Μπήκα
με άδεια τα χέρια στη σκήτη μου.
Τους
καρπούς τώρα τους γεύεσαι γη ― εγώ δεν υπάρχω.
Δεν
ακούς πια τη φωνή μου ― δεν ακούς
έχεις
δικιά σου φωνή ― δικά σου τα τείχη.
Φυτεύεις
τα δέντρα ― το στάρι ανθεί σε πελάγη.
Πάνω
στο δικό μου το σώμα χτίζεις τις πόλεις.
Οι
πόλεις έχουν δικό τους πια σώμα.
Καμιά
σιωπή ― λάμψη καμιά.
Περπατάς
στους μεγάλους σου δρόμους
ζεύεις
τους ποταμούς ― τα βουνά
τρέχεις
στα δάση
ανασταίνεις
τους ήχους τους αυλούς τα νερά σε τραγούδια.
Τη
νύχτα βγαίνω ― κοιτάζω μακριά στο γιαλό
κοιτάζω
βαθιά μες στα δάση
ανάβω
μια μικρή φλόγα στη γη ― ακούω τους ήχους
αυτούς
που δεν θ’ ακούσει πια κανείς ― ακούω και τρέμω.
Ματώνω
τα χέρια στους λόγγους ― ματώνω τα γόνατα
―Το ρήγμα ψάχνω να βρω σ’ αυτό
το μπετόν―
το
ρήγμα. ― Στο σκουλήκι της γης την φλόγα υψώνω.
Τρέχω
μέσα στη νύχτα
τρέχω
με τ’ άλογο μου
βάζω
πασσάλους πάνω στα όρη ― σημαδεύω τους δρόμους
ακούω
ούρλιασμα λύκων ―ακούω φωνές― ακούω βουή καταρράχτες βιάζομαι
βιάζομαι
Πριν αλέκτωρ λαλήσει
η
νύχτα είναι μικρή ― μεγαλώνει
ο
άνεμος ετοιμάζει την έφοδο ― οι φωνές
«κοίτα» ― «τώρα» ― «το άλλο
βράδυ» ―
πρέπει
πάλι να σας μιλήσω.
Μη
με κοιτάτε παράξενα.
Κανένας
δεν με γνωρίζει;
V
Δεν
ήρθα να ξαφνιάσω τις μέρες σας ― δεν κρατώ τη ρομφαία.
Κυκλοφορούσα
αιώνες μέσα στο πλήθος σας
μαζεύοντας
σκόρπιους σπόρους.
Δεν
ήρθα να σταματήσω τους ποταμούς τα νερά
τους
καρπούς ― δεν ήρθα.
Κυκλοφορούσα
μέσα στους ήχους σας ― τόσους αιώνες.
Ανέμιζα
μαύρα λάβαρα στις αρτηρίες των δρόμων
με
την καρδιά μου καρφωμένη στο φοβερό πάσσαλο σας καλούσα ―
Δεν
ήρθα να καταργήσω το νόμο.
Ανεβαίνω
εδώ σ’ αυτή την αγχόνη ― αυτή τη στιγμή
σας
δίνω το σχήμα σας ― σας καλώ.
Δεν
ήρθα σαν ξένος ― δεν ήρθα.
Είμαι
ο άνεμος η βροχή τα έρημα δάση
είμαι
ο καταρράχτης το νερό το πουλί
αυτή
η πόλη και η άλλη ―
είμαι
ο δρόμος η αυγή το τελευταίο λιμάνι
η
καρδιά μου
το
πρόσωπο μου και το δικό σας
είμαι
εδώ και αλλού και παντού
μέσα
στ’ αγέρι ― μέσα στις παλιές ημερομηνίες
μέσα
στα πλοία ―στους ήχους― στους αγρούς
στα
εργοστάσια είμαι ― στις σκοτεινές αίθουσες
στ’
άδεια δωμάτια ―στους εραστές― στα ερείπια
στις
καμπάνες
μόνος
μόνος μόνος
απ’
την αρχή μέχρι το τέλος του κόσμου.
Και
τώρα εδώ πάνω σ’ αυτό το οροπέδιο σας καλώ
τώρα
που θα βυθίσω το μαχαίρι στο στήθος
να
σας δώσω το αίμα μου ―
άνθη
τεράστιες πόρτες ουρανοί τρέμουν κυλάνε
μπροστά
στα πόδια σας στα όνειρά σας στο ψωμί
κρότοι
καταστροφή και νέα αυγή κατεβαίνει.
Ο
άνεμός μου κάθε νύχτα με παγώνει.
ΜΙΧΑΛΗΣ
ΚΑΤΣΑΡΟΣ
«Οροπέδιο»,
ένα ποίημα σε επτά μέρη (απόσπασμα)
(Α΄
έκδοση 1956)
Εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005
Σχόλια