Ομιλία της Πέπης Ρηγοπούλου*
Θέλω να ευχαριστήσω
την κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου, την Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, για την τιμή
που μου έκανε να με καλέσει σήμερα εδώ. Θέλω να πω ότι είναι η πρώτη φορά που
βρίσκομαι σε αυτήν και σε όποιαν άλλη επέτειο.
Και δεν είναι τυχαίο. Ένιωσα την
υποχρέωση να είμαι σήμερα εδώ λόγω των κρίσιμων στιγμών που περνάμε. Λόγω της
ήττας που έχουμε υποστεί και που δεν πρέπει να την απωθήσουμε.
23 Ιουλίου 1974: Είχαμε φτάσει εδώ, στο Σύνταγμα, τέτοια ώρα
περίπου, στην κάτω πλευρά. Πολύς κόσμος. Είχαμε μάθει ότι έπεσε η Χούντα. Ότι
τέλειωσε μετά την συντριβή στην
Κύπρο ένα καθεστώς που στην ρητορική του
παρουσιαζότανε ως εγγυητής των πατρώων εδαφών. Τα ξύλινα σπαθιά
και οι αρχαίες στολές που παρήλαυναν στο Παναθηναϊκό στάδιο στις εορτές της
«Πολεμικής αρετής των Ελλήνων» δεν είχαν σταθεί ικανά να αποτρέψουν την εθνική
καταστροφή. Ειπώθηκε ότι οι
αποθήκες του στρατού ήταν άδειες, ότι
υποβρύχια που ξεκίνησαν πήραν εντολή να γυρίσουν πίσω, ότι κάποιοι πολέμησαν μέχρις
εσχάτων και ότι κάποιων άλλων που πιάστηκαν αιχμάλωτοι χάθηκαν τα ίχνη .
Χωρίς μια ταφή αντίστοιχη με αυτήν των αφανών
που περιγράφει ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο.
Η ανακούφιση για την πτώση των δικτατόρων την ημέρα εκείνη, συγκάλυπτε,
απωθούσε το τραύμα.
24 Ιουλίου 2015: Είμαστε πάλι σήμερα εδώ, στο Σύνταγμα, 41 χρόνια και μία ημέρα μετά. Η αλλαγή καθυστέρησε μια μέρα λόγω τη αργοπορημένης
άφιξης του αεροπλάνου που μετέφερε από την Γαλλία τον Κ. Καραμανλή. Είμαστε
λοιπόν πάλι εδώ, για να θυμηθούμε την ημέρα εκείνη αλλά και για να μιλήσουμε
για σήμερα. Σήμερα που ζούμε και πάλι ένα
νέο τραύμα. Ο τόπος στον οποίο
βρισκόμαστε, είναι φορτισμένος από συμβολισμούς. Τόπος μεταξύ δύο πόλων: Από την μια, του Κοινοβουλίου,
που από την ίδρυσή του, δυνάμεις κατοχής
και δικτατορίες δοκιμάζουν να το υποβαθμίσουν, να το φιμώσουν, να το καταργήσουν.
Χώρου όπου λειτουργούν διαδικασίες, διαδραματίζονται αντιπαραθέσεις και
λαμβάνονται αποφάσεις που είναι όλο και πιο δύσκολο σήμερα, την εποχή των
δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων,
να έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση. Και από την άλλη, της πλατείας Συντάγματος,
συμβόλου αντίστασης, όπου ξανά και ξανά
χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν, συσκέφθηκαν, κάποιοι από αυτούς τραυματίστηκαν ή
έδωσαν και την ίδια την ζωή τους, ας θυμηθούμε τον Δ. Χριστούλα, υπερασπίζοντας
την τιμή και την ίδια την ύπαρξη αυτού του χώρου. Οι δύο αυτοί πολύτιμοι και εξ
ίσου σημαντικοί χώροι συνυπάρχουν δίπλα
-δίπλα: Η οργανωμένη πολιτική συναπόφαση των αιρετών εκπροσώπων της Βουλής, και η άμεση
και αυθόρμητη σε μεγάλο βαθμό έκφραση της πλατείας, που καταγράφει τον
παλμό του κάθε πολίτη είναι- ή τουλάχιστον πρέπει να είναι- συμπληρωματικές.
Πρέπει να γίνουν η βάση για μια σύνθεση σε ένα ανώτερο πολιτικά και πολιτισμικά
επίπεδο. Σύνθεση που σήμερα, όταν οι εξουσιαστές πασχίζουν να τσακίσουν θεσμούς,
σχέσεις, ψυχές, είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ.
Το πρόβλημα της απόστασης
μεταξύ κυβερνήσεων και λαών, μεταξύ κοινωνιών και της οργανωμένης εκπροσώπησής
τους, πρόβλημα που οδηγεί και τους δύο αυτούς πόλους στην αλλοτρίωση, δεν είναι
βέβαια μόνον ελληνικό. Είναι ευρωπαϊκό και παγκόσμιο και επίσης διαχρονικό. Το
πρόβλημα ωστόσο δεν παραμένει ίδιο στην ιστορική διαδρομή. Άλλοτε βρίσκει ευρηματικές
και θετικές απαντήσεις. Άλλοτε, όπως πολλές φορές σήμερα, απειλεί να μας
οδηγήσει σε τέλμα και αδιέξοδο. Και αυτό
διότι με την παγκόσμια επέλαση του νεοφιλελευθερισμού η κατάσταση γίνεται όλο
και πιο δραματική: Το παγκόσμιο χωριό μας πάσχει από την νόσο της
αποπροσωποποίησης. Αξίες και συμπεριφορές, δοξασίες και εκπαίδευση, μορφές παραγωγής και συναπόφασης πλήττονται. Οι
κοινοβουλευτικοί θεσμοί, όσο και όπως λειτουργούν σε όλο τον κόσμο, τείνουν να απογυμνώνονται
όλο και πιο πολύ από την ουσία τους και από την ικανότητά τους να λαμβάνουν
ουσιαστικές αποφάσεις, η δυσκίνητη
γραφειοκρατία γίνεται όλο και πιο άσκημη, ας θυμηθούμε τα κτίρια των Βρυξελλών
με τους ατέλειωτους διαδρόμους μια σύγχρονη εκδοχή του Πύργου της Βαβέλ,
κτίρια καταθλιπτικά, που συγκεντρώνουν ανθρώπους από τις πιο
ωραίες πόλεις του κόσμου, το Παρίσι, την Ρώμη, την Πράγα, το Βερολίνο, ενώ τα
πραγματικά κέντρα αποφάσεων μετακινούνται όλο και περισσότερο εκτός των
πολιτικών θεσμών και των ίδιων των κρατών. Στο κενό που δημιουργείται ανθίζουν
εξωθεσμικές ομάδες συμφερόντων που λυμαίνονται τον πλανήτη. Με δυο λόγια. Οι
κοινοβουλευτικές δημοκρατίες μεταλλάσσονται σε φιλελεύθερες ή ακριβέστερα σε νεοφιλελεύθερες ολιγαρχίες. Με έντονο το
στοιχείο του ναρκισσισμού: Αν δεν
επιβεβαιώσω στον άλλο την εικόνα μου, θα τον εξαφανίσω.
Στοιχείο της
μετάλλαξης αυτής είναι και ο τρόπος με τον οποίο οι νεοφιλελεύθερες εξουσίες
της πολιτικής και των Μέσων κυρίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπουν την σημερινή Ελλάδα και φέρονται
απέναντί της. Όπως έδειξε διεξοδικά και έρευνα που πραγματοποιήσαμε στο ΕΚΠΑ, η
διαστρέβλωση της εικόνας της χώρας μας που έγινε και γίνεται συστηματικά όλα
αυτά τα πέντε χρόνια, περιλαμβάνει όχι μόνον την πολιτική και την οικονομία
αλλά και ολόκληρο τον πολιτισμό μας, από τις αξίες και τις συμπεριφορές μέχρι
την σεξουαλικότητα και την μαγειρική. Στους σημερινούς Έλληνες επιφυλάσσεται συχνά
μια ρητορική αντιμετώπιση στο πλαίσιο
της «εξαίρεσης» αν όχι της «ανωμαλίας», σε ένα βαθμό αντίστοιχη προς αυτή που γνώρισαν
οι Εβραίοι με τις γνωστές τραγικές συνέπειες, στον 20ο αι. Η
διαστρέβλωση αυτή της εικόνας της σύγχρονης Ελλάδας και οι λόγοι για τους
οποίους προωθείται συνιστούν κατ’ αρχήν απειλή για την δημοκρατία, για τα όποια
ψήγματα της, στην ήπειρό μας. Όσο η μήνις των Μέσων και της πολιτικής ρητορικής
εξελίσσεται και αναπτύσσεται στο οικονομικό, το πολιτικό αλλά και το
πολιτισμικό επίπεδο, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι μόνον, η δημοκρατία και
οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες καταντούν όλο και πιο πολύ ένα κενό κέλυφος.
Που πρέπει να τονίσω ότι οφείλουμε ακόμα και έτσι να μην το αποδιαρθρώσουμε
περαιτέρω, αλλά να το ξανακτίσουμε. Στις πολιτικές της καταστροφής που κάποιοι
προωθούν οφείλουμε να απαντήσουμε με πράξεις
δημιουργίας. Αλλά θα προσθέσω
κάτι ακόμη: Ότι όσοι λοιδορούν και συκοφαντούν τους σημερινούς Έλληνες σε
πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο υποσκάπτουν επίσης συνειδητά ή
ασύνειδα και το μοντέλο, ή μάλλον πιο σωστά, το σπέρμα δημοκρατίας όπως το ονομάζει ο Κ. Καστοριάδης, που άνθησε
στην αρχαία Ελλάδα, με την οποία μας αρνούνται κάθε σχέση, ακόμα και αυτήν την
έμμεση, την μέσα από ρωγμές, που μπορεί να τροφοδοτήσει δημιουργικά το
φαντασιακό ατόμων και λαών και συγχρόνως στο δικό τους φαντασιακό επίπεδο συνεχίζουν να μας
συγκρίνουν μαζί τους .
Τι είναι αυτό που
αμφισβητείται σήμερα μέσα από την χρήση
αυτών των στερεοτύπων; Ας δώσουμε, χωρίς διαθέσεις νοσταλγίας, λίγη προσοχή
στο αρχαίο ελληνικό αυτό σπέρμα δημοκρατίας που συνεχίζει να εμπνέει – άλλοτε
απλώς ρητορικά αλλά κάποτε και ουσιαστικά-
τις σύγχρονες δημοκρατίες σε ολόκληρο τον κόσμο. Γνωρίζουμε όλες και
όλοι – τουλάχιστον σε γενικές γραμμές - σχετικά με τους θεσμούς π.χ. της
αθηναϊκής δημοκρατίας. Την εκκλησία του δήμου, την βουλή, τα δικαστήρια, τους
άρχοντες και τους στρατηγούς. Αποτελεί- και όχι λανθασμένα- κοινό τόπο ότι η
αρχαία δημοκρατία διοικούνταν κατά την
έκφραση του Περικλή όχι από τους ολίγους, τους ολιγάρχες όπως θα λέγαμε, αλλά
τους πολλούς. Αλλά αυτό είναι μέρος μόνον της αλήθειας. Στην πόλη μετρούσαν
επίσης και οι επιλεγμένοι με κλήρο άρχοντες, αλλά κυρίως οι εκλεγμένοι
πολιτικο-στρατιωτικοί ηγέτες, οι στρατηγοί. Με άλλα λόγια αν θα έπρεπε να
αναζητήσουμε το μυστικό των καλών στιγμών της αθηναϊκής δημοκρατίας- διότι
υπήρξαν και κακές- θα το βρούμε στην σύνθεση τριών στοιχείων. Της άμεσης δημοκρατίας
που σε δεδομένες στιγμές μπορούσε να αποφασίσει απολύτως ελεύθερα για τα έργα
των ανθρώπων ή και για τους χρησμούς των θεών, όπως έγινε στα Περσικά με τον
χρησμό για τα ξύλινα τείχη του οποίου η ερμηνεία ετέθη σε ψηφοφορία. Του σχεδιασμού
των εκλεγμένων ηγετών δεύτερον, που για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του
Θουκυδίδη διάβαζαν την συγκυρία όταν ακόμα ήταν για τους περισσότερους στο
σκοτάδι - έτι εν τω αφανεί- και, χωρίς
να γελαστούν από τα επιφαινόμενα, πρότειναν τα αναγκαία. Και τέλος του
προσώπου. Όχι μόνον του ηγέτη, του Περικλή, που δεν πρέπει να λησμονούμε ότι
πάντα ήταν αιρετός και ανακλητός. Αλλά και του οποιουδήποτε πολίτη, που όπως ο
Διόδοτος στον Πελοποννησιακό, τόλμησε να αντιπαρατεθεί στον παντοδύναμο
δημαγωγό Κλέωνα και να σώσει τους Μυτιληναίους.
Ας πω δυο ακόμη λόγια
για τον Διόδοτο. Ο Διόδοτος που δεν ξανακούμε ποτέ το όνομά του, ήταν ένας
απλός πολίτης, ή καλύτερα, κατά την ρήση του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο mister nobody. Ο κύριος ούτις, ο τίποτας. Ωστόσο θα κερδίσουμε
πολλά αν σκεφτούμε πώς, αυτός, ο «μη αναγνωρίσιμος», όπως θα χαρακτηριζόταν
κομψά σήμερα στην κοινωνία του θεάματος που ζούμε, είχε παραχθεί: Είχε ενδεχομένως
πολεμήσει στη Σαλαμίνα ή και σε άλλες μάχες. Είχε μάθει γράμματα απαγγέλλοντας Όμηρο. Ήταν
θεατής του Αισχύλου και του Αριστοφάνη. Είχε περπατήσει στην Ακρόπολη και στην
Αγορά, κάτω από τα αγάλματα των τυραννοκτόνων, και είχε ψηφίσει στην Εκκλησία
και στην Ηλιαία. Με άλλα λόγια ο «άνθρωπος αυτός της βάσης», όπως θα τον λέγαμε
σήμερα, αυτός που κατά κυριολεξία έβαλε «το κεφάλι του στον ντορβά» για χάρη
της δικαιοσύνης, γιατί αν ζητούσες αναθεώρηση της απόφασης της προηγούμενης
ημέρας στην Εκκλησία του Δήμου έβαζες το κεφάλι σου σε ένα σακκί και αν έχανες,
σε θανάτωναν, ήταν προϊόν παιδείας, δηλαδή
πολιτισμού. Αυτός ο κεντρικός ρόλος του πολιτισμού στην δημοκρατία και όχι
κάποια αδιέξοδη νοσταλγία είναι ο λόγος που σας κούρασα με την αναφορά μου
αυτή.
Το γεγονός ότι σήμερα
βάλλεται από ισχυρές και βεβαίως όχι ανεξάρτητες από εξουσιαστικά κέντρα
δυνάμεις ο πολιτισμός της σύγχρονης Ελλάδας δεν είναι βέβαια ανεξάρτητο, όπως
είπα, από το ότι βάλλεται από πολλές πλευρές η δημοκρατία μας. Και εννοείται
ότι πρέπει να βρούμε τα μέσα, τις φόρμες, τις ρητορικές για να αντιμετωπίσουμε,
μέσα και έξω από την Ελλάδα, την επίθεση αυτή που απειλεί να αφανίσει τον τόπο.
Αλλά δεν θα μπορέσουμε να αντισταθούμε αποτελεσματικά αν δεν κατορθώσουμε,
βασισμένοι και στην εμπειρία
αντίστασης που έχει αποθησαυρίσει η
κοινωνία μας αυτά τα δίσεκτα χρόνια, να
δημιουργήσουμε παιδεία ικανή να διαμορφώσει πολίτες που να πιστεύουν στον εαυτό
τους, στον τόπο τους, στον άνθρωπο απανταχού γης και άρα στον πολίτη, ικανό να
αντισταθεί. Παιδεία δεν είναι όμως μόνον
η εκπαίδευση. Παιδεία είναι η επικοινωνία που σήμερα νοσεί δραματικά, είναι η
θρησκεία ή αν θέλετε οι θρησκείες και
τα δόγματα, είναι η δημοκρατική στον λόγο και στην πράξη πολιτική, είναι ακόμη
μια καθημερινότητά ευθύνης και αλληλεγγύης. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια
δημοκρατική επανάσταση παιδείας μέσα μας και γύρω μας. Χρειαζόμαστε την παιδεία
εκείνη, που ασκείται στις σχολές, στο κοινοβούλιο, στον δρόμο, που θα πείσει
τον κάθε mister ή misses nobody,
ότι μπορεί να είναι ο σύγχρονος Διόδοτος που θα υψώσει το ανάστημά του ή το ανάστημα
της απέναντι στην αδικία που πνίγει σήμερα έναν ολόκληρο λαό, που είτε ψήφισε
όχι είτε ναι, είτε απείχε γιατί δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό το δημοψήφισμα, δεν
μπορεί παρά να νιώθει κάθε μέρα και πιο πολύ την ταπείνωση, τον εμπαιγμό που
του επιφύλαξαν οι επικυρίαρχοι και την καταστροφή που τον απειλεί. Απέναντι σε
αυτή την απειλή αντιστεκόμαστε για την ψυχή μας, την χώρα μας, την Ευρώπη, τον
κόσμο. Και η αντίσταση αυτή είναι το θεμέλιο για κάθε άλλο βήμα.
Κυρίες και κύριοι,
αγαπητές φίλες και φίλοι,
Βρισκόμαστε πολύ κοντά
στο μνημείο του Αγνώστου, του μνημείου αυτού που θεωρώ ότι συμβολίζει όσους προσέφεραν τη
ζωή τους όχι μόνο σε πολέμους αλλά και σε κάθε δίκαιο
αγώνα. Όλους τους αγνοούμενους, τους αφανείς, αυτούς που δεν έχουν ακόμα και
στον θάνατο πού την κεφαλή κλίναι. Η μνήμη της απώλειάς τους, της εκμηδένισης
τους, τα προσωπικά και τα συλλογικά τραύματα
δεν πρέπει να μας φοβίζουν. Γιατί μόνον όταν δούμε το τραύμα και την νόσο του σώματος και της πόλεως, έχουμε ελπίδα να κατακτήσουμε
την ίαση. Μολαταύτα θα ήθελα να κλείσω όχι με μια αναφορά στο παρελθόν και τους
αγαπημένους νεκρούς αλλά στο σήμερα και στους ζωντανούς. Τα λίγα λόγια που
δύσκολα και αδέξια προσπάθησα να ταιριάξω για να σας μιλήσω, ας θεωρηθούν ένας
χαιρετισμός σε όσες και όσους σήμερα, από διαφορετικά σημεία του πολιτικού
ορίζοντα, με τον λόγο και την πράξη
τους, από διαφορετικά σημεία εκκίνησης και με διαφορετικούς τρόπους προσπάθησαν
και προσπαθούν να ενώσουν δημιουργικά θεσμούς και κίνημα της βάσης, ήθος,
λογισμό και όνειρο. Για μια δημοκρατία
που θα τιμά το όνομα της και που μόνοι και μετά πολλών θα υπερασπίζουμε. Δεν
υπάρχει ασώματος λόγο. Μιλάμε σήμερα εδώ με την αναπνοή, τα νεύρα, τα τραύματα
μας με το σώμα και την ψυχή μας για το σώμα και την ψυχή της χώρας μας. Τότε
και τώρα.
*Ομιλία της Πέπης
Ρηγοπούλου στην εκδήλωση εορτασμού της 41ης επετείου από την πτώση
της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Πέπη Ρηγοπούλου, Καθηγήτρια
Αισθητικής, Επικοινωνίας, Τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η Πέπη Ρηγοπούλου
γεννήθηκε στην Αθήνα όπου και πήρε το δίπλωμα της Χημείας από το Πανεπιστήμιο.
Συνέχισε σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στην Σορβόννη, στο Ινστιτούτο Τέχνης και
Αρχαιολογίας, όπου το 1984 υποστήριξε την διατριβή της: La scene chez Paul
Klee. Δίδαξε Ιστορία Πολιτισμού και Τέχνη και Τεχνολογία στο Πολυτεχνείο
Κρήτης, Ιστορία Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τέχνη και Επικοινωνία στο Τμήμα
Επικοινωνίας του ίδιου ιδρύματος όπου εργάζεται ως επίκουρος καθηγήτρια. Έχει
γράψει βιβλία και μελετήματα για την Τέχνη και έχει σχεδιάσει και υλοποιήσει
καλλιτεχνικές σειρές για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Πηγή
Σχόλια