεσογειακή κρίση κρατάει το ευρώ στα χαμηλά όρια των διακυμάνσεων του. Έξοδος από το ευρώ των προβληματικών χωρών της ευρωζώνης θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε ένα σκληρό ευρώ, ένα ευρωμάρκο μετά από μια μεταβατική περίοδο αβέβαιου και φθηνού ευρώ.
Ας αρχίσουμε να συνδυάζουμε όλα τα παραπάνω.
Τυχούσες πρώην χώρες της ευρωζώνης δε θα μπορούν εύκολα να αγοράσουν γερμανικά προϊόντα με τα υποτιμημένα νέα εθνικά τους νομίσματα. Θα είναι υποχρεωμένες, αν θέλουν να επιβιώσουν, να ξαναδημιουργήσουν παραγωγική βάση.
Αυτό σε συνδυασμό με την ανατίμηση του ευρωμάρκου, θα μειώσει δραματικά τις γερμανικές εξαγωγές προς αυτές.
- Αυτό λοιπόν που περιγράφεται από τα παπαγαλάκια της δεξιάς και αριστεράς πλέον ως «σχέδιο Σόιμπλε» είναι ουσιαστικά μια έσχατη καταφυγή της Γερμανίας σε περίπτωση μερικής αποδόμησης της Ευρωζώνης. Είναι το plan C της γερμανικής οικονομίας, ούτε καν το plan B. Η Γερμανία όφειλε να το έχει, το είχε και της φάνηκε και εξαιρετικά χρήσιμο.
- Δεδομένης της ευρωεξάρτησης πολλών χωρών της Ευρώπης, ο Σόιμπλε εκβίαζε με το plan C του άλλες κυβερνήσεις, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι ίδιες με τίποτε δε θα ρίσκαραν νέα εθνικά νομίσματα. Ο Σόιμπλε χρησιμοποίησε το Plan C απέναντι σε άβουλους πολιτικούς για να περνάει το plan A του, την γερμανική Ευρώπη.
Αυτός είναι άλλωστε που ο Σόιμπλε και το μεγαλύτερο κομμάτι της γερμανικής πολιτικής σκηνής φανήκαν ικανοποιημένοι από την υπογραφή τρίτου μνημονίου, ενός μνημονίου πλέον γερμανικού.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν στο plan A του γερμανικού ιμπεριαλισμού:
Οι εξαγωγικές προοπτικές της Γερμανίας δεν είναι ευοίωνες για τρεις λόγους: Ένας είναι ότι έχει φτωχοποιήσει τους παλιούς καλούς πελάτες της του Ευρωπαϊκού Νότου. Ο άλλος είναι ότι ο Ουκρανικός εμφύλιος για τον οποίο ευθύνεται ο γερμανικός μεγαλοιεδεατισμός μαζί με τα αμερικανικά γεωστρατηγικά δόγματα, έχουν περιορίσει τις μέχρι και πρόσφατα πολύ καλές Γερμανορωσικές εμπορικές σχέσεις.
Έτσι η Γερμανία έστρεψε εύλογα το βλέμμα της στις τεράστιες ασιατικές αγορές στις οποίες θα επιθυμούσε σφόδρα να αποκτήσει μεγαλύτερη διείσδυση καθώς οι ευρωπαϊκές της εξαγωγικές προοπτικές δε δείχνουν τόσο καλές όσο κατά το παρελθόν.
Η Κινέζικη κυβέρνηση, με την πρόσφατη υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος έβαλε κάποιο φρένο στις εξαγωγικές φιλοδοξίες της Δύσης, για αυτό άλλωστε και η κίνηση αυτή καταδικάστηκε ως «νομισματικός πόλεμος» από το δυτικό κόσμο.
Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή κρίση έχει κάνει την Γερμανία κατά εκατοντάδες δις πλουσιότερη καθώς οι πανικόβλητοι καταθέτες έσπευσαν να εξασφαλίσουν τις καταθέσεις τους σε γερμανικές τράπεζες με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, παρέχοντας άφθονα κεφάλαια στη Γερμανία σχεδόν τσάμπα.
Πως μπορεί λοιπόν η Γερμανία να διατηρήσει την «εξωστρέφεια» της;
Ας δούμε το παράδειγμα της Ελλάδας: δύο μνημόνια με τα γνωστά επακόλουθα τους όχι μόνο δεν έφεραν σοβαρές επενδύσεις όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αποεπένδυσης σε συνδυασμό πάντα με τις ελληνικές δομικές στρεβλώσεις αλλά και έδιωξαν μαζικά υφιστάμενες ενώ ακόμη περισσότερες χαθήκαν.
- Με τη Γερμανία να έχει φτιάξει το δικό της ΔΝΤ, τον ESM στον οποίο πλέον υπαγόμαστε και με το ρόλο του ΔΝΤ στην ευρωπαϊκή κρίση να έχει υποβαθμιστεί, οι Γερμανοί πλέον είναι έτοιμοι να τοποθετηθούν σε πραγματικές θέσεις της ελληνικής οικονομίας την οποία θα συνεχίζουν να συρρικνώνουν μέχρι να έχουν αγοράσει ότι αυτοί κρίνουν ως μελλοντικά κερδοφόρο.
- Υπολογίζουμε πρόχειρα ότι αυτή η διαδικασία θα διαρκέσει περίπου μια τριετία. Όταν συμβεί αυτό, οι Γερμανοί θα χαλαρώσουν τη θηλιά χρέους και θα προσπαθήσουν να βελτιώσουν τα μακροοικονομικά της χώρας για να αυξήσουν τη δική τους κερδοφορία αλλά και την καταναλωτική ισχύ της χώρας και άρα και τις εξαγωγές τους.
Αν αυτό το επιτύχουν, θα έχουν ισχυρότατο επιχείρημα για να το επαναλάβουν και σε άλλες προβληματικές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς οι κρίσεις της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλλίας και της Ιρλανδίας δεν έχουν ξεπεραστεί απλά έχουν «κατασταλεί» προσωρινά.
Η Γαλλία είναι ο τελικός στόχος του Γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι Γάλλοι σκίστηκαν για να υπογράψουμε συμφωνία. Δεν πάλεψαν για μια καλή συμφωνία: πάλεψαν για όποια συμφωνία γιατί το grexit θα σήμαινε για τις τράπεζες τους απώλειες πολλών δις από τα δάνεια προς την Ελλάδα και θα τους έφερνε πιο κοντά στα σαγόνια της Γερμανίας. Με το μνημόνιο 3, η Γαλλία δεν έσωσε την Ελλάδα για να σωθεί η ΕΕ. Θυσίασε την Ελλάδα για να σωθεί η ίδια προσωρινά από το γερμανικό ιμπεριαλισμό.
- Να σημειωθεί πως η Γερμανία είναι σε μεγάλο βαθμό κρατίστικη. Το νεοφιλελευθερισμό τον χρησιμοποιεί όπως τον χρησιμοποιούσε παλιότερη η Αμερική, σαν όπλο ιμπεριαλιστής επιβολής.
- Από τις ιδρυτικές άλλωστε πράξεις του μνημονίου 3 ήταν η εξαγορά 14 αεροδρομίων της Ελλάδας από την ημικρατική Fraport.
- Όταν ολοκληρωθεί το ευρύτερο γερμανικό σχέδιο, υπολογίζουμε σε μια δεκαετία από τώρα, με τους Γερμανούς να έχουν τοποθετηθεί σε σημαντικές θέσεις σε πολλές προβληματικές χώρες, τότε θα έρθει «η ευρωπαϊκή ανάπτυξη», μαζί μάλλον και με τις TTIP, τις διατλαντικές συμφωνίες εμπορίου που διακαώς επιθυμεί η Αμερική, κάτι που μαζί με τον ESM θα κεφαλοκλειδώσει όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις των προβληματικών χωρών.
Αυτό είναι το «σχέδιο Σόιμπλε». Ότι δεν κατάφεραν οι Γερμανοί με τα όπλα, να το κάνουν με την οικονομία.
Οι γερμανικές επενδύσεις στη Μεσόγειο, θα οδηγήσουν πλέον τους Γερμανούς στην ανάγκη να εκφράσουν και γεωπολιτικές επιδιώξεις.
Τι θα κάνουν όμως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι Αμερικανοί;
Η πρώην αμερικάνικη αυτοκρατορία είχε επιρροή σε πέντε ηπείρους. Και έχει πλέον, λόγο κακής στόχευσης, χάσει μεγάλο κομμάτι της και στις πέντε ηπείρους.
Όταν έχει χάσει εδώ και καιρό και κάτω από τη μύτη της πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής χωρίς μάλιστα αυτές οι χώρες να έχουν κάποια άλλη μεγάλη δύναμη να στραφούν, η απώλεια επιρροής τους στην Ευρώπη του ισχυρού Γερμανικού πόλου δεν είναι διόλου απίθανη.
Για όσους τους έχει διαφύγει, η Γερμανία επανενώθηκε το 1990. Λίγα χρόνια μετά ξεκινά το εγχείρημα της Γερμανικής Ευρώπης σημαντικό προστάδιο της οποίας υπήρξε η Γερμανική κυβέρνηση Σημίτη το 1996.
Η κυβέρνηση Σημίτη υπάρχει υπογείως μέχρι τις μέρες μας καθώς άνθρωποι του στελεχώνουν σημαντικά πόστα της διοίκησης σε όλες τις επόμενες κυβερνήσεις.
Οι Γερμανοί δεν ήθελαν μια νέα Κυβέρνηση Σημίτη στα χρόνια του μνημονίου καθώς αυτή έχει ταυτιστεί και δικαίως με το Ζόφο ενώ δε θα ήθελαν να φθαρεί μια «δική τους κυβέρνηση». Με την εξαίρεση τον Γιωργάκη Παπανδρέου που ήταν άνθρωπος των αμερικανών, μια εξαίρεση αναπάντεχα ευχάριστη για τους Γερμανούς καθώς έφερε την τόσο χρήσιμη για τις γερμανικές φιλοδοξίες ευρωπαϊκή κρίση, οι επόμενες κυβερνήσεις παρότι είχαν τα απαραίτητα ποσοστά σημιτισμού, δεν ήταν αμιγώς γερμανικές, δεν είχαν φτιαχτεί από το γερμανικό παράγοντα. Απλά σερνόμενοι και στα τέσσερα ενέδωσαν σε αυτόν.
Ικανοποιημένη λοιπόν βλέπει η Γερμανία, το ελληνικό πολιτικό σύστημα, παραδομένο σε αυτούς, να φθείρεται με ταχύτητες που ζει μεγαλώνει και πεθαίνει μια πυγολαμπίδα.
Η αμιγώς γερμανική κυβέρνηση εκτιμώ ότι θα έρθει στη χώρα στα τέλη της δεκαετίας.
Και θα είναι δεξιά, αφού η ελληνική αριστερά για μια ακόμη φορά έπαιξε το γνωστό της μεταπολιτευτικό ρόλο: να αυτοακυρώνεται, να αυτοαναιρείται, να φθείρεται και να διαφθείρεται και να αναχαιτίζει οτιδήποτε το ριζοσπαστικό θα επιχειρούσε να σπάσει τα δεσμά υποτέλειας της χώρας.
Αυτό είναι λοιπόν το σχέδιο Σόιμπλε.
Δεν έχει καμία σχέση με Λαφαζάνηδες και Στρατούληδες.
- Και πολύ αμφίβολο είναι οποιοδήποτε κόμμα που προέρχεται από την ελληνική κομματοκρατία, μείζονα ή ελάσσονα, να μπορέσει να το ακυρώσει.
- Γιατί οι Γερμανοί πολιτικοί έχουν πάντα κάτι που ελάχιστοι Έλληνες πολιτικοί είχαν ποτέ: Σχέδιο, που δεν σκαρφίστηκαν στο τσακίρ κέφι πανήγυρης ή απλού γλεντιού.
Πέτρος Αργυρίου, agriazwa.blogspot.com, 20/8/2015.
Σχόλια