ΒΑΘΥΣ ΣΥΡΙΖΑ, ΡΗΧΟΣ ΣΥΡΙΖΑ

Του ΓΙΑΝΝΗ
ΚΙΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ*


ΣΥΡΙΖΑΈχουμε και λέμε: Φλεβάρης, Μάρτης, Απρίλης και ολίγος Μάης. Τρεις
μήνες. Κάτι λιγότερο από την ηλικία της κυβέρνησης. Το μπλογκ έπιασε
αράχνες. Μια ανάρτηση μπας και βγάλει το καλοκαίρι. Τρεισήμισι μήνες από  τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ, μερικές δεύτερες  σκέψεις, σωρευμένες σαν σκουπίδια ξεχασμένα στο μπαλκόνι. Δυσώδη και σε  προχωρημένη σήψη. Ή σαν λουλούδια μαραμένα στο βάζο- για να το κάνω πιο τρυφερό.
Κατ’ αρχάς, το πα­ροι­μιώ­δες ερώ­τη­μα:

Ποιος κυ­βερ­νά αυτό τον τόπο; Ούτε η ηγε­σία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και δη του
κυ­βερ­νώ­ντος ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, έχει αυ­τα­πά­τες γι’ αυτό. Κυ­βερ­νά αυτός που
 κυ­βερ­νού­σε πάντα, τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες του­λά­χι­στον. Το
 βαθύ κρά­τος πα­ρα­μέ­νει στα χέρια αν­θρώ­πων που κά­νουν αυτό που
έκα­ναν πάντα. Φρο­ντί­ζουν να δια­τη­ρεί­ται το ισο­ζύ­γιο τα­ξι­κής
κυ­ριαρ­χί­ας, να λει­τουρ­γούν οι τα­ξι­κά με­ρο­λη­πτι­κοί κρα­τι­κοί
και άλλοι θε­σμοί, να συ­ντη­ρεί­ται η αυ­το­τρο­φο­δο­τού­με­νη
γρα­φειο­κρα­τία, να μη θί­γε­ται το status quo. Δια­τη­ρεί­ται ακόμη
και το κα­θε­στώς έκτα­κτης ανά­γκης υπό το οποίο το βαθύ κρά­τος ασκεί
την κου­τσου­ρε­μέ­νη εξου­σία του. Δη­λα­δή, το κα­θε­στώς
μνη­μο­νια­κής επι­τή­ρη­σης και χρη­μα­το­δο­τι­κής ομη­ρί­ας.

Ου­δείς μπο­ρεί να κα­τη­γο­ρή­σει – πολλώ δε μάλ­λον να επαι­νέ­σει-
τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ότι επέ­φε­ρε μέχρι στιγ­μής κά­ποιο ρήγμα στη συ­νέ­χεια
του βα­θέ­ος κρά­τους, που δια­τη­ρεί το βαθύ πρα­σι­νο­γά­λα­ζο χρώμα
του. Η κυ­βέρ­νη­ση ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ – ΑΝΕΛ ελέγ­χει το ρηχό, το πολύ ρηχό
κρά­τος.

Με­τα­ξύ βα­θέ­ος και ρηχού κρά­τους εξε­λίσ­σε­ται ένας κα­θη­με­ρι­νός
 ει­ρη­νο­πό­λε­μος. Σε πολλά πεδία ταυ­τό­χρο­να. Ακόμη και η μέσω
Βρυ­ξελ­λών, Βε­ρο­λί­νου και  Αθη­νών συμ­φω­νία της 20/2
καρ­κι­νο­βα­τεί αβέ­βαιη ανά­με­σα στους δυο πό­λους της δυα­δι­κής
εξου­σί­ας. Κάθε υπουρ­γός ή αξιω­μα­τού­χος του ρηχού κρά­τους που
θέλει στοι­χεία για να κο­στο­λο­γή­σει τα μέτρα που προ­τεί­νει στο
Brussels Group ή για να ενη­με­ρώ­σει τα τε­χνι­κά κλι­μά­κια του
Hilton’s Group πέ­φτει στην ανά­γκη του βα­θέ­ος κρά­τους.
Οποιοσ­δή­πο­τε υπη­ρε­σια­κός πα­ρά­γων ή πρό­σω­πο που συν­δέ­ε­ται
στενά με τις προη­γού­με­νες κυ­βερ­νή­σεις και, τε­λι­κά, με το
μα­κρό­βιο κα­θε­στώς, μπο­ρεί να τον στεί­λει αδιά­βα­στο. Να τον
εμ­φα­νί­σει μα­λά­κα ένα­ντι των αξιο­σέ­βα­στων θε­σμών.

Έπει­τα, το βαθύ κρά­τος είχε μάθει αλ­λιώς. Είχε απο­κτή­σει
απευ­θεί­ας, αδια­με­σο­λά­βη­τη σχέση με το υπερ­κρά­τος της τρόι­κας.
Κι αυτή η σχέση ενί­ο­τε είχε και τα τυ­χε­ρά της και για τις δυο
πλευ­ρές. Με­γά­λη χα­λά­στρα, κι άσχε­τη με το αν το ρηχό κρά­τος του
ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ τρέ­χει την υπό­θε­ση προς τη ρήξη ή τον συμ­βι­βα­σμό –
έντι­μο, ανέ­ντι­μο, ά-τι­μο, δια­τι­μη­μέ­νο, υπο­τι­μη­τι­κό,
δια­λέξ­τε όποιον προσ­διο­ρι­σμό, αρκεί να έχει την «τιμή» στο θέμα
του.

Η προ­σπά­θεια του ρηχού κρά­τους να πε­ριο­ρί­σει στοι­χειω­δώς την
ισχύ τού βα­θέ­ος περνά από διά­φο­ρες φά­σεις ανα­μέ­τρη­σης. Έχει όμως
 ένα από­λυ­το όριο: το βαθύ ελ­λη­νι­κό κρά­τος δεν ασκεί την
κυ­ριαρ­χία του απο­κλει­στι­κά εντός της εδα­φι­κής επι­κρά­τειας, στις
 κρα­τι­κές υπη­ρε­σί­ες που λει­τουρ­γούν με την κε­κτη­μέ­νη
τα­χύ­τη­τα της με­ρο­λη­ψί­ας υπέρ των κυ­ρί­αρ­χων ελίτ. Ένα με­γά­λο
μέρος αυτής της κυ­ριαρ­χί­ας ασκεί­ται εξ απο­στά­σε­ως, στις
Βρυ­ξέλ­λες και τη Φραγ­κφούρ­τη. Αρ­χί­ζο­ντας από τη δεύ­τε­ρη, από τα
 πε­ρι­στα­τι­κά του τε­λευ­ταί­ου τρι­μή­νου, μόνο οι πα­ντε­λώς
ηλί­θιοι δεν έχουν κα­τα­λά­βει τι ση­μαί­νει για ένα κρά­τος και μια
κυ­βέρ­νη­ση να μη δια­θέ­τει νο­μι­σμα­τι­κή κυ­ριαρ­χία, να μη μπο­ρεί
 να κα­λύ­ψει τις τρύ­πες της ρευ­στό­τη­τας με νέο χρήμα, να μην του
ανή­κει ούτε η κε­ντρι­κή του τρά­πε­ζα, η οποία ανή­κει στο
«Ευ­ρω­σύ­στη­μα».

Έχουν όλοι κα­τα­λά­βει, επί­σης, τι ση­μαί­νει για μια κυ­βέρ­νη­ση να
μην επο­πτεύ­ει τις λι­γο­στές πια συ­στη­μι­κές τρά­πε­ζες, που
ανή­κουν στον ευ­ρω­παϊ­κό μη­χα­νι­σμό επο­πτεί­ας, τον SSM, και
τε­λι­κά στην ΕΚΤ του τα­λα­ντού­χου κ. Ντρά­γκι. Έχουν, επί­σης,
κα­τα­λά­βει τι ση­μαί­νει για την κρα­τι­κή κυ­ριαρ­χία να μην έχεις το
 δι­καί­ω­μα να δα­νει­στείς όχι μόνο από τις αγο­ρές, αλλά ακόμη και
από τις δικές σου τρά­πε­ζες, αυτές που έχουν ανα­κε­φα­λαιο­ποι­η­θεί
με χρή­μα­τα που βα­ραί­νουν τους μα­λά­κες φο­ρο­λο­γού­με­νους
πο­λί­τες. Και, τέλος, έχουν κα­τα­λά­βει τι ση­μαί­νει να ελέγ­χει η
Κο­μι­σιόν και η κοι­νο­τι­κή γρα­φειο­κρα­τία τους λι­γο­στούς
επεν­δυ­τι­κούς πό­ρους που υπο­τί­θε­ται ότι είναι δια­θέ­σι­μοι, μέσω
των ΕΣΠΑ. Όλες οι πι­θα­νές πηγές ρευ­στό­τη­τας και χρή­μα­τος
ελέγ­χο­νται από ένα βαθύ υπερ­κρά­τος, αυτό της Ευ­ρω­ζώ­νης και της
Ε.Ε., με εξου­σία πι­στω­τι­κής ζωής και θα­νά­του πάνω στη χώρα.

Αλλά, ακόμη κι αν απο­φα­σί­σει κα­νείς να αγνο­ή­σει την ισχύ αυτού του
 από­μα­κρου κι απρό­σι­του βα­θέ­ος υπερ­κρά­τους και να ανα­ζη­τή­σει
λύ­σεις εκ των ενό­ντων, θα βρει τε­ρά­στια εμπό­δια, τα οποία είτε θα
απο­φα­σί­σει να τα σα­ρώ­σει είτε θα ρου­φη­χτεί απ’ αυτά. Το
πα­ρά­δειγ­μα είναι η φο­ρο­λο­γία. Η πε­ρί­φη­μη Γε­νι­κή Γραμ­μα­τεία
Εσό­δων εξε­λί­χθη­κε μέσω των μνη­μο­νια­κών νόμων σε ένα
υπε­ρυ­πουρ­γείο που ελέγ­χει ίσως τον πιο νευ­ραλ­γι­κό βρα­χί­ο­να του
 κρά­τους. Εν ονό­μα­τι της απο­στεί­ρω­σής της από την πο­λι­τι­κή
εξου­σία και της απο­τρο­πής χρή­σης του φο­ροει­σπρα­κτι­κού
μη­χα­νι­σμού ως πε­λα­τεια­κού ερ­γα­λεί­ου, η τρόι­κα επέ­βα­λε
«ανε­ξαρ­τη­το­ποί­η­ση» αυτής της Γε­νι­κής Γραμ­μα­τεί­ας.  Ακόμη και
το πρό­σω­πο που επε­λέ­γη για την ηγε­σία της συ­μπύ­κνω­σε όλα τα
χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της τα­ξι­κό­τη­τας του φο­ρο­λο­γι­κού
συ­στή­μα­τος – ένας άν­θρω­πος των ελεγ­κτι­κών εται­ρειών που
φρό­ντι­ζε να πλη­ρώ­νουν οι με­γά­λες επι­χει­ρή­σεις από τί­πο­τε έως
κάτι. Αν το ρηχό κρά­τος θέλει να έχει έναν στοι­χειώ­δη έλεγ­χο στα
φο­ρο­λο­γι­κά έσοδα, αυτό τον ελά­χι­στο πόρο ύπαρ­ξης, θα πρέ­πει να
άρει την «ανε­ξαρ­τη­σία» αυτής της μα­κράς χει­ρός των δα­νει­στών. Εξ
όσων έχω αντι­λη­φθεί, εδώ διεκ­δι­κεί­ται ως κο­ρυ­φαία
«με­ταρ­ρύθ­μι­ση» η ενί­σχυ­ση της «ανε­ξαρ­τη­σί­ας» αυτής. Η χαρά της
 τρόι­κας…

Υπάρ­χουν εκα­το­ντά­δες μι­κρές και με­γά­λες εστί­ες έντα­σης και
σύ­γκρου­σης με­τα­ξύ ρηχού και βα­θέ­ος κρά­τους. Σε με­γά­λο βαθμό οι
«δια­χει­ρι­στι­κές» ανε­πάρ­κειες που κα­τα­λο­γί­ζο­νται στο
προ­σω­πι­κό της νέας κυ­βέρ­νη­σης είναι απο­τέ­λε­σμα αυτού του
ιδιό­τυ­που κα­τα­με­ρι­σμού στην άσκη­ση της κυ­ριαρ­χί­ας που έχει
δια­μορ­φώ­σει η προ­σαρ­μο­γή στο κα­θε­στώς της Ε.Ε., της Ευ­ρω­ζώ­νης
 και των μνη­μο­νί­ων. Ακόμη και ο πιο «έντι­μος» συμ­βι­βα­σμός με τους
 δα­νει­στές θα αφή­σει ανέγ­γι­χτη από το ρηχό κρά­τος των Αθη­νών μια
με­γά­λη, γκρί­ζα ζώνη κυ­ριαρ­χί­ας. Το προη­γού­με­νο ρηχό κρά­τος
είχε προ­σαρ­μο­στεί από­λυ­τα στην ιδέα αυτή και τα στε­λέ­χη του ήταν
καλά εκ­παι­δευ­μέ­να στο σε­βα­σμό του «βα­θέ­ος κρά­τους
εξω­τε­ρι­κού».

Αυτή, πά­ντως, η θε­με­λιώ­δης αντί­φα­ση κα­θο­ρί­ζει σε με­γά­λο βαθμό
 και την έκ­βα­ση του εγ­χει­ρή­μα­τος της δια­κυ­βέρ­νη­σης από τον
ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και τους εταί­ρους της. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ως κόμμα εξου­σί­ας πλέον,
επι­χει­ρεί να εκ­φρά­σει ένα ευ­ρύ­τα­το κοι­νω­νι­κό φάσμα, τα­ξι­κά
ετε­ρό­κλη­το, που κι­νεί­ται από την πε­ριο­χή των ακραία φτω­χών και
εξα­θλιω­μέ­νων στρω­μά­των μέχρι τις πα­ρυ­φές της επι­χει­ρη­μα­τι­κής
 ελίτ η οποία ανα­ζη­τεί εναλ­λα­κτι­κές πο­λι­τι­κής και
οι­κο­νο­μι­κής επα­νεκ­κί­νη­σης. Συμ­μα­χία ανά­με­σα στα στρώ­μα­τα
αυτά είναι φύσει και θέσει αδύ­να­τη. Οι αντι­θέ­σεις είναι χα­ο­τι­κές,
 τα πεδία σύ­γκλι­σης συμ­φε­ρό­ντων σχε­δόν ανύ­παρ­κτα. Θα ήταν,
εν­δε­χο­μέ­νως, εφι­κτή μια σύ­γκλι­ση γύρω από στό­χους ρήξης με τους
δα­νει­στές, δια­κο­πής εξυ­πη­ρέ­τη­σης του χρέ­ους, ανά­κτη­σης της
νο­μι­σμα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας της χώρας. Αλλά, οι έλεγ­χοι του
κε­φα­λαί­ου και του πλού­του που προ­ϋ­πο­θέ­τει μια τέ­τοια επι­λο­γή
φέρ­νει σχε­δόν αυ­τό­μα­τα απέ­να­ντι το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος των
κα­τό­χων τους – εκτός αν αυτοί θυ­σιά­ζο­νταν από κά­ποια έξαρ­ση
πα­τριω­τι­κού ζήλου.

Η δια­χεί­ρι­ση αυτής της αδύ­να­της συμ­μα­χί­ας, αργά ή γρή­γο­ρα, θα
κα­θο­ρί­σει και την ιδε­ο­λο­γι­κή φυ­σιο­γνω­μία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Για να
μην ξε­χνιό­μα­στε, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ξε­κί­νη­σε την πε­ρι­πε­τειώ­δη του
πο­ρεία σαν μια ομο­σπον­δία σχη­μά­των της ρι­ζο­σπα­στι­κής
αρι­στε­ράς, από την αρι­στε­ρή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία μέχρι τις
πα­ρυ­φές της αντιε­ξου­σια­στι­κής αρι­στε­ράς. Για μια δε­κα­ε­τία
αντι­με­τω­πί­στη­κε από το κα­θε­στώς σαν ακραία, επι­κίν­δυ­νη, στα
όρια της νο­μι­μό­τη­τας, αντι­συ­στη­μι­κή δύ­να­μη. Η πο­λυ­φω­νία, η
πο­λυ­χρω­μία, η ζωηρή εσω­τε­ρι­κή του ζωή, η ρι­ζο­σπα­στι­κή
ρη­το­ρι­κή του θε­ω­ρή­θη­κε ότι τον θέ­τουν εξ ορι­σμού εκτός
πο­λι­τι­κού παι­χνι­διού, ήτοι εκτός πάλης για την εξου­σία.

Προ­φα­νώς, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ αιφ­νι­δί­α­σε αλλά και αιφ­νι­διά­στη­κε από την
 εξέ­λι­ξη των πραγ­μά­των. Καθώς τα μνη­μό­νια και η τρόι­κα
προ­κα­λού­σαν τον πιο βίαιο με­τα­σχη­μα­τι­σμό της ελ­λη­νι­κής
κοι­νω­νί­ας εδώ και μισό αιώνα, προ­κά­λε­σαν έναν ανά­λο­γα βίαιο
με­τα­σχη­μα­τι­σμό του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος. Κι αυτό αφο­ρού­σε
και τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ο βαθύς ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αυτό το «εξω­τι­κό» συ­νον­θύ­λευ­μα
 κομ­μου­νι­στών, κομ­μου­νι­στο­γε­νών, αντιε­ξου­σια­στών,
ρι­ζο­σπα­στών-ρε­φορ­μι­στών, μα­οϊ­κών, τρο­τσκι­στών, ευ­ρω­παϊ­στών,
 αντιευ­ρω­παϊ­στών, διε­θνι­στών, αρι­στε­ρών εθνι­κι­στών, δέ­χθη­κε
μια ορ­μη­τι­κή, μα­ζι­κή ει­σβο­λή από το με­τα­να­στευ­τι­κό ρεύμα του
 ρηχού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Δη­λα­δή των αν­θρώ­πων που, αφού επέ­ζη­σαν της
κα­τάρ­ρευ­σης του δι­κομ­μα­τι­σμού, ανα­ζή­τη­σαν πο­λι­τι­κή στέγη σε
 ένα νέο κόμμα εξου­σί­ας. Εξυ­πα­κού­ε­ται ότι η με­γά­λη δε­ξα­με­νή
πο­λι­τι­κής με­τα­νά­στευ­σης ήταν το κα­ταρ­ρεύ­σαν ΠΑΣΟΚ. Αλλά, δίπλα
 σ’ αυτό, μια αρ­κε­τά με­γά­λη ομάδα αν­θρώ­πων με μα­κρι­νούς και
σχε­δόν ξε­χα­σμέ­νους δε­σμούς με την Αρι­στε­ρά -επι­με­λώς
εξα­φα­νι­σμέ­νους από τα βιο­γρα­φι­κά τους- έσπευ­σαν να «που­λή­σουν»
 τε­χνο­γνω­σία δια­κυ­βέρ­νη­σης και δια­χεί­ρι­σης και επι­τού­του
ανα­κλή­θη­καν στο δη­μό­σιο βίο, έπει­τα από μια μακρά θη­τεία στην
αγορά, στην επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα και στην πο­λι­τι­κή ιδιώ­τευ­ση.

Μια προ­σε­κτι­κή ματιά στην αν­θρω­πο­γε­ω­γρα­φία της στε­νής και της
ευ­ρεί­ας κυ­βέρ­νη­σης δεί­χνει ότι ο ρηχός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μάλ­λον έχει τον
πρώτο λόγο σ’ αυτήν, σε σχέση με τον βαθύ ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που είτε είναι
πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νος είτε στέ­κε­ται απέ­να­ντί της κρι­τι­κός,
αμή­χα­νος, θο­ρυ­βη­μέ­νος, μπερ­δε­μέ­νος, πο­λύ­γλωσ­σος,
ενα­γώ­νιος, αμ­φί­θυ­μος, επι­φυ­λα­κτι­κός, ανα­πο­φά­σι­στος,
μου­δια­σμέ­νος… Υπάρ­χει μακρά λίστα κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κών
προσ­διο­ρι­σμών που μπο­ρού­με να απο­δώ­σου­με στον βαθύ ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ενώ
 ο άλλος, ο ρηχός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται με τους θε­σμούς,
ασκεί­ται στη δια­χεί­ρι­ση του ρηχού κρά­τους ανα­με­τρού­με­νος με το
ρηχό κρά­τος και προ­σπα­θεί να ισορ­ρο­πή­σει πάνω στα ασαφή ίχνη των
πε­ρί­φη­μων “κόκ­κι­νων γραμ­μών”.

Ανά­με­σα στον βαθύ ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και τον ρηχό ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ υπο­βό­σκει έντα­ση
που είναι αδύ­να­το να αφή­σει ανε­πη­ρέ­α­στη την εν­διά­με­ση και τη
με­γά­λη δια­πραγ­μά­τευ­ση με τους δα­νει­στές, ή τη δια­φαι­νό­με­νη
συγ­χώ­νευ­σή τους. Και, αντι­στρό­φως, είναι αδύ­να­το να μεί­νει
ανε­πη­ρέ­α­στος ο ίδιος ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, βαθύς ή ρηχός, από τη
δια­πραγ­μά­τευ­ση και την έκ­βα­σή της. Κατά κά­ποιο τρόπο, το
δί­λημ­μα «ρήξη ή έντι­μος συμ­βι­βα­σμός» που δια­περ­νά τη
συ­ρι­ζέι­κη φι­λο­λο­γία αφορά πρω­τί­στως τον ίδιο τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και
τις εσω­τε­ρι­κές σχέ­σεις των αν­θρώ­πων του.

Υ.Γ. Μη θαρ­ρεί­τε πως γράφω με την αναι­σθη­σία του αμέ­το­χου
πα­ρα­τη­ρη­τή, επει­δή τάχα έχω την πο­λυ­τέ­λεια να μην είμαι
ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ούτε βαθύς ούτε ρηχός ούτε με­σαί­ος. Όταν συ­να­ντώ
αν­θρώ­πους του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ρηχού ή βα­θέ­ως, (και συ­να­ντώ αρ­κε­τούς
και συχνά, για λό­γους πο­λι­τι­κο-επαγ­γελ­μα­τι­κούς) τους ρωτάω:
«Κοι­μά­στε καλά τα βρά­δια;» Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι με κοι­τά­ζουν
απο­ρη­μέ­νοι- κι απορώ που απο­ρούν. Κι εγώ σπα­νί­ως τους
εξο­μο­λο­γού­μαι ότι έχω χάσει τον ύπνο μου. Σαν να ση­κώ­νω το βάρος
του κό­σμου. Κι ας σέρνω μόνο το βάρος μου…

πηγη: kibi-blog.blogspot.gr

Σχόλια