Ο Πέδρο Ντε Βαλντίβια ήταν ο κονκισταδορ
της Χιλής ίδρυσε το Σαντιάγο και έγινε κυβερνήτης της. Ξερίζωσε από
τους ντόπιους τις συνήθειες τους και πέρασε από σίδερο και φωτιά όσους
του αντιστάθηκαν. Όσους αρχηγούς Ινδιάνων όπως ο Καουπολικάν δεν μπόρεσε
να νικήσει βρήκε και πλήρωσε προδότες για να τους δολοφονήσει.
Οι Μαπούτσε της Χιλής πιστεύαν στα πνεύματα της φύσης και στα αστέρια και όχι σε θεούς.
Οι Μαπούτσε της Χιλής έθαβαν τους πολεμιστές τους όρθιους.
Οι Αραουκάνοι ή Μαπούτσε πολεμήσαν επί
τρεισήμισι αιώνες, αρχικά τους Ισπανούς και μετά τους Χιλιάνους. Για
αιώνες κανείς ευρωπαίος δεν τολμούσε να προχωρήσει νοτιότερα του ποταμού
Μπίο-Μπίο [Κονσεπσιόν]. Κι όταν το έκαναν και ίδρυαν πόλεις αυτές δεν
μακροημέρευαν.
- Οι Ινδιάνοι συνήθιζαν να λένε δείχνοντας το όπλο τους :«Τούτος είναι ο αφέντης μου. Αυτός δε με στέλνει να του βγάλω χρυσάφι, ούτε να του φέρω χόρτα ή ξύλα, να του βοσκήσω τα πρόβατα, να του σπείρω ή να του θερίσω. Μ’ αυτόν τον αφέντη θέλω να μείνω».
- Βλέπετε, οι λαοί, όπως και οι άνθρωποι δεν γεννιούνται σκλάβοι. Γίνονται… Και οι Αραουκάνοι μέχρι τότε δεν είχαν υπάρξει σκλάβοι κανενός.
- Ούτε οι Ισπανοί περίμεναν ότι θα ηττηθούν ποτέ από τους ξυπόλητους
- Ούτε ο ίδιος ο Βαλντίβια περίμενε ποτέ ότι θα φτάσει η ώρα που θα βρεθεί στο έλεος τους και δε θα το λάβει.
«Οι νικημένοι, ντυμένοι μ’ ένα
κουρέλι γύρω απ’ τη μέση, παρακολουθούν τους χορούς των νικητών, που
φορούν κράνος και πανοπλία. Ο Λαουτάρο λαμποκοπά μες στα ρούχα του
Βαλντίβια, στον πράσινο χρυσοκεντημένο χιτώνα, στον ατσάλινο θώρακα και
στη χρυσή περικεφαλαία, τη στολισμένη με φτερά και σμαράγδια.
Ο Βαλντίβια, γυμνός, αποχαιρετά τον κόσμο.
Κανείς δε λάθεψε. Τούτη είναι η γη
που εδώ και δεκατρία χρόνια διάλεξε ο Βαλντίβια για να πεθάνει, σαν
έφυγε από το Κούσκο μαζί μ’ εφτά Ισπανούς πάνω στ’ άλογα και χίλιους
ξιπόλητους Ινδιάνους. Κανείς δε λάθεψε, εκτός από τη δόνα Μαρίνα, την
ξεχασμένη σύζυγο στην Εστρεμαδούρα, που μετά από είκοσι χρόνια αποφάσισε
να διασχίσει τον ωκεανό και τώρα ταξιδεύει με τις πολύτιμες αποσκευές
της, αντάξιες της γυναίκας του κυβερνήτη, την ασημένια πολυθρόνα, το
κρεβάτι από γαλάζιο βελούδο, τα χαλιά κι όλη την αυλή από υπηρέτες και
συγγενείς.
Οι Αραουκάνοι ανοίγουν το στόμα του
Βαλντίβια και το γεμίζουν χώμα. Του δίνουν να καταπιεί μπουκιά μπουκιά
το χώμα απ’ τη γη της Χιλής, κι ενώ το κορμί του πρήζεται, του φωνάζουν:
«Θες χρυσάφι; Φάε χρυσάφι. Φάε μέχρι να σκάσεις απ’ το χρυσάφι σου!»»
Εδουάρδο Γκαλεάνο, Μνήμες Φωτιάς , τομος I, μετ. Ισμήνη Κανσή, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1986.
*Ο Σταμάτης Ρήγας είναι ιστορικός
Σχόλια