του Λευτέρη Ριζά
Τρεις μήνες μετά τις εκλογές η χώρα και η κυβέρνηση παραμένουν
εγκλωβισμένες στις διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» για το μέλλον των
Μνημονίων, των δανείων, κλπ. Η κατάσταση είναι πασίγνωστη: το οικονομικό
αδιέξοδο της χώρας, η θηλιά στο λαιμό της – του λαού – καθημερινά
σφίγγει όλο και περισσότερο. Η αγωνία για το που θα καταλήξουν οι
διαπραγματεύσεις μεγαλώνει καθημερινά. Πολλαπλασιάζονται και οι
προτάσεις για να δώσουμε ένα τέλος στις διαπραγματεύσεις είτε με έναν
«έντιμο συμβιβασμό», είτε με μια «έντιμη ρήξη», είτε πάλι με στάση
πληρωμών, έξοδο από Ευρώ και Ευρωζώνη ή τέλος με «φυγή προς τα μπρος».
Γιατί, όμως, όλη αυτή η αγωνία, η ταραχή κι ο «χαμός»;
Διότι με την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, δεν συνέβη τίποτα από
όσα διάφοροι «θεωρητικοί» και πολιτικοί ηγέτες του, έλπιζαν, πίστευαν
και υποστήριζαν δημόσια ότι θα συμβεί. Την εκλογική νίκη δεν ακολούθησε
κανένα «ντόμινο» αλλαγών στην Ευρώπη τέτοιων που να στηρίξουν το
ελληνικό παράδειγμα ή υπόδειγμα. Αλλά ούτε και οι δανειστές και οι
«θεσμοί» έτρεξαν πανικόβλητοι ξωπίσω μας προσφέροντας μας διευκολύνσεις,
χρήματα, κάθε λογής υποστήριξη. Κοινώς κανένας τους δεν χόρεψε
πεντοζάλη.
Όταν σε παλιότερα άρθρα μου, εδώ στον ΟΙΣΤΡΟ, έγραφα ότι αυτά όλα που
πίστευε, προσδοκούσε και ανέμενε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούσαν
«φρούδες» ελπίδες, πως και το 1917 ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι μάταια
περίμεναν την επανάσταση στη Γερμανία που θα τους στήριζε αλλά εκείνη
δεν ήρθε, κι ακόμα την περιμένουμε, και πως το μέγα ζήτημα θα προκύψει
συνεπώς από αυτή την καθυστέρηση στο ραντεβού με την ιστορία, τότε
κανένας δεν ήθελε να σκεφτεί μια τέτοια, άσχημη για εμάς, εκδοχή των
πραγμάτων.
Τώρα κυριαρχεί η αμηχανία, η νευρικότητα, οι σπασμωδικές κινήσεις, ο
αυταρχισμός του λόγου και η προσπάθεια κάλυψης της αλήθειας που περιέχει
η σκληρή πραγματικότητα με νεολογισμούς και εξυπνακισμούς τύπου Γιάνη.
Τελευταία μάλιστα προστέθηκε και η μυστική διπλωματία. Δεσμεύεται π.χ. ο
πρωθυπουργός να μην αποκαλύψει τι είπε ή τι συμφώνησε με την κυρία
Μέρκελ !! Με βάση τη γνωστή λαϊκή σοφία «τα δικά μας είναι σύκα και δεν
ακούγονται ενώ των αλλονών καρύδια και βροντάνε», αν τα ίδια είχε κάνει ο
Αντώνης κι ο Βαγγέλης θάχε γίνει χαμός. Τώρα όμως τσιμουδιά από πλευράς
βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ συνοδευόμενο προς τους άλλους μόλις οι τελευταίοι
ψελλίσουν κάτι σχετικό: εσείς δεν έχετε δικαίωμα να μιλάτε μια και
είσαστε μνημονιακοί και φιλικών δημοσιογράφων και εντύπων.
Για άλλη μια φορά να το επαναλάβουμε: επρόκειτο για πολύ επικίνδυνη
ιδεοληψία, βύθιση στα ευρωκομμουνιστικά ιδεολογήματα, η πεποίθηση ότι η
Ευρώπη θα στεκότανε στο πλευρό της κυβέρνησης επειδή θα διέθετε πρόσφατη
λαϊκή εντολή, κλπ κλπ. Η Ευρώπη, δηλαδή η ΕΕ είναι μια Ευρώπη και μια
«Ένωση» του κεφαλαίου, των ιμπεριαλιστών και όχι των λαών. Για να
προκύψει η Ευρώπη των λαών, πρέπει κάθε λαός να αλλάξει τη χώρα του. Να
την κάνει σοσιαλιστική. Μέχρι τότε η Ευρώπη θα είναι ιμπεριαλιστική και
σαν τέτοια όχι μόνο θα εκμεταλλεύεται άλλους λαούς, αλλά και τους δικούς
της και θα τους διασπάει, και θα στρέφει τον έναν ενάντια στον άλλο.
Τόσο με μεγαλύτερη επιτυχία όσο θα κυριαρχούν στα μυαλά της «ροζ και
λάιτ αριστεράς» και στους λαούς – και στην εργατική τάξη – οι ιδεοληψίες
και τα ιδεολογήματα της.
***
Η για «πρώτη φορά» αριστερή μας κυβέρνηση φαίνεται να μένει
αμετακίνητη στις «κόκκινες γραμμές της», εργασιακά και ασφαλιστικά, όπως
επίσης και οι δανειστές και οι «θεσμοί». Κι αυτών οι «κόκκινες γραμμές»
τους, ως φαίνεται, συμπίπτουν με αυτές της κυβέρνησης. Με άλλη φορά
βέβαια. Συνεπώς σε πιο δύσκολη θέση βρίσκεται η κυβέρνηση – στην
πραγματικότητα ο εργαζόμενος λαός, όσοι τέλος πάντων έχουν πληγεί από τη
λαίλαπα της κρίσης, των μνημονίων και των εφαρμοστικών μέτρων και
νόμων. Να υποχωρήσει και σε αυτά η κυβέρνηση φαντάζει αυτοκτονικό. Το
πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης θα εξαερωθεί εντελώς και η ίδια πια δεν θα
έχει κανένα λόγο ύπαρξης και ίχνος νομιμοποίησης στη λαϊκή συνείδηση. Να
υποχωρήσουν οι «θεσμοί» είναι κι αυτό δύσκολο. Όχι γιατί θα πάθαιναν
κάποια μεγάλη οικονομική ζημιά αν χαλάρωναν τη θηλιά από το λαιμό μας.
Μάλλον κερδισμένοι θα ήσαν μακροπρόθεσμα. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με
το «κύρος» του εξουσιαστή. Με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του, την
ευθυγράμμιση των χωρών στην υλοποίηση των σχεδίων τους για το πώς πρέπει
οι κοινωνίες και οι άνθρωποι να ζούνε και να συμπεριφέρονται.
Αν ο λαός θέλει η κυβέρνηση να μην αλλάξει στάση – να παραμείνει
ανυποχώρητη στις «κόκκινες γραμμές», για το συμφέρον του ίδιου του λαού
και του τόπου – παρά τις πιέσεις των ευρωπαίων «φίλων και εταίρων» μας,
πρέπει αυτό να το αποδείξει έμπρακτα και όχι μόνο δημοσκοπικά. Ούτε
αρκεί να σταθεί στο πλάϊ της σε περίπτωση εκλογών ή δημοψηφίσματος.
Φυσικά αν η κυβέρνηση πιστεύει πώς αρκεί κάτι τέτοιο, «πλανάται πλάνην
οικτρά», όπως θα έλεγε και ο υπερυπουργός κ. Ν. Βούτσης.
Ο λαός, επαναλαμβάνω, αν θέλει να υπερασπίσει την ίδια του την ύπαρξη
πρώτα απ’ όλα και μετά την κυβέρνηση, θα πρέπει να αλλάξει πάρα πολλές
από τις καταναλωτικές συνήθειες του εθελοντικά ή και με το ζόρι, να
εργαστεί σκληρά στο χωράφι, στην οικοδομή, στο εργοστάσιο, κλπ κλπ. Να
αφιερώσει μια μέρα δουλειάς στο κοινό καλό – κάτι πάνω κάτω με τα
«κομμουνιστικά Σάββατα» – και να θυμηθεί ξανά τις παλιές καλές συνήθειες
του «καλού νοικοκύρη», δηλαδή να μην σπαταλάει άσκοπα και για επίδειξη
τα αγαθά. Να προτιμάει πάλι τις δημόσιες συγκοινωνίες – στις οποίες
βέβαια θα πρέπει να επενδύσει και αναδιοργανώσει – εγκαταλείποντας την
«πολυτέλεια» του ιδιωτικού αυτοκίνητου που και το εισάγουμε και
σπαταλάμε εισαγόμενα καύσιμα για την κίνηση του και μολύνουμε την
ατμόσφαιρα, κλπ κλπ. Πολλά λοιπόν θα πρέπει να αλλάξουν. Πολλές από τις
«αξίες», τις συνήθειες και συμπεριφορές που μας εντυπώνει η ιδεολογία
της κυρίαρχης τάξης.
«Κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης» έγραφαν οι
Μαρξ και Ένγκελς. Αυτή την αλήθεια πρέπει να την ξαναθυμηθεί η αριστερά
μας. Αν υποθέσουμε πώς κάποτε την ήξερε, την είχε κατανοήσει και
συνειδητά πολεμούσε τις κυρίαρχες ιδέες, νοοτροπίες και λογικές, πάντοτε
για το «καλό» του λαού, την απελευθέρωση του από τα δεσμά της κυρίαρχης
τάξης και του συστήματος της.
Ένα παράδειγμα κυριαρχίας αυτής της ιδεολογίας πάνω στις μάζες –
λαϊκές και μη – που παίζει κεντρικό ρόλο στην αναπαραγωγή του αστικού
συστήματος είναι αυτό της «ήσσονος προσπάθειας», για την οποία βέβαια
κατηγορούν τον λαό οι ιδεολογικοί πράκτορες του αστισμού. Όταν η
πρακτική της κυρίαρχης τάξης είναι να αποκτά και να χαίρεται όλα τα
αγαθά άκοπα – γιατί άλλοι τα παράγουν, που συνήθως τα στερούνται –
μοιραία οι «υποτελείς» [1] υιοθετούν και αυτοί
αυτή την αξία: της ήσσονος προσπάθειας. Αφού με αυτή συνδέεται η
καλοπέραση. Με τον κόπο και τον μόχθο συνδέονται η φτώχεια και ο πόνος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο απόστολος Παύλος στην προς
Θεσσαλονικείς Β’ επιστολή του επιμένει ότι οι χριστιανοί πρέπει να
εργάζονται. Ακόμα και οι «αξιωματούχοι» της εκκλησίας!!
« 6 Σας παραγγέλλουμε αδελφοί, στο όνομα του
Κυρίου Ιησού Χριστού, να αποφεύγεται κάθε αδελφό που είναι αργόσχολος
και δεν ζει σύμφωνα με την παράδοση που παρέλαβε από μας. 7 Εσείς οι ίδιοι ξέρετε πως πρέπει να ακολουθείτε το παράδειγμα μας: Δεν αποφύγαμε την εργασία όταν ήμασταν κοντά σας, 8
ούτε επιβαρύναμε κανέναν με την διατροφή μας, αλλά εργαζόμασταν μέρα
νύχτα με κόπο και μόχθο, για να μην γίνουμε βάρος σε κανέναν σας. 9 Όχι γιατί δεν είχαμε το δικαίωμα αυτό, αλλά για να γίνουμε παράδειγμα σ’ εσάς να μας μιμηθείτε. 10 Κι όταν ήμασταν κοντά σας, αυτό σας παραγγέλλαμε. Όποιος δεν θέλει να εργάζεται, αυτός να μην τρώει κιόλας. 11 Γιατί μαθαίνουμε ότι μερικοί από σας είναι αργόσχολοι, δηλαδή δεν εργάζονται, αλλά περιεργάζονται τους άλλους. 12
Σ΄ αυτούς παραγγέλλουμε και τους παρακαλούμε, στο όνομα του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού, να ηρεμήσουν και να εργάζονται κανονικά, για να κερδίσουν
το ψωμί τους»
[ Η Αγία Γραφή ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ , ΑΘΗΝΑ , σελ. 314].
Βλέπετε πόσο μακριά από αυτή την παραγγελιά βρίσκεται η κυρίαρχη τάξη
και οι μεγαλόσχημοι αξιωματούχοι της ίδιας της Εκκλησίας; Η παραγγελιά
αυτή, όμως, που εξυμνεί την εργασία και τους εργαζόμενους είναι βαθειά
επαναστατική. Κομμουνιστική θα έλεγα. Από την οποία φρόντισαν να
απαλλαγούν οι αξιωματούχοι και στις μετεπαναστατικές κοινωνίες[2].
Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο πώς ο ίδιος ο Θεός αποκαλείται
«δημιουργός» και «πλάστης». Μόνο ως δημιουργός μπορεί να είναι κάποιος
φορέας καλού πνεύματος. Ο διάβολος – το πνεύμα του κακού – αντίθετα
καταστρέφει. Ο Χέγκελ μάλιστα λέει ότι ο δούλος επειδή γνωρίζει τα
πράγματα από την πλευρά της παραγωγής γι αυτό είναι φορέας της σοφίας
και ως τέτοιος μια μέρα θα κυβερνήσει.
Μια βαθειά αντι-αστική διαπαιδαγώγηση – από την παιδική ηλικία, το
σχολείο κοκ – δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια λογική αποφυγής της
εργασίας, του μόχθου και του κόπου. Σε όλη την έκταση. Και στις σπουδές[3].
Μια τέτοια διαπαιδαγώγηση και καθημερινή πρακτική, τέτοιες «αξίες»,
είναι απαραίτητες αν θέλουμε να σταθούμε υπερήφανοι απέναντι στους
δανειστές μας και τους θεσμούς τους που πριν μας πάρουν τα υλικά μέσα
και αγαθά μας έχουν φροντίσει να αλώσουν τα «μυαλά» μας. Δεν είμαι
βέβαιος αν όσοι, πολύ σωστά, υποστηρίζουν πώς η σωτηρία μας βρίσκεται σε
ρήξη με τους ευρωπαίους λύκους, έχουν συνείδηση του τι αυτό απαιτεί και
σημαίνει. Υποθέτω, όμως, πως οι περισσότεροι που τάσσονται υπέρ της
παραμονής στην ΕΕ, το ευρώ, το ΝΑΤΟ και μιας συμφωνίας με τους θεσμούς,
το κάνουν γιατί «ψυχανεμίζονται» πώς η ρήξη απαιτεί και πολλές άλλες
ρήξεις που δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν.
***
Ο αρχιερέας του «εκσυγχρονισμού» στην Ελλάδα, ο κ. Κ. Σημίτης έλεγε στο 7ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ (2005): «αν
θέλουμε να προκόψει ο τόπος, πρέπει να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με
δομές κοινωνικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές, που προσδιορίζουν αρνητικά
την πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη.
Το εύρος αυτών των κοινωνικών αντιπαραθέσεων είναι πολύ
μεγαλύτερο απ’ ότι εμείς όλοι, η ίδια η κοινωνία αντιλαμβάνεται, ή θέλει
ν’ αναγνωρίσει, απ’ ότι οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές
δυνάμεις, επιτρέπουν να γίνει δεκτό».
Ο κ. Κ. Σημίτης, υπήρξε ένας πολύ συνειδητός εκπρόσωπος του
ευρωπαϊκού καπιταλ-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Από τους λίγους που είχε
καταλάβει και αποδεχτεί ποιες ήτανε οι ανάγκες και τα σχέδια του, με τα
οποία έπρεπε να προσαρμοστεί και η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Είχε
συνείδηση ότι αυτή η προσαρμογή απαιτούσε τέτοιες κοινωνικές
αντιπαραθέσεις που η ίδια η κοινωνία δεν μπορούσε να αντιληφθεί και οι
κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να τις
δεχτούν. Ήταν κάτι που ούτε ο ίδιος και η κυβέρνηση του κατόρθωσαν να
φέρουν σε πέρας και που ο ίδιος πια απαιτούσε να κάνει η κυβέρνηση Κ.
Καραμανλή. Η ομιλία του στο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ ήτανε ένα μαστίγωμα της
αδράνειας της κυβέρνησης Καραμανλή επειδή «δεν δρα και γαντζώνεται
από το ιδεολόγημα του αυτόματου πιλότου, κυρίως γιατί φοβάται να
διαχειριστεί το εύρος των κοινωνικών αντιπαραθέσεων» και συμβούλευε το Συνέδριο «… και ιδίως η προοδευτική παράταξη» ότι «πρέπει
να εξετάζει σε βάθος τις αιτίες της ελληνικής υστέρησης και να
αναμετριόμαστε με αυτές, αν θέλουμε πραγματικά να προσφέρουμε στη χώρα».
Στο ίδιο Συνέδριο η κ. Άννα Διαμαντοπούλου ενθουσιώδης καλή μαθήτρια
των συνεδρίων της Λέσχης Bilderberg, με ένα κρεσέντο ακραίου (νέο)
φιλελευθερισμού έλεγε το παρακάτω αμίμητο, αλλά προφητικό για όσα θα
ακολουθούσαν: «Σύντροφοι, ίσως είμαστε η τελευταία
Κομμουνιστική χώρα στην Ευρώπη. Το κράτος καταδυναστεύει το 55% της
οικονομίας, δεν συμβαίνει ούτε στις νέες χώρες και καταδυναστεύει όλους
τους θεσμούς.
Μια νέα επιλογή για το κράτος σημαίνει και συγκρούσεις. Σημαίνει
λιγότερα Υπουργεία, σημαίνει λιγότεροι Κρατικοί Οργανισμοί, σημαίνει ένα
νέο τοπίο όπου το δημόσιο, το ιδιωτικό και το κοινωνικό συνεργάζονται
σε μια διαφορετική βάση. Οι ανατροπές για την επιλογή αυτού του μοντέλου είναι πάνω απ’ όλα εσωτερική μας υπόθεση, να συμφωνήσουμε και να τις παλέψουμε».[4]
Το σχέδιο για την «αποκομμουνιστικοποίηση» της Ελλάδας, του λιγότερου κράτους, και όλων όσων είχαν προηγηθεί επί ΠΑΣΟΚ[5]
και ακολούθησαν μετά, μέχρις τις ημέρες μας, είναι παλιότερο από την
«κρίση» και τα Μνημόνια. Απλά (;!) η κρίση, τα μνημόνια, οι δανειστές,
οι θεσμοί, οι πάντα απρόσωπες αλλά αξιοσέβαστες «αγορές», έδωσαν
τεράστια ώθηση και μπόλικη νομιμοποίηση στην υλοποίηση αυτών των
σχεδίων. Αυτό το «άνω-κάτω» που έπρεπε να συμβεί στην Ελλάδα – όπως το
περιέγραφε ο κ. Σημίτης – δικαιολογήθηκε θαυμάσια με την ανάγκη να
βγούμε από την «κρίση», να ανταποκριθούμε στις επιταγές των «αγορών»
κλπ.
Αυτή η προσπάθεια, όμως, ήταν μοιραίο να προκαλέσει θύματα. Όχι μόνο
και κυρίως ανάμεσα στους εργάτες, τους φτωχούς αγρότες, τους δημόσιους
υπαλλήλους, την εκπαίδευση, την υγεία κλπ. Αλλά ανάμεσα και στα παλιά
και νέα μικροαστικά και μεσοαστικά κοινωνικά στρώματα, σε βιοτεχνικούς
και βιομηχανικούς κύκλους. Δεν είναι τυχαίο πού όλοι ανησυχούν για την
κατάρρευση της μεσαίας τάξης – κι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην
Ευρώπη, ακόμα και τις ΗΠΑ – θεωρώντας την «ραχοκοκαλιά» του αστικού
συστήματος. Η μικροϊδιοκτησία, τα μεσαία στρώματα (παλιά και νέα), ο
εκτεταμένος δημοσιο-υπαλληλικός κόσμος πράγματι αποτελούν ανέκαθεν
στήριγμα του συστήματος. Ασπίδα του κεφαλαίου από τις επιθέσεις της
εργατικής τάξης[6].
Άλλωστε πρώτη προτεραιότητα του καθεστώτος της εξάρτησης, της εθνικής
υποτέλειας και κοινωνικής παρακμής που επιβλήθηκε στη χώρα και το λαό
μας αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, ήταν η
αναδημιουργία κοινωνικών και πολιτικών στηριγμάτων του. Η ανασυγκρότηση
των μικρομεσαίων στρωμάτων, του κρατικού μηχανισμού – εκτός βέβαια του
βασικού: του στρατού – και του πολιτικού συστήματος με όλα τα
συνακόλουθα του. Έγραφα ήδη το 2010:
«Ανάμεσα στους «πάνω» και τους «κάτω», τους εξουσιαστές και τους
εξουσιαζόμενους, αυτούς που ήταν ακόμα «επικίνδυνοι» – τον απλό λαό,
έπρεπε να δημιουργηθεί ένα «κοινωνικό μαξιλάρι» που να απορροφά τους
κραδασμούς του συστήματος και να εξασφαλίζει τους κρατούντες
νικητές. Δεν έφταναν οι φυλακές κι εξορίες, δεν έφτανε η μετανάστευση,
για να ξεφορτωθούνε όλο αυτό τον «πλεονάζοντα» παραγωγικό πληθυσμό.
Θέλανε και κοινωνικά στηρίγματα. Στο εργοστάσιο εύκολα δεν έμπαινες
χωρίς «πιστοποιητικό». Να γίνεις, όμως, μικροεπαγγελματίας ήτανε πιο
εύκολο και βολικό για το σύστημα. Στηρίχτηκε η αναπαραγωγή των
μικρο-μεσαίων στρωμάτων. Μια άλλη διέξοδος για την απορρόφηση των
ανέργων, ένα ακόμα κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό στήριγμα του
καθεστώτος της εξάρτησης, εθνικής υποτέλειας και παρακμής ήταν ακριβώς η
διόγκωση του κράτους. Των δημόσιων υπαλλήλων. Και φυσικά εδώ βρήκαν
έδαφος και φούντωσαν οι «πελατειακές» σχέσεις. Χάρη σε αυτές
ξαναστήθηκαν στα πόδια τους τα αστικά κόμματα. Όλο αυτό το πλέγμα των
«πελατειακών» σχέσεων, του ρουσφετιού κλπ ήταν η απάντηση του συστήματος
στον αγώνα του λαού για την απελευθέρωση του τη δεκαετία του ‘ 40.
Απάντηση στην «Ψυχή βαθειά» ήταν ο εξαναγκασμός του στην «υπόκλιση
βαθειά», στον πολιτικό, ιδεολογικό, ηθικό και ψυχικό εξανδραποδισμό του.
Μετά συμπλήρωμα ήρθε η επιβολή της «καταναλωτικής» κοινωνίας. Της
αλλοτρίωσης του λαού, μέσω παροχών που ακριβώς το σύστημα δεν μπορούσε
να εξασφαλίσει παρά μόνο με δάνεια. Χρεώνοντας το κράτος (του).
Βιομηχανίες, πραγματική «ανάπτυξη» δεν εξασφάλιζε. Μόνη λύση ο
παρασιτισμός. Και να τώρα που το «παρτι» τελείωσε. Το παγκόσμιο
χρηματοπιστωτικό σύστημα – ο παγκόσμιος δηλαδή παρασιτισμός – δεν μπορεί
να στηρίξει άλλο το μοντέλο του – άρα και την Ελλάδα. Ζητάει πίσω τα
«δανεικά». ..»[7]
Μέσα σε εκείνες τις συνθήκες έγινε προσπάθεια από τον ξένο παράγοντα –
αμερικανούς και άγγλους – να «εκσυγχρονιστεί», δηλαδή να ευθυγραμμιστεί
με τα σχέδια τους, και η ελληνική άρχουσα τάξη. Όμως αυτή η προσπάθεια
δεν έγινε χωρίς συγκρούσεις και αντιστάσεις ακόμα και από την αστική
τάξη της χώρας, για να μείνει κι αυτή ημιτελής. «Το πρότυπο της
συναίνεσης στο εσωτερικό των κυρίαρχων ομάδων και της σύγκρουσης τους με
τον ξένο παράγοντα επαναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου[8]».
Βέβαια και ο ελληνικός καπιταλισμός με το πέρασμα του χρόνου
εξελίχθηκε, προσαρμόστηκε και εντάχθηκε όπως μπόρεσε μέσα στο διεθνή
καταμερισμό εργασίας. Διαμορφώθηκε ένα οικονομικό-κοινωνικό-πολιτικό
μοντέλο αντίστοιχο με τον τρόπο αυτής του της ένταξης. Που φορές-φορές
προσπάθησε να τον αλλάξει, να τον βελτιώσει, χωρίς τελική επιτυχία[9].
***
Η κρίση που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει να κάνει με τη
χρεοκοπία όλου αυτού του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού «μοντέλου»
που της επιβλήθηκε, θέλοντας και μη, μετά την μεγαλειώδη προσπάθεια του
ελληνικού λαού στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού του αγώνα τα
χρόνια της κατοχής και αμέσως μετά. Αυτό το μοντέλο έχει «φάει τα ψωμιά
του». Βέβαια το ίδιο πάνω κάτω συμβαίνει με όλο το καπιταλιστικό /
ιμπεριαλιστικό σύστημα, παρόλο που αυτή την αλήθεια την σκεπάζει με τη
βροντερή κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού γενικά. Γι αυτό τον λόγο
άλλωστε οι λαϊκές μάζες δυσκολεύονται τόσο πολύ να χαράξουν τον δικό
τους δρόμο για την απελευθέρωση τους, τη χειραφέτηση τους, από τα δεσμά
ακριβώς αυτού του συστήματος.
Το ανησυχητικό είναι πώς η αριστερά μας αρνείται ακόμα πεισματικά να
καταλάβει ότι τα «καθήκοντα» της, προκειμένου να στηρίξει την
απελευθερωτική προσπάθεια του λαού, είναι πολύ πιο μεγάλα και πολύπλοκα
από την αναρρίχηση της στην εξουσία ή ακόμα και από την κριτική ή και
πολεμική προς αυτή την προσπάθεια – εδώ εννοώ κυρίως το ΚΚΕ. Η «Μεγάλη
Λευτεριά» δεν θα είναι το αποτέλεσμα μιας «σκληρής» διαπραγμάτευσης με
τους δανειστές κάποιων καλών κυρίων διαπραγματευτών. Θα είναι το
αποτέλεσμα μιας πραγματικής σύγκρουσης της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού
με όλες εκείνες τις δυνάμεις – υλικές και πνευματικές – που καθημερινά
σφυρηλατούν τα δεσμά του. Κι αυτή η σύγκρουση, αυτός ο αγώνας, θα
κρατήσει καιρό, πολύ καιρό.
Η αγωνιζόμενη σήμερα αριστερά μας, κατά βάση είναι μια αριστερά
μικροαστική. Που επιθυμεί έναν καπιταλισμό, μια καπιταλιστική /
ιμπεριαλιστική Ευρώπη, χωρίς τα «κακά» της. Παλιά ουτοπία των καλών
μικροαστών. Από την εποχή του Προυντόν. Σήμερα μάλιστα επιδιώκουν και
μια καλύτερη ένταξη στο διεθνή καταμερισμό εργασίας ή στα ευρωπαϊκά
πλαίσια και τα γενικότερα σχέδια του. Καμία αντίρρηση. Μόνο που αυτή η
προοπτική δεν οδηγεί στην χειραφέτηση των εργαζομένων πρώτα – πρώτα [
στην κυριολεξία της εργατικής τάξης ] κι επομένως και της
ανθρωπότητας.
[1] Ο Χέγκελ στην «Φαινομενολογία του Πνεύματος»
τα αναλύει θαυμάσια όταν εξετάζοντας την Αυτοσυνείδηση ασχολείται με τη
σχέση Κύριου και Δούλου.
[2] Η ανερχόμενη αστική τάξη πρώτη αξιοποίησε
αυτή την παραγγελία του Παύλου, κύρια ο προτεσταντισμός. Βλ. Μαξ Βέμπερ
«Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», δείχνοντας ότι
τις επαναστατικές ιδέες μπορεί πολλές φορές να τις οικειοποιηθούν
αντιλαϊκές δυνάμεις.
[3] Ο Μαρξ στον πρόλογο στην γαλλική έκδοση του
«Κεφαλαίου» έγραψε : «Ο δρόμος που οδηγεί στην επιστήμη δεν είναι
πλατειά λεωφόρος, και πιθανότητες να φτάσουν στις φωτεινές κορυφές της
έχουν μόνο εκείνοι που δε φοβούνται να κουραστούν για να σκαρφαλώσουν
στ’ απόκρημνα μονοπάτια της».
[4] Δεν ήταν λοιπόν ο κ. Αντώνης Σαμαράς, που
όπως έγραφε ο Γ. Δελαστίκ είχε πάθει :«Πολιτική… παράκρουση έδειχνε να
έχει πάθει ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς –και μάλιστα ακροδεξιάς φύσης–
στην ομιλία που εκφώνησε την περασμένη Πέμπτη στο συνέδριο του
βρετανικού περιοδικού The Economist, στην Αθήνα. «Πάψαμε να
είμαστε η τελευταία σοβιετική χώρα στον κόσμο! Πάψαμε να είμαστε το
Τζουράσικ Παρκ της Ευρώπης! Πάψαμε να είμαστε η χώρα-Δον Κιχώτης που
πολεμάει με ανεμόμυλους!» αναφώνησε ο πρωθυπουργός ζητωκραυγάζοντας,
μόνος αυτός, το έργο της κυβέρνησής του στο κλείσιμο του λόγου του, ο
οποίος προκάλεσε θυμηδία λιγάκι της φαιδρότητάς του. «Η Ελλάδα ήταν η
τελευταία σοβιετική οικονομία, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν ανήκε στο
σοβιετικό μπλοκ!» ισχυρίστηκε στα σοβαρά ο Αντώνης Σαμαράς». βλ. Γ.
Δελαστίκ «Ο Σαμαράς κατέλυσε την «σοβιετική Ελλάδα»! ΕΠΙΚΑΙΡΑ τ. 248, 17-7-2014.
[5] Επί ΠΑΣΟΚ είχε αρχίσει ήδη το ξήλωμα μιας
σειράς «κατακτήσεων» του εργατικού / συνδικαλιστικού κινήματος
[πρόγραμμα ΠΟΛΙΤΕΙΑ], η σύμπραξη ιδιωτικού κεφαλαίου με δημόσια έργα
[ΣΔΙΤ], κλπ. Για όλα αυτά υπήρξανε σειρά άρθρων τόσο στην έντυπη έκδοση
του Monthly Review όσο και στην ηλεκτρονική.
[6] Σωστά είχε επισημάνει ο Φρ. Ένγκελς στην
εποχή του ότι η μικρο-ιδιοκτησία και ο στρατός στρέφονται κατά του
προλεταριάτου [«Το ζήτημα της κατοικίας»].
[8] βλ. Γ. Σταθάκης «Η
διαμόρφωση του μεταπολεμικού μοντέλου εκβιομηχάνισης – Κρίσιμη περίοδος
1944-1953» [ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, τ. 12-13, ΙΟΥΝΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1990. Πιο
εκτεταμένα γι αυτή την περίοδο του ίδιου «Από το δόγμα Τρούμαν στο
σχέδιο Μάρσαλ» . Βλ. επίσης Σταύρος Ελευθερίου (Λ. Ριζάς) «Ο ελληνικός
καπιταλισμός: προβλήματα και διλήμματα» περιοδικό ΤΕΤΡΑΔΙΑ, τ. 2-3,
Φθινόπωρο ‘ 81.
[9] βλ. Τζέημς Πέτρας «Ακμή και παρακμή της
Σοσιαλδημοκρατίας στη Νότια Ευρώπη – Δοκίμια για τον ελληνικό
καπιταλισμό», εκδ. ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1985, Σταύρος Ελευθερίου, όπου
ανωτέρω, θεωρητικός ΑΝΤΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΗΣ Μάϊος – Ιούνιος 1966. Σημαντικά και
τα δύο βιβλία του Παναγιώτη Κονδύλη «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού»
και «Πλανητική πολιτική μετά το ψυχρό πόλεμο» εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ,
ιδιαίτερα όπου αναφέρεται στην ελληνική οικονομία, κοινωνία και
πολιτική.
Σχόλια